του Μαρκ Μαζάουερ
μετάφραση: Ελένη Αστερίου
Aυτές τις
μέρες κυκλοφορεί, από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια, το βιβλίο του Μαρκ
Μαζάουερ «Κυβερνώντας τον κόσμο. Η ιστορία μιας ιδέας». Ξεκινώντας από
το 1815 και φτάνοντας μέχρι σήμερα, εξετάζει τις αντικρουόμενες δυνάμεις
που μορφοποιούν την ιδέα της παγκόσμιας διακυβέρνησης. Οι μυθοπλασίες
του Ιουλίου
Βερν και του
Χ. Τζ. Γουέλς, οι σημαίες του διεθνισμού και η παγκόσμια αδελφοσύνη, η
αυτοκρατορία του δικαίου, η Ιερά Συμμαχία, η Κοινωνία των Εθνών, ο ΟΗΕ, η
ΕΟΚ και η Ε.Ε., τα σχέδια της εσπεράντο, η αμερικανική κυριαρχία, είναι
μερικές από τις ψηφίδες της συναρπαστικής αυτής αφήγησης. Δημοσιεύουμε
αποσπάσματα του τελευταίου κεφάλαιο που αναφέρεται στην Ευρώπη — και
δείχνουν πόσο ουσιαστικά πολιτικό είναι αυτό το σημαντικό ιστορικό
βιβλίο.
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
Τα
ηφαιστειακά νησάκια Σάντο Στέφανο και Βεντοτένε, που τα ψήνει ο ήλιος
της Μεσογείου στην Τυρρηνική Θάλασσα, απέχουν εξήντα μίλια από τις
ιταλικές ακτές. Αυτές οι βραχώδεις, χωρίς δέντρα και ανεμοδαρμένες
νησίδες μερικών τετραγωνικών μιλίων φιλοξενούσαν από τους ρωμαϊκούς
χρόνους κυρίως σαύρες, γλάρους και πολιτικούς κρατουμένους. Το
μεγαλύτερο, το Βεντοτένε, ήταν το διοικητικό κέντρο της φυλακής υπό τον
φασισμό και εδώ, όπου τίποτε άλλο εκτός από τον απειλητικό βράχο του
Σάντο Στέφανο δεν σπάει τη μονοτονία του ορίζοντα, ήρθε τα πρώτα χρόνια
του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου μια μικρή ομάδα Ιταλών πολιτικών κρατουμένων
για να μελετήσει τις αιτίες των δεινών της Ευρώπης και να προτείνει ένα
καλύτερο μέλλον. Το κείμενό τους ολοκληρώθηκε το καλοκαίρι του 1941 και
έμεινε γνωστό ως «Μανιφέστο του Βεντοτένε». Ο κύριος συντάκτης του, ένας
νεαρός ακτιβιστής ονόματι Αλτιέρο Σπινέλι, που είχε έρθει προσφάτως σε
ρήξη με το Kομμουνιστικό Kόμμα, θα γινόταν θρυλικό πρόσωπο στο πάνθεον
του μεταπολεμικού ευρωπαϊσμού, υποστηρικτής του φεντεραλισμού και της
ενoποίησης, και θα διαδραματίσει μέχρι τον θάνατό του το 1986 εξέχοντα
ρόλο στην πορεία για την ένωση της Ευρώπης.
Το Μανιφέστο
ξεκινούσε φυσικά με την αποτυχία της Κοινωνίας των Εθνών και την άνοδο
του φασισμού και του ναζισμού. Kατάγγελλε τόσο την αφελή εμπιστοσύνη της
Κοινωνίας των Εθνών στο διεθνές δίκαιο όσο και την ειδωλολατρία του
φασισμού απέναντι στο κράτος και υποστήριζε ότι το εθνικό κράτος έχει
καταντήσει να συνιστά απειλή για την ειρήνη. Η Ευρώπη δεν χρειαζόταν μια
ακόμη Κοινωνία των Εθνών αλλά μια πλήρως αναπτυγμένη ομοσπονδία. Το
Μανιφέστο επέκρινε με ματσινικά επιχειρήματα τους κομμουνιστές, επειδή
εγκωμίαζαν τις αρετές της ταξικής σύγκρουσης. Μολονότι ο Σπινέλι είχε
απαρνηθεί τον κομμουνισμό, η πρότασή του ήταν από πολλές απόψεις μια
συγγενική εκδοχή. Οι «προοδευτικές δυνάμεις» που πίστευαν στην
ομοσπονδία θα δρούσαν στο όνομα των «μαζών», αλλά η μειονότητα των
«σοβαρών διεθνιστών», η οποία θα ήταν ικανή να δράσει αποφασιστικά με
λενινιστικό τρόπο, θα καθοδηγούσε κατά τις κρίσιμες στιγμές τηw
κατάρρευσης του φασισμού και του ναζισμού, στιγμές «στη διάρκεια των
οποίων οι λαϊκές μάζες περιμένουν ανήσυχα ένα νέο μήνυμα».
Η πραγματική
πάλη δεν θα διεξαγόταν εναντίον του ενός ή του άλλου ιδεολογικού
ρεύματος, αλλά εναντίον των «αντιδραστικών δυνάμεων», που θα στόχευαν
στην αποκατάσταση του εθνικού κράτους. Το πραγματικό καθήκον θα ήταν να
λειτουργήσει η ομοσπονδία. Αν διάφορα κράτη ήθελαν να ακολουθήσουν τον
δικό τους δρόμο, θα έπρεπε να υποχρεωθούν να δουν την αλήθεια. Γιατί
μόνο μια ευρωπαϊκή ομοσπονδία είχε τις απαντήσεις στα προβλήματα της
ανάμειξης των εθνοτικών ομάδων και της γεωγραφίας, τα οποία είχαν
προκαλέσει τους πολέμους στην ευρωπαϊκή ήπειρο και, δύο φορές μέσω της
Ευρώπης, στον κόσμο. Αντί να επεκτείνει και αλλού τις συγκρούσεις, η
Ευρώπη θα έπρεπε να ενοποιηθεί, ενόσω η ανθρωπότητα θα περίμενε «το πιο
μακρινό μέλλον, το ενδεχόμενο πολιτικής ενότητας ολόκληρης της
υδρογείου».
Σήμερα αυτό
το κείμενο έχει ζωή εβδομήντα και πάνω ετών. Όμως μπορούμε να
φανταστούμε τι θα σκεφτόταν ο Σπινέλι για την παρούσα κρίση στην Ευρώπη.
Από νωρίς είχε αντιληφθεί ότι η Κοινή Αγορά γινόταν ισχυρή δύναμη, και
γι’ αυτό επέλεξε να εργαστεί μάλλον μέσω αυτής παρά να την παρακάμψει.
Ποτέ δεν του άρεσε πραγματικά η εξάρτηση της Κοινής Αγοράς από τη
διακυβερνητική συνεργασία και πάντα επιδίωκε να ενισχυθούν οι πιο γνήσια
υπερεθνικοί θεσμοί –η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο–
έναντι του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Ωστόσο, σίγουρα ο Σπινέλι ενέκρινε την
άποψη ότι η οικονομική ένωση μπορεί να οδηγούσε στην πολιτική ένωση και
παραπονιόταν μόνο για τον μακρύ χρόνο τον οποίο απαιτούσε αυτή η
διαδικασία. Δεν θα τον ενοχλούσε επίσης ο ελιτίστικος χαρακτήρας της
πορείας προς την περαιτέρω ενοποίηση, αφού ήταν πεισμένος ότι οι λαοί
της ηπείρου θα εκτιμούσαν τελικά τα αγαθά της ενοποίησης.
Η σημερινή
Ευρωπαϊκή Ένωση, πιστή στα μέσα, αλλά αποβλέποντας σε εντελώς
διαφορετικούς στόχους, έχει μια βαθιά διφορούμενη σχέση με τις αρχές του
Βεντοτένε. Μια γραφειοκρατική ελίτ, η οποία εξακολουθεί να θεωρεί την
εθνική κυριαρχία εμπόδιο που πρέπει να ξεπεραστεί, διευθύνει τη
διαδικασία της ενοποίησης, αλλά έχει ξεχάσει σε μεγάλο βαθμό τις αρχές
της κοινωνικής αλληλεγγύης και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, των οποίων
την αναβίωση επιθυμούσε ο Σπινέλι. Υπό την οπτική του Μανιφέστου του
Βεντοτένε, η ομοσπονδία ήταν ένα εργαλείο που θα επέτρεπε να κερδηθεί η
πάλη κατά της ανισότητας και της φτώχιας. Μια μορφή διαχειριζόμενου
καπιταλισμού θα έβαζε όρια στην αγορά και την ατομική ιδιοκτησία χωρίς
να τις καταργεί πλήρως∙ θα εθνικοποιούνταν βασικές βιομηχανίες, θα
υλοποιούνταν η αγροτική μεταρρύθμιση και θα δημιουργούνταν εργατικοί
συνεταιρισμοί. Το αποτέλεσμα δεν θα ήταν ο κομμουνισμός, αλλά η
υλοποίηση ενός απλούστερου, πιο διαχειρίσιμου και ίσως ευγενέστερου
ονείρου: ενός κόσμου στον οποίο ο άνθρωπος θα καθοδηγούσε και θα ήλεγχε
τις οικονομικές δυνάμεις, αντί οι οικονομικές δυνάμεις να ελέγχουν τον
άνθρωπο.
Αυτόν τον
κόσμο τον έχουμε χάσει με διπλή έννοια. Καταρχάς, η αισιοδοξία και η
μεγάλη εμπιστοσύνη στην πολιτική δράση και κινητοποίηση για ένα καλύτερο
μέλλον που σημειώνονταν το 1941 στο Βεντοτένε δεν υπάρχουν πια.
Επιπροσθέτως, τα ιδανικά του Βεντοτένε, που βασικά στήριξαν τον
διευθυνόμενο καπιταλισμό του μεταπολεμικού θαύματος στη Δυτική Ευρώπη
την περίοδο 1945-75, αποκηρύχθηκαν μετά τη στροφή στον νεοφιλελευθερισμό
κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1970 και σε ευρωπαϊκό επίπεδο
εγκαταλείφθηκαν με την υιοθέτηση από τη δεκαετία του 1990 και μετά της
παγκόσμιας χρηματιστικοποίησης. Από τη σκοπιά της Ευρώπης του 21ου αιώνα
τα αισθήματα του 1941 συμβολίζουν συνολικά κάτι τόσο παλιό όσο το ερειπωμένο και εγκαταλειμμένο κτήριο των Βουρβόνων στο νησί Σάντο Στέφανο.
***
Το όραμα του
Σπινέλι για μια οικονομία στην υπηρεσία των ανθρώπινων αναγκών
μετατράπηκε στο αντίθετό του. Οι ανάγκες που εξυπηρετεί το ευρώ, το
νόμισμα με το οποίο κατέληξε να ταυτίζεται το σχέδιο της στενότερης
ένωσης, δεν είναι εκείνες των πολιτών. Αυτό δεν εκπλήσσει, γιατί ο λόγος
των πολιτών δεν έχει την ίδια βαρύτητα με τον λόγο των τραπεζιτών. Τα
χρόνια του πολέμου στο Βεντοτένε το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο θεωρούνταν
δύναμη που έπρεπε να ελέγχεται και να περιορίζεται, ενώ οι κερδοσκόποι
θεωρούνταν εν μέρει υπεύθυνοι για την ύφεση της δεκαετίας του 1930.
Αντίθετα, η ενοποίηση μέσω της χρηματοπιστωτικής φιλελευθεροποίησης και
της νομισματικής ένωσης παράγει πλούτο τον οποίο οι ευρωπαϊκές
δημοκρατίες δεν μπορούν να διαθέσουν και προβλήματα τα οποία δεν μπορούν
να απαντήσουν, με συνέπεια να περιορίζεται η δύναμή τους και να
υπονομεύεται η αξιοπιστία των θεσμών τους. Ο ευρωπαϊκός διεθνισμός, μη
αποτελώντας πλέον πηγή ούτε πολιτικής ελευθερίας (όπως ήλπιζαν οι
φιλελεύθεροι του 19ου αιώνα) ούτε κοινωνικής ευημερίας, έχει
απομακρυνθεί πολύ από τις καταβολές του.
μετάφραση: Ελένη Αστερίου