Αξιωματούχοι ισχυρίζονται ότι η τρέχουσα κρατική πολιτική είναι αναγκαία για την ευημερία του κοινού
του Noam Chomsky (In These Times 3 Μαρτίου 2014)
Μετάφραση: Ελισάβετ Πετρίδου
Μια κυρίαρχη θεωρία των διεθνών σχέσεων είναι ότι η ύψιστη προτεραιότητα του κράτους είναι να διασφαλίζει την ασφάλεια. Όπως διατύπωσε την τυπική άποψη ο στρατηγικός αναλυτής του Ψυχρού Πολέμου, Τζορτζ Κέναν, η κυβέρνηση δημιουργείται για «να εξασφαλίζει την τάξη και την δικαισύνη στο εσωτερικό και να προβλέπει για την κοινή άμυνα».
Η πρόταση μοιάζει εύλογη, σχεδόν αυταπόδεικτη, μέχρι να κοιτάξουμε πιο προσεκτικά και να ρωτήσουμε: Ασφάλεια για ποιόν; Για τον γενικό πληθυσμό; Για το ίδιο το κράτος; Για τις κυρίαρχες εσωτερικές περιφέρειες;
Ανάλογα με το τι εννοούμε, η αξιοπιστία της πρότασης κυμαίνεται από αμελητέα ως πολύ υψηλή. Η ασφάλεια για την κρατική εξουσία είναι ακραία υψηλή, όπως παρουσιάζεται από τις προσπάθειες που ασκούν τα κράτη για να προστατεύσουν τους εαυτούς τους από τον έλεγχο των ίδιων των πληθυσμών τους.
Σε μια συνέντευξη στην γερμανική τηλεόραση, ο Έντουαρντ Σνόουντεν είπε ότι το «οριακό σημείο» του ήταν «να βλέπει τον διευθυντή της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών Τζέιμς Κλάπερ, να ψεύδεται ευθέως ενώ είχε ορκιστεί στο Κογκρέσο», αρνούμενος την ύπαρξη προγράμματος εσωτερικής κατασκοπείας που διεξήγαγε η Υπηρεσία Εθνικής Ασφάλειας (NSA).
Ο Σνόουντεν αποφάνθηκε ότι: «Το κοινό είχε το δικαίωμα να γνωρίζει σχετικά με αυτά τα προγράμματα. Το κοινό είχε το δικαίωμα να γνωρίζει αυτό το οποίο η κυβέρνηση κάνει στο όνομά του και αυτό το οποίο η κυβέρνηση κάνει εναντίον του κοινού».
Το ίδιο θα μπορούσαν να δηλώσουν κατά κάποιο τρόπο και ο Ντάνιελ Έλσμπεργκ, η Τσέλσι Μάνινγκ και άλλες θαρραλέες φυσιογνωμίες που έδρασαν βάσει της ίδιας δημοκρατικής αρχής.
Η στάση της κυβέρνησης είναι εντελώς διαφορετική. Το κοινό δεν έχει το δικαίωμα να γνωρίζει, επειδή με αυτόν τον τρόπο η ασφάλεια υπονομεύεται -σε σοβαρό βαθμό, όπως ισχυρίζονται οι αξιωματούχοι.
Υπάρχουν αρκετοί σοβαροί λόγοι για να είμαστε επιφυλακτικοί σε αυτήν την απάντηση. Ο πρώτος είναι, πως είναι σχεδόν προβλέψιμη· όταν η δράση της κυβέρνησης εκτείθεται, η κυβέρνηση αντανακλαστικά επικαλείται την ασφάλεια. Ως εκ τούτου, η προβλέψιμη απάντηση παρέχει ελάχιστες πληροφορίες.
Ένας δεύτερος λόγος για να είμαστε επιφυλακτικοί, είναι η φύση των αποδεικτικών στοιχείων που παρουσιάζονται. Ο μελετητής διεθνών σχέσεων Τζον Μεαρσέιμερ γράφει ότι: «Η διακυβέρνηση Ομπάμα, όπως ήταν αναμενόμενο, αρχικά ισχυρίστηκε πως η κατασκοπεία της NSA, διαδραμάτησε καθοριστικό ρόλο στην ματαίωση 54 τρομοκρατικών συνομωσιών εναντίον των ΗΠΑ, υπονοώντας ότι παραβίασε την 4η Τροποποίηση (του Συντάγματος) δικαιολογημένα.
«Ωστόσο αυτό ήταν ψέμα. Ο διευθυντής της NSA, στρατηγός Κηθ Αλεξάντερ, παραδέχθηκε τελικά στο Κονγκρέσο ότι μπορούσε να ισχυριστεί μόνο μια επιτυχία και αυτή περιελάμβανε την σύλληψη ενός σομαλού μετανάστη και τριών ομάδων που ζούσαν στο Σαν Ντιέγκο, οι οποίοι είχαν στείλει 8.500 δολάρια σε μια τρομοκρατική ομάδα στην Σομαλία».
Σε παρόμοιο συμπέρασμα κατέληξε το Συμβούλιο Εποπτείας Απορρήτου και Πολιτικών Ελευθεριών, που συστάθηκε από την κυβέρνηση για να ερευνήσει τα προγράμματα της NSA και ως εκ τούτου της χορηγήθηκε ευρεία πρόσβαση σε διαβαθμισμένο υλικό και σε αξιωματούχους της ασφάλειας. Υπάρχει βεβαίως, κάποιο νόημα στο ποιά ασφάλεια απειλείται από την δημόσια γνώση -συγκεκριμένα, η ασφάλεια του κράτους από την έκθεση.
Η βασική αντίληψη εκφράστηκε επίσης από το πολιτικό επιστήμονα του Χάρβαρντ, Σάμιουελ Χάντινγκτον: «Οι αρχιτέκτονες της δύναμης στις ΗΠΑ, πρέπει να δημιουργήσουν μια δύναμη που να μπορεί να γίνει αισθητή αλλά να μην είναι ορατή. Η δύναμη παραμένει δυνατή όταν παραμένει στο σκοτάδι· εκτεθειμένη στο φως, αρχίζει να εξατμίζεται».
Στις ΗΠΑ όπως και αλλού, οι αρχιτέκτονες της δύναμης το καταλαβαίνουν πολύ καλά. Εκείνοι που έχουν εργαστεί με τον τεράστιο όγκο αποχαρακτηρισμένων εγγράφων, στην επίσημη ιστορία του Στέιτ Ντιπάρτμεντ «Εξωτερικές Σχέσεις των ΗΠΑ» για παράδειγμα, δύσκολα δεν θα παρατηρήσουν πόσο συχνά η ασφάλεια της κρατικής εξουσίας από το εγχώριο κοινό είναι το πρωταρχικό μέλημα, -όχι η εθνική ασφάλεια με οποιαδήποτε ουσιαστική έννοια.
Συχνά, η απόπειρα να διατηρηθεί η μυστικότητα, υποκινείται από την ανάγκη να διασφαλιστεί η ασφάλεια των ισχυρών εσωτερικών κλάδων. Έχα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι κακώς χαρακτηρισμένες «συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου» -κακώς χαρακτηρισμένες επειδή παραβιάζουν ριζικά τις αρχές του ελεύθερου εμπορίου και ουσιαστικά δεν αφορούν καθόλου το εμπόριο αλλά μάλλον τα δικαιώματα των επενδυτών.
Αυτές οι πράξεις κανονικά τίθενται σε διαπραγμάτευση μυστικά, όπως η τρέχουσα Εταιρική Σχέση Δι-Ειρηνικού (Trans-Pacific Partnership) -όχι εντελώς μυστικά βεβαίως. Δεν είναι μυστικές από τους εκατοντάδες εταιρικούς εκπροσώπους συμφερόντων (lobbyists) και τους δικηγόρους που συντάσσουν τις λεπτομερείς διατάξεις, με αντίκτυπο που αποκαλύφθηκε από τα λίγα αποσπάσματα που δημοσιοποιήθηκαν μέσω των WikiLeaks.
Όπως λογικά συμπεραίνει ο οικονομολόγος Τζόζεφ Στίγκλιτζ, με το γραφείο του Εκπροσώπου Εμπορίου των ΗΠΑ «να εκπροσωπεί εταιρικά συμφέροντα» και όχι αυτά των πολιτών, «Η πιθανότητα, αυτό που θα προκύψει από τις προσεχείς συνομιλίες, να εξυπηρετεί τα συμφέροντα των απλών αμερικανών, είναι μικρή· οι προοπτικές για τους απλούς πολίτες στις άλλες χώρες είναι ακόμα πιο περιορισμένες».
Η ασφάλεια του επιχειρηματικού τομέα είναι συχνή ανησυχία των κυβερνητικών πολιτικών -κάτι που εκπλήσσει ελάχιστα, δεδομένου του ρόλου τους να διαμορφώνουν κατά πρώτο λόγο τις πολιτικές.
Αντιθέτως, υπάρχουν ουσιώδη αποδεικτικά στοιχεία ότι η ασφάλεια του εγχώριου πληθυσμού -«εθνική ασφάλεια» όπως υποτίθεται ότι πρέπει να νοείται ο όρος- δεν είναι υψηλής προτεραιότητας για την κρατική πολιτική.
Για παράδειγμα, το πρόγραμμα δολοφονιών που βασίζεται σε μη επανδρωμένα βομβαρδιστικά (drones), μακράν η μεγαλύτερη τρομοκρατική εκστρατεία στον κόσμο, είναι επίσης εκστρατεία εκφοβισμού.
Ο στρατηγός Στάνλεϊ ΜακΚρίσταλ, διοικητής των δυνάμεων των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στο Αφγανιστάν μέχρι την αποστράτευσή του, μίλησε για «αντάρτικα μαθηματικά»: Για κάθε αθώο άτομο που σκοτώνεις, δημιουργείς δέκα νέους εχθρούς.
Αυτή η έννοια του «αθώου ατόμου» μας λέει κατά πόσο έχουμε προοδεύσει τα τελευταία 800 χρόνια, από την Μάγκνα Κάρτα, η οποία θέσπισε την αρχή του τεκμηρίου της αθωότητας που κάποτε θεωρείτο το θεμέλιο του Αγγλο-Αμερικανικού νόμου.
Σήμερα, η λέξη «ένοχος» σημαίνει «στοχοποιημένος για δολοφονία από τον Ομπάμα» και «αθώος» σημαίνει «δεν έχει υπαχθεί ακόμα σε αυτό το καθεστώς».
Το Ίδρυμα Μπρούκινγκς δημοσίευσε πρόσφατα «Το αγκάθι και το μη επανδρωμένο βομβαρδιστικό», του Ακμπάρ Αχμέντ, μια ανθρωπολογική μελέτη των φυλετικών κοινωνιών που εγκωμιάστηκε ιδιαίτερα, με τον υπότιτλο «Πώς ο πόλεμος της Αμερικής εναντίον της τρομοκρατίας, έγινε παγκόσμιος πόλεμος εναντίον των φυλών του Ισλάμ».
Αυτός ο παγκόσμιος πόλεμος ασκεί πιέσεις στις καταπιεστικές κεντρικές κυβερνήσεις να αναλαμβάνουν επιθέσεις εναντίον των φυλετικών εχθρών της Ουάσινγκτον. Ο πόλεμος, προειδοποιεί ο Αχμέντ, μπορεί να οδηγήσει ορισμένες φυλές «σε εξάλειψη» -με σοβαρές συνέπειες στις ίδιες τις κοινωνίες, όπως βλέπουμε τώρα σε Αφγανιστάν, Πακιστάν, Σομαλία και Υεμένη. Και τελικά στους αμερικανούς.
Οι φυλετικοί πολιτισμοί, επισημαίνει ο Αχμέντ, βασίζονται στην τιμή και την εκδίκηση: «Οποιαδήποτε πράξη βίας σε αυτές τις φυλετικές κοινωνίες, προκαλεί μια αντεπίθεση. Όσο σκληρότερες οι επιθέσεις στους φυλάρχους, τόσο πιο μοχθηρές και αιματηρές οι αντεπιθέσεις».
Η τρομοκρατική στόχευση μπορεί να χτυπήσει κατ’ οίκον. Στην βρετανική επιθεώρηση International Affairs, ο Ντέιβιντ Χέιστινγκς Νταν, υπογραμμίζει πώς τα όλο και πιο εξελιγμένα βομβαρδιστικά είναι το τέλειο όπλο για τις ομάδες τρομοκρατών. Τα drones είναι φθηνά, εύκολα να αποκτηθούν και «διαθέτουν πολλές ιδιότητες οι οποίες, όταν συνδυαστούν, τα καθιστούν δυνητικά τα ιδανικά μέσα τρομοκρατικών επιθέσεων στον 21ο αιώνα», εξηγεί ο Νταν.
Ο γερουσιαστής Αντλάι Στήβενσον ΙΙΙ, αναφερόμενος στα πολλά χρόνια θητείας του στην Επιτροπή Πληροφοριών της Γερουσίας των ΗΠΑ, γράφει ότι «Η κυβερνο-παρακολούθηση και η συλλογή μεταδεδομένων, είναι μέρος της συνεχιζόμενης αντίδρασης στην 11η Σεπτεμβρίου, με ελάχιστους -αν υπάρχουν- τρομοκράτες να παρουσιάσουμε και σχεδόν παγκόσμια καταδίκη. Οι ΗΠΑ θεωρούνται ευρέως ως να διεξάγουν πόλεμο εναντίον του Ισλάμ, εναντίον των σιιτών όσο και των σουνιτών, στο έδαφος με drones και δι’ αντιπροσώπου στην Παλαιστίνη, από τον Περσικό Κόλπο ως την Κεντρική Ασία. Η Γερμανία και η Βραζιλία αγανακτούν με τις εισβολές μας και τί απεργάστηκαν;»
Η απάντηση είναι ότι απεργάστηκαν μια αυξανόμενη τρομοκρατική απειλή όπως και διεθνή απομόνωση.
Οι εκστρατείες δολοφονιών με μη επανδρωμένα βομβαρδιστικά είναι ένας μηχανισμός με τον οποίο η κρατική πολιτική εν γνώσει της θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια. Το ίδιο ισχύει και για τις δολοφονικές επιχειρήσεις των ειδικών δυνάμεων και για την εισβολή στο Ιράκ, η οποία αύξησε κατακόρυφα τον τρόμο στην Δύση, επιβεβαιώνοντας τις προβλέψεις βρετανικών και αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών.
Αυτές οι πράξεις επιθετικότητας ήταν, και πάλι, ένα θέμα ελάχιστης σημασίας για τους σχεδιαστές, οι οποίοι καθοδηγούνται από εντελώς διαφορετικές αντιλήψεις της ασφάλειας. Ακόμα και η άμεση καταστροφή από πυρηνικά όπλα, ουδέποτε κατείχε υψηλή θέση για τις κρατικές αρχές -ένα θέμα συζήτησης στην επόμενη στήλη.
του Noam Chomsky (In These Times 3 Μαρτίου 2014)
Μετάφραση: Ελισάβετ Πετρίδου
Μια κυρίαρχη θεωρία των διεθνών σχέσεων είναι ότι η ύψιστη προτεραιότητα του κράτους είναι να διασφαλίζει την ασφάλεια. Όπως διατύπωσε την τυπική άποψη ο στρατηγικός αναλυτής του Ψυχρού Πολέμου, Τζορτζ Κέναν, η κυβέρνηση δημιουργείται για «να εξασφαλίζει την τάξη και την δικαισύνη στο εσωτερικό και να προβλέπει για την κοινή άμυνα».
Η πρόταση μοιάζει εύλογη, σχεδόν αυταπόδεικτη, μέχρι να κοιτάξουμε πιο προσεκτικά και να ρωτήσουμε: Ασφάλεια για ποιόν; Για τον γενικό πληθυσμό; Για το ίδιο το κράτος; Για τις κυρίαρχες εσωτερικές περιφέρειες;
Ανάλογα με το τι εννοούμε, η αξιοπιστία της πρότασης κυμαίνεται από αμελητέα ως πολύ υψηλή. Η ασφάλεια για την κρατική εξουσία είναι ακραία υψηλή, όπως παρουσιάζεται από τις προσπάθειες που ασκούν τα κράτη για να προστατεύσουν τους εαυτούς τους από τον έλεγχο των ίδιων των πληθυσμών τους.
Σε μια συνέντευξη στην γερμανική τηλεόραση, ο Έντουαρντ Σνόουντεν είπε ότι το «οριακό σημείο» του ήταν «να βλέπει τον διευθυντή της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών Τζέιμς Κλάπερ, να ψεύδεται ευθέως ενώ είχε ορκιστεί στο Κογκρέσο», αρνούμενος την ύπαρξη προγράμματος εσωτερικής κατασκοπείας που διεξήγαγε η Υπηρεσία Εθνικής Ασφάλειας (NSA).
Ο Σνόουντεν αποφάνθηκε ότι: «Το κοινό είχε το δικαίωμα να γνωρίζει σχετικά με αυτά τα προγράμματα. Το κοινό είχε το δικαίωμα να γνωρίζει αυτό το οποίο η κυβέρνηση κάνει στο όνομά του και αυτό το οποίο η κυβέρνηση κάνει εναντίον του κοινού».
Το ίδιο θα μπορούσαν να δηλώσουν κατά κάποιο τρόπο και ο Ντάνιελ Έλσμπεργκ, η Τσέλσι Μάνινγκ και άλλες θαρραλέες φυσιογνωμίες που έδρασαν βάσει της ίδιας δημοκρατικής αρχής.
Η στάση της κυβέρνησης είναι εντελώς διαφορετική. Το κοινό δεν έχει το δικαίωμα να γνωρίζει, επειδή με αυτόν τον τρόπο η ασφάλεια υπονομεύεται -σε σοβαρό βαθμό, όπως ισχυρίζονται οι αξιωματούχοι.
Υπάρχουν αρκετοί σοβαροί λόγοι για να είμαστε επιφυλακτικοί σε αυτήν την απάντηση. Ο πρώτος είναι, πως είναι σχεδόν προβλέψιμη· όταν η δράση της κυβέρνησης εκτείθεται, η κυβέρνηση αντανακλαστικά επικαλείται την ασφάλεια. Ως εκ τούτου, η προβλέψιμη απάντηση παρέχει ελάχιστες πληροφορίες.
Ένας δεύτερος λόγος για να είμαστε επιφυλακτικοί, είναι η φύση των αποδεικτικών στοιχείων που παρουσιάζονται. Ο μελετητής διεθνών σχέσεων Τζον Μεαρσέιμερ γράφει ότι: «Η διακυβέρνηση Ομπάμα, όπως ήταν αναμενόμενο, αρχικά ισχυρίστηκε πως η κατασκοπεία της NSA, διαδραμάτησε καθοριστικό ρόλο στην ματαίωση 54 τρομοκρατικών συνομωσιών εναντίον των ΗΠΑ, υπονοώντας ότι παραβίασε την 4η Τροποποίηση (του Συντάγματος) δικαιολογημένα.
«Ωστόσο αυτό ήταν ψέμα. Ο διευθυντής της NSA, στρατηγός Κηθ Αλεξάντερ, παραδέχθηκε τελικά στο Κονγκρέσο ότι μπορούσε να ισχυριστεί μόνο μια επιτυχία και αυτή περιελάμβανε την σύλληψη ενός σομαλού μετανάστη και τριών ομάδων που ζούσαν στο Σαν Ντιέγκο, οι οποίοι είχαν στείλει 8.500 δολάρια σε μια τρομοκρατική ομάδα στην Σομαλία».
Σε παρόμοιο συμπέρασμα κατέληξε το Συμβούλιο Εποπτείας Απορρήτου και Πολιτικών Ελευθεριών, που συστάθηκε από την κυβέρνηση για να ερευνήσει τα προγράμματα της NSA και ως εκ τούτου της χορηγήθηκε ευρεία πρόσβαση σε διαβαθμισμένο υλικό και σε αξιωματούχους της ασφάλειας. Υπάρχει βεβαίως, κάποιο νόημα στο ποιά ασφάλεια απειλείται από την δημόσια γνώση -συγκεκριμένα, η ασφάλεια του κράτους από την έκθεση.
Η βασική αντίληψη εκφράστηκε επίσης από το πολιτικό επιστήμονα του Χάρβαρντ, Σάμιουελ Χάντινγκτον: «Οι αρχιτέκτονες της δύναμης στις ΗΠΑ, πρέπει να δημιουργήσουν μια δύναμη που να μπορεί να γίνει αισθητή αλλά να μην είναι ορατή. Η δύναμη παραμένει δυνατή όταν παραμένει στο σκοτάδι· εκτεθειμένη στο φως, αρχίζει να εξατμίζεται».
Στις ΗΠΑ όπως και αλλού, οι αρχιτέκτονες της δύναμης το καταλαβαίνουν πολύ καλά. Εκείνοι που έχουν εργαστεί με τον τεράστιο όγκο αποχαρακτηρισμένων εγγράφων, στην επίσημη ιστορία του Στέιτ Ντιπάρτμεντ «Εξωτερικές Σχέσεις των ΗΠΑ» για παράδειγμα, δύσκολα δεν θα παρατηρήσουν πόσο συχνά η ασφάλεια της κρατικής εξουσίας από το εγχώριο κοινό είναι το πρωταρχικό μέλημα, -όχι η εθνική ασφάλεια με οποιαδήποτε ουσιαστική έννοια.
Συχνά, η απόπειρα να διατηρηθεί η μυστικότητα, υποκινείται από την ανάγκη να διασφαλιστεί η ασφάλεια των ισχυρών εσωτερικών κλάδων. Έχα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι κακώς χαρακτηρισμένες «συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου» -κακώς χαρακτηρισμένες επειδή παραβιάζουν ριζικά τις αρχές του ελεύθερου εμπορίου και ουσιαστικά δεν αφορούν καθόλου το εμπόριο αλλά μάλλον τα δικαιώματα των επενδυτών.
Αυτές οι πράξεις κανονικά τίθενται σε διαπραγμάτευση μυστικά, όπως η τρέχουσα Εταιρική Σχέση Δι-Ειρηνικού (Trans-Pacific Partnership) -όχι εντελώς μυστικά βεβαίως. Δεν είναι μυστικές από τους εκατοντάδες εταιρικούς εκπροσώπους συμφερόντων (lobbyists) και τους δικηγόρους που συντάσσουν τις λεπτομερείς διατάξεις, με αντίκτυπο που αποκαλύφθηκε από τα λίγα αποσπάσματα που δημοσιοποιήθηκαν μέσω των WikiLeaks.
Όπως λογικά συμπεραίνει ο οικονομολόγος Τζόζεφ Στίγκλιτζ, με το γραφείο του Εκπροσώπου Εμπορίου των ΗΠΑ «να εκπροσωπεί εταιρικά συμφέροντα» και όχι αυτά των πολιτών, «Η πιθανότητα, αυτό που θα προκύψει από τις προσεχείς συνομιλίες, να εξυπηρετεί τα συμφέροντα των απλών αμερικανών, είναι μικρή· οι προοπτικές για τους απλούς πολίτες στις άλλες χώρες είναι ακόμα πιο περιορισμένες».
Η ασφάλεια του επιχειρηματικού τομέα είναι συχνή ανησυχία των κυβερνητικών πολιτικών -κάτι που εκπλήσσει ελάχιστα, δεδομένου του ρόλου τους να διαμορφώνουν κατά πρώτο λόγο τις πολιτικές.
Αντιθέτως, υπάρχουν ουσιώδη αποδεικτικά στοιχεία ότι η ασφάλεια του εγχώριου πληθυσμού -«εθνική ασφάλεια» όπως υποτίθεται ότι πρέπει να νοείται ο όρος- δεν είναι υψηλής προτεραιότητας για την κρατική πολιτική.
Για παράδειγμα, το πρόγραμμα δολοφονιών που βασίζεται σε μη επανδρωμένα βομβαρδιστικά (drones), μακράν η μεγαλύτερη τρομοκρατική εκστρατεία στον κόσμο, είναι επίσης εκστρατεία εκφοβισμού.
Ο στρατηγός Στάνλεϊ ΜακΚρίσταλ, διοικητής των δυνάμεων των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στο Αφγανιστάν μέχρι την αποστράτευσή του, μίλησε για «αντάρτικα μαθηματικά»: Για κάθε αθώο άτομο που σκοτώνεις, δημιουργείς δέκα νέους εχθρούς.
Αυτή η έννοια του «αθώου ατόμου» μας λέει κατά πόσο έχουμε προοδεύσει τα τελευταία 800 χρόνια, από την Μάγκνα Κάρτα, η οποία θέσπισε την αρχή του τεκμηρίου της αθωότητας που κάποτε θεωρείτο το θεμέλιο του Αγγλο-Αμερικανικού νόμου.
Σήμερα, η λέξη «ένοχος» σημαίνει «στοχοποιημένος για δολοφονία από τον Ομπάμα» και «αθώος» σημαίνει «δεν έχει υπαχθεί ακόμα σε αυτό το καθεστώς».
Το Ίδρυμα Μπρούκινγκς δημοσίευσε πρόσφατα «Το αγκάθι και το μη επανδρωμένο βομβαρδιστικό», του Ακμπάρ Αχμέντ, μια ανθρωπολογική μελέτη των φυλετικών κοινωνιών που εγκωμιάστηκε ιδιαίτερα, με τον υπότιτλο «Πώς ο πόλεμος της Αμερικής εναντίον της τρομοκρατίας, έγινε παγκόσμιος πόλεμος εναντίον των φυλών του Ισλάμ».
Αυτός ο παγκόσμιος πόλεμος ασκεί πιέσεις στις καταπιεστικές κεντρικές κυβερνήσεις να αναλαμβάνουν επιθέσεις εναντίον των φυλετικών εχθρών της Ουάσινγκτον. Ο πόλεμος, προειδοποιεί ο Αχμέντ, μπορεί να οδηγήσει ορισμένες φυλές «σε εξάλειψη» -με σοβαρές συνέπειες στις ίδιες τις κοινωνίες, όπως βλέπουμε τώρα σε Αφγανιστάν, Πακιστάν, Σομαλία και Υεμένη. Και τελικά στους αμερικανούς.
Οι φυλετικοί πολιτισμοί, επισημαίνει ο Αχμέντ, βασίζονται στην τιμή και την εκδίκηση: «Οποιαδήποτε πράξη βίας σε αυτές τις φυλετικές κοινωνίες, προκαλεί μια αντεπίθεση. Όσο σκληρότερες οι επιθέσεις στους φυλάρχους, τόσο πιο μοχθηρές και αιματηρές οι αντεπιθέσεις».
Η τρομοκρατική στόχευση μπορεί να χτυπήσει κατ’ οίκον. Στην βρετανική επιθεώρηση International Affairs, ο Ντέιβιντ Χέιστινγκς Νταν, υπογραμμίζει πώς τα όλο και πιο εξελιγμένα βομβαρδιστικά είναι το τέλειο όπλο για τις ομάδες τρομοκρατών. Τα drones είναι φθηνά, εύκολα να αποκτηθούν και «διαθέτουν πολλές ιδιότητες οι οποίες, όταν συνδυαστούν, τα καθιστούν δυνητικά τα ιδανικά μέσα τρομοκρατικών επιθέσεων στον 21ο αιώνα», εξηγεί ο Νταν.
Ο γερουσιαστής Αντλάι Στήβενσον ΙΙΙ, αναφερόμενος στα πολλά χρόνια θητείας του στην Επιτροπή Πληροφοριών της Γερουσίας των ΗΠΑ, γράφει ότι «Η κυβερνο-παρακολούθηση και η συλλογή μεταδεδομένων, είναι μέρος της συνεχιζόμενης αντίδρασης στην 11η Σεπτεμβρίου, με ελάχιστους -αν υπάρχουν- τρομοκράτες να παρουσιάσουμε και σχεδόν παγκόσμια καταδίκη. Οι ΗΠΑ θεωρούνται ευρέως ως να διεξάγουν πόλεμο εναντίον του Ισλάμ, εναντίον των σιιτών όσο και των σουνιτών, στο έδαφος με drones και δι’ αντιπροσώπου στην Παλαιστίνη, από τον Περσικό Κόλπο ως την Κεντρική Ασία. Η Γερμανία και η Βραζιλία αγανακτούν με τις εισβολές μας και τί απεργάστηκαν;»
Η απάντηση είναι ότι απεργάστηκαν μια αυξανόμενη τρομοκρατική απειλή όπως και διεθνή απομόνωση.
Οι εκστρατείες δολοφονιών με μη επανδρωμένα βομβαρδιστικά είναι ένας μηχανισμός με τον οποίο η κρατική πολιτική εν γνώσει της θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια. Το ίδιο ισχύει και για τις δολοφονικές επιχειρήσεις των ειδικών δυνάμεων και για την εισβολή στο Ιράκ, η οποία αύξησε κατακόρυφα τον τρόμο στην Δύση, επιβεβαιώνοντας τις προβλέψεις βρετανικών και αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών.
Αυτές οι πράξεις επιθετικότητας ήταν, και πάλι, ένα θέμα ελάχιστης σημασίας για τους σχεδιαστές, οι οποίοι καθοδηγούνται από εντελώς διαφορετικές αντιλήψεις της ασφάλειας. Ακόμα και η άμεση καταστροφή από πυρηνικά όπλα, ουδέποτε κατείχε υψηλή θέση για τις κρατικές αρχές -ένα θέμα συζήτησης στην επόμενη στήλη.