Μια προσωπική κατάθεση του Κωνσταντίνου Τσουκαλά
Τις επόμενες μέρες κυκλοφορεί, από τις εκδόσεις Θεμέλιο ο τόμος Μορφές συνέχειας και ασυνέχειας. Από την ιστορική εθνεγερσία στην οικουμενική διαφορά, με κείμενα του Κωνσταντίνου Τσουκαλά. Ο τόμος ανοίγει με ένα ωραίο αυτοβιογραφικό κείμενο του συγγραφέα –αυτοβιογραφικό και ταυτόχρονα βιογραφικό ανθρώπων, ιδεών και καταστάσεων– από το οποίο προδημοσιεύουμε αποσπάσματα.
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
Νίκος Πουλαντζάς και Γιώργος Μακρής
Στην πρώτη
εφηβεία μου εμφανίστηκε στη ζωή μου ο άνθρωπος που με σφράγισε,
περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, με τη ζωή του, το έργο του και το
θάνατό του. Ο Νίκος Πουλαντζάς. Μαζί του ανοίχτηκα όχι μόνο στην
περιπέτεια της ζωής, των απολαύσεων, των αμφιβολιών, των άσκοπων
περιπλανήσεων και των ατελείωτων ενδοσκοπήσεων αλλά και στις ιδέες, την
πολιτική συνείδηση και στράτευση και τη θεωρητική θεμελίωση των υπό
διαμόρφωση εφηβικών μου πεποιθήσεων. Η σχέση μας ήταν περισσότερο από
φιλική και αδελφική. Ήταν κατά κυριολεξίαν συν-τροφική. Μαζί με
τον Πουλαντζά μαθήτευα στη ζωή, στην πολιτική και στις αντιφάσεις της
πραγματικότητας. Και παρέα μαζί του ακολούθησα τις τελετουργίες
χειραφέτησης που άρμοζαν στη σκοτεινή και καταπιεστική μετεμφυλιακή
Ελλάδα. Από κοινού μαζί του γράφτηκε το αφήγημα της μύησής μου, το
Bildungsroman μου.
Έτσι, τα
χρόνια της εφηβείας μου κύλησαν με αναζητήσεις προς όλες τις
κατευθύνσεις. Τις αναμενόμενες και ορθόδοξες, αλλά και τις
παρεκκλίνουσες και ανορθόδοξες. Από την άποψη αυτή, σημαντική υπήρξε και
η επιρροή του Γιώργου Μακρή, που τον γνώρισα λίγο αργότερα, ο οποίος
και με έφερε σε επαφή με τους κόσμους ενός περιθώριου που μέχρι τότε
αγνοούσα παντελώς. Αυτός με πρωτοεισήγαγε στα καταγώγια των ρεμπέτικων,
αυτός με έπεισε να δοκιμάσω ινδική κάνναβη, αυτός με εισήγαγε στη λογική
της αντίστασης προς τις οποιεσδήποτε «απαγορεύσεις» ή άνωθεν
υποδείξεις. Ιδιοφυής, παντογνώστης, εγκυκλοπαιδικός και απολύτως
αδιάφορος για υλικά ή ηθικά οφέλη, προσωπικός φίλος του Ζαν Πωλ Σαρτρ,
του Ζαν Ζενέ και του Ανδρέα Εμπειρίκου, ο Μακρής πειραματιζόταν συνεχώς
με τα όριά του και τα όρια των άλλων. Αυτός, ο περιπατητικός φιλόσοφος
που κυκλοφορούσε πάντα με πέντ’-έξι μουντζουρωμένα βιβλία στις
ξεχειλωμένες τσέπες του κοστουμιού που δεν έβγαζε από πάνω του μέχρι να
λιώσει, με έφερε σε επαφή με αποκλίνουσες ή άγνωστες ακόμα τότε μορφές
όπως ο Μπατάιγ, ο Μάλκολμ Λόουρυ, ο Μαρκούζε, ο Ερνστ Μπλοχ, ο Μιρσέα
Ελιάντε, ο Οκτάβιο Πας και ο Σιοράν. Και αυτός ο ίδιος, ο αναρχικός που
λίγο έλειψε να πεθάνει από το ξύλο που είχε φάει από τη γαλλική
αστυνομία κατά τη διάρκεια των γεγονότων της Αλγερίας, ήταν και ο
πρώτος που μου επισήμανε τις καταστροφικές και εκφυλιστικές προεκτάσεις
του σταλινισμού.
Όπως
και ο Πουλαντζάς, έμελλε και αυτός να αυτοκτονήσει. Τα τελευταία του
λόγια συνοψίζουν την αντιφατική του προσωπικότητα και το ακατάτακτο,
γοητευτικό και σαρδόνιο χιούμορ του. Ένα πρωί, βγαίνοντας από το
ανήλιαγο υπόγειο όπου έμενε κοντά στο Χίλτον, μπήκε στο ασανσέρ της
πολυκατοικίας. «Πού πάτε κύριε Μακρή», τον ρώτησε ο θυρωρός. Και αυτός
απάντησε «κατεβαίνω αμέσως». Και πράγματι, ανέβηκε στην ταράτσα και
αμέσως πήδηξε στο κενό. […]
Οι Εβδομάδες Σύγχρονης Σκέψης και ο Μίμης Δεσποτίδης
Την ίδια
εποχή [το 1961] ερχόμουν βαθμιαία σε επαφή με τον κόσμο της ΕΔΑ που
εξέφραζε το νέο κόσμο που ανέτελλε. Έτσι προσφέρθηκα να βοηθήσω στην
οργάνωση των «Εβδομάδων Σύγχρονης Σκέψης» που επέτρεψαν τη δημόσια
εμφάνιση μιας νέας προβληματικής — εκεί ακριβώς πρωτοεμφανίστηκε δημόσια
ο Νίκος Πουλαντζάς. Έτσι γνώρισα τον Μίμη Δεσποτίδη που με σφράγισε από
την πρώτη μέρα με τη γοητευτική του προσωπικότητα, την άτεγκτη και
ανυποχώρητη ειρωνεία του και την ακαταμάχητη προσήλωση στις ιδέες του.
Από το 1963 το «Θεμέλιο» λειτούργησε ως πόλος έλξης για όλους όσοι
οραματίζονταν την οριστική ρήξη με το ασφυκτικό μετεμφυλιακό καθεστώς.
Πολύ περισσότερο από εκδοτικός οίκος ή βιβλιοπωλείο, υπήρξε μια όαση
διακίνησης ιδεών και προτάσεων για εκείνο-που-δεν-υπήρχε-ακόμα. […]
Τα ίδια τα
πράγματα, [η Χούντα] ήταν πια εκείνα που με ανάγκαζαν να θέσω σε
παρένθεση τα πολυτελή μετεφηβικά διλήμματα που «επιτρέπονταν» από την
αστική καταγωγή μου. Έπρεπε να παίρνω αποφάσεις, να δρω και να
διακινδυνεύω. Έτσι, μετά από μια σύντομη παραμονή στην Αθήνα, όπου είχα
κάποια συμμετοχή σε αντιστασιακές οργανώσεις, έφυγα για την Αμερική.
Αλλά δεν έμεινα πολύ. Τα πρωτοσέλιδα για το Μάη του ’68 με ώθησαν να
εγκαταλείψω, κυριολεκτικά «αλά γαλλικά», το Γέηλ και την υποτροφία που
μου είχαν προσφέρει, για να συμμετάσχω στο φάντασμα της «ολικής
ανατροπής».
Και από τη
στιγμή αυτή άλλαξε η ζωή μου, για πάντα. Από τη μια μεριά έπρεπε να βρω
αμέσως κάποια δουλειά για να επιζήσω. Από την άλλη, μέσα στον φαντασιακό
ορυμαγδό της ανεπανάλειπτης αυτής συγκυρίας, ήμουν υποχρεωμένος να
συνεχίσω να μαθαίνω και να διαβάζω. Και ταυτόχρονα, είχε φαίνεται έλθει η
στιγμή να αρχίσω να γράφω. Ακόμα κι αν αισθανόμουν ανασφαλής, έωλος και
ετερόφωτος, όφειλα να αποτυπώσω τα πρωτόλειά μου στο χαρτί και
να δοκιμαστώ σε μια κονίστρα της οποίας αγνοούσα ακόμα τους κανόνες. Δεν
είναι τυχαίο ότι ένιωθα τόσο ταυτισμένος με τον Πουλαντζά, ώστε άρχισα
να τον αντι-γράφω δίχως να το καταλαβαίνω. Θυμάμαι πως το πρώτο μου
δημοσιευμένο κείμενο, στο περιοδικό Les Temps Modernes, έμοιαζε
τόσο «πουλαντζικό», στο περιεχόμενο αλλά και στο ύφος, ώστε πολλοί
νόμισαν πως είχε γραφτεί από αυτόν με ψευδώνυμο. Ίσως από μιαν άποψη να
ήταν και αλήθεια. Για πολλά χρόνια έβλεπα τον εαυτό μου σαν το alter ego
του. Αλλά το alter αυτό ego μού παρέσχε τη δύναμη να υπερβώ τους
δισταγμούς μου. Ακολούθησε η Ελληνική Τραγωδία, το πρώτο μου
βιβλίο που με έκανε να πιστέψω στις δικές μου δυνάμεις. Και πάλι η
σύμπτωση είχε κάνει το θαύμα της. Ψάχνοντας απεγνωσμένα δουλειά, είχα
βρεθεί στο Λονδίνο όπου είχε τεθεί θέμα να με προσλάβουν ως διοικητικό
υπάλληλο σε κάποιο απόκεντρο νοσοκομείο. Δίσταζα βέβαια να δεχτώ, αφού
κάτι τέτοιο θα συνεπαγόταν την απομάκρυνσή μου από το Παρίσι, την
«επαναστατική» ατμόσφαιρά του και τις αχνές ακόμα φιλοδοξίες μου να
προχωρήσω στο δρόμο της πνευματικής δημιουργίας. Αλλά οι βιοτικές
ανάγκες ήταν αδυσώπητες.\
Το γράψιμο της «Ελληνικής τραγωδίας»
Έμενα στο
σπίτι του παιδικού μου φίλου Γιώργου Κριμπά. Και ξαφνικά, ένα πρωί,
χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν από τον Νίκο Στάγκο, παλιό συμμαθητή μου που
δούλευε στον εκδοτικό οίκο Penguin. Αναζητούσαν κάποιον Έλληνα για να
γράψει ένα βιβλίο για τη Χούντα. Για λόγους που δεν κατάλαβα ποτέ, ο
Κριμπάς αρνήθηκε. Ακούγοντας όμως τη συζήτηση και με το απίστευτο θράσος
της νεότητας και της άγνοιας, προσφέρθηκα να το γράψω εγώ. Δεν έχουν
σημασία οι λεπτομέρειες που οδήγησαν τελικώς στην «παραγγελία»
και σε μια μικρή προκαταβολή. Τελικά το βιβλίο γράφτηκε, είχε επιτυχία
και μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες. Και ταυτόχρονα με μεταμόρφωσε.
Έχοντας γίνει «συγγραφέας», ένιωθα πια πως ήμουν «κάποιος». Και αυτό δε
θα είχε συμβεί δίχως τη συνεχή ενθάρρυνση και παρουσία του Κριμπά που
έκανε, θυμάμαι, δεκαπέντε τουλάχιστον ξενύχτια διορθώνοντας τα ανεπαρκή
αγγλικά μου και εμπλουτίζοντας το κείμενο με άπειρες εύστοχες
παρατηρήσεις. Τόσο καταγωγικά όσο και ουσιαστικά, το βιβλίο αυτό ανήκει
σε αυτόν εξίσου σχεδόν με εμένα. Ήδη από τότε, είχα την τύχη να έχω
καλούς φίλους.
Με την
«παραγγελία» πλέον στην τσέπη, γύρισα στο Παρίσι όπου τα απόνερα του Μάη
εξακολουθούσαν να σφραγίζουν τα τεκταινόμενα. Ακόμα μια φορά η τύχη και
η σύμπτωση φαίνονταν να μου χαμογελούν. Τότε ακριβώς δημιουργήθηκε το
Πανεπιστήμιο του Παρισιού αριθ. 8, γνωστό ως Βενσέν. Έχοντας επιλεγεί
στην επιτροπή συγκρότησης του νέου τμήματος κοινωνιολογίας, ο Νίκος
Πουλαντζάς, που μόλις είχε προκαλέσει πάταγο δημοσιεύοντας την Πολιτική εξουσία και κοινωνικές τάξεις,
φρόντισε να «διορισθώ» αμέσως βοηθός. Την εποχή εκείνη άλλωστε, σε όλες
τις δυτικές δημοκρατίες οι πόρτες ήσαν ανοιχτές για όσους Έλληνες
εμφανίζονταν ως διωκόμενοι από τη δικτατορία. Ειρωνικά, η έλευση της
Χούντας λειτούργησε ως αποφασιστικός παράγοντας στη διαδικασία εκκόλαψης
μιας νέας γενιάς ελλήνων επιστημόνων και πανεπιστημιακών δασκάλων.
Τα χρόνια του Παρισιού
Έτσι, ήδη
από την αρχή του 1969, αναλάμβανα τα νέα μου καθήκοντα. Η καρδούλα μου
βέβαια μόνο το ’ξερε. Ποτέ στη ζωή μου δεν είχα νιώσει τέτοια ανασφάλεια
και αγωνία, μιαν αγωνία που, όπως μου είπε αργότερα, συμμεριζόταν και ο
ίδιος ο Πουλαντζάς που με παρακολουθούσε κρυφά από το παραθυράκι της
πόρτας της αίθουσας διδασκαλίας. Έπρεπε να διδάξω σε μια γλώσσα που δεν
κατείχα απολύτως, ένα αντικείμενο που δεν ήμουν ακόμα σε θέση να
τιθασεύσω και μπροστά σε ακροατήρια που ήταν έτοιμα να με αμφισβητήσουν
σε κάθε στιγμή. Τελικά όμως, μετά κόπων και βασάνων τα κατάφερα. Είχα
γίνει συγγραφέας. Τώρα γινόμουν και «δάσκαλος». Βαθμιαία, έπαυα να είμαι
άνθρωπος «δίχως ιδιότητες».
Μαζί με μένα
και τη Γαλλία άλλαζε όμως και ο κόσμος. Η συγκυρία ήταν μοναδική και
γι’ αυτό ακριβώς και προκλητική. Η μοιραία και μαγική εκείνη χρόνια του
1968 οδήγησε στην έκρηξη του αριστερού κινήματος στα εξ ων συνετέθη και
ταυτόχρονα στην κατάρρευση όλων των κατεστημένων βεβαιοτήτων. Όλα
φαίνονταν ανοιχτά και δυνατά. Το έπος του Τσε Γκεβάρα, ο μαοϊσμός, ο
αναγεννημένος τροτσκισμός, το Βιετνάμ και κυρίως η σοβιετική εισβολή
στην Πράγα είχαν αλυσιδωτές προεκτάσεις. Ακόμα και για μας τους Έλληνες
που ζούσαμε κάτω από το φάντασμα της δικής μας δικτατορίας, ο
μονολιθικός σταλινισμός του ενιαίου παράνομου ΚΚΕ είχε πάψει να μπορεί
να αποτελεί πρότυπο. Από την άποψη αυτή, τα τανκς της Πράγας επηρέασαν
την πολιτική μας συνείδηση εξίσου ή ίσως και περισσότερο ακόμα και από
τα τανκς της Πλατείας Συντάγματος. Είτε το θέλαμε είτε όχι, οι πολιτικές
μας θέσεις και πρακτικές ήσαν πλέον ρευστές και «πολυμέτωπες». Όλα τα
προτάγματα και όλες οι ιδέες βρίσκονταν πια σε ένα κινούμενο τραπέζι.
Όπως λέει ο Αλαίν Μπαντιού, το τέλος της δεκαετίας του ’60 και η
δεκαετία του ’70 υπήρξαν μια ισχυρότατη και ανεπανάληπτη φιλοσοφική και
πολιτική «στιγμή». Όποιοι την έζησαν, σφραγίστηκαν ανεξίτηλα. Και όπως
θα γράψει αργότερα ο Πουλαντζάς (πάλι αυτός), «ο σοσιαλισμός ή θα είναι
δημοκρατικός ή δεν θα υπάρξει». Αλλά το ερώτημα τι μπορεί να είναι αυτός
ο δημοκρατικός σοσιαλισμός, αντικαπιταλιστικός συνάμα και
αντισοβιετικός, πολιτικά φιλελεύθερος αλλά οικονομικά αντιφιλελεύθερος
και αντιαγοραίος, έπρεπε πια να το απαντήσουμε μόνοι μας. Και πρέπει να
ομολογηθεί πως δεν το έχουμε απαντήσει ακόμα. Ίσως μάλιστα ευτυχώς. Τα
οράματα και τα θάματα μπορεί να αντέχουν στο χρόνο μόνο αν δεν έχουν
υποστεί τη διάψευση της πραγματικότητας.
Σε κάθε
περίπτωση, από τη στιγμή αυτή και πέρα, η πορεία της ζωής μου άλλαξε.
Από τη μια μεριά, μέσα στη δίνη της Βενσέν, είτε το ήθελα είτε όχι, το
πολιτικό γίγνεσθαι θα αποτελέσει πια κεντρικό άξονα της ζωής μου. Η
σκέψη μου ήταν πια αναπόσπαστα δεμένη με το πολιτικό, δηλαδή με τους
όρους διαμόρφωσης του κοινωνικού περιβάλλοντος. Από την άλλη μεριά,
παρόλες τις ενδιάθετες επιφυλάξεις και φοβίες, άρχισα σιγά σιγά να
σκέπτομαι τον εαυτό μου ως «επαγγελματία» πανεπιστημιακό. Και για να
μπορέσω να αντεπεξέλθω «ευπρεπώς» στην πρόκληση, έπρεπε να σκεφτώ, να
κοπιάσω και να διαβάσω περισσότερο και συστηματικότερα. Και από
την άποψη αυτή όμως –ακόμα μια φορά ίσως η σύμπτωση– οι καιροί με
ευνοούσαν. Παρόλο που δεν είχα σπουδάσει φιλοσοφία, κοινωνιολογία και
πολιτικές επιστήμες, μπορούσα από θέσεως σχετικής ασφάλειας να
ακολουθήσω τις «ερασιτεχνικές» μου τάσεις αναζητώντας να ικανοποιήσω την
περιέργειά μου. Διαβάζοντας κυρίως ό,τι με ενδιέφερε και ό,τι μου
«χρειαζόταν» τη συγκεκριμένη στιγμή για το συγκεκριμένο ζήτημα που με
απασχολούσε, ένιωθα ελεύθερος να προχωρώ προς όσες αφαιρέσεις
εμφανίζονταν αναγκαίες ή πρόσφορες. Οι ιδεολογικές παρενέργειες του Μάη
ήταν άλλωστε καταλυτικές. Η αμφισβητούμενη πια γνώση εμφανιζόταν ανοιχτή
σε όλες τις προσεγγίσεις. Δεν χρειαζόταν λοιπόν να ταξινομώ ως
ενημερωμένος για όλους και για όλα. Απο-ταξινομούσα επιλέγοντας,
απορρίπτοντας, αυθαιρετώντας και απολαμβάνοντας μια μαθητεία που δεν
είχε όρους ούτε όρια. Ήμουν ελεύθερος να αναζητώ και να απορρίπτω
επιρροές δίχως να χρειάζεται να δίνω λογαριασμό σε κανέναν. Βαθμιαία,
«έφτιανα» αυτό που νόμιζα πως θέλω να είμαι.
Έτσι, πάντα
με αφετηρία το μαρξισμό, εντρύφησα στη φιλοσοφία, στην πολιτειολογία,
στην κοινωνιολογία, αλλά και στα οικονομικά, στην κοινωνική ανθρωπολογία
και στην ψυχολογία. Τα νομικά που είχα ήδη σπουδάσει με βοηθούσαν να
συντηρήσω μια κάποια αυστηρότητα στους συλλογισμούς μου. Αλλά δεν με
εγκλώβιζαν σε προκατασκευασμένες μήτρες. Όντας ήδη πολύ μεγάλος για να
ξεπεράσω την πλήξη που απέπνεαν τα εγχειρίδια, αλλά και πολύ δύσπιστος
για να αποδέχομαι άκριτα τα δόγματα μιας οποιασδήποτε κλειστής
ακαδημαϊκής ορθοδοξίας, μπόρεσα να απολαμβάνω τη δυνατότητά μου να
καταβυθίζομαι στο τυχαία προκύπτον. Πλίνθοι και κέραμοι, ειρημένοι ίσως
δεξιά και αριστερά, όχι όμως κατ’ ανάγκην και ατάκτως. Διεκδικούσα την
πολυτέλεια και τη χαρά να παραμένω «ανοιχτός» σε οτιδήποτε με κέντριζε.
Και την εποχή εκείνη, τα κεντρίσματα ήσαν άπειρα… Και ίσως, τελικά, αυτό
να μη μου βγήκε σε κακό…
Επιρροές, πατρότητες και επιδράσεις
Υπό τις
συνθήκες αυτές, οι επιρροές, οι πατρότητες και οι αναγωγές ήσαν πολλές
και συχνά αλληλοσυγκρουόμενες. Ξεκινώντας από τον Μαρξ και προχωρώντας
στον Αλτουσέρ και τον Λέβι-Στρως, τον Φερνάν Μπρωντέλ και τον Γκιόργκι
Λούκατς, τη Χάννα Άρεντ και τον Μαξ Βέμπερ, τον Ζιλ Ντελέζ και τον
Βάλτερ Μπένγιαμιν, τον Φρόυντ και τον Ζαν Πιαζέ, οι μεγάλοι κοινωνικοί
στοχαστές με κατέπλησσαν, με ενέπνεαν, με κινητοποιούσαν, και ίσως,
καμιά φορά, με «μπούκωσαν». Και γι’ αυτόν ίσως το λόγο, ακόμα και σήμερα
δυσκολεύομαι να εντοπίσω ποιος «μου είπε» τι, πότε και πού. Κανείς
άλλωστε δεν μπορεί ποτέ να ξέρει ακριβώς τι «οφείλει» και σε ποιον. Και
δεν έχει και τόση σημασία. Έχω πάντα στο νου μου το διήγημα του Μπόρχες Πιερ Μενάρ, συγγραφέας του Δον Κιχώτη,
όπου μετά από χρόνια επίμοχθης προσπάθειας, ο θαυμαστός Πιερ Μενάρ
«γραφεί εξ υπαρχής» ολόκληρο το έργο του Θερβάντες δίχως την παραμικρή
απόκλιση, ούτε κατά ένα κόμμα. Η γραφή είναι πάντα δευτερογενής.
Υπάρχουν
βέβαια και μερικοί που με σφράγισαν με την προσωπική τους εμβέλεια.
Τέτοιος ήταν κατ’ εξοχήν ο Μισέλ Φουκώ. Όχι μόνο για τις καταπληκτικές
και ενοραματικές διασυνδέσεις που απεκάλυπτε ανάμεσα στα πράγματα και
τις λέξεις, στη δυναμική των ιδεών και την εξέλιξη των δομών, αλλά και
για τη μεγαλειώδη και ανεπανάληπτη παρουσία του, το σαγηνευτικό χείμαρρο
του λόγου του, τη γοητεία της σκηνικής του παρουσίας. Μόνο ο
Καστοριάδης είχε μιαν αντίστοιχα ασυγκράτητη ικανότητα να δομεί ολόκληρα
συστήματα για να τα αποδομήσει στη συνέχεια με την ίδια ορμή, ευγλωττία
και πειστικότητα. Με αυτόν όμως, δυστυχώς για μένα, συναντήθηκα πολύ
αργότερα, όχι στα στριμωγμένα αμφιθέατρα, αλλά στις απλωμένες αμμουδιές
της Τήνου.
Στην πορεία
των ετών που απολάμβανα τη μαγεία του Παρισινού μετα-Μαΐου,
εξακολουθούσα τη ζωή και τη διδασκαλία μου. Εκεί γνώρισα και συνδέθηκα ή
ξαναβρέθηκα με τους μελλοντικούς ομότεχνους και φίλους που θα με
συντρόφευαν, όπως ο Ηλιού, ο Βεργόπουλος, ο Μοσκώφ, ο Δερτιλής και ο
Μουζέλης, που ασχολούνταν με παραπλήσια αντικείμενα, αλλά και με
εκείνους που ακολουθούσαν άλλους δρόμους, όπως ο Θωμόπουλος, ο
παλιότερος φίλος μου, ο Πατρίκιος, οι τρεις Κούνδουροι, ο Στεφανίδης, ο
Τσάτσος, ο Βέλτσος, ο Κεσσανλής, ο Ζουράρις, ο Δημάδης, ο Δημητράκος, ο
Ελεφάντης, ο Κατηφόρης (παλιοί συμφοιτητές μου οι δύο τελευταίοι) όπως
και πολλοί άλλοι, που είτε έμεναν και αυτοί στο Παρίσι είτε το
επισκέπτονταν σε τακτική βάση. Πέραν από οτιδήποτε άλλο, ο Μάης του ’68
είχε σημάνει ένα είδος γενικού προσκλητηρίου. Για δέκα τουλάχιστον
χρόνια η πόλη που με φιλοξενούσε δεν ήταν μόνο το κέντρο του
ανατρεπτικού στοχασμού, αλλά ο χώρος παραγωγής των νέων ιδεών με τις
οποίες καλούμαστε να παλέψουμε. Το σύνθημα του Μάη τα συνοψίζει όλα.
Sous les paves, la plage.
Η γνωριμία με τον Νίκο Σβορώνο
Ταυτόχρονα
ετοίμαζα και τη διατριβή μου. Εδώ ακριβώς εμφανίστηκε ο Νίκος Σβορώνος,
που επηρέασε την πορεία μου ίσως όσο και ο Νίκος Πουλαντζάς. Αν ο
δεύτερος υπήρξε αδελφός μου, ο πρώτος ήταν ο πνευματικός πατέρας μου, ο
μέντοράς μου. Μπροστά στον ανυποχώρητο σε θέματα τεκμηρίωσης Σβορώνο, ο
οποίος και ανέλαβε τη διεύθυνση της διατριβής, αναγκάστηκα να γίνω και
πάλι υπάκουος φοιτητής. Αυτός με δίδαξε να ερευνώ στα αρχεία, να
επιβεβαιώνω σχολαστικά τις υποθέσεις μου, να στοιχειοθετώ τους
συλλογισμούς μου και να μην αφήνω κενά και ουρές στις επεξεργασίες μου.
Αλλά ταυτόχρονα μου επέτρεπε να αμφιβάλλω, να προχωρώ σε αφηρημένες
γενικεύσεις, να εξαντλώ την περιέργειά μου και να αποτολμώ τη διατύπωση
εκκεντρικών υποθέσεων. Μέσα από τον Σβορώνο, και χάρις σ’ αυτόν,
εθίστηκα στην αέναη στάθμιση ανάμεσα στη σιγουριά του θεμελιωμένου και
στη γοητεία του μη τεκμηριώσιμου. Δεν συμφωνούσαμε πάντα βέβαια, αλλά
ακόμα και όταν γκρίνιαζε, τις δικές μου «αποκλίσεις» φαίνονταν να τις
ανέχεται. Σαν επιεικής πατέρας, καταλάβαινε, ίσως στο βάθος και να
ενέκρινε, τις «αυθαιρεσίες» του «παιδιού» του. Και αυτό επειδή τον
αγαπούσα και με αγαπούσε.
Η Εξάρτηση,
που ήταν τελικά η διατριβή μου, ήταν το προϊόν αυτής της αέναης
συναλλαγής με τον Σβορώνο. Είχα προσπαθήσει να απαντήσω στο ερώτημα «πώς
γίνεται η Ελλάδα να εμφανίζεται τόσο ιδιαίτερη» ήδη τον 19ο αιώνα.