Του Δημήτρη Α. Σεβαστάκη
Στη δίκη των πραξικοπηματιών, όπως εικονογραφήθηκε στο εξαιρετικό ντοκιμαντέρ που πρόβαλε η τηλεόραση της Βουλής, μου έκανε μεγάλη εντύπωση η αγόρευση του Θεοφιλογιαννάκου. Προβεβλημένος βασανιστής της χούντας, σκληρή φάτσα, σκαμμένο δέρμα, ανάλογη φήμη. Στη δίκη ρητόρευε κανονικά, επαγγελματικά, όπως ένας συνηθισμένος πολιτικός καριέρας. Πειθαρχημένη χειρονομία, σηκωμένα φρύδια, μεγάλο κυματιστό στόμα. Μιλούσε «ως αξιωματικός» που υπερασπίζονταν τους απλούς στρατιώτες -που βασάνιζαν- υπό τις διαταγές του και δικάζονταν μαζί του. Δηλαδή, αυτός που χτυπούσε ανελέητα ανίχνευε με επαγγελματική προσοχή τα σημεία πόνου του δεμένου αγωνιστή, δίδασκε ή εξανάγκαζε και τους εσατζήδες να δείρουν εξίσου καίρια, εξίσου βάναυσα, εξίσου συντριπτικά, μπορούσε στη δίκη, στον δημόσιο λόγο να υιοθετήσει, με επιδεξιότητα, ένα λαϊκιστικό, συναισθηματικά πλούσιο λόγο, με χρωματισμό φωνής και παλμό.
Εκείνο που τον τάραζε πιο πολύ ήταν η βεβαιότητα για τον επερχόμενο κομμουνισμό. Έδειχνε ταραγμένος που απεικονίζονταν σε εφημερίδες ο Βελουχιώτης, έβλεπε την αλλαγή κλίματος (π.χ. ο συνεξόριστος του πατέρα μου στη Λέρο, Θόδωρος Κατριβάνος, πολιτική αγωγή), φοβόταν ότι το τέλος του Εμφυλίου αντιστρέφεται. Χάνουν οι δικοί του. Η χούντα συμπύκνωσε ένα μετεμφυλιακό πήγμα, που πίσω απ' τη βαθιά πεποίθηση για τον καταστροφικό χαρακτήρα του κομμουνισμού, πίσω από μια εθνικιστική υστερία και ανασφάλεια, έκρυβε μια επιμελημένη υφαρπαγή της χώρας, έναν οργανωμένο σφετερισμό του δημόσιου πλούτου.
Σε μερικούς απ' τους δικαζόμενους έβλεπες μια διαπερατή σκληρότητα -όπως εκφράζονταν στα κουνήματα και τα σωματικά νάζια του Ιωαννίδη, του πιο στυγνού αρχηγού της ΕΣΑ, αρχιτέκτονα του πραξικοπήματος της Κύπρου. Σε άλλους πάλι διέκρινες την αίσθηση μιας σιγουριάς που έμοιαζε αποφασιστικότητα, όπως στον Παπαδόπουλο, που του παρείχε μια μορφή πολιτικής προσυνεννόησης με το νέο κοινοβουλευτικό σύστημα. Άλλωστε, η πλευρά της δημοκρατίας είχε τότε την ανασφάλεια.
Το πρόβλημα είναι ότι η σημερινή πολιτική σκηνή αδυνατεί να αναστοχαστεί με πρόφαση το χουντικό πραξικόπημα και την επτάχρονη δικτατορία αλλά και την εισβολή και κατοχή της Βόρειας Κύπρου. Σαν να βρίσκεται ξαναγεννημένη σε μια πραγματικότητα που δεν συμπεριέχει και τους όρους δημιουργίας της χούντας. Σαν να κάθεται σε μια ιστορική παρθενία. Μεταδικτατορικά, η πολιτική σκηνή, από τη μία πλευρά, αφομοίωσε πλευρές της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, υιοθέτησε ένα προοδευτικό Σύνταγμα και επιτέλους κωδικοποίησε μερικές πλευρές της αυτοβουλίας του υποκειμένου. Από την άλλη, αφομοίωσε και όλη την πλέμπα. Ό,τι συνέστηνε διαχρονικά τον ελληνικό πολιτικό βίο εσωτερικεύτηκε φτηνά από την ελληνική δημοκρατία. Ποιος ελέγχει τον δημόσιο βίο; Οι κατσαρίδες. Ο εσμός που τρυπώνει παντού. Ξέρει τέλεια την τέχνη. Εισχωρεί στα κόμματα λίγο πριν έρθουν στην εξουσία. Μαζικοποιεί με την εισαγωγή κολλητών τις οργανώσεις. Οι κατσαρίδες αποκτούν έλεγχο, διεκδικούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο την τακτοποίηση του εαυτού τους και των δικών τους. Ελέγχουν χαμηλές αποφάσεις, υπαγορεύουν τις θεσμίσεις, επιβάλλουν καπάτσα ό,τι τους συμφέρει προσωπικά.
Μ' αυτούς τους όρους ο Θεοφιλογιαννάκος, οι βαμμένοι αντικομμουνιστές, ο λόγος, οι ιεραρχήσεις τους, ο πονηρός και ιδιοτελής μανιχαϊσμός τους, το αξιακό σύστημα που έφεραν και οι συμβολισμοί τους έπιασαν τόπο. Το ντοκιμαντέρ της τηλεόρασης της Βουλής σαν να υπενθύμιζε το μέλλον. Την εδραία ποιότητα του μέλλοντος. Γιατί οπαδός της δικτατορίας δεν είναι απαραίτητα ο φασίστας. Αλλά κι αυτός που έρπει, που υποβλέπει, που γλείφει για να κερδίσει το μερίδιο του τίποτα που ονειρεύεται.
Στη δίκη των πραξικοπηματιών, όπως εικονογραφήθηκε στο εξαιρετικό ντοκιμαντέρ που πρόβαλε η τηλεόραση της Βουλής, μου έκανε μεγάλη εντύπωση η αγόρευση του Θεοφιλογιαννάκου. Προβεβλημένος βασανιστής της χούντας, σκληρή φάτσα, σκαμμένο δέρμα, ανάλογη φήμη. Στη δίκη ρητόρευε κανονικά, επαγγελματικά, όπως ένας συνηθισμένος πολιτικός καριέρας. Πειθαρχημένη χειρονομία, σηκωμένα φρύδια, μεγάλο κυματιστό στόμα. Μιλούσε «ως αξιωματικός» που υπερασπίζονταν τους απλούς στρατιώτες -που βασάνιζαν- υπό τις διαταγές του και δικάζονταν μαζί του. Δηλαδή, αυτός που χτυπούσε ανελέητα ανίχνευε με επαγγελματική προσοχή τα σημεία πόνου του δεμένου αγωνιστή, δίδασκε ή εξανάγκαζε και τους εσατζήδες να δείρουν εξίσου καίρια, εξίσου βάναυσα, εξίσου συντριπτικά, μπορούσε στη δίκη, στον δημόσιο λόγο να υιοθετήσει, με επιδεξιότητα, ένα λαϊκιστικό, συναισθηματικά πλούσιο λόγο, με χρωματισμό φωνής και παλμό.
Εκείνο που τον τάραζε πιο πολύ ήταν η βεβαιότητα για τον επερχόμενο κομμουνισμό. Έδειχνε ταραγμένος που απεικονίζονταν σε εφημερίδες ο Βελουχιώτης, έβλεπε την αλλαγή κλίματος (π.χ. ο συνεξόριστος του πατέρα μου στη Λέρο, Θόδωρος Κατριβάνος, πολιτική αγωγή), φοβόταν ότι το τέλος του Εμφυλίου αντιστρέφεται. Χάνουν οι δικοί του. Η χούντα συμπύκνωσε ένα μετεμφυλιακό πήγμα, που πίσω απ' τη βαθιά πεποίθηση για τον καταστροφικό χαρακτήρα του κομμουνισμού, πίσω από μια εθνικιστική υστερία και ανασφάλεια, έκρυβε μια επιμελημένη υφαρπαγή της χώρας, έναν οργανωμένο σφετερισμό του δημόσιου πλούτου.
Σε μερικούς απ' τους δικαζόμενους έβλεπες μια διαπερατή σκληρότητα -όπως εκφράζονταν στα κουνήματα και τα σωματικά νάζια του Ιωαννίδη, του πιο στυγνού αρχηγού της ΕΣΑ, αρχιτέκτονα του πραξικοπήματος της Κύπρου. Σε άλλους πάλι διέκρινες την αίσθηση μιας σιγουριάς που έμοιαζε αποφασιστικότητα, όπως στον Παπαδόπουλο, που του παρείχε μια μορφή πολιτικής προσυνεννόησης με το νέο κοινοβουλευτικό σύστημα. Άλλωστε, η πλευρά της δημοκρατίας είχε τότε την ανασφάλεια.
Το πρόβλημα είναι ότι η σημερινή πολιτική σκηνή αδυνατεί να αναστοχαστεί με πρόφαση το χουντικό πραξικόπημα και την επτάχρονη δικτατορία αλλά και την εισβολή και κατοχή της Βόρειας Κύπρου. Σαν να βρίσκεται ξαναγεννημένη σε μια πραγματικότητα που δεν συμπεριέχει και τους όρους δημιουργίας της χούντας. Σαν να κάθεται σε μια ιστορική παρθενία. Μεταδικτατορικά, η πολιτική σκηνή, από τη μία πλευρά, αφομοίωσε πλευρές της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, υιοθέτησε ένα προοδευτικό Σύνταγμα και επιτέλους κωδικοποίησε μερικές πλευρές της αυτοβουλίας του υποκειμένου. Από την άλλη, αφομοίωσε και όλη την πλέμπα. Ό,τι συνέστηνε διαχρονικά τον ελληνικό πολιτικό βίο εσωτερικεύτηκε φτηνά από την ελληνική δημοκρατία. Ποιος ελέγχει τον δημόσιο βίο; Οι κατσαρίδες. Ο εσμός που τρυπώνει παντού. Ξέρει τέλεια την τέχνη. Εισχωρεί στα κόμματα λίγο πριν έρθουν στην εξουσία. Μαζικοποιεί με την εισαγωγή κολλητών τις οργανώσεις. Οι κατσαρίδες αποκτούν έλεγχο, διεκδικούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο την τακτοποίηση του εαυτού τους και των δικών τους. Ελέγχουν χαμηλές αποφάσεις, υπαγορεύουν τις θεσμίσεις, επιβάλλουν καπάτσα ό,τι τους συμφέρει προσωπικά.
Μ' αυτούς τους όρους ο Θεοφιλογιαννάκος, οι βαμμένοι αντικομμουνιστές, ο λόγος, οι ιεραρχήσεις τους, ο πονηρός και ιδιοτελής μανιχαϊσμός τους, το αξιακό σύστημα που έφεραν και οι συμβολισμοί τους έπιασαν τόπο. Το ντοκιμαντέρ της τηλεόρασης της Βουλής σαν να υπενθύμιζε το μέλλον. Την εδραία ποιότητα του μέλλοντος. Γιατί οπαδός της δικτατορίας δεν είναι απαραίτητα ο φασίστας. Αλλά κι αυτός που έρπει, που υποβλέπει, που γλείφει για να κερδίσει το μερίδιο του τίποτα που ονειρεύεται.