του 'Αρη Καλαντίδη και της Μαρίας Παπαδημητρίου*
Μέσα στον Ιανουάριο, βρεθήκαμε, ανεξάρτητα η μία από τον άλλον, να συμμετέχουμε σε δημόσιες εκδηλώσεις στο πλαίσιο του Reactivate Athens (το οποίο αυτοπαρουσιάζεται ως «ένα πρόγραμμα έρευνας και αρχιτεκτονικού σχεδιασμού», μια «διεπιστημονική ομάδα», ένα εργαστήρι «που θα αναλύσει κριτικά τη λειτουργία του κέντρου της Αθήνας», στοχεύοντας σε «ένα νέο στρατηγικό όραμα για την πόλη», βλ. www.reactivate-athens.com). Ήταν μια καλή ευκαιρία να συζητήσουμε πάλι για τον αστικό σχεδιασμό, για συμμετοχικές διαδικασίες και τον ρόλο των καλλιτεχνών σ' αυτές. Στο άρθρο αυτό, συνοψίζουμε κάποιες σκέψεις μας, που είτε εκφράσαμε επιτόπου είτε συζητήσαμε εκ των υστέρων σχετικά με τα ζητήματα που αναπτύχθηκαν στις εκδηλώσεις.



Τα τελευταία χρόνια επικρατεί μια σύγχυση, που μπερδεύει τον σχεδιασμό με επιμέρους δράσεις μέσα στην πόλη, μια σύγχυση που σχετίζεται άμεσα με την υποχώρηση του κράτους-πρόνοιας. Ο σχεδιασμός που αναζητά ισορροπίες, που στρέφεται προς το μέλλον --ομολογουμένως μέσα σε πληθώρα δυσκολιών--, που γίνεται πεδίο διεκδίκησης και αντιπαράθεσης, ολοένα παραμερίζεται. Μέσα σε έναν πλαστό δυισμό –εκ των άνω/εκ των κάτω-- καθετί «κρατικό» απορρίπτεται εξ ορισμού. Ομάδες πολιτών, καλλιτέχνες και ιδρύματα καλούνται να καλύψουν το θεσμικό κενό με μεμονωμένες δράσεις. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπάρχει χώρος για τέτοιες παρεμβάσεις μέσα στην πόλη· κάθε άλλο. Όμως, όπως ούτε ο καλλιτέχνης είναι απαραίτητα ακτιβιστής ούτε ο ακτιβιστής μπορεί να αντικαταστήσει την πολιτεία, έτσι και η μεμονωμένη δράση δεν μπορεί να αντικαταστήσει τους θεσμούς του σχεδιασμού.
Κάθε είδους παρέμβαση στον χώρο, είτε με σχεδιασμό είτε με μεμονωμένες δράσεις, αποτελεί παρέμβαση στη ζωή των ανθρώπων, είναι δηλαδή εξ ορισμού κοινωνική. Έτσι αρκούσε, π.χ., η ανακοίνωση της πρόθεσης ανάπλασης στη γειτονιά του Ψυρρή --πάνε πλέον τριάντα σχεδόν χρόνια-- για να ανατραπεί η λειτουργία της περιοχής μέσα σε ελάχιστο χρόνο. Απομακρύνθηκε σταδιακά μια ολόκληρη παραγωγική δραστηριότητα, η πιάτσα των δερμάτων και παπουτσιών, αναστατώνοντας τη ζωή εκατοντάδων ανθρώπων. Πρόκειται για ένα τυπικό παράδειγμα εκδίωξης των χαμηλότερων στρωμάτων από μια περιοχή μέσω των εξαγγελιών ή διαδικασιών ανάπλασης, δηλαδή αναβάθμισης του υλικοτεχνικού υποστρώματος (κτιρίων, υποδομής κλπ) που εικονογραφεί αυτό που διεθνώς είναι γνωστό ως gentrification και στα ελληνικά ως «εξευγενισμός». Συχνά, στο όνομα αυτού του «εξευγενισμού», έχουν συμβεί οι πιο δραματικές κοινωνικές καταστροφές. Με δεδομένη λοιπόν την κοινωνική διάσταση του αστικού σχεδιασμού, οφείλουμε να θέσουμε μια σειρά από ερωτήματα για να κατανοήσουμε τι ακριβώς κάνουμε.
Για ποιον σχεδιάζουμε; Η εύκολη απάντηση, όπως ακούστηκε και στις δημόσιες συζητήσεις, είναι «για τον άνθρωπο», θέση με την οποία δεν έχουμε καμιά αντίρρηση. Αντίθετα, θεωρούμε πως πρέπει να αποτελεί τον αυτονόητο στόχο του σχεδιασμού. Πράγματι, συχνά το ανακαινισμένο κτίριο γίνεται αυτοσκοπός, η αισθητική ανεξαρτητοποιείται από τον άνθρωπο. Όμως το να πιστεύουμε πως η κοινωνία αποτελείται από ένα σύνολο αφηρημένων, ασώματων και πανομοιότυπων ανθρώπων προϋποθέτει μια αφέλεια που γίνεται επικίνδυνη. Πέρα από τις πολύ διαφορετικές ανάγκες διαφορετικών ατόμων, πέρα από τα συχνά συγκρουόμενα συμφέροντα των διαφόρων κοινωνικών ομάδων, κάθε σχεδιασμός, όπως δείχνει παραπάνω το παράδειγμα του Ψυρρή, παράγει κερδισμένους και χαμένους. Η συζήτηση για το «γενικό καλό» εμπεριέχει μια υπεραπλούστευση της πραγματικότητας, που ισοπεδώνει διαφορές και συγκρούσεις. Συχνά τα μεγάλα έργα βιτρίνας το επικαλούνται για να επιβληθούν ως «κοινή λογική». Όμως ακόμη και η θέσπιση προτεραιοτήτων στην πόλη δημιουργεί χαμένους, λ.χ. η επικέντρωση στην οδό Πανεπιστημίου υποβαθμίζει την οδό Φυλής.
Πώς σχεδιάζουμε; Πώς συγκροτούμε τη γνώση μας για τον τόπο στον οποίο παρεμβαίνουμε; Ο πολεοδόμος, η αρχιτεκτόνισσα, ο συγκοινωνιολόγος, όλοι μας διαθέτουμε μια σειρά περιορισμένα μεθοδολογικά εργαλεία για να μελετήσουμε την πόλη. Προστρέχουμε λοιπόν στους γεωγράφους, τους κοινωνιολόγους, τους κοινωνικούς ανθρωπολόγους, τους οικονομολόγους και πολλούς άλλους που διερευνούν σε μεγάλο βάθος επιμέρους θέματα, σε συνεχή και εκ του σύνεγγυς τριβή με τους ανθρώπους (κοινωνικές ομάδες, συλλογικότητες, ομάδες συμφερόντων, επιμέρους φορείς κ.ά.). Συχνά, μέσα στη βιασύνη του σχεδιασμού, από πολιτική σκοπιμότητα αλλά κι από την έπαρση όσων θεωρούν τους εαυτούς; τους παντογνώστες, η γνώση αυτή αγνοείται -- με καταστροφικές επιπτώσεις. Δεν πειραματιζόμαστε με κοινωνικά ζητήματα, αλλά προσπαθούμε να συγκεντρώσουμε όλη τη γνώση και την ευαισθησία που διαθέτουμε, γνωρίζοντας βέβαια εκ των προτέρων πως δεν είμαστε παντοδύναμοι και πως πάντοτε ελλοχεύει ο κίνδυνος του λάθους. Η κοινωνική ευθύνη όμως είναι τεράστια και δεν είναι δυνατόν να παίζουμε, θεωρώντας την αποτυχία απλώς ένα δημιουργικό βήμα μπροστά. Τις επιπτώσεις του δικού μας ερασιτεχνισμού κινδυνεύουν να τις πληρώσουν άλλοι.
Ποιος σχεδιάζει; Η πολιτεία σε διάφορες κλίμακες, όσο κι αν συρρικνώνεται ο ρόλος της τα τελευταία χρόνια, παραμένει ο προνομιακός εγγυητής του σχεδιασμού, γεγονός που κατοχυρώνεται και από το Σύνταγμα (άρθρο 24). Σταδιακά, υποκείμενα του σχεδιασμού γίνονται όλο και περισσότερο (στον βαθμό που αποκτούν αρμοδιότητες και πόρους) οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης, που εκλέγονται από τους πολίτες, και επομένως τους εκπροσωπούν. Ωστόσο, εισχωρούν με τεράστια δύναμη άλλοι παίκτες, όπως οι κατασκευαστικές επιχειρήσεις και τα ιδιωτικά ιδρύματα, ενώ υπάρχουν πάντοτε τα ερευνητικά κέντρα και οι πολίτες -- όλα αυτά υποκείμενα με δυνατότητα διαμόρφωσης του χώρου που εμπλέκονται με πολύ άνισους τρόπους. Είναι ανάγκη λοιπόν να διερευνήσουμε τις μεταξύ τους σχέσεις, τις εντάσεις, τις συγκρούσεις αλλά και την κάθε σύμπλευση που προκύπτει. Οι πολίτες, βέβαια, εμπλέκονται με πολλαπλούς ρόλους στον σχεδιασμό: είναι ταυτόχρονα υποκείμενα, αντικείμενα και αποδέκτες, και γι' αυτό οι συμμετοχικές διαδικασίες θέλουν πολύ μεγάλη προσοχή.
***
Τα παραπάνω είναι ερωτηματικά, που τίθενται με ιδιαίτερα πιεστικό τρόπο σε μια ιστορική συγκυρία που οι θεσμοί αποδυναμώνονται συνεχώς. Έτσι, σε άλλες εποχές; μπορεί η παρουσία του Reactivate Athens στον δημόσιο λόγο για την πόλη να ήταν πιο αθώα, στη φάση όμως που βρισκόμαστε η ευθύνη του είναι τεράστια. Στήθηκε και χρηματοδοτήθηκε ένα έργο που συλλέγει («έτσι, χωρίς πρόγραμμα») ιδέες από τους πολίτες, στο περιθώριο της πολιτείας, της αυτοδιοίκησης και της κοινωνίας, δημιουργώντας μια πλατφόρμα υποτιθέμενης συμμετοχής και καταφεύγοντας, για το αναγκαίο κοσμοπολίτικο πρεστίζ, στην καθοδήγηση της διαδικασίας από έναν καθηγητή του πολυτεχνείου της Ζυρίχης. Bon. Bon pour l'Orient. Το ότι το όλο εγχείρημα καταλήγει να γίνει και μέρος της προεκλογικής εκστρατείας του δημάρχου Αθηναίων, ερήμην του μάλιστα (ο καθηγητής Α. Μπρίλεμπουργκ μας παρότρυνε ευθέως στη διάλεξή του να ψηφίσουμε τον κ. Καμίνη), είναι ένα επιπλέον πρόβλημα, αλλά ίσως όχι το πιο σημαντικό. Πιο κρίσιμα θέματα είναι η εγγύηση δι' αυτών των διαδικασιών μιας κατ' επίφαση συμμετοχής και η προχειρότητα με την οποία εκφράζονται ιδέες για την Αθήνα, π.χ. να καθιερώσουμε μια μέρα μαρμελάδας νεράτζι (για του λόγου το αληθές, ειπώθηκε με χιούμορ, αλλά είναι ενδεικτικό του πνεύματος της όλης παρουσίασης), καθώς και η συστηματική αδιαφορία για τη γνώση ή τις προτάσεις που έχουν παραχθεί και παράγονται συνεχώς από σοβαρούς μελετητές επί τόπου.
Οι ιδέες ή ο σχεδιασμός για την Αθήνα δεν λείπουν. Ούτε το ενδιαφέρον για το μέλλον της. Αυτό που λείπει και (με την κατάργηση των μόνων εντεταλμένων έως σήμερα φορέων για την υλοποίησή τους όπως του Οργανισμού Αθήνας ή της Εταιρείας Ενοποίησης Αρχαιολογικών Χωρών) θα λείψει ακόμη περισσότερο, είναι οι κατάλληλοι θεσμοί για να τις υλοποιήσουν· και, ακόμα περισσότερο, η πολιτική βούληση για την εφαρμογή τους.

*O Άρης Καλαντίδης είναι πολεοδόμος και ζει στο Βερολίνο.
Μαρία Παπαδημητρίου είναι καλλιτέχνης και καθηγήτρια στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.