Του Δημήτρη Α. Σεβαστάκη*
Δεν θέλω να εμπλακώ σε μια φθοροποιό και παρείσακτη υπόθεση πολιτικού σέρφινγκ, όπως αυτή η μιντιακή, που εκτυλίσσεται στο πλάι της πραγματικότητας. Υπόθεση που φθείρει και τον κ. Τατσόπουλο και τον ΣΥΡΙΖΑ ακριβώς τη στιγμή που δεν το χρειάζεται κανείς. Εξάλλου, κατά Ρίτσο «καταλαβαινόμαστε τώρα, δεν χρειάζονται περισσότερα». Δεν νομίζω ότι ενδιαφέρουν οι θόρυβοι, αλλά οι ήχοι και τα νοήματα.
Με πρόφαση όμως τα ποικίλα βίαια και αχρείαστα που ανταλλάσσονται και που καταπίνουν μέρος μιας ακαθοδήγητης πολιτικής ζωτικότητας, ίσως πρέπει να δούμε με μεγαλύτερη αυστηρότητα κάποιες πλευρές της Αριστεράς. Πρέπει να δούμε, για παράδειγμα, και τον επαρχιωτισμό της Αριστεράς. Το αίσθημα μειονεξίας που τη διατρέχει και την κάνει να τρέχει, ανεξήγητα πεινασμένη, πίσω από το μέινστριμ (mainstream) του σημιτικού κράτους, του μιντιακού υπερκράτους και συχνά της γκλόσσυ (glossy) κουλτούρας.
Έτσι, η Αριστερά θεωρεί ως αυτονόητα αριστερό και πιστό τον σιωπηλό και σημαντικό συνθέτη κ. Μ. Γρηγορίου, αλλά απευθύνεται στον αξιόλογο και πολύ πιο ευλύγιστο κ. Κραουνάκη. Θεωρεί ως υπερβολικά οικείο τον κ. Κ. Χαραλάμπους της άνισης αλλά εξπρεσιονιστικά καθηλωτικής ταινίας «Δεμένη κόκκινη κλωστή» αλλά είναι πιο μεγάθυμη προς τον κ. Καφετζόπουλο. Τη φοβίζει ίσως το απόκρημνο μοντέλο του κ. Α. Ρέτσου, αλλά την πείθει το προσαρμοστικό του κ. Θεοδωρόπουλου. Είναι αυτονόητος ο κ. Λαπαβίτσας, αλλά δελεαστικότερος ως politically correct ο κ. Γκαλμπρέιθ. Βαριέται με τον Κονδύλη και περνάει καλύτερα στην παραλία με τον Ζίζεκ. Θεωρεί αόρατα δικό της τον ποιητή Καναβούρη, αλλά ερωτεύσιμο τον κ. Ραυτόπουλο.
Η Αριστερά θέλει ένα πιο κοσμικό προφίλ, θέλει ελαφρύ αλκοόλ με κεράσι, όχι σκληροπυρηνικά τσίπουρα. Ένα μέρος των συμπλεγμάτων κατωτερότητας το πληρώνει με απέραντες απογοητεύσεις και διαζύγια. Μην ανατρέξουμε σε παλιά αγαπημένα παιδιά της, που την κρίσιμη ώρα «την έκαναν». Γιατί η αριστερά είναι αντιεμπορική επιλογή (κλείνουν «πόρτες»), εκτός αν τη φτύσεις.
Πρώτα τροφοδοτούνται και εν συνεχεία πληρώνονται οι επιπόλαιες αναπληρώσεις που βλέπουμε και (υφιστάμεθα) την τελευταία βδομάδα. Οι περιττές, σπάταλες κόντρες, η εγωμανής υφαρπαγή πολιτικής ύλης, η επικαιροποιία, θα μπορούσαν να είναι ανεκτές ως παιχνίδι και βίδα (χωρίς κανένα πολιτικό περιεχόμενο). Όμως γίνονται περιεχόμενο, διεκδικούν τη θέση της είδησης, ανταγωνίζονται τα πραγματικά και σημαντικά: Τα επιπλέον 6,1 δισ. του 2014, τη δομημένη υφαρπαγή της λαϊκής ιδιοκτησίας (με τον φόρο ακινήτων), την εμπρόθετη κατακρήμνιση των ανταγωνιστικών ελληνικών πανεπιστημίων, αλλά και την πλήρη πολιτισμική καταστροφή της δημόσιας σφαίρας και των διαπροσωπικών ποιοτήτων. Συμβαίνουν γεγονότα μεγάλα, που εκτός από τη ζωή των απλών, σιωπηλών ανθρώπων αλλάζουν τη στάθμη πάνω στην οποία θα αγωνίζεται και η Αριστερά τα επόμενα χρόνια. Σ' αυτή τη συνθήκη και με μια απίθανη πλεονεξία διεκδικεί ισότιμη θέση το έλασσον. Και μερικοί τσιμπάνε αφελώς.
Το σύστημα έχει ανάγκη παραγωγής γεγονότων, αφού δεν μπορεί να παράγει περιεχόμενα. Το σύστημα, πολιτικό, κομματικό και μιντιακό (αλλά και το προσωπικό μικροσύστημα), έχει απόλυτη ανάγκη να τεκμηριώσει μια οντότητα που δεν μπορεί να την επικυρώσει η πραγματικότητα. Έχει ανάγκη να του παραχωρηθεί ένα είδος χρησιμότητας αντί να την κερδίσει. Εξάλλου χρωστάει τα μαλλιοκέφαλά του (το σύστημα και απ' όλες τις πλευρές). Βρισιές και χοές αναπληρώνουν αυτά που λείπουν: την πολιτική απόφαση, τη στρατηγική επιλογή, την υψηλή σκέψη, την ελευθερία.
Ας ανακεφαλαιώσει κανείς στο υπόδειγμα του κ. Πάγκαλου. Τι παρήγαγε πολιτικώς στα άπειρα χρόνια της πολιτικής του σταδιοδρομίας; Απολύτως τίποτα. Παρήγαγε όμως απέραντο τηλεοπτικό χρόνο, γεμάτο από φαρσικά στοιχεία και ευφυολογήματα. Αν υπήρχε κάποια μορφή πολιτικής δικαιοσύνης, θα έπρεπε να του ζητήσουν πίσω τους βουλευτικούς μισθούς του ως «αχρεωστήτως καταβληθέντες» και να του δώσουν τηλεοπτικούς. Πέρασε όλα τα χρόνια σχολιάζοντας, υβρίζοντας, παράγοντας επικαιρότητα (ενώ από το πλάι πέρναγε και εξελισσόταν αδήριτη η πραγματικότητα).
Θα μπορούσα να αναφέρω πλήθος παραδειγμάτων, αλλά ο ευφυής τέως υπουργός είναι πιο ενδιαφέρων από άλλους που υπήρξαν και ηλίθιοι εκτός από άχρηστοι. Αυτό λοιπόν το μοντέλο σήμερα είναι κυρίαρχο. Το βλέπει κανείς στις ομιλίες των βουλευτών στις τηλεοπτικές τοποθετήσεις τους, στα προφίλ που φιλοτεχνούνται. Κανένας στοχασμός. Μόνο θόρυβοι. Το να παγιδεύεται λοιπόν κανείς από τους θορυβοποιούς είναι ολέθριο. Όχι πάντως για τους ίδιους τους θορυβοποιούς, αλλά για τους θορυβημένους.
* Ο Δημήτρης Α. Σεβαστάκης είναι ζωγράφος, αν. καθηγητής ΕΜΠ d
Δεν θέλω να εμπλακώ σε μια φθοροποιό και παρείσακτη υπόθεση πολιτικού σέρφινγκ, όπως αυτή η μιντιακή, που εκτυλίσσεται στο πλάι της πραγματικότητας. Υπόθεση που φθείρει και τον κ. Τατσόπουλο και τον ΣΥΡΙΖΑ ακριβώς τη στιγμή που δεν το χρειάζεται κανείς. Εξάλλου, κατά Ρίτσο «καταλαβαινόμαστε τώρα, δεν χρειάζονται περισσότερα». Δεν νομίζω ότι ενδιαφέρουν οι θόρυβοι, αλλά οι ήχοι και τα νοήματα.
Με πρόφαση όμως τα ποικίλα βίαια και αχρείαστα που ανταλλάσσονται και που καταπίνουν μέρος μιας ακαθοδήγητης πολιτικής ζωτικότητας, ίσως πρέπει να δούμε με μεγαλύτερη αυστηρότητα κάποιες πλευρές της Αριστεράς. Πρέπει να δούμε, για παράδειγμα, και τον επαρχιωτισμό της Αριστεράς. Το αίσθημα μειονεξίας που τη διατρέχει και την κάνει να τρέχει, ανεξήγητα πεινασμένη, πίσω από το μέινστριμ (mainstream) του σημιτικού κράτους, του μιντιακού υπερκράτους και συχνά της γκλόσσυ (glossy) κουλτούρας.
Έτσι, η Αριστερά θεωρεί ως αυτονόητα αριστερό και πιστό τον σιωπηλό και σημαντικό συνθέτη κ. Μ. Γρηγορίου, αλλά απευθύνεται στον αξιόλογο και πολύ πιο ευλύγιστο κ. Κραουνάκη. Θεωρεί ως υπερβολικά οικείο τον κ. Κ. Χαραλάμπους της άνισης αλλά εξπρεσιονιστικά καθηλωτικής ταινίας «Δεμένη κόκκινη κλωστή» αλλά είναι πιο μεγάθυμη προς τον κ. Καφετζόπουλο. Τη φοβίζει ίσως το απόκρημνο μοντέλο του κ. Α. Ρέτσου, αλλά την πείθει το προσαρμοστικό του κ. Θεοδωρόπουλου. Είναι αυτονόητος ο κ. Λαπαβίτσας, αλλά δελεαστικότερος ως politically correct ο κ. Γκαλμπρέιθ. Βαριέται με τον Κονδύλη και περνάει καλύτερα στην παραλία με τον Ζίζεκ. Θεωρεί αόρατα δικό της τον ποιητή Καναβούρη, αλλά ερωτεύσιμο τον κ. Ραυτόπουλο.
Η Αριστερά θέλει ένα πιο κοσμικό προφίλ, θέλει ελαφρύ αλκοόλ με κεράσι, όχι σκληροπυρηνικά τσίπουρα. Ένα μέρος των συμπλεγμάτων κατωτερότητας το πληρώνει με απέραντες απογοητεύσεις και διαζύγια. Μην ανατρέξουμε σε παλιά αγαπημένα παιδιά της, που την κρίσιμη ώρα «την έκαναν». Γιατί η αριστερά είναι αντιεμπορική επιλογή (κλείνουν «πόρτες»), εκτός αν τη φτύσεις.
Πρώτα τροφοδοτούνται και εν συνεχεία πληρώνονται οι επιπόλαιες αναπληρώσεις που βλέπουμε και (υφιστάμεθα) την τελευταία βδομάδα. Οι περιττές, σπάταλες κόντρες, η εγωμανής υφαρπαγή πολιτικής ύλης, η επικαιροποιία, θα μπορούσαν να είναι ανεκτές ως παιχνίδι και βίδα (χωρίς κανένα πολιτικό περιεχόμενο). Όμως γίνονται περιεχόμενο, διεκδικούν τη θέση της είδησης, ανταγωνίζονται τα πραγματικά και σημαντικά: Τα επιπλέον 6,1 δισ. του 2014, τη δομημένη υφαρπαγή της λαϊκής ιδιοκτησίας (με τον φόρο ακινήτων), την εμπρόθετη κατακρήμνιση των ανταγωνιστικών ελληνικών πανεπιστημίων, αλλά και την πλήρη πολιτισμική καταστροφή της δημόσιας σφαίρας και των διαπροσωπικών ποιοτήτων. Συμβαίνουν γεγονότα μεγάλα, που εκτός από τη ζωή των απλών, σιωπηλών ανθρώπων αλλάζουν τη στάθμη πάνω στην οποία θα αγωνίζεται και η Αριστερά τα επόμενα χρόνια. Σ' αυτή τη συνθήκη και με μια απίθανη πλεονεξία διεκδικεί ισότιμη θέση το έλασσον. Και μερικοί τσιμπάνε αφελώς.
Το σύστημα έχει ανάγκη παραγωγής γεγονότων, αφού δεν μπορεί να παράγει περιεχόμενα. Το σύστημα, πολιτικό, κομματικό και μιντιακό (αλλά και το προσωπικό μικροσύστημα), έχει απόλυτη ανάγκη να τεκμηριώσει μια οντότητα που δεν μπορεί να την επικυρώσει η πραγματικότητα. Έχει ανάγκη να του παραχωρηθεί ένα είδος χρησιμότητας αντί να την κερδίσει. Εξάλλου χρωστάει τα μαλλιοκέφαλά του (το σύστημα και απ' όλες τις πλευρές). Βρισιές και χοές αναπληρώνουν αυτά που λείπουν: την πολιτική απόφαση, τη στρατηγική επιλογή, την υψηλή σκέψη, την ελευθερία.
Ας ανακεφαλαιώσει κανείς στο υπόδειγμα του κ. Πάγκαλου. Τι παρήγαγε πολιτικώς στα άπειρα χρόνια της πολιτικής του σταδιοδρομίας; Απολύτως τίποτα. Παρήγαγε όμως απέραντο τηλεοπτικό χρόνο, γεμάτο από φαρσικά στοιχεία και ευφυολογήματα. Αν υπήρχε κάποια μορφή πολιτικής δικαιοσύνης, θα έπρεπε να του ζητήσουν πίσω τους βουλευτικούς μισθούς του ως «αχρεωστήτως καταβληθέντες» και να του δώσουν τηλεοπτικούς. Πέρασε όλα τα χρόνια σχολιάζοντας, υβρίζοντας, παράγοντας επικαιρότητα (ενώ από το πλάι πέρναγε και εξελισσόταν αδήριτη η πραγματικότητα).
Θα μπορούσα να αναφέρω πλήθος παραδειγμάτων, αλλά ο ευφυής τέως υπουργός είναι πιο ενδιαφέρων από άλλους που υπήρξαν και ηλίθιοι εκτός από άχρηστοι. Αυτό λοιπόν το μοντέλο σήμερα είναι κυρίαρχο. Το βλέπει κανείς στις ομιλίες των βουλευτών στις τηλεοπτικές τοποθετήσεις τους, στα προφίλ που φιλοτεχνούνται. Κανένας στοχασμός. Μόνο θόρυβοι. Το να παγιδεύεται λοιπόν κανείς από τους θορυβοποιούς είναι ολέθριο. Όχι πάντως για τους ίδιους τους θορυβοποιούς, αλλά για τους θορυβημένους.
* Ο Δημήτρης Α. Σεβαστάκης είναι ζωγράφος, αν. καθηγητής ΕΜΠ d