του Κώστα Δουζίνα
Τον Ιανουάριο του 2013, στη διάρκεια του συνεδρίου «Το Ελληνικό Σύμπτωμα» στο Παρίσι, βρέθηκα στο ίδιο πάνελ με τον Αλαίν Μπαντιού.
Παρουσίασα τη γνωστή μου άποψη ότι, σ' όλο τον κόσμο, έχουμε μπει σε
μια νέα «εποχή αντίστασης» με τρεις κοινές μορφές: εξεγέρσεις
(χρησιμοποίησα το παράδειγμα του Δεκέμβρη), μαρτύριο/μαρτυρία και έξοδος
(Υπατία) και αμεσοδημοκρατικές καταλήψεις (Αγανακτισμένοι). Aκούγοντας την απάντηση του Μπαντιού,
η έκπληξη μου ήταν τέτοια, που νόμιζα ότι δεν κατάλαβα καλά. Την
αντιγράφω από το άρθρο του «Ή σημερινή μας αδυναμία»: «Θαυμάζω βεβαίως
την ευγλωττία του φίλου και συντρόφου μου Κώστα Δουζίνα,
που στήριξε τη δεδηλωμένη αισιοδοξία του με ακριβείς αναφορές σε όσα
θεωρεί καινούργια πολιτικά στοιχεία της λαϊκής αντίστασης στην Ελλάδα,
όπου διέκρινε επίσης την εμφάνιση ενός νέου πολιτικού υποκειμένου. Αλλά
δεν πείστηκα […] Τα ίδια είδαμε […] τον Μάη του '68 στη Γαλλία. Στην
πραγματικότητα, όλα αυτά υπήρχαν και στις εποχές του Σπάρτακου ή του Τόμας Μίντσερ».1
Ο Μπαντιού είναι πιθανόν ο τελευταίος μεγάλος γάλλος φιλόσοφος της γενιάς των '60. Η θεωρία του συμβάντος, η μαθηματική οντολογία, η κριτική του ηθικισμού και του νομικισμού και το λογοτεχνικό του έργο αποτελούν άξια συνέχεια του Φουκώ, του Λακάν, του Σαρτρ. Θεωρώ όμως τις πρόσφατες πολιτικές παρεμβάσεις του και την πεποίθηση περί «ανικανότητας» της Αριστεράς προβληματικές. Ήδη από την προηγούμενη δεκαετία, ο Μπαντιού απέρριπτε τις πολιτικές των ταυτοτήτων, τα κινήματα κατά της παγκοσμιοποίησης, έβρισκε ιδιαίτερα προβληματικές τις εξεγέρσεις των νέων. Αποκαλούσε το πλήθος «ονειρική παραίσθηση», που διεκδικεί το δικαίωμα «των αργόσχολων του πλανήτη μας […] να απολαμβάνουν χωρίς να κάνουν τίποτα, φροντίζοντας επιμελώς να αποφεύγει κάθε μορφή πειθαρχίας, ενώ γνωρίζουμε καλά ότι η πειθαρχία, σε όλα τα πεδία, είναι το κλειδί για την αλήθεια». Απέρριπτε την κατηγορία του «κινήματος», γιατί «είναι συνδεδεμένο με τη λογική του κράτους»· η πολιτική, υποστήριζε, πρέπει να κατασκευάσει «νέες μορφές πειθαρχίας που θα αντικαταστήσουν την πειθαρχία των πολιτικών κομμάτων».2
Η Αναγέννηση της Ιστορίας, βιβλίο του Μπαντιού που εκδόθηκε το 2012, συνεχίζει την πολιτική ανάλυση, ταξινομώντας τις πρόσφατες αντιστάσεις σε «άμεσες» ταραχές και «ιστορικές» εξεγέρσεις. Οι «ταραχές» (Παρίσι 2005, Αθήνα 2008, Λονδίνο 2011) χαρακτηρίζονται, όχι πολύ διαφορετικά από τα κατεστημένα ΜΜΕ, ως μη πολιτικές, «μηδενιστικές», βίαιες. Αντίθετα, βρίσκω ενδιαφέρουσα την ανάλυση για τις «ιστορικές» εξεγέρσεις, την οποία και χρησιμοποίησα στο βιβλίο μου Philosophy and Resistance in the Crisis (2013). Κατά τον Μπαντιού, η εξέγερση της Ταχρίρ χαρακτηρίστηκε από διάρκεια, επιμονή, συνοχή και ανεξαρτησία από πολιτικά κόμματα. Κατέλαβε έναν κεντρικό χώρο και πέρασε από την «κακοφωνία» της άμεσης εξέγερσης στο κεντρικό σύνθημα «Να φύγει ο Μουμπάρακ», το οποίο συνένωσε τις λαϊκές δυνάμεις. Οι καταληψίες δημιούργησαν μια «λαϊκή δικτατορία». Είχαν με το μέρος τους την εξουσία της αλήθειας και επέβαλαν τις αποφάσεις τους, ακολουθώντας την νέα μορφή πειθαρχίας που υποστηρίζει ο Μπαντιού.
Η πρόγνωση, ωστόσο, για το μέλλον της εποχής των αντιστάσεων εντάσσεται σ' αυτό που ο Μπένγιαμιν ονόμασε «αριστερή μελαγχολία». Χαρακτηρίζει τον επαναστάτη που είναι προσκολλημένος στην παλιά του θεωρία και ιδεώδες --ακόμη και στην αποτυχία του ιδεώδους αυτού--, παραγνωρίζοντας τη δυνατότητα να παρέμβει στην τρέχουσα πολιτική πρακτική, για να αλλάξει τον κόσμο. Είναι μετεξέλιξη της αριστερής πίστης στην ιστορική νομοτέλεια και δυναμώνει όσο οι προβλέψεις της αποτυχαίνουν. Για να αποφύγουν λοιπόν την ήττα ή την αφομοίωση οι εξεγερμένοι πρέπει, κατά τον Μπαντιού, να εμπνέονται από την ιδέα του για τον κομμουνισμό. Η απουσία της, που επιδεινώνεται από την έλλειψη σφικτής πολιτικής οργάνωσης, σημαίνει ότι οι εξεγέρσεις δεν μπορούν να ωριμάσουν και να εξελιχθούν σε χειραφετητική πολιτική. Η πολιτική οργάνωση που φαντασιώνεται ο Μπαντιού είναι μικρή, χαρακτηρίζεται από υψηλή πειθαρχία και, χωρίς να είναι προσκολλημένη σε μια κοινωνική τάξη, ενεργεί απέναντι στον λαό με ηγετικό και δεσποτικό τρόπο. Αυτό είναι το είδος της οργάνωσης που απέρριψαν κατηγορηματικά τα πρόσφατα κινήματα αντίστασης, με την άμεση δημοκρατία και τις οριζόντιες δικτυώσεις τους. Δυστυχώς, για τον Μπαντιού, η «αναγέννηση της Ιστορίας» αποδείχτηκε θνησιγενής.
Η τυποποίηση των αντιστάσεων κάνει τον Μπαντιού να υποτιμά τις επιτυχίες και να υπερτιμά τις ήττες. Η απέχθειά του για το κράτος τον οδηγεί να απορρίπτει τα αριστερά κόμματα. Η αδιαφορία του για την οικονομία τον κάνει να αγνοεί τη συμβολή της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης στην παγκόσμια έκρηξη. Αλλά η κρίση του καπιταλισμού οδήγησε στα Μνημόνια, τα οποία τα επέβαλαν το κράτος και η Ε.Ε. Δεν μπορεί η Αριστερά να εγκαταλείψει το πεδίο αυτό. Όπως λέει ο Ζίζεκ, «αν δεν ξέρεις ακριβώς με τι θέλεις να αντικαταστήσεις το κράτος, δεν έχεις το δικαίωμα να "αποσυρθείς" από αυτό».3 Μ' αυτές λοιπόν τις «ελλείψεις», η «ιστορική» εξέγερση στην Αίγυπτο απέτυχε, ενώ η Ευρώπη βρίσκεται ακόμα – και ίσως για πάντα-- στην εποχή των «ταραχών».
Ο Μπαντιού ελπίζει ότι θα γεννηθεί στο μέλλον μια πολιτική οργάνωση που θα εκπροσωπεί την κομμουνιστική ιδέα για να ανταποκριθεί στην ιστορική πρόκληση. Μπαίνει λοιπόν κι αυτός στη σειρά των αριστερών «προφητών» που υπόσχονται κατά καιρούς την επανίδρυση της «σωστής» κομμουνιστικής οργάνωσης και καταγγέλλουν όποιους αποπλανούνται από τις απομιμήσεις της. Η ριζοσπαστική αλλαγή παραπέμπεται στις εσχατολογικές καλένδες. Επίσης, θεωρεί σωστά ότι η ανάδυση μιας στρατευμένης υποκειμενικότητας είναι κεντρικής σημασίας για το ριζοσπαστικό εγχείρημα. Αλλά μόνο οι λίγοι στρατευμένοι που ασπάζονται την «ιδέα του κομμουνισμού» μπορούν να αλλάξουν την πορεία της Ιστορίας. Ωστόσο, η κατασκευή πολιτικού υποκειμένου δεν αφορά μόνο τους στρατευμένους κομμουνιστές. Η παραγωγή υποκειμένων αρχίζει με την απαγκίστρωση των ανθρώπων από την οικονομία της απόλαυσης και της κατανάλωσης, τη σταδιακή είσοδό τους στην ηθική της ανυπακοής και την πολιτική της αντίστασης. Αυτό συνέβη στο Κάιρο, την Αθήνα, την Κωνσταντινούπολη και το Ρίο ντε Τζανέιρο. Οι εξεγερμένοι περιγράφουν την εμπειρία τους στις πλατείες ως «πολιτικό βάπτισμα» που άλλαξε τη ζωή τους. Στην Ελλάδα η μεταμόρφωση του πλήθους των πλατειών σε λαό που υποστηρίζει την Αριστερά έχει δημιουργήσει τις συνθήκες ριζικής αλλαγής.
Οι πλατείες επιβεβαίωσαν την άποψη του Μπαντιού ότι η πολιτική είναι ένα είδος σκέψης που δημιουργεί τη δική της αλήθεια· απέρριψαν όμως την εκδοχή του για την αλήθεια που είχε δημιουργηθεί σε απόσταση από την πολιτική της αντίστασης και κινητοποιεί μόνο λίγους. Χρησιμοποιώντας την ορολογία του, θα λέγαμε ότι η «αλήθεια» της επερχομένης ριζοσπαστικής αλλαγής οφείλεται στην πίστη των εξεγερμένων στο «συμβάν» της αντίστασης, στη «Στάση Σύνταγμα», όπως την ονομάσαμε. Μ' αυτή την έννοια, οι αντιστάσεις βρέθηκαν πολύ μπροστά από τη θεωρία. Η κουκουβάγια της Αθηνάς του Χέγκελ θα πετάξει το σούρουπο, όταν η φιλοσοφία αναγνωρίσει ότι η πράξη την ξεπέρασε και ακουμπήσει ξανά πάνω της.
Το έργο του Μπαντιού μας επιτρέπει να καταλάβουμε την έλευση της εποχής της αντίστασης. Εντούτοις, η προσπάθειά του να χρησιμοποιήσει συγκεκριμένες περιπτώσεις αντίστασης ως παράδειγμα της θεωρίας αποδεικνύεται προβληματική. Ό,τι δεν μπορεί να τοποθετηθεί στο θεωρητικό οικοδόμημα απορρίπτεται. Εντάσσεται έτσι σε μια γνωστή παράδοση της ακαδημαϊκής Αριστεράς, η οποία διορθώνει το κίνημα αφήνοντας ανέπαφη τη θεωρία. Παραφράζοντας τον Μπρεχτ, θα λέγαμε ότι αν το κίνημα δεν ενεργεί σύμφωνα με τη θεωρία, πρέπει να εκλέξουμε νέο κίνημα. Αν η αλήθεια της πολιτικής αναδύεται στην πολιτική δράση, όπως σωστά λέει ο Μπαντιού, η φιλοσοφία πρέπει να πάρει αυτή την «αλήθεια» και να την κάνει οικουμενική. Εδώ λοιπόν βρίσκεται η ευθύνη της θεωρίας: αναλύοντας τις πρόσφατες αντιστάσεις, με τις αποτυχίες και επιτυχίες τους, πρέπει να βελτιώσουμε τόσο τη ριζοσπαστική φιλοσοφία όσο και τη δράση.
Η --συχνά κοινότυπη-- συζήτηση των οικονομολόγων έχει σημασία, η ευθύνη των φιλοσόφων όμως είναι εξίσου κρίσιμη. Πρέπει να ψηλαφήσουν το όραμα του δημοκρατικού σοσιαλισμού, ένα όραμα χωρίς προηγούμενα ή μοντέλα. Σ' αυτό το εγχείρημα, η ελληνική Αριστερά κατέχει κεντρικό ρόλο. Όπως πλησιάζουμε την ιστορική καμπή αριστερής διεξόδου στην κρίση, ας ξεχάσουμε τη μελαγχολία του συντρόφου και φίλου Μπαντιού και ας κρατήσουμε την ελπίδα, και την ευθύνη που την ακολουθεί, ότι στην Ελλάδα θα ξεκινήσει η αναγέννηση της Ιστορίας.
1 Alain Badiou, «Our Contemporary Impotence», Radical Philosophy, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2013, τχ. 131 (στα ελληνικά σε μετάφραση Αριάδνης Αλαβάνου, στο aristeroblog.gr/node/1997).
2 Alain Badiou, «Beyond Formalisation» [συνέντευξη, 2.7.2002], στο Bruno Bosteels, Badiou and Politics, Duke University Press 2011, σ. 336, 337.
3 Slavoj Žižek, The Year of Dreaming Dangerously, Verso 2013, σ. 130.
Ο Μπαντιού είναι πιθανόν ο τελευταίος μεγάλος γάλλος φιλόσοφος της γενιάς των '60. Η θεωρία του συμβάντος, η μαθηματική οντολογία, η κριτική του ηθικισμού και του νομικισμού και το λογοτεχνικό του έργο αποτελούν άξια συνέχεια του Φουκώ, του Λακάν, του Σαρτρ. Θεωρώ όμως τις πρόσφατες πολιτικές παρεμβάσεις του και την πεποίθηση περί «ανικανότητας» της Αριστεράς προβληματικές. Ήδη από την προηγούμενη δεκαετία, ο Μπαντιού απέρριπτε τις πολιτικές των ταυτοτήτων, τα κινήματα κατά της παγκοσμιοποίησης, έβρισκε ιδιαίτερα προβληματικές τις εξεγέρσεις των νέων. Αποκαλούσε το πλήθος «ονειρική παραίσθηση», που διεκδικεί το δικαίωμα «των αργόσχολων του πλανήτη μας […] να απολαμβάνουν χωρίς να κάνουν τίποτα, φροντίζοντας επιμελώς να αποφεύγει κάθε μορφή πειθαρχίας, ενώ γνωρίζουμε καλά ότι η πειθαρχία, σε όλα τα πεδία, είναι το κλειδί για την αλήθεια». Απέρριπτε την κατηγορία του «κινήματος», γιατί «είναι συνδεδεμένο με τη λογική του κράτους»· η πολιτική, υποστήριζε, πρέπει να κατασκευάσει «νέες μορφές πειθαρχίας που θα αντικαταστήσουν την πειθαρχία των πολιτικών κομμάτων».2
Η Αναγέννηση της Ιστορίας, βιβλίο του Μπαντιού που εκδόθηκε το 2012, συνεχίζει την πολιτική ανάλυση, ταξινομώντας τις πρόσφατες αντιστάσεις σε «άμεσες» ταραχές και «ιστορικές» εξεγέρσεις. Οι «ταραχές» (Παρίσι 2005, Αθήνα 2008, Λονδίνο 2011) χαρακτηρίζονται, όχι πολύ διαφορετικά από τα κατεστημένα ΜΜΕ, ως μη πολιτικές, «μηδενιστικές», βίαιες. Αντίθετα, βρίσκω ενδιαφέρουσα την ανάλυση για τις «ιστορικές» εξεγέρσεις, την οποία και χρησιμοποίησα στο βιβλίο μου Philosophy and Resistance in the Crisis (2013). Κατά τον Μπαντιού, η εξέγερση της Ταχρίρ χαρακτηρίστηκε από διάρκεια, επιμονή, συνοχή και ανεξαρτησία από πολιτικά κόμματα. Κατέλαβε έναν κεντρικό χώρο και πέρασε από την «κακοφωνία» της άμεσης εξέγερσης στο κεντρικό σύνθημα «Να φύγει ο Μουμπάρακ», το οποίο συνένωσε τις λαϊκές δυνάμεις. Οι καταληψίες δημιούργησαν μια «λαϊκή δικτατορία». Είχαν με το μέρος τους την εξουσία της αλήθειας και επέβαλαν τις αποφάσεις τους, ακολουθώντας την νέα μορφή πειθαρχίας που υποστηρίζει ο Μπαντιού.
Η πρόγνωση, ωστόσο, για το μέλλον της εποχής των αντιστάσεων εντάσσεται σ' αυτό που ο Μπένγιαμιν ονόμασε «αριστερή μελαγχολία». Χαρακτηρίζει τον επαναστάτη που είναι προσκολλημένος στην παλιά του θεωρία και ιδεώδες --ακόμη και στην αποτυχία του ιδεώδους αυτού--, παραγνωρίζοντας τη δυνατότητα να παρέμβει στην τρέχουσα πολιτική πρακτική, για να αλλάξει τον κόσμο. Είναι μετεξέλιξη της αριστερής πίστης στην ιστορική νομοτέλεια και δυναμώνει όσο οι προβλέψεις της αποτυχαίνουν. Για να αποφύγουν λοιπόν την ήττα ή την αφομοίωση οι εξεγερμένοι πρέπει, κατά τον Μπαντιού, να εμπνέονται από την ιδέα του για τον κομμουνισμό. Η απουσία της, που επιδεινώνεται από την έλλειψη σφικτής πολιτικής οργάνωσης, σημαίνει ότι οι εξεγέρσεις δεν μπορούν να ωριμάσουν και να εξελιχθούν σε χειραφετητική πολιτική. Η πολιτική οργάνωση που φαντασιώνεται ο Μπαντιού είναι μικρή, χαρακτηρίζεται από υψηλή πειθαρχία και, χωρίς να είναι προσκολλημένη σε μια κοινωνική τάξη, ενεργεί απέναντι στον λαό με ηγετικό και δεσποτικό τρόπο. Αυτό είναι το είδος της οργάνωσης που απέρριψαν κατηγορηματικά τα πρόσφατα κινήματα αντίστασης, με την άμεση δημοκρατία και τις οριζόντιες δικτυώσεις τους. Δυστυχώς, για τον Μπαντιού, η «αναγέννηση της Ιστορίας» αποδείχτηκε θνησιγενής.
Η τυποποίηση των αντιστάσεων κάνει τον Μπαντιού να υποτιμά τις επιτυχίες και να υπερτιμά τις ήττες. Η απέχθειά του για το κράτος τον οδηγεί να απορρίπτει τα αριστερά κόμματα. Η αδιαφορία του για την οικονομία τον κάνει να αγνοεί τη συμβολή της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης στην παγκόσμια έκρηξη. Αλλά η κρίση του καπιταλισμού οδήγησε στα Μνημόνια, τα οποία τα επέβαλαν το κράτος και η Ε.Ε. Δεν μπορεί η Αριστερά να εγκαταλείψει το πεδίο αυτό. Όπως λέει ο Ζίζεκ, «αν δεν ξέρεις ακριβώς με τι θέλεις να αντικαταστήσεις το κράτος, δεν έχεις το δικαίωμα να "αποσυρθείς" από αυτό».3 Μ' αυτές λοιπόν τις «ελλείψεις», η «ιστορική» εξέγερση στην Αίγυπτο απέτυχε, ενώ η Ευρώπη βρίσκεται ακόμα – και ίσως για πάντα-- στην εποχή των «ταραχών».
Ο Μπαντιού ελπίζει ότι θα γεννηθεί στο μέλλον μια πολιτική οργάνωση που θα εκπροσωπεί την κομμουνιστική ιδέα για να ανταποκριθεί στην ιστορική πρόκληση. Μπαίνει λοιπόν κι αυτός στη σειρά των αριστερών «προφητών» που υπόσχονται κατά καιρούς την επανίδρυση της «σωστής» κομμουνιστικής οργάνωσης και καταγγέλλουν όποιους αποπλανούνται από τις απομιμήσεις της. Η ριζοσπαστική αλλαγή παραπέμπεται στις εσχατολογικές καλένδες. Επίσης, θεωρεί σωστά ότι η ανάδυση μιας στρατευμένης υποκειμενικότητας είναι κεντρικής σημασίας για το ριζοσπαστικό εγχείρημα. Αλλά μόνο οι λίγοι στρατευμένοι που ασπάζονται την «ιδέα του κομμουνισμού» μπορούν να αλλάξουν την πορεία της Ιστορίας. Ωστόσο, η κατασκευή πολιτικού υποκειμένου δεν αφορά μόνο τους στρατευμένους κομμουνιστές. Η παραγωγή υποκειμένων αρχίζει με την απαγκίστρωση των ανθρώπων από την οικονομία της απόλαυσης και της κατανάλωσης, τη σταδιακή είσοδό τους στην ηθική της ανυπακοής και την πολιτική της αντίστασης. Αυτό συνέβη στο Κάιρο, την Αθήνα, την Κωνσταντινούπολη και το Ρίο ντε Τζανέιρο. Οι εξεγερμένοι περιγράφουν την εμπειρία τους στις πλατείες ως «πολιτικό βάπτισμα» που άλλαξε τη ζωή τους. Στην Ελλάδα η μεταμόρφωση του πλήθους των πλατειών σε λαό που υποστηρίζει την Αριστερά έχει δημιουργήσει τις συνθήκες ριζικής αλλαγής.
Οι πλατείες επιβεβαίωσαν την άποψη του Μπαντιού ότι η πολιτική είναι ένα είδος σκέψης που δημιουργεί τη δική της αλήθεια· απέρριψαν όμως την εκδοχή του για την αλήθεια που είχε δημιουργηθεί σε απόσταση από την πολιτική της αντίστασης και κινητοποιεί μόνο λίγους. Χρησιμοποιώντας την ορολογία του, θα λέγαμε ότι η «αλήθεια» της επερχομένης ριζοσπαστικής αλλαγής οφείλεται στην πίστη των εξεγερμένων στο «συμβάν» της αντίστασης, στη «Στάση Σύνταγμα», όπως την ονομάσαμε. Μ' αυτή την έννοια, οι αντιστάσεις βρέθηκαν πολύ μπροστά από τη θεωρία. Η κουκουβάγια της Αθηνάς του Χέγκελ θα πετάξει το σούρουπο, όταν η φιλοσοφία αναγνωρίσει ότι η πράξη την ξεπέρασε και ακουμπήσει ξανά πάνω της.
Το έργο του Μπαντιού μας επιτρέπει να καταλάβουμε την έλευση της εποχής της αντίστασης. Εντούτοις, η προσπάθειά του να χρησιμοποιήσει συγκεκριμένες περιπτώσεις αντίστασης ως παράδειγμα της θεωρίας αποδεικνύεται προβληματική. Ό,τι δεν μπορεί να τοποθετηθεί στο θεωρητικό οικοδόμημα απορρίπτεται. Εντάσσεται έτσι σε μια γνωστή παράδοση της ακαδημαϊκής Αριστεράς, η οποία διορθώνει το κίνημα αφήνοντας ανέπαφη τη θεωρία. Παραφράζοντας τον Μπρεχτ, θα λέγαμε ότι αν το κίνημα δεν ενεργεί σύμφωνα με τη θεωρία, πρέπει να εκλέξουμε νέο κίνημα. Αν η αλήθεια της πολιτικής αναδύεται στην πολιτική δράση, όπως σωστά λέει ο Μπαντιού, η φιλοσοφία πρέπει να πάρει αυτή την «αλήθεια» και να την κάνει οικουμενική. Εδώ λοιπόν βρίσκεται η ευθύνη της θεωρίας: αναλύοντας τις πρόσφατες αντιστάσεις, με τις αποτυχίες και επιτυχίες τους, πρέπει να βελτιώσουμε τόσο τη ριζοσπαστική φιλοσοφία όσο και τη δράση.
Η --συχνά κοινότυπη-- συζήτηση των οικονομολόγων έχει σημασία, η ευθύνη των φιλοσόφων όμως είναι εξίσου κρίσιμη. Πρέπει να ψηλαφήσουν το όραμα του δημοκρατικού σοσιαλισμού, ένα όραμα χωρίς προηγούμενα ή μοντέλα. Σ' αυτό το εγχείρημα, η ελληνική Αριστερά κατέχει κεντρικό ρόλο. Όπως πλησιάζουμε την ιστορική καμπή αριστερής διεξόδου στην κρίση, ας ξεχάσουμε τη μελαγχολία του συντρόφου και φίλου Μπαντιού και ας κρατήσουμε την ελπίδα, και την ευθύνη που την ακολουθεί, ότι στην Ελλάδα θα ξεκινήσει η αναγέννηση της Ιστορίας.
1 Alain Badiou, «Our Contemporary Impotence», Radical Philosophy, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2013, τχ. 131 (στα ελληνικά σε μετάφραση Αριάδνης Αλαβάνου, στο aristeroblog.gr/node/1997).
2 Alain Badiou, «Beyond Formalisation» [συνέντευξη, 2.7.2002], στο Bruno Bosteels, Badiou and Politics, Duke University Press 2011, σ. 336, 337.
3 Slavoj Žižek, The Year of Dreaming Dangerously, Verso 2013, σ. 130.