του Κώστα Χρυσόγονου
Από τον συνδυασμό της δημοκρατικής
αρχής (άρθρο 1 του Συντάγματος) και της κατοχύρωσης του πολυκομματισμού
(άρθρο 29 παρ. 1 του Συντάγματος) απορρέει η αρχή της παροχής ίσων
ευκαιριών στα πολιτικά κόμματα. Η τήρηση του ίσου μέτρου ευκαιριών στα
κόμματα αποτελεί δείκτη της ίδια, της δημοκρατικής ποιότητας του
πολιτεύματος.
Στο πλαίσιο αυτό, η κρατική χρηματοδότηση προς τα κόμματα, που είναι στενά συνυφασμένη προς την ουσιαστική αρχή της ισότητας, δεν μπορεί να γίνεται στη βάση στοιχείων τυχαίων, συμπτωματικών ή ανεπίκαιρων και δεν μπορεί να είναι ανεξάρτητη από το μέγεθος των κομμάτων και την απήχησή τους στο εκλογικό σώμα (σχετική η απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας 930/1990 και σειρά παρόμοιων έκτοτε).
Με το νόμο 3023/2003 ρυθμίστηκαν τα θέματα εκλογικής χρηματοδότησης των κομμάτων. Αυτή ανέρχεται κατ' ανώτατο σε ένα συγκεκριμένο ύψος του κρατικού προϋπολογισμού (0,22 τοις χιλίοις), ενώ το ακριβές ποσοστό προβλέφθηκε να αποφασίζεται από τον υπουργό Εσωτερικών κατόπιν διατύπωσης γνώμης από τη Διακομματική Επιτροπή. Με το άρθρο 3 παρ. 3 του ίδιου νόμου ορίστηκε ότι η κατανομή της εκλογικής χρηματοδότησης προκύπτει σε συνάρτηση με τον συνολικό αριθμό των έγκυρων ψηφοδελτίων που συγκέντρωσαν τα κόμματα και οι συνασπισμοί.
Εκείνο που όμως δεν ορίζεται είναι με βάση το αποτέλεσμα τίνων εκλογών (και άρα ψηφοδελτίων) θα καθοριστεί η επιχορήγηση. Εδώ η λογική απάντηση (και η μόνη που θα έβρισκε έρεισμα στο Σύνταγμα) θα ήταν με βάση τα αποτελέσματα των τελευταίων εκλογών, αφού τούτη είναι αναμφίβολα η πλέον πρόσφατη και αξιόπιστη έκφραση της λαϊκής βούλησης.
Ο υπουργός Εσωτερικών της μνημονιακής συγκυβέρνησης αποφάσισε όμως διαφορετικά. Σε μια πρωτοφανή χειρονομία προεκλογικής στήριξης προς τον ασθμαίνοντα (και καταχρεωμένο) κυβερνητικό εταίρο ΠΑΣΟΚ, αποφάσισε τον καθορισμό του ύψους της χρηματοδότησης με κύριο συντελεστή βαρύτητας τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών του 2009 (!), σε πλήρη αναντιστοιχία προς το σημερινό πολιτικό σκηνικό. Αρκεί να υπενθυμιστεί ότι έκτοτε μεσολάβησαν τρεις εθνικές αναμετρήσεις (Οκτώβριος 2009, Μάιος και Ιούνιος 2012) και ότι το ΠΑΣΟΚ στην τελευταία από αυτές έλαβε λιγότερο από το ένα τρίτο των ψήφων που είχε στις ευρωεκλογές του 2004, ενώ συρρίκνωση παρουσίασε και το εκλογικό ποσοστό της Νέας Δημοκρατίας.
Πρόκειται επομένως για υφαρπαγή δημοσίου χρήματος από τον συνασπισμό των υπερχρεωμένων και αναξιόχρεων (οφειλετών 270 εκατ. ευρώ προς το διασωθέν με χρήματα φορολογουμένων τραπεζικό σύστημα) «διασωστών» της ελληνικής οικονομίας, με στόχο την πολιτική - εκλογική διαιώνιση πολιτικών απολιθωμάτων. Η υφαρπαγή αυτή είναι αντισυνταγματική, αφού η χρησιμοποίηση ανεπίκαιρων ιστορικών κριτηρίων για την κατανομή της κρατικής ενίσχυσης στα κόμματα παραβιάζει, όπως εκτέθηκε, τα άρθρα 1 και 29 του Συντάγματος.
Το πρακτικό πρόβλημα όμως είναι ότι η τυχόν προσβολή της υπουργικής απόφασης στο Συμβούλιο της Επικρατείας δεν μπορεί να οδηγήσει σε έκδοση ακυρωτικής δικαστικής απόφασης παρά μόνο ύστερα από την πάροδο ικανού χρονικού διαστήματος, λόγω των γνωστών ρυθμών απονομής της δικαιοσύνης στη χώρα μας. Έτσι πιθανότατα η δικαστική διαπίστωση της αντισυνταγματικότητας δεν θα επιφέρει την επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών, αφού τότε το ΠΑΣΟΚ (ή Ελιά) δεν θα υπάρχει καν.
*Ο Κώστας Χρυσόγονος είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου του ΑΠΘ, υποψήφιος ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ
Στο πλαίσιο αυτό, η κρατική χρηματοδότηση προς τα κόμματα, που είναι στενά συνυφασμένη προς την ουσιαστική αρχή της ισότητας, δεν μπορεί να γίνεται στη βάση στοιχείων τυχαίων, συμπτωματικών ή ανεπίκαιρων και δεν μπορεί να είναι ανεξάρτητη από το μέγεθος των κομμάτων και την απήχησή τους στο εκλογικό σώμα (σχετική η απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας 930/1990 και σειρά παρόμοιων έκτοτε).
Με το νόμο 3023/2003 ρυθμίστηκαν τα θέματα εκλογικής χρηματοδότησης των κομμάτων. Αυτή ανέρχεται κατ' ανώτατο σε ένα συγκεκριμένο ύψος του κρατικού προϋπολογισμού (0,22 τοις χιλίοις), ενώ το ακριβές ποσοστό προβλέφθηκε να αποφασίζεται από τον υπουργό Εσωτερικών κατόπιν διατύπωσης γνώμης από τη Διακομματική Επιτροπή. Με το άρθρο 3 παρ. 3 του ίδιου νόμου ορίστηκε ότι η κατανομή της εκλογικής χρηματοδότησης προκύπτει σε συνάρτηση με τον συνολικό αριθμό των έγκυρων ψηφοδελτίων που συγκέντρωσαν τα κόμματα και οι συνασπισμοί.
Εκείνο που όμως δεν ορίζεται είναι με βάση το αποτέλεσμα τίνων εκλογών (και άρα ψηφοδελτίων) θα καθοριστεί η επιχορήγηση. Εδώ η λογική απάντηση (και η μόνη που θα έβρισκε έρεισμα στο Σύνταγμα) θα ήταν με βάση τα αποτελέσματα των τελευταίων εκλογών, αφού τούτη είναι αναμφίβολα η πλέον πρόσφατη και αξιόπιστη έκφραση της λαϊκής βούλησης.
Ο υπουργός Εσωτερικών της μνημονιακής συγκυβέρνησης αποφάσισε όμως διαφορετικά. Σε μια πρωτοφανή χειρονομία προεκλογικής στήριξης προς τον ασθμαίνοντα (και καταχρεωμένο) κυβερνητικό εταίρο ΠΑΣΟΚ, αποφάσισε τον καθορισμό του ύψους της χρηματοδότησης με κύριο συντελεστή βαρύτητας τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών του 2009 (!), σε πλήρη αναντιστοιχία προς το σημερινό πολιτικό σκηνικό. Αρκεί να υπενθυμιστεί ότι έκτοτε μεσολάβησαν τρεις εθνικές αναμετρήσεις (Οκτώβριος 2009, Μάιος και Ιούνιος 2012) και ότι το ΠΑΣΟΚ στην τελευταία από αυτές έλαβε λιγότερο από το ένα τρίτο των ψήφων που είχε στις ευρωεκλογές του 2004, ενώ συρρίκνωση παρουσίασε και το εκλογικό ποσοστό της Νέας Δημοκρατίας.
Πρόκειται επομένως για υφαρπαγή δημοσίου χρήματος από τον συνασπισμό των υπερχρεωμένων και αναξιόχρεων (οφειλετών 270 εκατ. ευρώ προς το διασωθέν με χρήματα φορολογουμένων τραπεζικό σύστημα) «διασωστών» της ελληνικής οικονομίας, με στόχο την πολιτική - εκλογική διαιώνιση πολιτικών απολιθωμάτων. Η υφαρπαγή αυτή είναι αντισυνταγματική, αφού η χρησιμοποίηση ανεπίκαιρων ιστορικών κριτηρίων για την κατανομή της κρατικής ενίσχυσης στα κόμματα παραβιάζει, όπως εκτέθηκε, τα άρθρα 1 και 29 του Συντάγματος.
Το πρακτικό πρόβλημα όμως είναι ότι η τυχόν προσβολή της υπουργικής απόφασης στο Συμβούλιο της Επικρατείας δεν μπορεί να οδηγήσει σε έκδοση ακυρωτικής δικαστικής απόφασης παρά μόνο ύστερα από την πάροδο ικανού χρονικού διαστήματος, λόγω των γνωστών ρυθμών απονομής της δικαιοσύνης στη χώρα μας. Έτσι πιθανότατα η δικαστική διαπίστωση της αντισυνταγματικότητας δεν θα επιφέρει την επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών, αφού τότε το ΠΑΣΟΚ (ή Ελιά) δεν θα υπάρχει καν.
*Ο Κώστας Χρυσόγονος είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου του ΑΠΘ, υποψήφιος ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ