Του Δημήτρη Α. Σεβαστάκη

«Είναι καλό το φεγγάρι - δεν θα φαίνεται που ασπρίσαν τα μαλλιά μου. Το φεγγάρι θα κάνει πάλι χρυσά τα μαλλιά μου. Δεν θα καταλάβεις» λέει ο Ρίτσος στη "Σονάτα του σεληνόφωτος". Στο ποίημα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο από τις εικόνες της Κρητικής Σχολής για παράδειγμα, όπου ο «χρυσός κάμπος» με τη λάμψη του δεν ασπρίζει, αλλά σκουραίνει τα μαλλιά των απεικονιζομένων. Τεχνάσματα και σκηνοθεσίες της μεγάλης τέχνης, που, ενώ γράφεται έξω απ' τα συμβαίνοντα και τα συμβάντα, μακριά απ' τα ημερήσια ενδιαφέροντα του λαϊκού ανθρώπου, στο τέλος εγγράφεται πάνω στο δυσεπίλυτο του θανάτου, δηλαδή στο κεντρικό υπαρκτικό ερώτημα και του λαϊκού ανθρώπου. «Δεν μπορεί ωστόσο να βρεθεί μια άλλη σχέση με τον θάνατο εκτός απ' την αποφυγή» λέει η Francoise Dastur. Και είναι γεγονός ότι τα έργα μεγάλης και μικρής τέχνης αποτελούν στρατήγημα αποφυγής αλλά και εκλογίκευσης. Ο θρήνος, η δραματική ποίηση, η δημοτική στιχουργία, η λόγια τέχνη αντικειμενοποιούν αυτό που δεν μπορεί να επιλυθεί.
Είναι γνωστό ότι μια πλάγια σύγχρονη απάντηση στο πρόβλημα του θανάτου είναι η πλαστική χειρουργική που τεντώνει το δέρμα, κρύβοντας αυτό που συντελείται από κάτω. Την πρότεινε η «ιδεολογία της φορμόλης», που στην Ελλάδα εκφράστηκε κυρίως την περίοδο του «εκσυγχρονισμού». Μια μορφή οικονομικής εκδήλωσης της συγκεκριμένης ιδεολογίας της φορμόλης ήταν το χρηματιστήριο. Οικονομική ευρωστία, αναβολικών.
Μια άλλη απάντηση στον θάνατο, σύγχρονη -εξίσου παραποιητική και άδεια- είναι η υπερεπικαιρότητα, ο μιντιακός παροξυσμός. Πατώντας στο διαρκές «τουιτάρισμα», στο διαρκές «μπλογκοσχόλιο», τρέχοντας πίσω απ' το λαχανιασμένο trailer, νομίζεις πως διαρκείς. Είναι μια μορφή πολιτιστικής - πλαστικής χειρουργικής κι αυτό. Κρύβεις το γήρας πίσω από έναν υστερικό ενεστώτα.
Η πείνα όμως, το κυνήγι της καθημερινής επιβίωσης, συγκροτεί μια άλλη επικαιρογραφική ωμότητα. Μια νέου τύπου συνειδησιακή υπέρβαση του θανάτου. Η καθημερινή αγωνία του νέου πάμφτωχου συνθέτει την πιο έντονη τωρινότητα. «Να τη σκαπουλάρω ΤΩΡΑ. Να επιζήσω, να φάω, να μη βραχώ». Το νέο ανθρωπομοντέλο που παρήγαγε η λεγόμενη κρίση, η δίωξη από το ουμανιστικό κεκτημένο, αναπτύσσει αυτή την ιδιότυπη «καλλιτεχνική πράξη», αυτή την ιδιότυπη «πλαστική χειρουργική». Απ' τον πλούτο του κόσμου, από τα αγαθά, τις εικόνες, τη γλώσσα, την ποίηση, την ιστορία εγώ (ο διωκόμενος) κρατώ το περίσσευμα, αυτό που πέφτει απ' το τραπέζι.
Αυτό συνιστά μια τραγική περίληψη, σύμπτυξη του κόσμου, μια συντριπτική, εκπτωτική επιλογή. Και είναι σίγουρο ότι θα δημιουργήσει τη δική της απολογητική. Που θα είναι απερίγραπτη και ανείπωτη. Που δεν θα χωράει ούτε στον "Οιδίποδα επί Κολωνώ" του Σοφοκλέους ή στους "Πέρσες" του Αισχύλου, ούτε στη Μεγάλη Παρασκευή και τον θρήνο του θανάτου, ούτε στα ριζίτικα, ούτε στην "Κηδεία του Κόμητος Οργκάθ" του Θεοτοκόπουλου, ούτε στο «Νεκρό Σπίτι» του Ρίτσου, ούτε στην "Πολιορκία" του Αλέξη Σεβαστάκη, ούτε στους Van Der Graaf Generation, ούτε στο "Ουγκέτσου Μονογκατάρι" του Μιζογκούτσι, ούτε στη "Σταύρωση του Ιησού" του Α. Παβία, ούτε στα "Νηπενθή" του Καρυωτάκη. Πουθενά δεν θα βρίσκεις απάντηση, αισθητικό αντίτιμο αυτού του μεγάλου γεγονότος εθνικού, συλλογικού θανάτου. Και πουθενά δεν θα αναδύεται το Πάσχα όχι ως εθιμική ανάκτηση, αλλά ως επείγουσα κοσμοθεωρητική και πολιτική επιλογή.
Ναι, ο λαός μας πρέπει να ξανακερδίσει τη δυνατότητα να θρηνεί, να στοχάζεται, να αναπολεί, να χαίρεται, να μειδιά και να κρίνει.