ένα φως που δεν σβήνει ποτέ

Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2013

Τώρα που η μικρή Μαρία αποδείχτηκε τσιγγανάκι, και μάλιστα από τη Βουλγαρία, τα κανάλια έπαψαν να ολοφύρονται για το «ξανθό αγγελούδι», που δεν έχει καμιά σχέση, τάχα, με τα τσιγγανάκια. Βέβαια, το ίδιο το παιδί έχει άλλα ντράβαλα τώρα, πολύ σοβαρότερα, καθώς, όπως όλα δείχνουν, οδεύει προς κάποιο ίδρυμα, έχοντας χάσει την οικογένειά του τη θετή, χωρίς να βρει τη βιολογική –μπορεί να το ανέλαβε το Χαμόγελο του Παιδιού, αλλά το παιδί έχασε το χαμόγελό του.


Βέβαια στη Ρομανί, τη γλώσσα των Ρομά, ο ενικός αριθμός είναι Ρομ στο αρσενικό και Ρομνί στο θηλυκό γένος, ενώ Ρομά είναι ο πληθυντικός (και, αν δεν κάνω λάθος, Ρομνιά ο πληθυντικός στο θηλυκό). Όμως είναι αμφίβολο αν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε στα ελληνικά τους κανόνες κλίσης μιας άλλης γλώσσας, αν και όχι αδιανόητο, εφόσον έχουμε να κάνουμε με μια μειονότητα που ζει στη χώρα μας εδώ και τόσους αιώνες. Η χρήση πάντως των όρων ρομ/ρομνί/ρομά βοηθάει προσωρινά, αν και τελικά προβλέπω να καθιερωθεί το «ο/η/οι ρομά». Δεν βοηθάει βέβαια η λατινογραφή (roma), ούτε ο παρατονισμός «Ρόμα», που κύριος οίδε πού τον ψάρεψε το λεξικό Μπαμπινιώτη και τον κατέγραψε και τον χρησιμοποιεί ακόμα και στην τελευταία έκδοσή του. Σε μιαν άλλη εποχή, θα είχε ίσως καθιερωθεί ή έστω επιχειρηθεί κάποιος εξελληνισμός (Ρομαΐτες, ας πούμε).
Το άρθρο θα λεξιλογήσει, και θα σταθεί ειδικά στην ετυμολογία των τσιγγάνων -και των Ρομ. Σε ένα παλιό κείμενό του (εδώ βρίσκετε ένα καίριο απόσπασμα) ο καθηγητής Γεωργακάς είχε προτείνει ελληνική αρχή για τη λέξη Ρομ, από το Ρωμαίος/Ρωμιός, κάτι όχι παράλογο αφού οι Τσιγγάνοι πρώτα στο Βυζάντιο ήρθαν. Ωστόσο, οι περισσότεροι δέχονται ότι η λέξη Ρομ έχει ινδική/σανσκριτική ετυμολογία (παράδειγμα, αν και υπάρχουν κι άλλες εκδοχές).
Όπως διαβάζω στην εργασία “Οι Ρομά στην Ελλάδα: Ιστορία και σημερινή πραγματικότητα“, της Ελληνικής Ομάδας για τα Δικαιώματα των Μειονοτήτων, Η πρώ­τη ου­σια­στι­κή α­να­φο­ρά στους Ρο­μά γί­νε­ται στα 1068, σε ένα γεωρ­για­νό εκκλη­σιαστι­κό κεί­με­νο, τον Βί­ο του Α­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου του Α­θω­νί­τη. Σε αυ­τό το κείμενο, που είναι γραμμένο στη γεωργιανή γλώσσα αλλά έχει μεταφραστεί στα λατινικά, α­να­φέ­ρε­ται πως στα 1050, ο Αυ­το­κρά­το­ρας Κων­στα­ντί­νος Μο­νο­μά­χος ο Θ’ κά­λεσε τους «Α­τζίγ­γα­νους’, έ­να λα­ό ‘…Σα­μαρει­τών, α­πο­γό­νων του Σί­μω­νος του Μά­γου και γνω­στών για τις μα­γι­κές τους ικα­νό­τη­τες», προ­κει­μέ­νου να α­ντι­με­τω­πί­σει τα ά­γρια θη­ρί­α τα ο­ποί­α κα­τέτρωγαν τα θη­ρά­μα­τα στο αυ­το­κρα­το­ρι­κό δά­σος του Φι­λο­πα­τί­ου.
Αναφορές στην ελληνόγλωσση γραμματεία υπάρχουν πολλές αλλά μεταγενέστερες, ας πούμε στην Παιδιόφραστο διήγηση των τετραπόδων ζώων (“αλλ’ είσαι ψεματάρισσα, κλέπτρια και τσιγγάνα”) ή στον Πουλολόγο (“Ατσίγγανε, μαυρότεχνε”). Η ενωρίτερη αναφορά από δυτικό συγγραφέα είναι το 1323, όταν ο Ιρλανδός μοναχός Symon Semeonis που ταξίδευε από την Υβερνία στους Αγίους Τόπους συνάντησε έξω από την Κάντια, το Ηράκλειο Κρήτης δηλαδή, έναν νομαδικό λαό, απογόνους του Κάιν όπως τους ονόμασε, που μάλλον ήταν τσιγγάνοι. Λίγο αργότερα, το 1360, στην επίσης ενετική Κέρκυρα ιδρύθηκε ένα φέουδο, το Feudum Acinganorum, οι κολίγοι του οποίου ήταν ατσίγγανοι. Ο σατιρικός Μάζαρης που γράφει το 1416 χαρακτηρίζει την Πελοπόννησο πανσπερμία λαών, από τους οποίους ξεχωρίζει τα εξής επτά έθνη: Λακεδαίμονες, Ἰταλοί, Πελοποννήσιοι, Σθλαβῖνοι, Ἰλλυριοί, Αἰγύπτιοι καὶ Ἰουδαῖοι(οὐκ ὀλίγοι δὲ μέσον τούτων καὶ ὑποβολιμαῖοι), ὁμοῦ τὰ τοιαῦτα ἐπαριθμούμενα ἑπτά. Λακεδαιμόνιοι μπορεί να είναι και οι Τσάκωνες, Σλαβίθνοι είναι οι Σλάβοι, Ιλλυριοί οι Αρβανίτες, ενώ Αιγύπτιοι είναι προφανώς οι τσιγγάνοι.
Από τα ελληνικά της εποχής, η λέξη περνάει στα ρώσικα και τις βαλκανικές γλώσσες, και από εκεί στα γερμανικά (Zigeuner), ενώ επίσης από τα ελληνικά περνάει στα ιταλικά (zingaro). Οι Γάλλοι έχουν το gitane, που προέρχεται από το Egiptano/Αιγύπτιος και θα το δούμε σε άλλο άρθρο. Από εκεί και το αγγλικό gypsy. Πάντως και στα γαλλικά χρησιμοποιείται το tzigane, το οποίο μάλιστα, σύμφωνα με το atilf, το πήραν από τα ρώσικα μάλλον παρά από τα γερμανικά.
Ταυτόχρονα, ξέρουμε ότι στα ελληνικά τους τσιγγάνους στην καθαρεύουσα τους λέμε ή τους λέγαμε και Αθίγγανους, ταύτιση σφαλερή και παραπλανητική. Αθίγγανοι ονομάζονταν, από τον 8ο-9ο αιώνα, οι οπαδοί μιας αίρεσης που ήταν διαδεδομένη στη Μικρασία, οι Μελχισεδεκίτες, που ονομάστηκαν έτσι επειδή, αν και δέχονταν τον Ιησού, θεωρούσαν ανώτερό του τον Μελχισεδέκ (πρόσωπο της Παλαιάς Διαθήκης). Στην αίρεση αυτή προσχώρησαν και βυζαντινοί αυτοκράτορες. Ύστερα από τους συνηθισμένους διωγμούς, ο αριθμός τους έπαψε να αποτελεί απειλή.  Σύμφωνα με το Μέγα Ετυμολογικόν, Αθίγγανος είναι «ο μη θέλων τινί προσεγγίσαι, από του θίγω. Οι γαρ την αίρεσιν ταύτην έχοντες ουδέν παρ’ άλλου λαμβάνουσιν». Επομένως, η μεταγενέστερη ερμηνεία ότι «αθίγγανος είναι αυτός που δεν τον αγγίζουν» δεν συμφωνεί με τις πηγές. Επομένως, οι “αιρετικοί” Αθίγγανοι εμφανίστηκαν στο Βυζάντιο αρκετούς αιώνες νωρίτερα από τους νομάδες Ατσίγγανους.
Στην πορεία, οι νομάδες, που είχαν κάποια εξωτερικά κοινά στοιχεία με τους πολύ προγενέστερους αιρετικούς, όπως την ενασχόληση με τη μαντεία κτλ., ονομάστηκαν κι αυτοί Αθίγγανοι -τότε, Αθίγγανος σήμαινε απλώς αιρετικός, είχε ατονήσει η αναφορά στη μελχισεδεκιτική αίρεση, που δεν επιβίωνε άλλωστε πλέον. Ένα μεγάλο ερώτημα είναι αν ο τύπος ατσίγγανος είναι μετεξέλιξη του αθίγγανος ή αν ανάγεται σε κάποια ξένη λέξη που ενδεχομένως προσαρμόστηκε υπό την επιρροή του «αθίγγανος».
Ο Μπαμπινιώτης λέει ότι το ατσίγγανος προέρχεται από το «αθίγγανος» χωρίς να το τεκμηριώνει. Στο μεσαιωνικό του Κριαρά, δίνεται η ίδια παραγωγή, ατσίγγανος από αθίγγανος, με παραπομπή σε άρθρο του Δ. Πομόνη στη Νέα Εστία (τόμος 58, σελ. 991). Με όλο τον σεβασμό στον Εμμανουήλ Κριαρά, φοβάμαι πως υπάρχει παρανάγνωση. Ο Πομόνης στο άρθρο του (σημείωμα είναι στην πραγματικότητα, 3-4 μικρές παράγραφες, μπορείτε να το δείτε εδώ αν πάτε στη σελ. 991 με δικές σας δυνάμεις) δεν διαφωνεί με τον Κοραή, η τελευταία πρότασή του είναι ειρωνική, αντίθετα επιτίθεται στους “λογιώτατους” της εποχής του (1955) που αντικαθιστούσαν το “τσιγγάνος” με το “αθίγγανος”. (Το αστείο είναι ότι και το αρθράκι του Πομόνη έχει ένα καίριο τυπογραφικό λάθος: ο Κοραής έγραφε ότι “κακώς ενομίσθη ότι [οι Τσιγγάνοι] είναι οι από τους Γραικορρωμαίους [Βυζαντινούς] ονομασθέντες Αθίγγανοι” και ότι “το όνομαΤσίγγανος ή το έφεραν από την Ινδίαν ή το έλαβαν εις τον δρόμον από κανέν’ άλλον έθνος”. Έχουμε επομένως δύο απόψεις, Ας κρατήσουμε ότι δεν είναι βέβαιο πως η λ. τσιγγάνος είναι μετεξέλιξη του Αθίγγανος. Προσωπικά μάλιστα βρίσκω πιο εύλογη την εξήγηση του Κοραή.
Στα τούρκικα, ο Τσιγγάνος λέγεται çingene, που είναι δάνειο από το ελληνικό τσιγγάνος. (Ο αρχικός τύπος, στα παλιότερα οθωμανικά ήταν çigâne). Το εθνικό όνομα πήρε σύντομα και υποτιμητικές αποχρώσεις· κάποια στιγμή, το çingene απέκτησε και μια δεύτερη σημασία, φιλάργυρος. Το ερώτημα είναι αν η διπλή σημασία υπήρχε ήδη στα ελληνικά της βυζαντινής εποχής και πέρασε στα τουρκικά ή αν αναπτύχθηκε στα τουρκικά. Πιθανότερο είναι το δεύτερο, ιδίως υπό την επίδραση του παλαιοτουρκικού çιgan, που σήμαινε “φτωχός”. Βλέπετε, για τον χορτάτο άρχοντα, ο φτωχός είναι φιλάργυρος. Το πολύ ενδιαφέρον είναι ότι η λέξη çingene, με τη δεύτερη αυτή σημασία, του φιλάργυρου, επανακάμπτει στα ελληνικά ως τσιγκούνης, δηλαδή η λέξη “τσιγκούνης” είναι στα ελληνικά αντιδάνειο, αλλά φυσικά χωρίς οι περισσότεροι Έλληνες ομιλητές να υποψιάζονται την ετυμολογική συγγένειά της με τους τσιγγάνους.
Πάντως, τη συσχέτιση των τσιγγάνων με τη φιλαργυρία ή με τη μικροπρεπή συμπεριφορά την έχουμε κι εμείς, όταν λέμε “γύφτο” εκείνον π.χ. που ενώ έχει οικονομική άνεση αποφεύγει να κεράσει και επιδιώκει πάντοτε να τον κερνάνε. Στο σημερινό άρθρο δεν θέλω να αναφερθώ στη λέξη “γύφτος” γιατί έχω πολλά να πω και θα μου βγει τριπλοσέντονο, αλλά πάντως ξαναβλέπουμε ότι οι χορτάτοι εύκολα χαρακτηρίζουν φιλάργυρο τον φτωχό που μετράει και τη δεκάρα. Καμιά φορά μάλιστα, και οι χορτάτοι με δανεικά.
Κατά σύμπτωση, από τα τούρκικα έχουμε δανειστεί και άλλο ένα εθνωνύμιο που επίσης σημαίνει “φιλάργυρος”, το τσιφούτης, από το τουρκικό çιfιt που σημαίνει φιλάργυρος αλλά ανάγεται σε παλιότερη λέξη που σήμαινε ‘Εβραίος’. Στα σύγχρονα ελληνικά λεξικά (ΛΚΝ, Μπαμπινιώτης) το “τσιφούτης” δίνεται με αποκλειστική σημασία “φιλάργυρος, συμφεροντολόγος”, αλλά αν ανατρέξουμε στα σώματα κειμένων βλέπουμε ότι συχνά χρησιμοποιόταν, ειρωνικά ή περιφρονητικά, με τη σημασία “Εβραίος”. που τη βρίσκουμε σε παλιότερα ελληνικά λεξικά (Δημητράκος, Πάπυρος). Προσωπικά τη λέξη την αποφεύγω. (Παρεμπιπτόντως, το λήμμα “τσιφούτης” του slang.gr είναι γεμάτο λάθη στα σχόλια, μην δώσετε βάση).
Τους τσιγγάνους τους λέμε ή τους λέγαμε και κατσίβελους, λέξη που χρησιμοποιείται σχεδόν πάντα μειωτικά. Η ετυμολογία της έχει ενδιαφέρον, αφού προέρχεται, μέσω των αρωμουνικών, από το λατινικό captivus, αιχμάλωτος, και ειδικότερα από κάποιο υποκοριστικό (*captivellus). Ο αιχμάλωτος λογικό ήταν να πάρει μεταφορικά τη σημασία “άθλιος, δυστυχής” που πέρασε μετά στους τσιγγάνους. Κατσίβελο λέμε επίσης κάποιον απεριποίητο, βρόμικο. “Από έξω μπέλα μπέλα, κι από μέσα κατσιβέλα” λέει μια παροιμία. Στην ελληνική φρασεολογία πάντως είναι πολύ λίγες οι εκφράσεις με τσιγγάνους ή με κατσίβελους, ενώ για τους γύφτους υπάρχουν πάρα πολλές -αλλά αυτό είναι ένα θέμα που θα το δούμε μεθαύριο.
Πηγή: sarantakos.wordpress.com

Popular Posts

Blog Archive

Download

Translate

ένα φως που δεν σβήνει ποτέ

ένα φως που δεν σβήνει ποτέ

Αναζήτηση του ιστολογίου

Copyright © ΦΡΥΚΤΩΡΙΑ | Powered by Blogger
Design by Dizzain Inc | Blogger Theme by Lasantha - PremiumBloggerTemplates.com