ένα φως που δεν σβήνει ποτέ

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιδεο-γραφήματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιδεο-γραφήματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2015


Η αμφισβήτηση των εθνικών στερεοτύπων, που έχουν συστηματικά καλλιεργηθεί επί δεκαετίες από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους, είναι μια δύσκολη υπόθεση. Οι φορείς του «πατριωτισμού της ομοιογένειας» τα υπερασπίζονται με νύχια και με δόντια, ακόμη κι όταν είναι προφανής η αναντιστοιχία τους με την ιστορική αλήθεια.
Και δεν μιλάμε φυσικά για τους μύθους που λειτούργησαν ευεργετικά και συνέβαλαν στη διαμόρφωση μιας ενιαίας ταυτότητας, αλλά για κείνες τις αντιλήψεις που πήραν τη συμπαγή μορφή εθνικού αφηγήματος, τροφοδότησαν προκαταλήψεις για άλλους λαούς και δημιούργησαν το έδαφος για να αναπτυχθούν η μισαλλοδοξία και ο εθνικισμός.
Κάθε φορά που η έρευνα φέρνει στο φως πληροφορίες και ντοκουμέντα που διαλύουν τη δομή τους ή διατυπώνεται μια γνώμη διαφορετική από την επικρατούσα, η αντίδραση είναι άμεση και επιθετική.
Η καχυποψία που χαρακτηρίζει τις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας έλκει βεβαίως την προέλευσή της από τις αλλεπάλληλες πολεμικές περιπέτειες στη διαδρομή των αιώνων. Τα ίδια τα ιστορικά γεγονότα, κυρίως όμως η εθνικιστική ανάγνωσή τους και η μεταφορά των συμπερασμάτων στις κοινωνίες μέσω των διαύλων επιρροής (σχολείο, θρησκεία, ΜΜΕ) δημιουργούν έναν σιδερένιο κλοιό από τον οποίο δεν είναι εύκολο να ξεφύγει κανείς.
Τα έμφορτα αναχρονισμών κλισέ έχουν εισβάλει και στην καθημερινότητα. Το «έγινε Τούρκος» είναι η προσφιλέστερη απαξιωτική ρήση για να περιγραφεί η συμπεριφορά κάποιου που ξεφεύγει από τα όρια.
Ανάλογης φόρτισης ιδεοληψίες κυκλοφορούν και στην Τουρκία, όπου η λέξη «Ελληνας» συνοδοιπορεί με την πονηρία και την πανουργία. Τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα ζήσαμε πολλές τέτοιες καταστάσεις, με πρωταγωνιστές τη Δεξιά σ' όλες τις εκφάνσεις της και το ΠΑΣΟΚ, ιδιαίτερα εκείνο το τμήμα του που νοσταλγεί τις ηρωικές εποχές, τότε που κατατρόπωνε τους δουλοπρεπείς δυτικόφιλους της διεθνιστικής Αριστεράς και φυσικά τον τουρκικό επεκτατισμό.
Και οι δύο πολιτικοί χώροι υπερασπίζονται με πάθος ό,τι θεωρούν ότι ανήκει στην κατηγορία των αξιών που σφυρηλάτησαν την κοινωνική συνοχή και διαμόρφωσαν την εθνική συνείδηση.
Οσοι τόλμησαν να αμφισβητήσουν την ύπαρξη του κρυφού σχολειού και την εγκυρότητα της σκηνής όπου ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ευλογεί τα όπλα των επαναστατών στην Αγία Λαύρα τη μέρα που ξεκίνησε η επανάσταση του 1821 -έπρεπε να είναι η 25η Μαρτίου για να συμπίπτει με τη γιορτή της Παναγίας ώστε να συνδεθεί το έθνος με την Ορθοδοξία- χαρακτηρίστηκαν απάτριδες, ακόμη χειρότερα τουρκόφιλοι, και βεβαίως αριστεριστές.
Οπως γράφει ο Ιάκωβος Μιχαηλίδης «η ρομαντική ελληνική ιστοριογραφία του 19ου αιώνα καλλιέργησε τους δικούς της μύθους και θρύλους...
Σήμερα η ιστορική επιστήμη έχει επισημάνει πως ο περίφημος πίνακας του Νικολάου Γύζη είχε κατά βάση συμβολικό περιεχόμενο, απεικονίζοντας τις δραματικές συνθήκες και την υποχώρηση της ελληνικής παιδείας την εποχή προέλασης των Οθωμανών, ενώ η σκηνή με τον Παλαιών Πατρών Γερμανό να ευλογεί τα όπλα των επαναστατών δεν συνέβη στα Καλάβρυτα, αλλά στην πλατεία Αγίου Γεωργίου της Πάτρας, λίγες μέρες νωρίτερα και με διαφορετικούς πρωταγωνιστές» («Ελευθεροτυπία» 26-3- 2011).
Η Μικρασιατική Καταστροφή και το τραύμα που προκάλεσε στο σώμα του έθνους είναι ένα άλλο τεράστιο ζήτημα που εξακολουθεί και σήμερα, τόσα χρόνια μετά, να διχάζει την ελληνική κοινωνία. Η δεσπόζουσα μέχρι πριν από λίγο καιρό θεωρία έλεγε ότι οι Ελληνες πήγαν εκεί ως απελευθερωτές, φέρθηκαν με άψογο τρόπο στους ντόπιους πληθυσμούς, ενώ οι Τούρκοι διέπραξαν όλες τις θηριωδίες και εξόντωσαν τους χριστιανούς.
Οι μαρτυρίες πως τα πράγματα δεν συνέβησαν ακριβώς έτσι και ότι σ' έναν πόλεμο δεν γίνεται η μία πλευρά να έχει συμπεριφορά αγγέλου και η άλλη διαβόλου, εκρίθησαν ευάλωτες στην υποψία ότι προσπαθούσαν να σχετικοποιήσουν τις ευθύνες του προαιώνιου και κτηνώδους εχθρού.
Δεν είχε καμία σημασία αν προέρχονταν από ανθρώπους υπεράνω υποψίας, όπως για παράδειγμα ο Νίκος Καζαντζάκης, ο οποίος έγραφε στην επιστολή που έστειλε στη γυναίκα του, Γαλάτεια, τον Οκτώβριο του 1922:

Ας διατηρήσουμε την Ελλάδα καθαρή εμείς τουλάχιστο, στην καρδιά μας. Οι ατιμίες των Ρωμιών στη Μ. Ασία είναι αντάξιες των Τούρκων.  Εμάς πια ο Ανθρωπος μας ενδιαφέρει, χωρίς ετικέτες. Τον Ανθρωπο ατίμασαν στη Μ. Ασία Ελληνες και Τούρκοι.

Και βεβαίως έπρεπε να ξεχαστούν οι αναφορές σχετικά με την υποδοχή που επιφύλαξαν οι Ελλαδίτες στους πρόσφυγες από τη Μ. Ασία και τον Πόντο (τουρκόσπορους τους αποκαλούσαν) γιατί αμαύρωναν την κυρίαρχη συνισταμένη που διέτρεχε την επίσημη ανάγνωση της Ιστορίας.
Συμπερασματικά: Οπως έγραψε ο γνωστός Γάλλος ιστορικός Πιερ Βιντέλ Νακέ απευθυνόμενος στους συναδέλφους του, αλλά και στις εξουσίες που μπαίνουν στον πειρασμό να εργαλειοποιήσουν την Ιστορία για να εξυπηρετήσουν σκοπιμότητες (εθνικές, ταξικές και άλλες): «Η Ιστορία δεν είναι σκλάβος της επικαιρότητας, δεν είναι θρησκεία, δεν είναι δικαστικό αντικείμενο».
 

Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2015

Σύμφωνα με την απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ, στις αρχές του 2016 θα διεξαχθεί το επόμενο συνέδριο του κόμματος. Είναι ένα συνέδριο μετά από δυο διαδοχικές εκλογικές νίκες του ΣΥΡΙΖΑ, μετά την υπογραφή της συμφωνίας με τους πιστωτές της χώρας, μετά την αποχώρηση από το κόμμα μιας οργανωμένης τάσης η οποία κατέβηκε στις εκλογές σε αντιπαλότητα με τον ΣΥΡΙΖΑ. Είναι λοιπόν αυτονόητα ένα κρίσιμο συνέδριο.
Άλλωστε, όσο πολλά γεγονότα και να έχουν ήδη συμβεί, άλλα τόσα βρίσκονται σε εξέλιξη. Η διαπραγμάτευση για την αναδιάρθρωση του χρέους, η αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης, η ίδια η διακυβέρνηση της χώρας και η υλοποίηση ενός προοδευτικού πολιτικού προγράμματος από τον ΣΥΡΙΖΑ.  Δεν θα είναι λοιπόν ένα συνέδριο που θα κοιτάζει κυρίως προς τα πίσω, που θα εστιάσει μόνον στον απολογισμό. Τα μέλη και οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ προσδοκούν ένα συνέδριο που θα αξιοποιήσει τις εμπειρίες του πρόσφατου παρελθόντος για να χαράξει την προοπτική της αριστερής διακυβέρνησης.
Στο κομματικό επίπεδο, ο ΣΥΡΙΖΑ καλείται να διαχειριστεί την πραγματικότητα της κεραυνοβόλας αύξησης της επιρροής του στην κοινωνία.  Πριν 6 μόλις χρόνια η εκλογική επιρροή του κόμματος ήταν στο 4% και τα οργανωτικά μεγέθη του ήταν αντίστοιχα. Ο πολλαπλασιασμός επί 9 φορές της εκλογικής απήχησης του ΣΥΡΙΖΑ μέσα σε τόσο λίγο χρόνο δεν μπορούσε φυσικά να εκφραστεί και στην οργανωτική του διάρθρωση και δυνατότητες. Σαν αποτέλεσμα, ο ΣΥΡΙΖΑ αναδείχθηκε κυβέρνηση χωρίς  οι Οργανώσεις Μελών και η επιρροή του στους μαζικούς χώρους να έχουν ούτε κατά προσέγγιση τα μεγέθη που περιμένει κανείς από ένα κόμμα εξουσίας.
Το γεγονός αυτό θα αποτελούσε οργανωτικό πρόβλημα για κάθε κόμμα που έρχεται στην κυβέρνηση. Για ένα κόμμα της αριστεράς όμως το πρόβλημα από οργανωτικό μετατρέπεται σε πολιτικό.  Γιατί η εφαρμογή ενός πολιτικού προγράμματος με αριστερό πρόσημο δεν μπορεί να γίνει μόνον με την πλειοψηφία στη Βουλή. Απαιτείται η συμμετοχή και η στήριξη του λαϊκού παράγοντα, των εργαζόμενων και των κοινωνικών κινημάτων. Και αν αυτό είναι μια γενική αλήθεια, γίνεται ακόμη πιο επίκαιρο και πιεστικό στις συνθήκες μέσα στις οποίες ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας ο ΣΥΡΙΖΑ. Στις συνθήκες της σκληρής σύγκρουσης με τη συντηρητική πλειοψηφία στις κυβερνήσεις της ΕΕ και των οικονομικών και πολιτικών εκβιασμών προς τη χώρα και την κυβέρνηση με όπλο το εξωτερικό χρέος.
Τα προβλήματα αυτά φάνηκαν ήδη κατά τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης με τους ξένους πιστωτές. Βασικοί θεσμοί της κοινωνίας των πολιτών και του λαϊκού κινήματος, από την κεντρική έκφραση της Αυτοδιοίκησης μέχρι την ΓΣΕΕ, δεν ήταν στο πλευρό της κυβέρνησης, δεν συμμετείχαν στην μάχη για την  υπεράσπιση των λαϊκών συμφερόντων. Ενώ οι Οργανώσεις Μελών έδωσαν δυο εκλογικές μάχες και στήριξαν με κινητοποιήσεις την κυβέρνηση χάρη στην αυταπάρνηση και τον πολιτικό βολονταρισμό των ίδιων των μελών. Με τα ΜΜΕ υπό τον έλεγχο της διαπλοκής και όλα τα γνωστά.
Οι μάχες λοιπόν κερδήθηκαν με αυταπάρνηση  και ενάντια σε δυσμενείς συσχετισμούς. Και στους συντρόφους και στις συντρόφισσες που τις έδωσαν αξίζει κάθε έπαινος. Αλλά προφανώς δεν μπορεί να συνεχίσουμε έτσι. Τόσο οι Οργανώσεις Μελών όσο και η μαζική δουλειά του ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να ενισχυθούν και να αντιστοιχούν πλέον στις υποχρεώσεις και τους στόχους του κόμματος τη νέα περίοδο. Και να διαδραματίσουν ουσιαστικό ρόλο στην κατάστρωση και υλοποίηση του προοδευτικού κυβερνητικού προγράμματος.
Το άνοιγμα των Οργανώσεων του ΣΥΡΙΖΑ στην κοινωνία, όπως έχει περιγραφεί αυτός ο στόχος, είναι λοιπόν απαραίτητη προϋπόθεση για την αριστερόστροφη πορεία του κόμματος και της κυβέρνησης. Η κοινωνία από στρατηγική άποψη δεν είναι ποτέ «στα δεξιά» του κόμματος, γιατί στην κοινωνία εκφράζονται οι ταξικές αντιθέσεις και οι διεκδικήσεις των κινημάτων.  Χωρίς τη μαζική συμμετοχή των εργαζόμενων, των προλεταριοποιημένων μεσοστρωμάτων, φυσικά των ανέργων, πως θα σταθεί στην κυβέρνηση και θα προωθήσει αριστερές πολιτικές το κόμμα;
Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι η μεγάλη πλειοψηφία των λαϊκών στρωμάτων στην Ελλάδα τις προηγούμενες δεκαετίες δεν ψήφιζε την αριστερά. Ψήφιζαν τα κόμματα του δικομματισμού και προνομιακά το ΠΑΣΟΚ. Αυτή η «στρεβλή εκπροσώπηση» των λαϊκών στρωμάτων στο ΠΑΣΟΚ, που ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 70, έκλεισε τον κύκλο της με τις πολιτικές των μνημονίων. Οι λαϊκές μάζες απεγκλωβίστηκαν από το ΠΑΣΟΚ και εμπιστεύτηκαν τον ΣΥΡΙΖΑ. Πάρα πολλοί πολίτες από αυτούς έχουν ήδη ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ τέσσερεις συνεχόμενες φορές, το 2012, το 2014 και το 2015. Έχουν συγκροτήσει άποψη για την επιλογή τους αυτή, έχουν οριοθετηθεί με ξεκάθαρο τρόπο και με κοινωνικό – ταξικό σκεπτικό από τον παλιό δικομματισμό. Η κοινωνική κρίση διαμόρφωσε συνειδήσεις και ριζοσπαστικοποίησε τους πολίτες, ακριβώς όπως το προβλέπει η πολιτική μας θεωρία.
Απομένει στον ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα να συναντηθεί με αυτούς τους πολίτες όχι μόνον στην εκλογική διαδικασία αλλά και στην καθημερινότητα της πολιτικής και κοινωνικής δράσης. Και να δώσει μαζί μ αυτούς, μαζί με την λαϊκή πλειοψηφία, την μάχη του προοδευτικού μετασχηματισμού της κοινωνίας και του αριστερού πολιτικού προτάγματος.
Ο *Παν.Σκούτας είναι μέλος της Κ.Ε. ΣΥΡΙΖΑ
Διευθυντής  Υπουργού Επικρατείας

Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2015

ΤΟΥ ΘΑΝΑΣΗ ΚΑΡΤΕΡΟΥ
Καλά τα μεγάλα. Τα προαπαιτούμενα, τα ζόρικα, τα δύσκολα, τα βαριά, που απασχολούν και βασανίζουν λήπτες και δότες. Εκεί μπορεί κανείς να το συζητήσει, να δεχτεί ή να μη δεχτεί την ανάγκη που τα υπαγορεύει, να τα χαρακτηρίσει έτσι ή αλλιώς. Αλλά με τα μικρά τι γίνεται; Με τα φαινομενικά ασήμαντα, που όμως σημαίνουν κάτι σημαντικό για μας, τι γίνεται; Και ο όνυξ τους τι ακριβώς κρύβει; Τον λέοντα που μας θέλουμε ή το κατοικίδιο που μας θέλουν;
Τα μικρά, ναι. Όπως τα "μικρά", ας πούμε, που παρέλασαν και φέτος. Κι έτσι η σημερινή κυβέρνηση έδωσε συνέχεια σ' αυτό που αποφάσισε και διέταξε ο Μεταξάς. Τα παιδιά να κάνουν ότι παρελαύνουν, οι γονείς να κάνουν ότι τα χειροκροτούν, και η πολιτική ηγεσία να κάνει ότι είναι εθνικά υπερήφανη. Αλλά δεν έχουμε τόσα χρόνια άποψη γι' αυτό το ζήτημα; Πειστήκαμε ότι είχαμε άδικο; Ή δεν υπάρχουν δεκάδες πιο δημιουργικοί τρόποι για να τιμήσει η νεολαία την επέτειο;
Δεν είναι κατάλληλη στιγμή για να ανοίγουμε τέτοια μέτωπα. Αυτή είναι πιθανότατα η λογική της κυβέρνησης, που έχει απέναντί της τα μεγάλα, τους δανειστές, τη διαπραγμάτευση, την αξιολόγηση. Άρα ας παρελάσουν άλλη μια χρονιά, δεν χάθηκε ο κόσμος. Ας μην ερεθίζουμε την Εκκλησία με τα Θρησκευτικά, δεν χάθηκε ο κόσμος. Ας μην επιμείνουμε στην αποκλειστική απασχόληση των δημοσιογράφων της ΕΡΤ, του ΑΠΕ και της Γραμματείας, δεν χάθηκε ο κόσμος.
Ε, σε συνέχεια, πάμε και σε λίγο μεγαλύτερα, αλλά μικρότερα οπωσδήποτε από τα μεγάλα. Ας προσπαθήσουμε, για παράδειγμα, να ξαλαφρώσουμε τους ιδιοκτήτες ιδιωτικών από τον ΦΠΑ, δεν χάθηκε ο κόσμος. Ας επισκευάσουμε τον φράχτη του Έβρου, δεν χάθηκε ο κόσμος. Ας, ας... Παραβλέποντας ότι από ας σε ας δεν χάνεται ο κόσμος, αλλά χάνεται ο κοσμάκης που πιστεύει ότι το παράλληλο πρόγραμμα αρχίζει από τα μικρά. Εξ όνυχος.
Η προηγούμενη κυβέρνηση αναγνώρισε ότι βούλιαξε στα μεγάλα της διαπραγμάτευσης και των εκβιασμών και δεν μπόρεσε να ασχοληθεί με τη μικρή καθημερινότητα. Δεκτό. Τώρα τα ίδια; Πάλι δεν είναι ώρα να συγκρουστεί και να σπάσει στερεότυπα, πρακτικές, χειροπέδες παρελθόντων ετών; Αλλά αν δεν μπορούμε να είμαστε αριστεροί ούτε στα του όνυχος, τότε πού στο καλό θα είμαστε;

Σάββατο 22 Αυγούστου 2015

Δεν μπορώ να φανταστώ πώς θα καταγραφούν στην Ιστορία του μέλλοντος οι εφτά μήνες της πρώτης εκλεγμένης δημοκρατικά αριστερής κυβέρνησης. Φαντάζομαι ότι όσοι διατηρούν σώας τα φρένας δεν επιθυμούν συσχετισμούς με το ’65 ή το ’89, αλλά οι εξελίξεις δείχνουν ότι πρόσωπα κατέχοντα κορυφαίες θέσεις στο πολιτικό σύστημα, και ιδίως στον άλλοτε ενιαίο χώρο του ΣΥΡΙΖΑ, προτάσσουν το εγώ τού εμείς ή εκμεταλλεύονται τη συγκυρία για να δυσκολεύουν το όποιο κυβερνητικό έργο.
Και σε ό,τι αφορά όσους ανέκαθεν ανήκουν στην Αριστερά, αυτά είναι γνωστά. Η ανθρωποφαγία αποτελεί ιδιαιτέρως αγαπητό άθλημα, το οποίο μάλιστα ενίοτε καταγγέλλουν οι ίδιοι οι ανθρωποφάγοι όταν έρχεται η ώρα να υποστούν τα όσα επιφύλαξαν στα θύματά τους. Όταν, όμως, περνάμε από τον κλειστό χώρο της μονοψήφιας Αριστεράς στο κοινωνικό ρεύμα που στήριξε τον ΣΥΡΙΖΑ και τον διατηρεί σε ποσοστά διπλάσια από
το επόμενο σε ισχύ κόμμα, το κυρίαρχο ερώτημα είναι: Μα μας λέγατε ότι η πολυφωνία του ΣΥΡΙΖΑ είναι πλούτος, είναι υπόδειγμα δημοκρατικής λειτουργίας κόμματος, παράδειγμα προς μίμηση σε διεθνές επίπεδο. Τι έγινε;
Έτσι ήταν ή έτσι έδειχνε ο ΣΥΡΙΖΑ όσο βημάτιζε αργά, ίσαμε το 2011 περίπου. Οι εκλογές του 2012 και το μεγάλο ποσοστό του Μαΐου έδειξαν ότι στα όργανα του ΣΥΡΙΖΑ η έννοια της σύνθεσης άρχισε να φυλλορροεί και μετά το συνέδριο που από κόμμα συνιστωσών έγινε, καταστατικά, κόμμα μελών, η σύνθεση κατάντησε αποσύνθεση. Οι συνιστώσες έγιναν κόμμα μέσα στο κόμμα και κάποια γκρουπούσκουλα του χθες ονειρεύτηκαν διάφορα.
Η ντροπή ντροπή δεν έχει!
Προκλητικά χωριστικές εμφανίσεις κάποιων πρώην (;) συνιστωσών, συγκολλήσεις σε μεγαλύτερα ρεύματα ή τάσεις και εν γένει αυτό που οι απλοί πολίτες -λιγότερο αριστεροί ή μικρότερου ύψους διανοούμενοι- αποκαλούν σκορποχώρι ή μπάχαλο. Πλήρης επιβεβαίωση των δεξιών κονδυλοφόρων.
Το να ντρέπεται τώρα ο κ. Λαφαζάνης για αυτήν την κυβέρνηση, την οποία κατά δήλωσή του στηρίζει, το να αποφασίζει επιτέλους να σταματήσει να… συμφωνεί με τον πρωθυπουργό η κ. Κωνσταντοπούλου, και άλλα ανάλογα φαινόμενα, ενδεχομένως να βρουν κάποτε την επιστημονική ερμηνεία τους. Αλλά μια και οι πολύ αριστεροί 42 βουλευτές του «κατά» και του «παρών» (εξαιρείται ο κ. Αλ. Μητρόπουλος*) επικαλούνται την Αριστερά της Ορθοδοξίας, χρειάζεται να τους θυμίζει κανείς τι πρέσβευαν κάποιοι θεωρητικοί στους οποίους ομνύουν. Αρκεί ο Λένιν τον οποίο, εξ όσων γνωρίζω ουδέποτε κατέβασαν από το εικονοστάσι τους.
Απεχθάνομαι την αναφορά στα ευαγγέλια του κάθε δόγματος. Αλλά εκτός από τα τσιτάτα που έχουν έτοιμα στην κασέτα τους οι πολύ αριστεροί, υπάρχει κι η Ιστορία. Ο Λένιν ήταν ήδη τέσσερα χρόνια στο τιμόνι τής Σοβιετικής Ένωσης και όταν χρειάστηκε όχι απλώς ξέφυγε από το πρόγραμμά του, αλλά ουσιαστικά πέρασε σε μεγάλους συμβιβασμούς, υποδεικνύοντας συνάμα στους Ρώσους διαπραγματευτές σε διεθνή fora να παραχωρούν πράγματα εφόσον τους παρέχονται αξιόπιστες εγγυήσεις.
Κι αυτά γραφές είναι
Συγκεκριμένα, συμβούλευε τους διαπραγματευτές τού νεοσύστατου κράτους των μπολσεβίκων στη Διάσκεψη των Βρυξελλών το 1921 να κάνουν παραχωρήσεις, όχι υποχωρήσεις. Και εξηγούσε ότι η χώρα του είναι έτοιμη να αναλάβει τις υποχρεώσεις προς τις μεγάλες δυνάμεις που απορρέουν από τα δάνεια, τα οποία είχαν συνάψει οι τσαρικές κυβερνήσεις ώς το 1914, εφόσον της δοθούν τόσο η πρακτική δυνατότητα να εκπληρώσει αυτές τις υποχρεώσεις όσο και η σύναψη οριστικής συνθήκης ειρήνης και η διεθνής αναγνώρισή της.
Έναν χρόνο αργότερα, το 1922, ο Λένιν έδινε, μέσω του Μόλοτοφ, οδηγίες προς την Κεντρική Επιτροπή του Κ.Κ. Ρωσίας (μπ.) για να ενημερωθούν τα μέλη της αντιπροσωπίας που θα πήγαινε στη Συνδιάσκεψη της Γένουας (Τζένοβα): «Πρέπει να γνωρίζουν όλοι στην εντέλεια το βιβλίο του Κέυνς Όι οικονομικές συνέπειες της ειρήνης” και όλα τα συναφή αστικά και αστικοπασιφιστικά κείμενα».
Ο λόγος απλός: οι προτάσεις της αντιπροσωπίας των μπολσεβίκων έπρεπε -σύμφωνα με τον Λένιν- να κινούνται σε ένα πρόγραμμα «αστικό – πασιφιστικό, με την έγκαιρη σαφή επιφύλαξη από μέρους της αντιπροσωπίας μας ότι εμείς δεν προβάλλουμε εδώ ένα κομουνιστικό πρόγραμμα που ανταποκρίνεται μοναδικά στις ιδέες μας (…)».
Περίσσευε από τότε ο ρεφορμισμός φαίνεται, γι” αυτό αποκατέστησε την τάξη ο Ιωσήφ Βισαριόνοβιτς Τζουγκαζβίλι…
Γνωρίζουν οι επίγονοι.
* Η ένταξή του στον ΣΥΡΙΖΑ και στα ψηφοδέλτια του κόμματος θα πρέπει να προβληματίσει κάποτε την ηγεσία.

Αναδημοσίευση από την εφημερίδα Αυγή

Κυριακή 7 Ιουνίου 2015

Του Δημήτρη Α. Σεβαστάκη

Οι αντι-προτάσεις των θεσμών πείθουν ότι η δια-πραγμάτευση χρησιμοποιείται ως μορφή αυτο-πραγμάτωσης. Φυλές γραφειοκρατών χώνονται, υπάλληλοι της απέραντης ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας προτείνουν, ψιθυρίζουν στο αυτί του Επίτροπου, γίνονται πολύτιμοι. Κάθε αυλικός φροντίζει τον εαυτό του, προτείνει μια ηλιθιότητα που να είναι αρεστή στον προϊστάμενό του. Άρση του ΕΚΑΣ, φούσκωμα του ΦΠΑ στα νησιά, απελευθέρωση απολύσεων, απώλεια κοινόκτητης περιουσίας και στρατηγικών δημόσιων επιχειρήσεων. Η ευρωπαϊκή ιδέα μετεξελίσσεται στη χειρότερη μορφή γραφειοκρατίας. Αλλά το πρόβλημα δεν είναι ακριβώς αυτό. Το πρόβλημα είναι ότι ο διοικητικός φορμαλισμός μετεξελίσσεται είτε σε κτηνωδία είτε σε οικονομική δομή που ορίζει την πραγματικότητα. Ο κάτοικος των νησιών, των βουνών, ο φτωχός αστός, ο ανυποστήρικτος, εισπράττει ως οργανικό κομμάτι της καθημερινότητάς του αυτή τη γραφειοκρατική ακρότητα, την άνοια. Αυτό είναι μορφή νεοφιλελευθερισμού; Το να μεταβάλλει ένα σύστημα, την καριέρα ενός υπαλλήλου σε οργανικό μέρος της ποιότητας ενός ξωμάχου;
Την γνωρίζουμε αυτή τη λέξη; «Μάχεται έξω». Στο χωριό. Που σημαίνει ότι η Ελλάδα είχε αποφασίσει το «μέσα» (τη μορφή οικονομίας που εν τέλει τη θανάτωσε). Αναγνωστικό Τετάρτης Δημοτικού. «Από τη ζωή της υπαίθρου» - πρώτη ενότητα. «Το όργωμα» - πρώτο μάθημα. «Στους ελαιώνες και τα νυχτέρια του χωριού» - δεύτερο. Παρεμβάλλεται ένα δημώδες ποίημα. Για το αμπέλι. Στην ταξινόμηση των κειμένων κρύβονταν ο διαμοιρασμός πόλης-υπαίθρου (παραγωγικός κατ' αρχήν, πολιτισμικός και αισθητικός στη συνέχεια), η μορφή ανάπτυξης (ο πρωτογενής τομέας, η αγροτική οικονομία), μπορεί να συγκεφαλαιωνόταν σε κείμενο με μέτρια ποιότητα, αλλά εμπότιζαν καθοριστικά τόσο την μαθητική καθημερινότητα και τις ηθικοκανονιστικές παραδοχές των κοινωνικών ομάδων όσο και την παραγωγική δικαιοπραξία. Μιλούσε το κείμενο παλαιού αναγνωστικού για το όργωμα, για την ελαιοσυλλογή (σ.σ. με ραβδισμό, χτένια ή μάζεμα χαμάδας, ανάλογα), για το αμπέλι: «μη με πουλάς, αφέντη μου, κι εγώ σε ξεχρεώνω», λέει το αμπέλι (η παραγωγική δύναμη) στον αμπελουργό, στον γεωργό.
Αυτή η καθαρή ιεράρχηση παραγωγικών προτεραιοτήτων, οικονομικών σταθμεύσεων, που περιέχονταν στα κείμενα του αρχαίου αναγνωστικού, πόσο απόμακρη είναι στα κείμενα των θεσμών! Πόσο απομακρύνεται από τη διαπραγματευτική αργκό η γη, η ρίζα των πραγμάτων, η αιτία των φαινομένων και των πολιτικών! Αυτές τις διαρρήξεις φαινομένου-αιτίας, ανάγκης-παραγωγικής επιλογής κ.λπ. θεμελιώνουν τα κείμενα των δανειστών έναντι των κειμένων της -έστω- μέτριας σχολικής καθημερινότητας των παλαιών σχολικών αναγνωσμάτων.
Ναι, το ομολογώ. Υπάρχει μια νοσταλγία πίσω από την ανάκληση ενταφιασμένων κειμένων και εκπαιδευτικών δεξιώσεων. Επειδή φοβάμαι και στεναχωριέμαι, μπορεί να στρέφομαι στο παρελθόν, στα -προφανώς ιεροποιημένα- παιδικά μου χρόνια. Όμως νομίζω ότι ακόμα και η νοσταλγία είναι μια ξέφρενη πολιτική αντίρρηση. Γιατί αυτό που συμβαίνει δεν είναι απλώς δυσάρεστο και αδιέξοδο. Κυρίως είναι οξείδωση και σήψη κάθε διαύγασης, κάθε μικρής εξατομικευμένης λάμψης, κάθε ιδέας, κάθε μορφής ευφυΐας. «Η (...) λογοτεχνία θεωρεί τον εαυτό της προαγγελία μελλοντικής συνείδησης και επομένως όχι αλληγορική παράσταση ενός άχρονου σταθερού και πάγιου (...) Ανέκφραστου», γράφει ο καθηγητής της Γερμανικής Φιλολογίας W. Preisendanz. Θα μπορούσε το πρόβλημα της σχέσης των κειμένων (δανειστών, κυβέρνησης και παλαιού αναγνωστικού) να συμπυκνωθεί σε ένα απόσπασμα του ίδιου μελετητή: «Εκείνο που καθιστά αμφίβολη τη δυνατότητα ικανοποίησης του αιτήματος για 'προσέγγιση της πραγματικότητας' είναι η απορρέουσα από το αίτημα αυτό σύνδεση της Λογοτεχνίας με μια δεσμευτική σύλληψη της πραγματικότητας». Εμείς πολιτικά μάλλον επιδιώκουμε το αντίστροφο. Ψιλά γράμματα, ειδικά όταν η πραγματικότητα διαφέρει από τον εαυτό της και δεν συμφέρει τους καριερίστες.

Πέμπτη 4 Ιουνίου 2015

Σε πρωτοφανή κρίση εκπροσώπησης έχουν περιπέσει τα άλλοτε κραταιά κόμματα του αλήστου μνήμης μεταπολιτευτικού δικομματισμού, καθώς και το νεοφανές εγχείρημα του καθ’ ημάς εκσυγχρονισμού.
Το ανερμάτιστο αυτό μωσαϊκό – για να χρησιμοποιήσω την πολιτική ορολογία την οποία ο Κ. Χατζημπίρος χρησιμοποίησε για τον ΣΥΡΙΖΑ σε ένα πρόσφατο άρθρο του στην Εφημερίδα των Συντακτών (2.6.15)– τρέμοντας κυριολεκτικά την προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία επιχειρεί, επιχειρεί να «σώσει» και πάλι τη χώρα από «τις αντικαπιταλιστικές και εθνικιστικές δυνάμεις που ανέβηκαν στην εξουσία». Δεν έχει την στοιχειώδη πολιτική ευθιξία να απαιτήσει το αυτονόητο, εκλογές. Φοβάται, δικαίως, και τη σκιά του.
Για τον λόγο αυτό επιχειρεί, σε αγαστή συνεργασία με το αστικό σύστημα εξουσίας σε Ελλάδα και Ευρώπη να ανατρέψει τη σημερινή κυβέρνηση και να σχηματίσει μια νέα, με πρωθυπουργό τον Αλ. Τσίπρα, η οποία, όμως, θα στηρίζεται στα «ευρωπαϊκά» και ακραιφνώς μνημονιακά κόμματα της παρούσης βουλής.
Σε αυτή ακριβώς την γραμμή πλέυσης και ο πρόεδρος της Κομισιόν Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ, ο οποίος εσχάτως ανακάλυψε ότι «ο πρωθυπουργός γίνεται ολοένα και πιο υπεύθυνος και ανακαλύπτει ολοένα και περισσότερο το μέγεθος του καθήκοντός του» ενώ, αντίθετα, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ένα «κανονικό» κόμμα.
Στο πλαίσιο αυτής της εκστρατείας ακόμα και το κόμμα του κ. Θεοδωράκη έφθασε στο σημείο να ράβει υπουργικά κουστούμια ώστε να αποτελέσει την εξ αριστερών, υποτίθεται, διεύρυνση της κυβέρνησης που θα σχηματιστεί χωρίς τα «βαρίδια» του ΣΥΡΙΖΑ! Μπορούμε να φανταστούμε τι αντιμετώπιση θα είχε ο ΣΥΡΙΖΑ του 4%, από τον συστημικό έντυπο και κυρίως ηλεκτρονικό τύπο, αν πρότεινε, στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν, την διάσπαση του κυβερνητικού κόμματος – του ΠΑΣΟΚ ή της ΝΔ – και τον σχηματισμό νέας κυβέρνησης στην οποία θα απαιτούσε και αρκετά υπουργεία ; Μια τέτοια πολιτική απαίτηση δεν θα ήταν μόνο σκέτος παραλογισμός αλλά θα αποτελούσε και μια τραγωδία για ένα κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς. Στην περίπτωση του κ. Στ. Θεδωράκηδεν ξεπερνά, βέβαια, τα όρια της φάρσας.
Εσείς, λοιπόν, βάζετε τον αρχηγό –αναφωνούν καθημερινά σε όλους τους τόνους οι κάθε είδους μνημονιακοί– και εμείς τα τόσο αγαπητά στους ευρωπαϊκούς «θεσμούς» κόμματα. Για ένα, μάλιστα, εξ αυτών, μια τέτοια εξέλιξη θα αποτελέσει αληθινή νεκρανάσταση όπως άλλωστε και για τους γνωστούς πολιτικούς παράγοντες διαφόρων θνησιγενών, «εκσυγχρονιστικών» κινήσεων, όπως των 58 και άλλων παρόμοιων αποτυχημένων εγχειρημάτων.
Στην ουσία, το εγχώριο κατεστημένο, στην οικονομία, την πολιτική και τα ΜΜΕ, και οι ευρωπαϊκές κυρίαρχες νεοφιλελεύθερες ελίτ δεν σχεδιάζουν μια απλή κυβερνητική αλλαγή, στα πρότυπα των κυβερνήσεων των αποστατών του παρελθόντος ή στην σύγχρομη εκδοχή τους της κυβέρνησης Παπαδήμου, αλλά αποβλέπουν και στη διάσπαση, στην ουσιαστική διάλυση του ΣΥΡΙΖΑ. Στόχος να εκλείψει το «ανορθόδοξο» αυτό εγχείρημα που αποτελεί κόμμα-πρότυπο για τη νέα και παλιά αριστερά που αργά, σταθερά όμως, άρχισε και πάλι να εμφανίζεται στην Ευρώπη.
Το «ευρωπαϊκό μέτωπο» που ονειρεύεται όλο αυτό το ακραία νεοφιλελεύθερο, βαθιά αντιλαϊκό και διεφθαρμένο πολιτικό προσωπικό της μεταπολιτευτικής περιόδου δεν εναι άλλο παρά η αναβίωση, και μάλιστα με παλιά, φθαρμένα υλικά, του χρεοκοπημένου πολιτικού συστήματος το οποίο οδήγησε τα τελευταία χρόνια την ελληνική κοινωνία σε μια πρωτοφανή οικονομική και ανθρωπιστική κρίση.
Σχεδιάζουν τη διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ. Το πιο πιθανό, όμως, είναι σύντομα τα ίδια τα μνημονιακά κόμμα – από τη ΝΔ μέχρι τις εκσυγχρονιστικές σέχτες - να είναι αυτά, που αντιμέτωπα με την κρίση ηγεσίας, στρατηγικής και τακτικής που τα διαπερνά, να βρεθούν αντιμέτωπα με τη διάσπαση. Το έγκλημα το ακολουθεί πάντα η τιμωρία.

Δευτέρα 1 Ιουνίου 2015

Του Κώστα Καναβούρη
Διά τρεμούσης χειρός, όπως έλεγαν οι παλιοί, και με τον κίνδυνο να φανώ γραφικός (ελπίζω όχι και πολέμιος του ΣΥΡΙΖΑ), αλλά και επειδή δεν γινόταν αλλιώς, κάθισα και έγραψα αυτό το κείμενο.
Για να πω ότι όσο περνάει ο καιρός με τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβερνητική εξουσία τόσο μεγαλώνει μέσα μου η αίσθηση ότι και η Αριστερά έχει το δικό της μερτικό στο αδάκρυτο και στο ασυγκίνητο. Ή, έστω, τον δικό της τρόπο συμμετοχής στο αδάκρυτο και το ασυγκίνητο. Φυσικά, κατ' ουδένα λόγο δεν εννοώ την αναλγησία των προηγούμενων κυβερνήσεων και κυβερνητικών κομμάτων, την καταφρονητική προς τους πολίτες δράση του πολιτικού τους προσωπικού και του συρφετού των παρακεντέδων τους. Ούτε βεβαίως εννοώ τη φρικωδία των συμπεριφορών τους, που ήταν ο ορισμός, η επιτομή του αδάκρυτου και του ασυγκίνητου. Άλλωστε, αν ήταν έτσι, δεν θα χρειαζόταν να γράψω αυτές τις γραμμές γιατί θα 'μουν αλλού.
Γράφω επειδή -για να παραφράσω μια γνωστή ρήση- το αδάκρυτο και το ασυγκίνητο έχουν πολλά ποδάρια. Και πολλούς τρόπους να εισχωρεί στις προθέσεις και να τις αλλοιώνει, ενίοτε μάλιστα και να τις βαραθρώνει. Γράφω επειδή βλέπω ότι πολύ δίκιο αδάκρυτο και ασυγκίνητο μαζεύεται και γίνεται κρίσιμη μάζα. Πολύ θάρρος διατύπωσης γνώμης, ένα θάρρος ωστόσο -τολμώ να πω- φτηνής κοπής, διότι από ουδένα εμποδίζεται η διατύπωση γνώμης. Το πραγματικό θάρρος όμως δεν είναι να επιμένεις στανικά στη γνώμη σου και μάλιστα πέραν των ορίων της εμβέλειάς της. Το πραγματικό θάρρος, η πραγματική γενναιότητα είναι να αποδέχεσαι τη γνώμη τού άλλου ως μια εναλλακτική υπόθεση αλήθειας. Πολύ δίκιο, σύντροφοι. Πάρα πολύ παραγωγή δίκιου. Τόση πολλή, που κινδυνεύει να ξεπεράσει την παραγωγή αριστερής πολιτικής. Πολύ δίκιο συναθροίζεται πάνω από τα κεφάλια μας. Και τόσο δίκιο χωρίς συγκίνηση, χωρίς ένδακρυ ενδιαφέρον για την απεύθυνσή του δεν αντέχεται. Θα πέσει και θα μας πλακώσει και τα αποτελέσματα θα είναι τραγικά. Και τότε -εν τω μέσω της καταστροφής- όλα τα επιμέρους δίκια... θα έχουν δίκιο. Γιατί αυτοί «τα έλεγαν». Χωρίς όμως να ακούνε τι έλεγαν «οι άλλοι». Δηλαδή, χωρίς να έχει κατορθωθεί το συνεκτικό και συν-κινητικό «εμείς». Αλλέως πως, πολλά επιμέρους «εμείς» βλέπω να συνωστίζονται και φοβάμαι. Πολλές διμοιρίες δίκιου και θάρρους γνώμης και πλουραλισμού απόψεων και διμοιρίες «πλούτου της Αριστεράς» βλέπω και παρελαύνουν μπροστά μου, η καθεμία με τα διακριτικά του απαράβατου δίκιου της. Και δεν βλέπω συν-κίνηση, αλλά Κίνηση κατά Παράταξη, κατά Πλατφόρμα, κατά σκέτη Κίνηση. Και φοβάμαι. Γιατί είναι κι αυτός ένας τρόπος συμμετοχής στο ασυγκίνητο και το αδάκρυτο, που -φευ- η Αριστερά γνωρίζει πολύ καλά. Κι ας το πλήρωσε με φοβερό τίμημα και για την ίδια, αλλά προ παντός για τον λαό για τον οποίο αγωνίζεται (χωρίς αστερίσκους διαφόρων «υποτίθεται») με ειλικρίνεια και αυτοθυσία.
Γι' αυτό δεν αντέχω να βλέπω το ίδιο έργο να επαναλαμβάνεται για ακόμα μια φορά μπροστά στα μάτια μου, στεγνό και αδάκρυτο. Το έργο του Δαμόκλειου δίκιου. Αυτό το έργο, όπου όλοι προσπαθούν να επιβάλουν το δίκιο τους, χωρίς κανένας να το ψαύει μέσα στο νεύμα τού συντρόφου του. Γιατί όλοι είμαστε σύντροφοι, έτσι δεν είναι; Ανήκουμε στην ίδια γλυκύτατη και βαθύτατα ανθρώπινη παραμυθητική και παρηγορητική έννοια της συντροφικότητας. Όσες φορές η Αριστερά βάδισε έτσι, μεγαλούργησε. Όσες φορές η συντροφία ήταν το πλαίσιο μιας λελογισμένης αντιπαλότητας υπό την ομπρέλα μιας κατ' επίφασης κοινής ιδεολογίας, το πράγμα πήγε κατά διαβόλου. Φούσκωσε το πλαίσιο και έσκασε και τα θραύσματα πήρανε πολλούς. Κι ακόμα παίρνουν. Ε, δεν αντέχεται ξανά στο ίδιο έργο θεατές. Δεν αντέχεται απλώς οι παλιοί ρόλοι του δίκιου να έχουν αντικατασταθεί από καινούργιους, στην ίδια όμως παράσταση του αδάκρυτου και ασυγκίνητου έργου. Δεν είναι αυτό η Αριστερά. Ούτε η παράδοση της Αριστεράς. Ούτε ο πλούτος της Αριστεράς. Πλούτος της Αριστεράς είναι η πολλαπλή ζεύξη της χειρονομίας που φέρνει το πελώριο νεύμα προς τον κόσμο και αντέχει το πελώριο νεύμα του κόσμου προς αυτήν και γίνονται ένα και το αυτό. Δεν είναι λοιπόν πλούτος ο μεμψίμοιρος διαγκωνισμός καλλιστείων της άποψης. Γιατί τότε βρίσκουν τη θέση τους και η διαβολή, και η υπερβολή και η υποβολή, και η στρεψοδικία, και η αριθμητική της καταμέτρησης αντί των μαθηματικών σχέσεων, και..., και... Και άστα να πάνε.
Θέλω να πω, με άλλα λόγια, ότι εγώ τη μέρα των εκλογών της 25ης Ιανουαρίου ψήφισα ΣΥΡΙΖΑ. Άλλωστε, αυτό έλεγε και η απόφαση του τελευταίου Συνεδρίου: Ο ΣΥΡΙΖΑ κόμμα των μελών. Άρα, ένας ΣΥΡΙΖΑ για όλους τους ψηφοφόρους. Ο ΣΥΡΙΖΑ λοιπόν ψηφίστηκε. Όχι η τάδε Κίνηση και η δείνα Πλατφόρμα. Κι όταν πανηγυρίζαμε με λυγμούς για τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ και της Αριστεράς (αυτό το τεράστιο ένδακρυ και ταραξικάρδιο και συγκινημένο γεγονός) πανηγυρίζαμε. Ούτε για Πλατφόρμες, ούτε για Κινήσεις, ούτε για Συνιστώσες. Και τώρα στις παρέες που μαζευόμαστε και συζητάμε, τις αγωνίες μας συζητάμε, τους φόβους και τις ελπίδες μας συζητάμε. Και πανηγυρίζουμε με τα καλά. Και δακρύζουμε με τα ωραία. Και οργιζόμαστε με τις αστοχίες. Αλλά είμαστε αριστεροί. Οι παρέες μας, στις συζητήσεις, δεν έχουν εκπροσώπους τάσεων, παρατάσεων και υπερτάσεων. Έχουν αριστερούς. Κι όταν χωρίζουμε και πάμε στα σπίτια μας, είμαστε πιο πλούσιοι. Όχι από τον «πλούτο των απόψεων στην Αριστερά», αλλά από τον πλούτο που είναι η Αριστερά. Δηλαδή εμείς.
Μην το υποτιμάτε. Μην μας υποτιμάτε. Έχουμε κι εμείς το δίκιο μας. Και είναι υγρό. Μπορεί να κρεμάσει τη γη από τα ύδατά της. Μεγάλο πράγμα. Μην το μικραίνετε με το μικρό Δαμόκλειο δίκιο σας.

Το Δαμόκλειο δίκιο. Όπου όλοι προσπαθούν να επιβάλουν το δίκιο τους, χωρίς κανένας να το ψαύει μέσα στο νεύμα τού συντρόφου του. Γιατί όλοι ανήκουμε στην ίδια γλυκύτατη και βαθύτατα ανθρώπινη παραμυθητική και παρηγορητική έννοια της συντροφικότητας. Όσες φορές η Αριστερά βάδισε έτσι, μεγαλούργησε. Όσες φορές η συντροφία ήταν το πλαίσιο μια λελογισμένης αντιπαλότητας υπό την ομπρέλα μιας κατ' επίφασης κοινής ιδεολογίας, το πράγμα πήγε κατά διαβόλου

Του Δημήτρη Α. Σεβαστάκη

«Της πατρώας δόξης σου, αποσκιρτήσας αφρόνως, εν κακοίς εσκόρπισαον μοι παρέδωκαςπλούτον˙ όθεν σοι την του ασώτου φωνήν κραυγάζω˙ ήμαρτον ενώπιόν σου, Πάτερ οικτίρμον˙δέξαι με μετανοούντα, και ποίησόν με ώς ένα των μισθίων σου». Κυριακή του Ασώτου.
Αυτό το σκέλος αφομοιώνει και πολιτικοποιεί ο προτεσταντικός οικονομισμός, μια τέτοια ομολογία πρέπει να υπογράψει η χώρα, στη νέα απαιτητή συνθήκη. Πέρα λοιπόν από την ευκρίνεια, την ασάφεια, τη διάρθρωση, τη λογιστική της συμφωνίας, πρέπει να υφίσταται ως κεντρική αξιωματική μια τέτοια παραδοχή. Το απόσπασμα από την Ιερά Σύνοψη είναι η μορφή ένταξης στη νέα Ευρώπη. Με μία υποσημείωση: κι εμείς παραγγείλαμε, συν-κτίσαμε αυτή την ευρωπαϊκή συνθήκη και τη συνακόλουθη απαίτηση. Έτσι, το απόσπασμα ισχύει διπλά. Και ως κλήση για μετάνοια αλλά και ως δική μας μετοχή. Αλλά και μια δεύτερη υποσημείωση: το άλλο σκέλος, τη συγχώρεση, τον μόσχο τον σιτευτό, την αγαπητική συμπερίληψη, δεν τη περιλαμβάνει η συνθήκη. Δεν είναι τρελοί οι δανειστές.
Μετά από δυο ανοιχτές πολιτικές ομιλίες στον Αγιο Κήρυκο και τις Ράχες, βρέθηκα σ ένα πανηγύρι στον Αρμενιστή Ικαρίας. Χόρευαν σε ομόκεντρους κύκλους. Χωρίς ισχυρό, κορυφαίο, σολίστα, τραβούσαν και έπλεκαν έναν εσωτερικό χορό. Ο καθένας κι η καθεμιά λικνίζονταν αλλιώς. Ιδιαίτερες χορευτικές προσωπικότητες αναδύονταν απ' το πειθαρχημένο κυκλικό σύνολο. Ικαριώτικος. Με πλούσια και ποικίλη πειθαρχία, θα μπορούσε κάλλιστα να εικονογραφεί μια ενδεδειγμένη μορφή οικονομίας. Σχεδιασμένη, κάπως ρυθμισμένη, που επιτρέπει όμως τον αυτοσχεδιασμό και την παρέκβαση. Γενικές οδηγίες, γενικά χαρακτηριστικά που διασυνδέονται με το λίκνισμα, τα χούγια, τα ανατομικά ιδιοχαρακτηριστικά. Που επιτρέπουν στο ταλέντο - παραγωγικό στην οικονομία, κινητικό στον χορό- να ανθίσει και να δώσει. Ο Ικαριώτικος χορός θα μπορούσε να υποδειχθεί στους δανειστές (και στους δικούς μας) ως το επαρκές πρωτόκολλο. Να μάθουν ή μάλλον να δεχτούν αυτό στο οποίο μια μακραίωνη σωματική και τελετουργική άσκηση κατέληξε.
Μπα. Ο οικονομισμός - μορφή πολιτικού κρετινισμού μιξαρισμένου με έγκλημα - κτίζει την ιδεοληπτική διεθνή ελίτ. Αντί για χορευτικό κύκλο, περιελίσσεται το φίδι (ο όφις) στον λαιμό της χώρας, του λαού, του αισθήματος. «Ο οργανωμένος καπιταλισμός δεν έχει πια ανάγκη την αυτονομία του ατόμου: ο φιλελεύθερος επιχειρηματίας γίνεται αναχρονιστικός σε μια κοινωνία της οποίας η οικονομία αναπτύσσει ισχυρούς μηχανισμούς αυτορρύθμισης. Τα άτομα οφείλουν να λειτουργούν στο εσωτερικό των διαδικασιών που τους στερούν την πρωτοβουλία τους. Ο κοινωνικός λειτουργισμός είναι η ορθολογικοποίηση αυτής της στέρησης» επισχολίαζε o Pierre V. Zima τον Adorno.
Στέρηση. Η ακριβής λέξη. Ό,τι δεν συναντά κανείς στις ανοιχτές και ακομπλεξάριστες κοινότητες. Ναι χρειάζεται ένα εμβόλιο υποδόριο και στικτό, στέρησης και στέγνας. Πρωτίστως αυτό συγκροτεί τη νέα οικονομική απαίτηση. Όχι μια οποιασδήποτε υποταγή, αλλά μια συνοδοιπορία, μια μετάνοια. Αυτό μάχεται η χώρα. Να καθαρίσει με τις ενοχές της χωρίς να συμφιλιωθεί μ' αυτές. Να κρύψει την Εύα και να εμφανιστεί μπροστά στον Θεό χωρίς αίσθηση της γυμνότητας. Αλλά προχωράει και στο δεύτερο σκέλος του αμαρτήματος - μετά τον απαγορευμένο καρπό. Καρφώνει την Εύα. «Αυτή με παρέσυρε». Φταίει ο «Χατζηπετρής»...
Αντισταθείτε χορεύοντας. Αντέξτε πεισμωμένοι με χαρά. Αυτή η πάλη κρατάει ανθρώπους και κοινότητες. Και αυτό το ισομερές χορευτικό- συντροφικό πρωτόκολλο μπορεί να σώσει την παρτίδα, μπορεί να οργανώσει τους όρους μιας νέας συμφωνίας και με τους δανειστές, κυρίως με τη συνείδηση (το προτείνω και στους δανειστές και στους αρρωστημένους αρριβίστες).

Πέμπτη 21 Μαΐου 2015

Τώρα που ο κόμπος φτάνει στο χτένι και η πιστωτική κατάσταση πολιορκίας αγγίζει την ασφυξία, θα ήταν ίσως χρήσιμο να θυμηθούμε τις δυσκολίες που αυτή η παράταξη έχει αντιμετωπίσει στη διαδρομή της. Τις νίκες, τις ήττες, και τα λάθη. Όχι για να αντιγράψουμε από κάποιο λαμπρό παρελθόν λύσεις για το παρόν και το μέλλον. Αλλά γιατί αυτό ίσως μας βοηθήσει να βάλουμε τη λογική στη θέση της κραυγής, την πολιτική στη θέση της αγανάκτησης, την ψύχραιμη συζήτηση στη θέση της θερμής αντιπαράθεσης.
Ο Ρίτσος έγραψε πριν χρόνια: Και νά, αδελφέ μου, που μάθαμε να κουβεντιάζουμε ήσυχα κι απλά. Μάθαμε; Θα το δούμε μέσα στην τρικυμία της παρατεταμένης και εκνευριστικής διαπραγμάτευσης, στην πολυχρωμία των λύσεων που διεκδικούν την απόλυτη αλήθεια, στην πίεση από έναν αντίπαλο αδίστακτο. Υπάρχουν πάντως δυο θεμελιακά ζητήματα που δεν είναι δυνατόν να παραγνωρίζονται. Το ένα έχει να κάνει με την εντολή του λαού. Το δεύτερο με τη διαχείρισή της από τη σημερινή κυβέρνηση, μέσα στη γνωστή κατάσταση.
Η εντολή λοιπόν είναι σαφής, όπως και να το δει κανείς. Εφαρμόστε το πρόγραμμά σας. Διαπραγματευτείτε σκληρά, για να μη συνεχιστεί η πολιτική της καταστροφής. Ούτε υποψία "αποθανέτω η ψυχή μου μετά των δανειστών" δεν υπάρχει εδώ. Και τα σενάρια τρόμου, Grexit δραχμής, και λοιπά, δεν είναι παρά όπλα εκβιασμού των δανειστών και των εκπροσώπων τους στην Ελλάδα. Συνεπώς μάλλον σωστά πολιτεύεται, διαπραγματεύεται, αντιστέκεται μέχρι σήμερα η κυβέρνηση. Τη λαϊκή εντολή προσπαθεί να διαχειριστεί. Δεν είναι έτσι;
Ναι, αλλά τη διαχειρίζεται σωστά; Μήπως κάνει πολλές υποχωρήσεις; Εδώ πάει ο Ρίτσος. Ήσυχα. Κι απλά. Ή επί το πιο λαϊκό και όχι τόσο ποιητικό: Ψυχραιμία, παιδιά. Δεν είναι καθόλου φρόνιμο να βολοδέρνουμε μέσα στα κύματα της παραπληροφόρησης, χωρίς τη βαρκούλα της στοιχειώδους εμπιστοσύνης σε κείνους που σηκώνουν το βάρος της εκπροσώπησής μας. Αν κι αυτό δεν το έχουμε, πάμε να πνιγούμε όλοι μαζί μέσα στις εκατοντάδες σελίδες του Κεφαλαίου και να ξεμπερδεύουμε.
Κατά τα άλλα, όταν έρθει η ώρα, θα εξηγηθούμε. Τι ήθελαν, τι μπορούσαν, τι έκαναν. Σταθεροί όμως στην κόκκινη γραμμή των κόκκινων γραμμών: Η εντολή του λαού στην Αριστερά είναι να κυβερνήσει κι όχι να τα παρατήσει μπροστά στα δύσκολα...

Τρίτη 19 Μαΐου 2015

ΤΟΥ ΘΑΝΑΣΗ ΚΑΡΤΕΡΟΥ

Για το Θεό σας, έχετε δει άλλη φορά τόσο εναργείς νεκροψίες και τόσες θλιμμένες νεκρολογίες, ενώ ο κλαιγόμενος είναι ακόμα ζωντανός; Και όχι μόνο είναι ζωντανός, αλλά δείχνει και μια χαρά στην υγεία του. Τρέχει από πρωτεύουσα σε πρωτεύουσα, συνομιλεί, διαπραγματεύεται, αγριεύει, αγριεύεται, και μόνο ενδείξεις θανάτου δεν δίνει. Ενώ κάθε τόσο -αυτό πια πού το βάζετε;- πρέπει να βάζει τις φωνές στις μοιρολογίστρες, στους ναι, στους όχι, στους ναι και όχι, ότι είναι μια χαρά στην υγεία του;
Δυστυχώς συμβαίνει και δεν έχει καθόλου πλάκα. Πολλοί και από διάφορες αφετηρίες τη βγάζουν πεθαμένη στη διαπραγμάτευση τη νέα κυβέρνηση. Νεκρή, τέζα, πώς το λένε; Εκτελεσμένη ήδη με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, διά απαγχονισμού ή διά τυφεκισμού. Και αναλύουν τα μεταθανάτια σενάρια και τις επιπτώσεις τους. Ου μην και τις αιτίες θανάτου των θανόντων. Το γεγονός ότι οι θανόντες ακόμα δεν είναι θανόντες δεν φαίνεται να πτοεί τους νεκρολογούντες, που θεωρούν τους εαυτούς τους ζώντες.
Κανονικά, αν τους κόβει, εκεί στο Μαξίμου και στο οικονομικό επιτελείο πρέπει κάθε βράδυ να ψάχνονται: Ζούμε, ρε σύντροφοι; Διότι ο Σαμαράς ήδη έχει εξαγάγει και το πόρισμα της νεκροψίας: Ανευθυνότητα, κομματισμός και ψέματα. Που οδήγησαν σε βράχια ή σε Μνημόνιο και τρόικα πάλι -άρα ανυπερθέτως σε θάνατο. Η Ντόρα έχει τη δική της έκθεση: Ιδεοληψίες. Ενώ οι δημοσιογράφοι της ζωής εν ΔΟΛ-ω αποδίδουν τον θάνατο σε διάφορες αιτίες, που συμποσούνται στο γεγονός ότι δεν εισακούστηκαν.
Ε, καλά, ο Βενιζέλος έχει καταντήσει γραφείο κηδειών. Και ο Σταύρος νεκροπομπός του γραφείου τελετών των δανειστών. Δεν λείπουν όμως κι εκείνοι που αποδίδουν τον θάνατο σε ακριβώς αντίθετα αίτια. Όχι σε εμμονές, ιδεοληψίες, λατρεία του Λένιν, και άλλα κομμουνιστικά. Αλλά στην εγκατάλειψη της ρήξης, στην προσχώρηση σε λογικές διαχείρισης και συμβιβασμού, στον φόβο για μια ζωογόνα σύγκρουση. Σε κάθε περίπτωση πάντως, στη διαδικασία της νεκροψίας βρίσκονται και κάποιοι απ' αυτούς.
Τούτων δοθέντων δεν είναι παράξενο που φτάσαμε και στην αξιοπρεπή κηδεία: Αν δεν σας αφήνουν, να τους καταγγείλετε και να φύγετε αξιοπρεπώς. Ακούγεται και γράφεται κι αυτό. Έτσι που θα ήταν ίσως πολιτικώς αναγκαία μια βασιλική (εκ του Βασίλη) κυβερνητική δήλωση: Δεν θα πεθάνουμε ποτέ, κουφάλες νεκροθάφτες...

Κυριακή 17 Μαΐου 2015

Του Δημήτρη Α. Σεβαστάκη

«Δεν έχει συλληφθεί απ' το πολιτικό σύστημα η πολιτική, παραγωγική, οικονομική κατεύθυνση που πρέπει να ακολουθήσει η χώρα». Μια τέτοια πρόταση, τόσο γενική, τόσο κοινότοπη, γίνεται αδιάφορη και υπονομεύει ένα κείμενο ιδρυτικά. Εν τούτοις είναι τόσο αληθινή όσο και αναπάντητη.
Κοινοβουλευτικές και εξωκοινοβουλευτικές δυνάμεις, οργανωμένες ή όχι, εναλλακτικές δομές, πολίτες κ.λπ. δεν έχουμε συγκροτημένη σύλληψη της κατεύθυνσης. Πού πρέπει να πάει η χώρα, τι δουλειά θα κάνει, πώς θα υπάρχουμε εμείς οι ίδιοι; Έτσι, η νομοθετική εργασία έχει τους εσωτερικούς κλυδωνισμούς και τις αναπόφευκτες αντιφάσεις αυτού του ασύντακτου και αναποφάσιστου κοινωνικού σώματος. Η δε έκφραση των συλλογικών επιθυμιών, ακριβώς επειδή κυριαρχεί αυτή η συλλογική αναποφασιστικότητα, είναι ορμική και συγχρόνως ιδιοτελής.
Το πρώτο χαρακτηριστικό είναι ανοϊκό, το δεύτερο ανόητο. Και τα δυο οδηγούν στο τίποτα, που μεταμφιέζεται σε κάτι. Τα πολλά προηγούμενα χρόνια, πριν την έκρηξη της κρίσης, υπήρχε μια γενική αρχή πλουτισμού, που εγκιβώτιζε τα πάντα. Ολόκληρη η πολιτική, συνδικαλιστική λειτουργία, ολόκληρο το συλλογικό φαντασιακό, ήταν αγκιστρωμένο στο ιδανικό αύξησης του εισοδήματος. Περισσότερα χρήματα στην τσέπη σήμαιναν καλύτερους πολιτικούς, καλύτερη χώρα. Πάνω σ' αυτό το ιδανικό κάθε πολιτική κομματική συνδικαλιστική στρούγκα θεμελίωνε την ταυτότητά της.
«Η χρήση της πολιτικής εξουσίας για τον προσδιορισμό της αγοράς (...) η αντικατάσταση της αγοράς εργασίας με διαπραγματεύσεις μεταξύ μονοπωλιακών ομάδων που πολιτικοποιούν την εξέλιξη των μισθών» θεωρεί μεταξύ άλλων ο Sergio Fabbrini ως ώριμα χαρακτηριστικά του νέου καπιταλισμού.
Όταν πριν από πέντε χρόνια εισήλθαμε στον αστερισμό της δανειοληπτικής δουλείας, και συντρίφτηκε η νεοπλουτίστικη υστερία, μπερδεύτηκαν όλα. Χάθηκαν οι ταυτότητες, τα κέντρα με τα οποία αναγνώριζε η κοινωνία το ωφέλιμο, το χρήσιμο, το ιδανικό. Καμιά πολιτική επικράτεια δεν μπορούσε να αποτελέσει το όχημα πλουτισμού, αφού ο τελευταίος εξατμίστηκε. Ούτε η αριστερά, ούτε η δεξιά, ούτε η κεντρώα αφήγηση μπόρεσαν να ανασυγκροτηθούν, αφού τους λείπει αυτή η βολική γεωμετρία του πλουτισμού. Έτσι όλα εξαντλούνται σε έναν γενικό αμυντισμό. Μη χάσουμε ακόμα ένα μέρος εισοδήματος, μη διαρρεύσει ένα ακόμα δικαίωμα.
Έτσι η μεν δεξιά αφήγηση εγκλωβίζεται σε μια κοντόφθαλμη και ανορθολογική αυστηροφάνεια (πρέπει να κάνουμε αυτό που μας λένε γιατί δεν μπορούμε να διακινδυνεύσουμε την ευρωπαϊκή μας πορεία), η δε δικαιωματική Αριστερά βολεύεται σε μια ρηχή και τρυφηλή εναλλακτικότητα ή σε έναν εγωιστικό διεκδικητισμό. Απέναντι στην προφανή αδυναμία να χαραχθεί πορεία αλλαγής παραγωγικού και κοινωνικού προτύπου, έχουν όλοι να αντιτάξουν το πόσο κακός είναι ο Σόιμπλε. Είναι προφανής αδυναμία το να κρύβεσαι πίσω από το αποκρουστικό πρόσωπο του δανειστή. Να προσπαθείς να θεμελιώσεις την ταυτότητά σου στην τερατωδία του άλλου.
Η βιομηχανική παραγωγή δεν υπάρχει, η αγροτική παραγωγή είναι ισχνή, επιδοματική, ο τουρισμός βρίσκεται σε ομηρεία από τους τουρ οπερέιτορς, το πολιτικό σύστημα είναι απασχολημένο με το κορμί του και τις αλληλοσφαγές των αυλικών του. Σιωπή λοιπόν. Πάει όπως πάει. Περιμένουμε νωθρά μια συμφωνία, αγωνιούμε για την αργοπορία της, αλλά δεν είμαστε διατεθειμένοι να δεχτούμε τους όρους της. Ό,τι γίνεται συγκεκριμένο, είναι επώδυνο. Σαν να μας βολεύει, ακόμα μια φορά, η μετάθεση. «Τον χρόνο εκείνον βρέθηκε χωρίς δουλειά και συνεπώς ζούσεν απ' τα χαρτιά, από το τάβλι και τα δανεικά» λέει ο Καβάφης στο ποίημά του «Μέρες του 1908».

Πηγή Η ΑΥΓΗ

Τρίτη 12 Μαΐου 2015

Όσο συνεχίζεται η διαπραγμάτευση, όσο αργεί η ανακοίνωση του οριστικού, ένα μέρος του κόσμου έχει την κρυμμένη ανακούφιση από τη μη λήψη μέτρων. Αυτή η ελπιδοφόρα ασάφεια, η έλευση ενός φημολογούμενου και όχι πραγματικού κακού, για πολλούς, είναι λυτρωτική. Και πολλοί «κυβερνητικοί» βουλευτές -το ομολογώ- ζούμε στην αύρα της αόριστης ελπίδας, λαμβάνουμε τη μικρή πίστωση χρόνου απ' το ότι ακόμα μια μέρα σκιαμαχείς με φήμες και όχι (π.χ.) με το τετελεσμένο κλείδωμα του ΦΠΑ σε κάποιο ανελαστικό νούμερο ή με κάποια επαπειλούμενη μείωση εισοδήματος.
Παράλληλα, όμως, υπάρχει και ένα τμήμα της πιάτσας, η λεγόμενη αγορά του τέως «μεσαίου χώρου», που είναι εξαιρετικά πιεσμένη. Κάνει ο πολίτης ρύθμιση, πληρώνει την πρώτη δόση και σε λίγο κλειδώνει αλλόκοτα ο λογαριασμός του στην τράπεζα. Ή φορτηγά που προμηθεύουν αγαθά μένουν έξω από τα πλοία, αφού τα δρομολόγια προς τα νησιά είναι απολύτως ανεπαρκή, ασταθή, άνισα. Κανείς δεν μπορεί να προγραμματίσει τίποτα. Μια πραγματικότητα παράλυτη και ανάλγητη.
Το σύστημα λοιπόν δεν «ακούει». Η χώρα, οι δομές δεν λειτουργούν. Όχι μόνο τώρα, ανέκαθεν. Απλώς ήταν διαφορετικός ο τύπος του δράματος, ο τύπος της ανυπακοής του συστήματος, η περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Γιατί το κυριότερο χαρακτηριστικό του συστήματος είναι μια μορφή «αναρχικής» ανυπακοής. Προσπαθείς λοιπόν να προτείνεις κάτι, αλλά, ακόμα κι αν το αποδέχεται η υπουργική ηγεσία, το σύστημα -κάτι αόρατο, υπόγειο και πηχτό- δεν «ακούει». Πρέπει να τρέχεις ο ίδιος αυτονόητες υποθέσεις που συναντούν απρόβλεπτα διοικητικά ή πολιτικά εμπόδια.
Έτσι η παραγωγή κοινοβουλευτικού έργου σκιάζεται από δύο πλευρές. Μια πρακτικόμορφη ένδεια, μια ένθεση εμπειρισμού που σαν μέδουσα κολλάει σε κάθε νομοθετικό κομμάτι απορρυθμίζοντας τις αρετές του (συχνά προϊόν ρηχών ομάδων πίεσης) που συγχρόνως δίνει μια αίσθηση υπόγειας ανάσχεσης της δημοκρατίας. Κάθε δυσλειτουργία -απ' αυτές τις άπειρες της διοίκησης και της καθημερινής πολιτικής παραγωγής πάνω στην οποία σκοντάφτεις συνεχώς- είναι εκπτωτική της δημοκρατίας. Η αλάδωτη μηχανή, η αρνητική, η «αρνησίπρακτη» μηχανή, τα γρανάζια που μπλοκάρουν, δείχνουν ότι λίγοι μεσαίοι, άνθρωποι της ντουλάπας, αρκούν για να κάνουν τη ζημιά. Το λεγόμενο σύστημα, ένας μηχανισμός πολιτικού, διοικητικού ασανσέρ, κάτι που δεν διαβάζει τη ζωή αλλά τη διατρέχει στο φρεάτιο, είναι μια τερατωδία. Το ζούμε συνεχώς. Οι ποικίλοι ανασχετικοί μετριοκρατικοί μηχανισμοί, που επιτρέπουν ποιος θα υπάρξει, τι θα πει, πώς θα συντεθεί μια απόφαση, πώς θα εφαρμοστεί, πώς θα ιεραρχηθεί και αναλυθεί η πραγματικότητα κ.λπ., θριαμβεύουν.
Σχολαστικά ερωτήματα που ούτε θ' απαντηθούν ούτε μπορούν ν' ακυρωθούν οι αιτίες τους. Ο καθένας ξέρει τη μούχλα που κηλιδώνει και καταλαμβάνει τη ζωή μας. Ας μείνουμε λοιπόν λίγο ακόμα στην ασάφεια, στην ευχάριστη σαββατοκυριακάτικη αναβολή της συμφωνίας. Σκληρά μέτρα ύφεσης και πίεσης πεταλουδίζουν στα μίντια, στις ρητορικές αποδόσεις των επαγγελματιών της πολιτικής. Υποψίες, αυξομείωση φόρων, έκτακτων εισφορών ή εκδίωξη απ το ευρώ, όλοι οι εφιάλτες είτε κεφαλαιοποιούνται είτε αποδομούν πολιτικά. Είτε οργανώσουν το πεδίο του φόβου, είτε το πεδίο της απελπισίας (στις διαφορετικές ομάδες που απευθύνονται τα τρομοκρατικά αφηγήματα), παράγουν το ίδιο. Μια αίσθηση ότι δεν συγκροτείται η διαφυγή, η ύφανση του διαφορετικού.
Ναι, η Ευρώπη καταλαμβάνεται απ' τον ανορθολογισμό, από τον εθνικιστικό οικονομισμό, αλλά το ερώτημα είναι εσύ τι κάνεις, εσύ τι λες, και κυρίως πώς και πότε το λες. Πρέπει να επανανακαλύψουμε τον κοινοβουλευτισμό. Αναποδογυρίζοντας το κακό δεν παράγεις απαραιτήτως το καλό...
Δημήτρης Α. Σεβαστάκης
του Γιώργου Γιαννόπουλου

"Η ποσότητα της ενέργειας που απαιτείται για την αποδόμηση ανοησιών, είναι τουλάχιστον κατά μια τάξη μεγέθους μεγαλύτερη απ' αυτήν που απαιτείται για να διατυπωθούν" (Νόμος του Brandolini) 
Ένα νέο τηλεοπτικό σλόγκαν προστέθηκε στη φαρέτρα των επικοινωνιακών κλισέ του μνημονιακού μηχανισμού χειραγώγησης, δίπλα στη "διάχυτη ανομία", τις "αναγκαίες μεταρρυθμίσεις" και τις "παθογένειες της μεταπολίτευσης". Πρόκειται για τον "εξοβελισμό της αριστείας", και αναφέρεται στην επαναφορά της κλήρωσης, ως τρόπου εισαγωγής στα Πειραματικά Σχολεία, τα οποία είχαν τελευταία ταυτιστεί με τα ιστορικά Πρότυπα, παρά τον σαφώς διαφορετικό σκοπό δημιουργίας τους.
 Ελάχιστοι απ' όσους το εκφέρουν, μπαίνουν στον κόπο να αναλύσουν (με εξίσου συνοπτικές και αόριστες ταυτολογίες συνήθως) σε τί συνίσταται η "αριστεία", και πώς ακριβώς συντελείται ο "εξοβελισμός" της, ενώ ουδείς εκ των φωνασκούντων καταθέτει την άποψή του για το τί ακριβώς θέλουμε από το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα, πώς το επιδιώκουμε, και κυρίως ποιες είναι οι άρρητες -και ατεκμηρίωτες- ιδεολογικές παραδοχές που οφείλει εκ των προτέρων να συμμερίζεται με τον εκάστοτε θρηνούντα, ο αποδέκτης της καταστροφολογικής ρητορείας περί "σφαγής των αρίστων". Κάτι τέτοιο θα αποκάλυπτε πρώτα απ' όλα την απριόρι αποδοχή εκ μέρους των "φίλων της αριστείας", ενός βαθύτατα νεοσυντηρητικού πλέγματος αξιωματικών ιδεοληψιών, περί ατομισμού, ανταγωνιστικότητας, αριστοκρατίας και κοινωνικού δαρβινισμού, ως δήθεν αναντίρρητων προϋποθέσεων για το βέλτιστο κοινωνικό αποτέλεσμα (κατ' αναλογία του ανύπαρκτου στην πράξη trickle down effect της νεοφιλελεύθερης οικονομικής σωτηριολογίας), οι οποίες επανήλθαν επιθετικά την τελευταία τριακονταετία, ως "κοινή λογική".
 Έτσι διαβάζουμε στην " Καθημερινή" ("Πρότυπα σχολεία και ιδεοληψίες", Τ. Αβραντίνης,) ότι: "Η εύλογη απάντηση στο ερώτημα «γιατί χρειαζόμαστε τα πρότυπα σχολεία;» είναι ότι τέτοιου είδους θεσμοί ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα των χωρών στον διεθνή καταμερισμό εργασίας μέσω της έγκαιρης ανίχνευσης, αξιοποίησης, προσέλκυσης και διατήρησης ταλαντούχου ανθρώπινου δυναμικού". Αρκεί μια ματιά στο ποιες χώρες προηγούνται της χώρας μας (μεταξύ αυτών Κολομβία, Μαρόκο, Αλγερία, Γουατεμάλα) στον τομέα της ανταγωνιστικότητας, και στο μορφωτικό -και βιοτικό- επίπεδο του εκεί γενικού πληθυσμού, για να αξιολογήσουμε το πόσο σχετική είναι η σημασία αυτού του κριτηρίου.
 Αντίστοιχα στο "Βήμα" ("Ισες αλλά όχι ίδιες ευκαιρίες", Βλαχογιάννη Αιμιλία) διαβάζουμε: "Ισότητα δεν σημαίνει προώθηση του μέσου όρου, αλλά στήριξη των ατομικών αναγκών κάθε μαθητή... Στην Ελλάδα υπάρχουν Αθλητικά, Μουσικά Σχολεία, σχολεία για παιδιά με ειδικές ανάγκες, αλλά όχι για παιδιά με ειδικές ικανότητες". Και "το σχολείο, όπως είναι δομημένο, αδυνατεί να παίξει σημαντικό ρόλο στην εκπαίδευση όλων των παιδιών και ιδιαίτερα των προικισμένων που προέρχονται από χαμηλά κοινωνικο-οικονομικά στρώματα (οι οικονομικά εύρωστοι μαθητές εκδιπλώνουν τα ταλέντα τους σε καλά ιδιωτικά σχολεία)".
Εδώ -σε αντίθεση με το προηγούμενο άρθρο που επικαλείται την κοινωνική χρησιμότητα- συμπυκνώνεται το σύνολο των "επιχειρημάτων" υπέρ της παιδείας-τρόπαιο, από "ηθική" σκοπιά και από άποψη δήθεν άμβλυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων. Πέρα από το ότι η σύγκριση μουσικών ή αθλητικών σχολείων με σχολεία "αρίστων" -γενικώς- είναι σύγκριση ασχέτων πραγμάτων (Ειδικές ικανότητες σε τί; Στα μαθηματικά; Στα φιλολογικά; Και γιατί όχι τότε "μαθηματικό σχολείο", "φιλοσοφικό σχολείο" ή -από την άλλη μεριά- σχολείο "εξαιρετικών μουσικών ταλέντων" ή "σχολείο πρωταθλητών";), υπάρχει και μια λαθροχειρία στην αναφορά της δυνατότητας των οικονομικά εύρωστων να φοιτούν -χωρίς διάκριση μεταξύ "αρίστων" και "μετρίων" εδώ- σε καλά ιδιωτικά σχολεία. Προφανώς το περί κοινωνικής δικαιοσύνης αίσθημα της αρθρογράφου ικανοποιείται αρκούντως με την ιδέα ότι ελάχιστα παιδιά από οικονομικά αδύναμες οικογένειες, θα έχουν (αφού πρώτα "αποδείξουν" προκαταβολικά ότι θα ξεπληρώσουν το -κατά Φρίντμαν- "δωρεάν γεύμα" στο μέλλον) τη δυνατότητα να τύχουν του "προνομίου" της καλής εκπαίδευσης, θεωρώντας δεδομένο ότι δεν αντέχει ο προϋπολογισμός να κάνει το ίδιο για τους περισσότερους (που στο κάτω-κάτω δεν το αξίζουν και που θα πρέπει να αρκεστούν στο επίπεδο εκπαίδευσης που χρειάζεται για να ασκήσει το επάγγελμά του ένας χειρώνακτας της κοινωνίας του ενός τρίτου ή ένας υπήκοος μιας μεταμοντέρνας ολιγαρχίας για να ασκεί τα συρρικνωμένα πολιτικά και κοινωνικά του δικαιώματα).
Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθεί κανείς και σε μια τρίτη παράμετρο, που δεν δηλώνεται εύκολα στο δημόσιο διάλογο, γιατί παραπέμπει ευθέως σε κοινωνικό δαρβινισμό, έως ρατσισμό. Σημαντικό ρόλο στην απήχηση του λόγου περί "αριστείας", παίζει η επιθυμία των γονέων να αποφύγουν τα παιδιά τους τη συνύπαρξη με τους "μέτριους" (οι οποίοι υποτίθεται καθυστερούν το εκπαιδευτικό έργο, "διώχνουν" τους καλούς καθηγητές από συγκεκριμένα σχολεία κλπ) και κατ' επέκταση τις "κακές συναναστροφές", και αντίστροφα η επιδίωξη να αντλήσουν κύρος και ευκαιρίες κοινωνικής δικτύωσης (με το βλέμμα στραμμένο στην κοινωνική ανέλιξη με όρους κοινωνίας των κολλητών), μέσω της φοίτησής τους σε σχολεία της "ελίτ". Η πρόσφατη συντριπτική εμπειρία που επιφύλαξε η οικονομικοπολιτική πραγματικότητα η οποία δομήθηκε πάνω στο θατσερικό "δεν υπάρχουν κοινωνίες, μόνο άτομα", στην πρώην αυτάρεσκη, πρώην μεσαία τάξη της χώρας μας, θα έπρεπε να τους είχε κάνει σοφότερους. Άλλωστε υπάρχει και το οξύμωρο, οι ίδιοι να αναφέρονται θετικά σε ένα εξιδανικευμένο παρελθόν, όπου η "αριστεία" έλαμπε μέσα σε τάξεις των πενήντα μαθητών -απ' τους οποίους οι  σαράντα εγκατέλειπαν το σχολείο μετά το δημοτικό- με τον δάσκαλο να επιβάλλει την πειθαρχία με τη βέργα. Το τελευταίο μάλιστα φαίνεται να το θεωρούν τόσο επιτυχημένο, ώστε να επικροτούν την πρόσφατη απόπειρα εισαγωγής του -τηρουμένων των αναλογιών- και στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
 Η ιδέα της ύπαρξης ειδικών σχολείων για "αρίστους", μέσα στα πλαίσια της καθολικής, δημόσιας, δωρεάν εκπαίδευσης, σημαίνει εξ ορισμού, πρόθεση για παλινόρθωση μιας παιδείας δυο ταχυτήτων, με την μετατροπή αυτού που ως τώρα αποτελούσε καθολικό δικαίωμα -της καλής δηλαδή εκπαίδευσης με σύγχρονες μεθόδους και συνθήκες- σε προνόμιο -ή μάλλον τρόπαιο- για έναν αυθαίρετα προσδιορισμένο (εξαιρετικά μικρό σε σχέση με τους εν δυνάμει καλούς μαθητές) και δυσανάλογα γεωγραφικά κατανεμημένο, αριθμό παιδιών, τα οποία μάλιστα επιλέγονται στην ηλικία των 12 ετών, με μια αφελή εξεταστική διαδικασία (και με όλες τις στρεβλώσεις & αδικίες που συνεπάγεται η κοινωνική & οικονομική ανισότητα μεταξύ των υποψηφίων).
Ανοίγει στην ουσία το δρόμο για μια μεταμοντέρνα οπισθοδρόμηση -στο όνομα των γνωστών δήθεν αναγκαίων περικοπών- προς ένα -προσφιλές στους νεοφιλελεύθερους- παρελθόν (το οποίο γέννησε στην πραγματικότητα τα ιστορικά Πρότυπα ως αναγκαιότητα), όπου μέσα σε αβυσσαλέες κοινωνικές ανισότητες και τεράστια ποσοστά αναλφαβητισμού (και με την υποχρεωτική, δωρεάν εκπαίδευση για όλους να αποτελεί έννοια άγνωστη), η μέριμνα  για μια ελάχιστη (συμβολική αλλά και εν πολλοίς αναγκαία για την αναπαραγωγή του συστήματος) κοινωνική κινητικότητα των παιδιών των υποτελών τάξεων (όπως και το σύνολο των υποχρεώσεων που ανέλαβε αργότερα το κοινωνικό κράτος) επαφίετο στην ιδιωτική φιλανθρωπία.
 Η συνέχεια είναι προβλέψιμη, και περιλαμβάνει δίδακτρα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση -πάντα με το άλλοθι των υποτροφιών για τους φτωχούς "αρίστους"- και αργότερα και στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια -φυσικά με "κουπόνια εκπαίδευσης" για τους οικονομικά αδύναμους (εφ' όσον βεβαίως επιδεικνύουν επιμέλεια).
  Αυτό μπορεί να "αρέσει" στην "αγορά", η οποία εσχάτως αποφάσισε πως χρειάζεται πιο λίγους μορφωμένους, και ει δυνατόν τους καλύτερα καταρτισμένους (αποκλειστικά στα πεδία που ενδιαφέρουν την ίδια) με δαπάνες του δημοσίου και των οικείων τους. Η κοινωνία όμως -και η δημοκρατία- χρειάζεται το ακριβώς αντίθετο - και το είχε κατακτήσει μέχρι πρότινος.
Το ταλέντο, η προσπάθεια, η φιλομάθεια, ασφαλώς πρέπει να καλλιεργούνται, και ασφαλώς θα πρέπει να επιβραβεύονται, όμως υπάρχει πρόβλημα όταν το "βραβείο" -για ένα αυθαίρετα μικρό ποσοστό παιδιών, όπως ειπώθηκε- είναι το ίδιο το δικαίωμα στην καλή εκπαίδευση. Τότε απλώς έχουμε ένα εύσχημο άλλοθι για τον -ομοίως αυθαίρετο- αποκλεισμό του μεγαλύτερου μέρους των μαθητών (και μοιραία των οικονομικά ασθενέστερων στην συντριπτική τους πλειοψηφία), εν ονόματι της δημοσιονομικής εξυγίανσης.
  Δεν θα επεκταθώ εδώ στο πώς θα μπορούσαν να ενισχύονται οι "άριστοι" οποιουδήποτε σχολείου (με βάση τις συνολικές επιδόσεις, όλα τα χρόνια) με ανοιχτά -για όποιον ενδιαφέρεται και μπορεί- advanced διασχολικά προγράμματα, εκπονημένα σε συνεργασία με τα αντίστοιχα πανεπιστημιακά τμήματα, στο πεδίο που έχει καθένας κλίση και προτίμηση, στα πρότυπα της ενισχυτικής διδασκαλίας. Ούτε θα αναλύσω το προφανές, ότι το σχολείο σήμερα - περισσότερο απ' όσο ποτέ στο παρελθόν, δεν είναι ο μόνος μηχανισμός προαγωγής της γνώσης και καλλιέργειας του ταλέντου (ούτε ο μόνος -ή έστω ο ισχυρότερος- ιδεολογικός μηχανισμός που διαμορφώνει -προς το καλύτερο ή το χειρότερο- την συγκρότηση των μελλοντικών πολιτών).
 Αντ' αυτού θα κάνω μια προσωπική αναφορά. Η συντριπτική πλειοψηφία των συναποφοίτων μου -και εγώ μαζί- επαιρόμαστε για κάποια κοινά στοιχεία προσωπικότητας που διαμορφώθηκαν -και αναγνωρίζουμε εις αλλήλους και σήμερα- σε μεγάλο βαθμό από το γεγονός ότι φοιτήσαμε σε ένα σχολείο στο κέντρο της Αθήνας, την εποχή της ύστερης μεταπολίτευσης, πράγμα που μας έδωσε τη δυνατότητα -μέσα σε ένα κλίμα γενικευμένης κοινωνικής απαίτησης για περισσότερη δημοκρατία και ελευθερία- να ερχόμαστε σε επαφή με βιβλία, μουσικές, πολιτικές αφίσες, πολιτιστικές εκδηλώσεις όπως της Ελληνοαμερικάνικης Ένωσης και του Γκαίτε, μόνο και μόνο χαζεύοντας γύρω μας , καθ' οδόν προς το κτίριο στην Ασκληπιού και Αραχώβης. Ένα σχολείο που εστίαζε συν τοις άλλοις στο "περιττό" (για την ανταγωνιστικότητα) και στην "παρωχημένη" (για την αγορά) ουμανιστική αντίληψη της ολόπλευρης μόρφωσης, ανεξάρτητα από την μελλοντική επαγγελματική αποκατάσταση. Κατά τα άλλα -στην πορεία- κάποιοι αποδείχθηκαν ιδιοφυΐες ενώ άλλοι μέτριοι (όπως ακριβώς και στο σχολείο της γειτονιάς μου, το Β΄ Γυμνάσιο Αθηνών, και όπως είναι φυσικό για παιδιά που επελέγησαν στα 12 και αποφοίτησαν στα 18), ενώ όλοι πήγαμε φροντιστήριο και όλοι παραμελήσαμε κάποια στιγμή τα μαθήματα στα οποία δεν θα εξεταζόμασταν στις εισαγωγικές.

Ο Γιώργος Γιαννόπουλος είναι Πολιτικός Μηχανικός, απόφοιτος ΒΠΣ και μέλος της Δ.Ε.Π.Π.Σ.

Παρασκευή 8 Μαΐου 2015


«Η δημοσιογραφία είναι ένα επάγγελμα στο οποίο περνάει κανείς τη μισή του ζωή μιλώντας για πράγματα που δεν ξέρει και την άλλη μισή σωπαίνοντας γι’ αυτά που ξέρει» λέει μια από τις παλιότερες σαρκαστικές αποφάνσεις που περιέγραφε την συνηθισμένη σύγκρουση που προκύπτει ανάμεσα στις ευάλωτες πάντα ατομικές συνειδήσεις όταν έρχονται αντιμέτωπες με την εξουσία όπως και όπου αυτή εκφράζεται.
Υποννοεί, σαφώς, το ρητό, ότι οι δημοσιογράφοι ως φυσικά πρόσωπα έχουν μια ροπή να κατοικούν στον χώρο όπου το γκρίζο τους επιτρέπει, κάνοντας όλους τους δυνατούς συμβιβασμούς, να κατέχουν πληροφορίες οι οποίες μπορούν να γίνουν αντικείμενο συναλλαγής ή διαπραγμάτευσης που το μόνο που βελτιώνει είναι η προσωπική τους ζωή ενώ παραλλήλως καμώνονται  τα λιοντάρια στα μάτια του πόπολου. Και, όντως, η απόφανση έχει την αξία της μέχρι σήμερα, κάποιοι μετέρχονται των «διαπραγματεύσεων» για να καλοπερνάνε, και το καταφέρνουν με χαρακτηριστική επιτυχία.
Αξίζει όμως να σημειώσουμε ότι τα ανωτέρω περιέχουν και μια φενάκη, καθώς αυτοί που κατέχουν τις πληροφορίες είναι αυτοί που τις παράγουν και όχι αυτοί που τις επεξεργάζονται.
Αν ένα ανάλογο ρητό θα προσπαθούσε να περιγράψει μια ιδεατή συνθήκη για την δημοσιογραφία αυτό θα όριζε ότι ο «δημοσιογράφος περνάει την μισή του ζωή μαθαίνοντας πληροφορίες και, διαθέτοντας ή σπαταλώντας αναλόγως με την περίσταση, την άλλη μισή στην προσπάθεια να τις αποδείξει». Αυτό καταστρατηγείται απολύτως στις μέρες μας αφού η προπαγάνδα έχει αντικαταστήσει σε μεγάλο βαθμό ακόμη και τους στοιχειώδεις κανόνες άσκησης του επαγγέλματος. Αναφέρομαι πάντα στην καταγραφή των γεγονότων και όχι στον σχολιασμό τους διαδικασία κατά την οποία ο καθείς μπορεί να διατυπώνει την άποψή του.
Στην «υπόθεση Μάρδα» αυτό που μάθαμε τελικά ήταν ότι αφού μια πληροφορία στάθηκε αδύνατο να διασταυρωθεί, αλλά επέμενε η φήμη η οποία συνήθως αναπαράγει μόνο τον εαυτό της, δημοσιεύτηκε τελικά ως είδηση η οποία είχε αξία επειδή δεν ήταν δυνατό να διασταυρωθεί οπότε μια διάψευση μετέτρεψε το ρεπορτάζ σε...αλήθεια. Άρα κάτι υπήρχε. Όταν η είδηση διαψεύστηκε ανέλαβε δράση η ηθικολογία. Αφού διαμάντι δεν υπήρχε και η είδηση ήταν μουσαντένια τότε η ηθικολογία μετατρέπει το πλαστικό σε φο μπιζού, τα στρατιωτάκια λέγκο σε κάπταιν αμέρικα.  Είναι η επιβεβαίωση της ρήσης του Κάρλ Κράους ότι «Δημοσιογράφος είναι αυτός που, εκ των υστέρων, ξέρει τα πάντα εκ των προτέρων!».Το πλήθος όμως των ηλεκτρονικών αναπαραγωγών της είναι τέτοιο που η διάψευσή της είναι αδύνατη για τους βιαστικούς περιπατητές στο περιβόλι της ειδησεογραφίας κι εξάλλου ήταν σα να λένε ότι εμείς προσπαθήσαμε να αποδείξουμε ότι η γάτα ήταν γάτα αλλά αφού δεν ήταν, αποδείξαμε όμως ότι είχαμε δίκιο να μιλάμε για μια γάτα που δεν υπάρχει.
Ύστερα γράφηκε και έχει αναπαραχθεί σε χιλιάδες σελίδες ότι η πρόεδρος της Βουλής Ζωή Κωσταντοπούλου διόρισε τη μάνα της πρόεδρο του ΕΣΡ. Το αληθινό γεγονός ότι η μητέρα της Κωσταντόπουλου ήταν μέλος του ΕΣΡ τα προηγούμενα χρόνια, ότι ανέλαβε προσωρινά χρέη προέδρου σε ένα εσωτερικό όργανο του ΕΣΡ που λύνει διαδικαστικά ζητήματα, αυτό το αληθινό γεγονός, αδυνατείς να το βρεις εύκολα στο διαδίκτυο. Οπότε είναι σα να έχει γνωστοποιηθεί ότι ο υπεύθυνος για το πότισμα στο χορτάρι του γηπέδου της Τούμπας ανέλαβε πρόεδρος του ΠΑΟΚ. Πρέπει να γίνει ο αναγνώστης δημοσιογράφος και να περάσει την μισή του ζωή, καμμιά φορά κυριολεκτικά, για να το ανακαλύψει. Και ανάμεσα σε ένα πλήθος άλλων τέτοιων διαστρεβλώσεων που καταγράφηκαν μόνο την τρέχουσα εβδομάδα εξέχουσα θέση κατέλαβε η υπόθεση της «ψυχιάτρου του ΟΚΑΝΑ» που ήθελε ψυχίατρο η ίδια, αλλά εμφανίστηκε στις τηλεοράσεις, σε δυό κανάλια, για να καταγγείλει ότι ο εισαγγελέας αδιαφόρησε όταν αυτή τον προειδοποιούσε για το κακό που θα πάθαινε η μικρή Άννυ αν δεν την έπαιρναν από την οικογένειά της.
Κοινή κατάληξη και των τριών αυτών ιστοριών ψέματος ήταν το...συμπέρασμα, ότι η κυβέρνηση που διατείνεται «πρώτη φορά αριστερά» δεν είναι τίποτα άλλο από μια... πρώτη φορά επανάληψη όσων γνωρίζαμε στο παρελθόν. Μ’ αυτή την έννοια όντως πρώτη φορά επαναπροσλαμβάνονται οι απολυμένες καθαρίστριες, πρώτη φορά ξαναγυρνάνε στα σχολεία οι σχολικοί φύλακες και οι καθηγητές σε διαθεσιμότητα, πρώτη φορά ξανανοίγει η ΕΡΤ, ....
Είμαστε στην ιστορική φάση κατά την οποία  μια κυβέρνηση θα πρέπει να προσπαθεί κατά την -όποια- μισή ζωή της να εφαρμόσει το πρόγραμμά της και την άλλη μισή να προσπαθεί να αποδείξει ότι αυτό δεν έχει καμμιά σχέση με τα προγράμματα των άλλων.
Και η δημοσιογραφία είναι στην -επαναλαμβανόμενη σαν την μέρα της Μαρμότας- ιστορική φάση, κατά την οποία θα πρέπει να περνά ολόκληρη την ζωή της στην προσπάθεια να αποδείξει ότι μπορεί να σωπαίνει για πράγματα που δεν ξέρει και να μιλά γ
ια αυτά που μαθαίνει αφού τα έχει τεκμηριώσει. Τούτο βέβαια μοιάζει με ουτοπία που είναι καλό να υπάρχει αλλά που δεν φτάνει. Οπότε διάγουμε με οδηγό την καίρια διατύπωση του ποιητή Άρη Αλεξάνρου ο οποίος πριν πολλά χρόνια διαπίστωνε πως αυτό που μας απομένει «είν’ ένα τζάμι σπασμένο/κολλημένο βιαστικά/με τέσσερις λουρίδες μαχητικής αρθρογραφίας».

 http://www.alterthess.gr

Κυριακή 26 Απριλίου 2015

Του Δημήτρη Α. Σεβαστάκη

Στη δίκη των πραξικοπηματιών, όπως εικονογραφήθηκε στο εξαιρετικό ντοκιμαντέρ που πρόβαλε η τηλεόραση της Βουλής, μου έκανε μεγάλη εντύπωση η αγόρευση του Θεοφιλογιαννάκου. Προβεβλημένος βασανιστής της χούντας, σκληρή φάτσα, σκαμμένο δέρμα, ανάλογη φήμη. Στη δίκη ρητόρευε κανονικά, επαγγελματικά, όπως ένας συνηθισμένος πολιτικός καριέρας. Πειθαρχημένη χειρονομία, σηκωμένα φρύδια, μεγάλο κυματιστό στόμα. Μιλούσε «ως αξιωματικός» που υπερασπίζονταν τους απλούς στρατιώτες -που βασάνιζαν- υπό τις διαταγές του και δικάζονταν μαζί του. Δηλαδή, αυτός που χτυπούσε ανελέητα ανίχνευε με επαγγελματική προσοχή τα σημεία πόνου του δεμένου αγωνιστή, δίδασκε ή εξανάγκαζε και τους εσατζήδες να δείρουν εξίσου καίρια, εξίσου βάναυσα, εξίσου συντριπτικά, μπορούσε στη δίκη, στον δημόσιο λόγο να υιοθετήσει, με επιδεξιότητα, ένα λαϊκιστικό, συναισθηματικά πλούσιο λόγο, με χρωματισμό φωνής και παλμό.
Εκείνο που τον τάραζε πιο πολύ ήταν η βεβαιότητα για τον επερχόμενο κομμουνισμό. Έδειχνε ταραγμένος που απεικονίζονταν σε εφημερίδες ο Βελουχιώτης, έβλεπε την αλλαγή κλίματος (π.χ. ο συνεξόριστος του πατέρα μου στη Λέρο, Θόδωρος Κατριβάνος, πολιτική αγωγή), φοβόταν ότι το τέλος του Εμφυλίου αντιστρέφεται. Χάνουν οι δικοί του. Η χούντα συμπύκνωσε ένα μετεμφυλιακό πήγμα, που πίσω απ' τη βαθιά πεποίθηση για τον καταστροφικό χαρακτήρα του κομμουνισμού, πίσω από μια εθνικιστική υστερία και ανασφάλεια, έκρυβε μια επιμελημένη υφαρπαγή της χώρας, έναν οργανωμένο σφετερισμό του δημόσιου πλούτου.
Σε μερικούς απ' τους δικαζόμενους έβλεπες μια διαπερατή σκληρότητα -όπως εκφράζονταν στα κουνήματα και τα σωματικά νάζια του Ιωαννίδη, του πιο στυγνού αρχηγού της ΕΣΑ, αρχιτέκτονα του πραξικοπήματος της Κύπρου. Σε άλλους πάλι διέκρινες την αίσθηση μιας σιγουριάς που έμοιαζε αποφασιστικότητα, όπως στον Παπαδόπουλο, που του παρείχε μια μορφή πολιτικής προσυνεννόησης με το νέο κοινοβουλευτικό σύστημα. Άλλωστε, η πλευρά της δημοκρατίας είχε τότε την ανασφάλεια.
Το πρόβλημα είναι ότι η σημερινή πολιτική σκηνή αδυνατεί να αναστοχαστεί με πρόφαση το χουντικό πραξικόπημα και την επτάχρονη δικτατορία αλλά και την εισβολή και κατοχή της Βόρειας Κύπρου. Σαν να βρίσκεται ξαναγεννημένη σε μια πραγματικότητα που δεν συμπεριέχει και τους όρους δημιουργίας της χούντας. Σαν να κάθεται σε μια ιστορική παρθενία. Μεταδικτατορικά, η πολιτική σκηνή, από τη μία πλευρά, αφομοίωσε πλευρές της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, υιοθέτησε ένα προοδευτικό Σύνταγμα και επιτέλους κωδικοποίησε μερικές πλευρές της αυτοβουλίας του υποκειμένου. Από την άλλη, αφομοίωσε και όλη την πλέμπα. Ό,τι συνέστηνε διαχρονικά τον ελληνικό πολιτικό βίο εσωτερικεύτηκε φτηνά από την ελληνική δημοκρατία. Ποιος ελέγχει τον δημόσιο βίο; Οι κατσαρίδες. Ο εσμός που τρυπώνει παντού. Ξέρει τέλεια την τέχνη. Εισχωρεί στα κόμματα λίγο πριν έρθουν στην εξουσία. Μαζικοποιεί με την εισαγωγή κολλητών τις οργανώσεις. Οι κατσαρίδες αποκτούν έλεγχο, διεκδικούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο την τακτοποίηση του εαυτού τους και των δικών τους. Ελέγχουν χαμηλές αποφάσεις, υπαγορεύουν τις θεσμίσεις, επιβάλλουν καπάτσα ό,τι τους συμφέρει προσωπικά.
Μ' αυτούς τους όρους ο Θεοφιλογιαννάκος, οι βαμμένοι αντικομμουνιστές, ο λόγος, οι ιεραρχήσεις τους, ο πονηρός και ιδιοτελής μανιχαϊσμός τους, το αξιακό σύστημα που έφεραν και οι συμβολισμοί τους έπιασαν τόπο. Το ντοκιμαντέρ της τηλεόρασης της Βουλής σαν να υπενθύμιζε το μέλλον. Την εδραία ποιότητα του μέλλοντος. Γιατί οπαδός της δικτατορίας δεν είναι απαραίτητα ο φασίστας. Αλλά κι αυτός που έρπει, που υποβλέπει, που γλείφει για να κερδίσει το μερίδιο του τίποτα που ονειρεύεται.

Πέμπτη 23 Απριλίου 2015

Πώς να μη μιλήσει ο κ. Πιρς για απελευθέρωση τρομοκρατών, όταν μιλάει για απελευθέρωση τρομοκρατών όλο το εγχώριο κατεστημένο;

 "Profoundly unfriendly act", «καταφανώς μη φιλική ενέργεια» χαρακτήρισε ο Αμερικανός πρέσβης ο Ντέιβιντ Πιρς την ψήφιση νόμου που θα επιτρέψει την αποφυλάκιση του Σάββα Ξηρού για λόγους υγείας. Δεν είναι τόσο άσχημο όσο φαίνεται το «καταφανώς μη φιλική ενέργεια». Ο διπλωμάτης έκανε ό,τι μπορούσε για να μη χαρακτηρίσει την ενέργεια «εχθρική», διότι αν ξεφύγει από το έρκος των διπλωματικών οδόντων η λέξη «εχθρικός», ακολουθούν αναγκαστικά και οι πύραυλοι. Αντιθέτως, το «μη φιλικός» το πολύ-πολύ να επιφέρει καμιά ψιλοχρεωκοπία.
Ναι, κυρίες μου και κύριοι, συνέβη κι αυτό. Ο πρέσβης των ΗΠΑ ζήτησε δημοσίως να αποσυρθεί ένας νόμος που είχε ψηφιστεί ήδη κατ' άρθρον και το βράδυ επρόκειτο να ψηφιστεί και στο σύνολό του. Αυτό ήταν το πραγματικό αίτημα του κ. Πιρς κι αντί να σχισθεί το καταπέτασμα του ναού, τα ΜΜΕ και τα περισσότερα κόμματα της αντιπολίτευσης αντιμετώπισαν την παρέμβαση με δέος και χαρά. Καλά να πάθει η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝ.ΕΛΛ. που τόλμησε να τα βάλει με τις ΗΠΑ. Δεν έφταναν τα σούρτα - φέρτα στη Ρωσία, αφήνουν ελεύθερο και τον τρομοκράτη Ξηρό.
Πώς να μη μιλήσει ο κ. Πιρς για απελευθέρωση τρομοκρατών, όταν μιλάει για απελευθέρωση τρομοκρατών όλο το εγχώριο κατεστημένο; Ονομάζεται απελευθέρωση τρομοκρατών η συνέχιση της ποινής κατ' οίκον, με φύλαξη και βραχιολάκι για όσους έχουν 80% αναπηρία και έχουν κάνει ήδη δέκα χρόνια φυλακή. Όχι μόνο για τον Σάββα Ξηρό, για όλους όσοι έχουν αυτά τα χαρακτηριστικά σήμερα και για όσους θα τα έχουν αύριο και εις το διηνεκές. Καμιά αποφυλάκιση, καμιά δικαίωση, καμία άρση της απαξίας των βαρύτατων εγκλημάτων που διέπραξε ο Σάββας Ξηρός.
Άντε να τα εξηγήσεις αυτά στον Πιρς, τον Κέρι, τον Ομπάμα. Πώς να τα εξηγήσεις, όταν η εν Ελλάδι αξιωματική αντιπολίτευση μιλάει εδώ και μέρες για νόμους που ψηφίζονται καθ' υπόδειξη των τρομοκρατών; Όταν ο πρώην υπουργός Δημόσιας Τάξης και δελφίνος -τρομάρα τους και στους δύο- του Σαμαρά Βασίλης Κικίλιας δηλώνει ότι ο Σάββας Ξηρός με 98% αναπηρία θα οργανώσει τρομοκρατικές ενέργειες από το σπίτι του. Τα λέει αυτά ο υπουργός που επί των ημερών του σχεδιαζόταν μέσα από τις φυλακές το γκρέμισμα των φυλακών με βόμβα.
Και καλά οι δεξιοί, τέτοια έμαθαν, τέτοια λένε. Οι άλλοι, οι κεντροαριστεροί, οι δημοκράτες, οι μοντέρνοι, πώς κατάντησαν να λένε τα ίδια με τη Δεξιά, διαφέροντας μόνο ως προς το βάρος της φρασεολογίας; Πού πήγαν οι ευαισθησίες του ΠΑΣΟΚ και του Ποταμιού; Τζάμπα ξημεροβραδιάζονταν ο Σταύρος στις φυλακές για να κάνει εκπομπές για τα δικαιώματα των κρατούμενων. Καμία ευαισθησία δεν υπάρχει. Η πάλαι ποτέ Κεντροαριστερά έχει πετάξει τα φύλλα συκής, έχει καταντήσει Κεντροδεξιά σκληρή και εξτρεμιστική. Ποιος τα μπιπ τα δικαιώματα και τις ευαισθησίες, νόμος και τάξη να υπάρχει. Τα άλλα είναι παρωχημένοι εθνικολαϊκισμοί.
Τα λέει, άλλωστε, και ο κύριος πρέσβης...

 Γιώργος Ανανδρανιστάκης  πηγή: Αυγή

Τετάρτη 22 Απριλίου 2015

ΤΟΥ ΘΑΝΑΣΗ ΚΑΡΤΕΡΟΥ

Το γνωρίζετε ασφαλώς ότι η κυρία Λαγκάρντ είναι μια εξαιρετική κυρία. Από κείνες που θαύμαζε η μακαρίτισσα η θεία Ευδοξία και όταν μύριζε στον αέρα το φίνο γαλλικό τους άρωμα, ανέκραζε: "Έκτακτη, έκτακτη". Περιμένοντας πάντα από αυτές το καλύτερο στην ομορφιά, την κομψότητα, στο χρήμα, στη χάρη, και φυσικά στις καλές τέχνες.
Η όλη στάση της κυρίας Λαγκάρντ απέναντί μας μέχρι σήμερα δικαιώνει τη θεία Ευδοξία. Υπερβαίνει μάλιστα τις εκτιμήσεις της. Διότι η κυρία Λαγκάρντ αποδείχτηκε έκτακτη (δις) όχι μόνο στην ομορφιά, την κομψότητα, στο χρήμα, στη χάρη και φυσικά στις καλές τέχνες. Αλλά και στην πολιτική οικονομία, ου μην και στην οικονομία της πολιτικής. Και τα τελευταία της χαρίσματα έχουν μια ιδιαίτερη σημασία για μας: σ' αυτά οφείλουμε πολλά από όσα ζούμε σήμερα.
Όταν λοιπόν η κυρία Λαγκάρντ προειδοποιεί τη "λαϊκιστική" ελληνική κυβέρνηση να επισπεύσει τη μεταρρύθμισή μας, γιατί ο μήνας του μέλιτος τελειώνει, πρέπει να τη λάβουμε σοβαρά υπόψη. Ακόμα κι αν κάπως ξεπερνάει τη γαλλική της αβρότητα, με τον μάλλον γερμανικό χαρακτηρισμό της κυβέρνησης, το πολιτικό της τακτ βγάζει -ίσως και κυριολεκτικά- μάτι όταν μιλάει για το επερχόμενο τέλος του μήνα του μέλιτος. Μεταξύ των δανειστών και της αφεντιάς μας, εννοείται.
Πρόκειται βεβαίως για την κομψή διατύπωση μιας έκτακτης (δις) κυρίας, που δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη. Πρώτο και κύριο, διότι έτσι μας ενημερώνει για κάτι που δεν είχαμε συνειδητοποιήσει. Ότι τα λαμβάνοντα χώρα τις τελευταίες εβδομάδες είναι μήνας του μέλιτος. Ζούμε δηλαδή -και δεν το καταλάβαμε- μια γαμήλια ευωχία διαρκείας με τον Ντράγκι και την κλειστή του βρύση των ευρώ. Με τον Σόιμπλε και την ανοιχτή του βρύση των νεύρων. Και με τη λοιπή ορχήστρα των δανειστών σε στεναγμούς νυμφίων.
Υπάρχει φυσικά και η γαμήλια πρόκληση του αγνώστου. Διότι η κυρία Λαγκάρντ δεν μας ενημερώνει τι μας περιμένει μετά το μέλι. Η χολή; Το όξος; Ή μήπως η ρετσίνα Κουρτάκη; Πράγμα που μας προκαλεί αισθήματα δημιουργικής ασάφειας. Και αμηχανία για το πώς μπορούμε να σχολιάσουμε. Γιατί δεν μπορούμε φυσικά να χρησιμοποιήσουμε την ελάχιστα κομψή παροιμία που η θεία Ευδοξία εκσφενδόνιζε όταν οι έκτακτες κυρίες παραγίνονταν έκτακτες: Σ' αγαπώ κυρά 'μ να κλάν'ς, αλλά μην το παρακάν'ς...
Η Κυβέρνηση –και και ειδικότερα ο ΣΥΡΙΖΑ– βρίσκονται μπροστά σε ένα πολύ συστηματικό και συγκροτημένο σχέδιο επικονωνιακής, και επομένως πολιτικής, υπονόμευσης. Το σχέδιο αυτό θα ενταθεί το επόμενο διάστημα και επομένως απαιτείται αντίστοιχα συστηματική απάντηση.
Το επικοινωνιακό επιτελείο των κομμάτων της διαπλοκής (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΠΟΤΑΜΙ) γνωρίζει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ διατηρεί αναλλοίωτο το ηθικό του πλεονέκτημα έναντι του παλιού συστήματος εξουσίας. Αυτό προκύπτει από τις ειδικές ποιοτικές έρευνες που διενεργούν τον τελευταίο μήνα διάφορα πολιτικά και οικονομικά κέντρα. Εχουν πλήρη επίγνωση επομένως ότι κάθε προσπάθεια αντιπολιτευτικής φθοράς θα πέφτει στο κενό, αν δεν πληγεί ο ΣΥΡΙΖΑ ακριβώς στο σημείο αυτό. Υπενθυμίζω ότι ένα βασικό στοιχείο του κομματικού και πολιτικού ανταγωνισμού είναι ότι την πολιτική πρωτοβουλία την έχει πάντοτε το κόμμα εκείνο που διαθέτει το ηθικό πλεονέκτημα, όσα καθαρώς πολιτικά σφάλματα κι’αν κάνει στην άσκηση της εξουσίας. Ειδικότερα δε στην Ελλάδα, όπου η πολιτική διαφθορά και διαπλοκή έλαβε την προηγούμενη εικοσαετία εκρηκτικές διαστάσεις, το ζήτημα αυτό είναι πλέον δομικό χαρακτηριστικό του κομματικού ανταγωνισμού.
Στη βάση των παραπάνω παραδοχών εφαρμόζεται μεθοδικά μια προσπάθεια αποδόμησης του ηθικού πλεονεκτήματος του ΣΥΡΙΖΑ και των στελεχών του, η οποία λαμβάνει το χαρακτήρα ενός οργανωμένου πολιτικού bullying. Η προσπάθεια αυτή είναι μελετημένη και πολύ καλά σχεδιασμένη. Χρησιμοποιεί κατασκευασμένα ή ανύπαρκτα ή και απολύτως γελοία στοιχεία, αλλά και υπαρκτά ενδεχομένως «θέματα» τριτεύουσας σημασίας. Στο πλαίσιο αυτό εμφανίστηκαν το προηγούμενο διάστημα «θέματα» όπως η «συμβία του Παρασκευόπουλου», τα «συμφωνητικά και οι συνεργάτιδες του Κατρούγκαλου», το «υπενοικιαζόμενο σπίτι» της γυναίκας του Βαρουφάκη, η νοσηλεία της Βαλαβάνη σε ιδιωτικό νοσοκομείο, το «λάστιχο στην Αιδηψό», οι «συγγενείς που διορίστηκαν», και πάει λέγοντας.
Ο μηχανισμός παραγωγής και κυκλοφορίας της «είδησης» είναι συγκεκριμένος και πολύ απλός. Υπάρχει ένα κέντρο που «συγγράφει την είδηση» και κατόπιν την προωθεί σε μια πλειάδα sites στο διαδίκτυο, τα οποία και την αναπαράγουν αυτολεξεί. Η επιλογή του διαδικτύου γίνεται για δύο λόγους: α) γιατί έχει τη δυνατότητα μεγάλης διάδοσης σε πάμπολλα παράπλευρα «ενημερωτικά κέντρα» και, β) γιατί δημιουργεί σκόρπιες εικόνες που συμβάλλουν από διαφορετικό δρόμο στη διάδοση της έρπουσας ιδέας ότι «όλοι ίδιοι είναι και λίγο-πολύ τα ίδια κάνουν». Οι εφημερίδες και τα ιδιωτικά κανάλια έρχονται κατόπιν να «σκουπίσουν» τα θραύσματα αυτού του bullying, θέτοντας στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος τη «συνολική εικόνα της κυβερνητικής πολιτικής».
Πολλοί πιστεύουν ότι επειδή οι κατασκευασμένες «ειδήσεις» είναι τόσο εξόφθαλμα ανόητες, ξεχνιούνται και ξεπερνιούνται εύκολα. Είναι εν μέρει μόνον σωστή η άποψη αυτή. Ναι μεν οι «ειδήσεις» αυτές δεν αντέχουν χρονικά πάνω από μία ημέρα ή μερικές ώρες, ωστόσο συμβάλουν σε ένα μακρόπνοο και αφανές σχέδιο φθοράς. Για τους εμπνευστές και σχεδιαστές αυτής της επικοινωνιακής πολιτικής το γεγονός ότι αναδεικνύουν είτε ανύπαρκτα είτε γελοία «θέματα» είναι τελείως δευτερεύον. Το πιθανότερο μάλιστα είναι αυτό να γίνεται απολύτως συνειδητά. Σημασία για το αντίπαλο επικοινωνιακό επιτελείο και τους συμβούλους του είναι η συνεχής καθημερινή «κατασκευή», που δημιουργεί σπιράλ διάδοσης και συζήτησης, ακόμα και σε δεύτερο επίπεδο ή σε δεύτερο χρόνο. Το σχέδιο είναι να παρεισφρύσει και να νομιμοποιηθεί από εκατοντάδες δρόμους και δρομάκια η ιδέα ότι «και ο ΣΥΡΙΖΑ ίδιος είναι», «τα ίδια κάνει», κλπ. Η επιχείρηση αυτή είναι μακράς πνοής και στόχευσης. Δεν σκοπεύει δηλαδή να πλήξει απλώς έναν υπουργό ή ένα στέλεχος, αλλά να εργαλειοποιήσει τον υπουργό αυτόν ή το στέλεχος στον πόλεμο φθοράς που κάνει.
Ο στόχος είναι σαφής. Την ώρα της κρίσιμης πολιτικής σύγκρουσης, την οποία το σύστημα την έχει προσδιορίσει περίπου στα τέλη Ιουνίου, ο ΣΥΡΙΖΑ να βρεθεί περικυκλωμένος από μία τάφρο, έτσι ώστε να πέσει μέσα χωρίς δυνατότητα ούτε καν υποχώρησης.
Είναι λοιπόν προφανές ότι η Κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να αντιδράσουν συντεταγμένα και επιστημονικά, όσο συντεταγμένα και επιστημονικά τουλάχιστον δουλεύει ο αντίπαλος. Ετσι:
  1. Πρέπει να υπάρξει μια μεθοδική επικοινωνιακή αντεπίθεση στον πόλεμο φθοράς που επιχειρείται, με αιχμή τη δημοσιοποίηση και πολιτική στοχοποίηση όλων των πολιτικών φαυλότητας που ασκήθηκαν στο προηγούμενο διάστημα. Στο σημείο αυτό η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να γίνει αμείλικτη, όσο αμείλικτο είναι και το σύστημα εξουσίας που αντιμετωπίζει.
  2. Πρέπει να επιταχυνθεί η υλοποίηση του κυβερνητικού προγράμματος με αιχμή του δόρατος το ξήλωμα της αντιδραστικής εργατικής νομοθεσίας της μνημονιακής περιόδου και την επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ, έστω και σταδιακά.
  3. Πρέπει να αποδομεί καθημερινά τις επιθέσεις που δέχεται, αφενός μεν γελοιοποιώντας τις ανακρίβειες και τις διαστρεβλώσεις που αναπαράγονται, αφετέρου δε αναδεικνύοντας στην καθημερινή ατζέντα το σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα της χώρας, με προτάσεις και πρωτοβουλίες.
  4. Πρέπει επίσης η Κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ να αρχίσει να οργανώνει από τώρα «διαρκή πορεία προς το λαό», με ανοικτές συγκεντρώσεις-συνελεύσεις σε κάθε πόλη και χωριό της χώρας, όπου θα εξηγείται λεπτομερώς η κυβερνητική πολιτική, τα βήματα, οι αδυναμίες, τα προβλήματα και οι στόχοι.
  5. Πρέπει τέλος κάθε στέλεχος και κάθε μέλος του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και συνεργαζόμενος με αυτόν, να διαφυλάξει με κάθε μέσον και κάθε τρόπο το ατομικό ηθικό του βάρος και να μην αφήσει κανέναν και τίποτα να το πλήξει.
Η μάχη για την Αριστερά μόλις ξεκίνησε.

Popular Posts

Blog Archive

Download

Translate

ένα φως που δεν σβήνει ποτέ

ένα φως που δεν σβήνει ποτέ

Αναζήτηση του ιστολογίου

Copyright © ΦΡΥΚΤΩΡΙΑ | Powered by Blogger
Design by Dizzain Inc | Blogger Theme by Lasantha - PremiumBloggerTemplates.com