του Δημήτρη Σεβαστάκη
Το κρουαζιερόπλοιο θα ανοίγει την
μπουκαπόρτα μπροστά στη φυσούνα. Θα ξεφορτώνει ροζ Ευρωπαίους
συνταξιούχους στο μεγάλο συγκρότημα που κτίστηκε παραλιακά. Αφού κάνουν
μπάνιο στις πισίνες και λουστούν ήλιο και ψάρι ιχθυοκαλλιέργειας με
λευκό κρασί, θα τους φορτώνουν σε διώροφα πούλμαν για βόλτα στο κέντρο
της πόλης και πάλι πίσω. Ελληνική βραδιά με Κατσαρό ή Κιάμο, ύπνος, φυσούνα και δρόμο.
Αυτό το σωληνωτό τουριστικό σενάριο βλέπω μπροστά μου. Με παραλλαγές. Η πόλη είναι ο χάρτης όπου εκδηλώνονται οι συμπεριφορές, οι πολιτικές επιλογές, η ιστορία. Στην Αθήνα ιδιαίτερα, τη δεκαετία του 1950, στο κλίμα του μετεμφυλίου, έγινε η σκληρή επιλογή μιας βίαιης και ασύμμετρης εκβιομηχάνισης. Μεγάλες μονάδες διυλιστηρίων, ναυπηγεία, εργοστάσιο λιπασμάτων, τσιμεντοβιομηχανίες κ.λπ. κατέστρεψαν αμετάκλητα το αττικό τοπίο, χάθηκε οριστικά η ευκαιρία μεταλλαγής του σε διαρκή παραγωγική δύναμη μέσα από την υψηλή αισθητική του αξία.
Λογικό. Ο πεινασμένος , ο διωκόμενος, ο φτωχός δεν νοιάζεται για αισθητική, για τοπίο, για το ηλιοβασίλεμα στο Σούνιο. Ζει στον λάκκο, τον ενδιαφέρει το ψωμί. Έτσι το κράτος ευνόησε την πεινασμένη αυθαιρεσία του λαού ώστε πίσω από αυτήν να αγκιστρώσει τη βουλιμική αυθαιρεσία μιας ανολοκλήρωτης, μεταπρατικής νεοαστικής τάξης. Ο λαός καταπάτησε, έχτισε, έζησε στις σχισμές του αστικού δικαίου, χωρίς να περάσει στην αντίσταση αλλά απλώς στην παράβαση (πολλοί μάλιστα νεοαριστεροί τα μπερδεύουν αυτά τα δύο).
Ο μετεμφύλιος δημιούργησε τις προϋποθέσεις μιας απόλυτης και ανοιχτής εφαρμογής όλων των βίαιων, παραβατικών και, στο βάθος του χρόνου, αντιοικονομικών επιλογών. Αντιπαροχή για να φτιαχτεί η «μοντέρνα» πόλη στα ίχνη της παλιάς παραγκούπολης ή έστω στα ίχνη των μικρών μονοκατοικιών. Μια πόλη που θα έκρυβε τον διωκόμενο στην ιδιωτική αυτοφυλάκισή του, στην αλλοτριωτική ιδιωτεία και άρα θα διευκόλυνε τον διώκτη. Κανένα μέτρο, κανένας ρυθμιστικός κανόνας, παρά μόνο η εύνοια του κράτους. Να είσαι «της καταστάσεως».
Αυτό που, εξωραϊστικά, αναφέρεται ως οικονομικό θαύμα της δεκαετίας του '50 έκλεινε μέσα του και φρικτή ανεργία, υποτιμητική νομισματική αβεβαιότητα, πολιτική τρομοκρατία, κατασταλτική βία, επιχειρηματική ασυδοσία, ανασχετική εκπαίδευση, μάσα του Μάρσαλ. Το μετεμφυλιακό κράτος, που μαζί με ευνοημένους επιχειρηματίες (συχνά παλιούς συνεργάτες των Γερμανών) κατασκεύαζε τη νέα αστική τάξη, διαμόρφωνε και μια νέα λαϊκή αντίληψη: να κοιτάς τη δουλειά σου. Άχνα.
Φυσικά στον οικολογικό χαμό (την άνιση πολιτική δημοσίων έργων Καραμανλή) και πιθανώς ως εξισορρόπηση έγιναν και ορισμένα έργα πνοής. Για παράδειγμα, η λαμπρή διαμόρφωση του Δ. Πικιώνη στον λόφο του Φιλοπάππου και γύρω από την Ακρόπολη και η ουσιαστική συγκρότηση ενός ευρύτατου αρχαιολογικού - περιπατητικού πεδίου, που καταλαμβάνει μεγάλος μέρος του κεντρικού πυρήνα της Αθήνας.
Επιλογή (επίσης του Καραμανλή) με μεγάλη υπεραξία την οποία αποθέτει και σήμερα στην πόλη -σε αντίθεση με τον οικολογικό και οικονομικό θάνατό της προς το Πέραμα, Δραπετσώνα, Ελευσίνα κ.λπ. και την κατάρρευση πολλών από τις μεγάλες βιομηχανικές επιλογές.
Αν η Αθήνα έχει κάποιες σοβαρές δυνατότητες τουριστικής κατεύθυνσης, αυτό βασίζεται ακριβώς σε τέτοιου είδους (μάλλον σπάνιες) επιλογές, επιβράδυνσης και εγκράτειας. Η ποιότητα συνήθως δεν είναι κατανοητή ως πόρος και ο «αναπτυξιακός» οίστρος δεν της επιτρέπει την έκφραση. Η πολιτική έρημος του μετεμφυλίου έγινε το πεδίο για μια αδιέξοδη, ανισομερή και εξαιρετικά ασχεδίαστη ανάπτυξη. Σήμερα -αδίδαχτοι- βλέπουμε τις τερατώδεις αναλογίες.
Η σύλληψη μιας πόλης με σχετικώς εξωραϊσμένο, εξευγενισμένο κέντρο και περιφερειακή ανάπτυξη μεγάλων σχημάτων, εμπορικών κέντρων, μεταφορικών δομών όπως η Cosco, τουριστικών μεγασχημάτων όπως το Ελληνικό, νομίζω δεν είναι ορθολογική, οραματική και ανθεκτική. Ο νέος εξοργιστικός «νόμος» για τις παράλιες αυθαιρεσίες, θα καταστρέψει ό,τι γλίτωσε από τη δεκαετία του 1950 και εντεύθεν. Η εκτός κάθε μέτρου προλεταριοποίηση -ως το δίδυμο και συμπληρωματικό στοιχείο της ανεργίας- αποδομεί ό,τι παρήγαγε πλούτο τις προηγούμενες δεκαετίες.
Ο μικροαστός, που αυτοπραγματώνεται κοινωνικά καταναλώνοντας, δεν περιέχεται στην νέα αναπτυξιακή φαντασίωση. Κακό, ψυχρό, ρηχό, το προηγούμενο μοντέλο διατηρούσε ζωντανές οικονομικές παρόδους, που έδιναν κάποιο βάθος και συνοχή. Η αναπτυξιακή διασπορά και η μικρή κλίμακα παρήγαγαν πολιτικές και πολιτισμικές ισορροπίες, δημιουργούσαν ανεκτούς συμβιωτικούς όρους.
Αυτό, αντί να εξορθολογιστεί, να εξυγιανθεί, αντικαθίσταται. Με τι; Με τα logistics και τις μεγάλες εμπορικοτουριστικές «συνθέσεις», οι οποίες -εκ των πραγμάτων- θα λειτουργούν ως ειδικές οικονομικές ζώνες. Κάθε μεγάλη μονάδα, εμπορικό κέντρο, περίφρακτη διαμετακομιστική ζώνη, κάθετη τουριστική υπερμονάδα, όλα τα σχεδιαζόμενα μεγάλα σχήματα, λειτουργούν, εκ των πραγμάτων, με όρους ειδικών οικονομικών ζωνών.
Το αναδυόμενο μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης θα εισάγει καταναλωτές, αφού δεν θα διαθέτει παραγωγούς. Το περιέγραψα στη αρχή. Γιατί οικονομία δεν είναι μόνο χρήματα, αλλά η ίδια η πολιτισμική δομή της παραγωγής, η αισθητική πρόσληψη του τοπίου ως παραγωγικής δύναμης, η ποιότητα των εργασιακών σχέσεων ως μορφή υπεραξίας. Αόρατα και έμμεσα πράγματα, αλλά αποδεδειγμένα ανθεκτικά στο βάθος του χρόνου. Ποια πόλη, ποια οικονομία, ποιες κοινωνικές σχέσεις; Να η δύσκολη διασύνδεση. Τα σχήματα της Αριστεράς, παρότι εσωτερικεύουν αντιφάσεις και πιέζονται από λομπίστες, έχουν όλες τις προϋποθέσεις να σχεδιάσουν, να διεκδικήσουν το διαφορετικό και διαρκές. Επιστημονικούς συνεργάτες επιπέδου, ηθικούς και ταλαντούχους ανθρώπους, υψηλή πολιτική και αισθητική κληρονομιά. Δύναμη χρειάζονται.
* Ο Δημήτρης Α. Σεβαστάκης είναι ζωγράφος, αν. καθηγητής ΕΜΠ, υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος Αθήνας με την Ανοιχτή Πόλη
dsevastakis@arch.ntua.gr
Αυτό το σωληνωτό τουριστικό σενάριο βλέπω μπροστά μου. Με παραλλαγές. Η πόλη είναι ο χάρτης όπου εκδηλώνονται οι συμπεριφορές, οι πολιτικές επιλογές, η ιστορία. Στην Αθήνα ιδιαίτερα, τη δεκαετία του 1950, στο κλίμα του μετεμφυλίου, έγινε η σκληρή επιλογή μιας βίαιης και ασύμμετρης εκβιομηχάνισης. Μεγάλες μονάδες διυλιστηρίων, ναυπηγεία, εργοστάσιο λιπασμάτων, τσιμεντοβιομηχανίες κ.λπ. κατέστρεψαν αμετάκλητα το αττικό τοπίο, χάθηκε οριστικά η ευκαιρία μεταλλαγής του σε διαρκή παραγωγική δύναμη μέσα από την υψηλή αισθητική του αξία.
Λογικό. Ο πεινασμένος , ο διωκόμενος, ο φτωχός δεν νοιάζεται για αισθητική, για τοπίο, για το ηλιοβασίλεμα στο Σούνιο. Ζει στον λάκκο, τον ενδιαφέρει το ψωμί. Έτσι το κράτος ευνόησε την πεινασμένη αυθαιρεσία του λαού ώστε πίσω από αυτήν να αγκιστρώσει τη βουλιμική αυθαιρεσία μιας ανολοκλήρωτης, μεταπρατικής νεοαστικής τάξης. Ο λαός καταπάτησε, έχτισε, έζησε στις σχισμές του αστικού δικαίου, χωρίς να περάσει στην αντίσταση αλλά απλώς στην παράβαση (πολλοί μάλιστα νεοαριστεροί τα μπερδεύουν αυτά τα δύο).
Ο μετεμφύλιος δημιούργησε τις προϋποθέσεις μιας απόλυτης και ανοιχτής εφαρμογής όλων των βίαιων, παραβατικών και, στο βάθος του χρόνου, αντιοικονομικών επιλογών. Αντιπαροχή για να φτιαχτεί η «μοντέρνα» πόλη στα ίχνη της παλιάς παραγκούπολης ή έστω στα ίχνη των μικρών μονοκατοικιών. Μια πόλη που θα έκρυβε τον διωκόμενο στην ιδιωτική αυτοφυλάκισή του, στην αλλοτριωτική ιδιωτεία και άρα θα διευκόλυνε τον διώκτη. Κανένα μέτρο, κανένας ρυθμιστικός κανόνας, παρά μόνο η εύνοια του κράτους. Να είσαι «της καταστάσεως».
Αυτό που, εξωραϊστικά, αναφέρεται ως οικονομικό θαύμα της δεκαετίας του '50 έκλεινε μέσα του και φρικτή ανεργία, υποτιμητική νομισματική αβεβαιότητα, πολιτική τρομοκρατία, κατασταλτική βία, επιχειρηματική ασυδοσία, ανασχετική εκπαίδευση, μάσα του Μάρσαλ. Το μετεμφυλιακό κράτος, που μαζί με ευνοημένους επιχειρηματίες (συχνά παλιούς συνεργάτες των Γερμανών) κατασκεύαζε τη νέα αστική τάξη, διαμόρφωνε και μια νέα λαϊκή αντίληψη: να κοιτάς τη δουλειά σου. Άχνα.
Φυσικά στον οικολογικό χαμό (την άνιση πολιτική δημοσίων έργων Καραμανλή) και πιθανώς ως εξισορρόπηση έγιναν και ορισμένα έργα πνοής. Για παράδειγμα, η λαμπρή διαμόρφωση του Δ. Πικιώνη στον λόφο του Φιλοπάππου και γύρω από την Ακρόπολη και η ουσιαστική συγκρότηση ενός ευρύτατου αρχαιολογικού - περιπατητικού πεδίου, που καταλαμβάνει μεγάλος μέρος του κεντρικού πυρήνα της Αθήνας.
Επιλογή (επίσης του Καραμανλή) με μεγάλη υπεραξία την οποία αποθέτει και σήμερα στην πόλη -σε αντίθεση με τον οικολογικό και οικονομικό θάνατό της προς το Πέραμα, Δραπετσώνα, Ελευσίνα κ.λπ. και την κατάρρευση πολλών από τις μεγάλες βιομηχανικές επιλογές.
Αν η Αθήνα έχει κάποιες σοβαρές δυνατότητες τουριστικής κατεύθυνσης, αυτό βασίζεται ακριβώς σε τέτοιου είδους (μάλλον σπάνιες) επιλογές, επιβράδυνσης και εγκράτειας. Η ποιότητα συνήθως δεν είναι κατανοητή ως πόρος και ο «αναπτυξιακός» οίστρος δεν της επιτρέπει την έκφραση. Η πολιτική έρημος του μετεμφυλίου έγινε το πεδίο για μια αδιέξοδη, ανισομερή και εξαιρετικά ασχεδίαστη ανάπτυξη. Σήμερα -αδίδαχτοι- βλέπουμε τις τερατώδεις αναλογίες.
Η σύλληψη μιας πόλης με σχετικώς εξωραϊσμένο, εξευγενισμένο κέντρο και περιφερειακή ανάπτυξη μεγάλων σχημάτων, εμπορικών κέντρων, μεταφορικών δομών όπως η Cosco, τουριστικών μεγασχημάτων όπως το Ελληνικό, νομίζω δεν είναι ορθολογική, οραματική και ανθεκτική. Ο νέος εξοργιστικός «νόμος» για τις παράλιες αυθαιρεσίες, θα καταστρέψει ό,τι γλίτωσε από τη δεκαετία του 1950 και εντεύθεν. Η εκτός κάθε μέτρου προλεταριοποίηση -ως το δίδυμο και συμπληρωματικό στοιχείο της ανεργίας- αποδομεί ό,τι παρήγαγε πλούτο τις προηγούμενες δεκαετίες.
Ο μικροαστός, που αυτοπραγματώνεται κοινωνικά καταναλώνοντας, δεν περιέχεται στην νέα αναπτυξιακή φαντασίωση. Κακό, ψυχρό, ρηχό, το προηγούμενο μοντέλο διατηρούσε ζωντανές οικονομικές παρόδους, που έδιναν κάποιο βάθος και συνοχή. Η αναπτυξιακή διασπορά και η μικρή κλίμακα παρήγαγαν πολιτικές και πολιτισμικές ισορροπίες, δημιουργούσαν ανεκτούς συμβιωτικούς όρους.
Αυτό, αντί να εξορθολογιστεί, να εξυγιανθεί, αντικαθίσταται. Με τι; Με τα logistics και τις μεγάλες εμπορικοτουριστικές «συνθέσεις», οι οποίες -εκ των πραγμάτων- θα λειτουργούν ως ειδικές οικονομικές ζώνες. Κάθε μεγάλη μονάδα, εμπορικό κέντρο, περίφρακτη διαμετακομιστική ζώνη, κάθετη τουριστική υπερμονάδα, όλα τα σχεδιαζόμενα μεγάλα σχήματα, λειτουργούν, εκ των πραγμάτων, με όρους ειδικών οικονομικών ζωνών.
Το αναδυόμενο μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης θα εισάγει καταναλωτές, αφού δεν θα διαθέτει παραγωγούς. Το περιέγραψα στη αρχή. Γιατί οικονομία δεν είναι μόνο χρήματα, αλλά η ίδια η πολιτισμική δομή της παραγωγής, η αισθητική πρόσληψη του τοπίου ως παραγωγικής δύναμης, η ποιότητα των εργασιακών σχέσεων ως μορφή υπεραξίας. Αόρατα και έμμεσα πράγματα, αλλά αποδεδειγμένα ανθεκτικά στο βάθος του χρόνου. Ποια πόλη, ποια οικονομία, ποιες κοινωνικές σχέσεις; Να η δύσκολη διασύνδεση. Τα σχήματα της Αριστεράς, παρότι εσωτερικεύουν αντιφάσεις και πιέζονται από λομπίστες, έχουν όλες τις προϋποθέσεις να σχεδιάσουν, να διεκδικήσουν το διαφορετικό και διαρκές. Επιστημονικούς συνεργάτες επιπέδου, ηθικούς και ταλαντούχους ανθρώπους, υψηλή πολιτική και αισθητική κληρονομιά. Δύναμη χρειάζονται.
* Ο Δημήτρης Α. Σεβαστάκης είναι ζωγράφος, αν. καθηγητής ΕΜΠ, υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος Αθήνας με την Ανοιχτή Πόλη
dsevastakis@arch.ntua.gr