του Θοδωρή Παρασκευόπουλου
Παρακολουθώντας τις αντιδράσεις των κομμάτων της αντιπολίτευσης, κυρίως της Νέας Δημοκρατίας του ΚΚΕ και του ΠΑΣΟΚ και λιγότερο του Ποταμιού, μένει ο ενημερωμένος αναγνώστης έκπληκτος πόσο ταυτίζεται η ορολογία και η επιχειρηματολογία με μια μερίδα ευρωπαίων πολιτικών, συγκεκριμένα των ακροδεξιών. Κι εδώ δεν εννοώ τόσο την Λεπέν, όσο την ακροδεξιά πτέρυγα της γερμανικής χριστιανοδημοκρατίας και τους ακολούθούς τους στην Ισπανία, την Πορτογαλία και τις χώρες της Βαλτικής.
Η στάση της αντιπολίτευσης
Βέβαια, η ταύτιση δεν έχει τα ίδια κίνητρα σε όλες τις περιπτώσεις. Για το ΚΚΕ είναι συνέπεια του μεταφυσικού δογματισμού ότι εφόσον η ΕΕ είναι «λυκοσυμμαχία», ό,τι συμφωνηθεί στο πλαίσιό της θα είναι επιβλαβές για τις λαϊκές τάξεις: ρήγματα και ρωγμές δεν μπορούν να υπάρξουν, γιατί, αν ο Περισσός παραδεχτεί ότι τέτοια πράγματα μπορούν να δημιουργηθούν ή κιόλας να επιτευχθούν, τότε καταρρέει το θεωρητικό οικοδόμημα. Είναι ένας τρόπος σκέψης που μας γυρνάει πίσω στην προνεοτερική θεολογική σκέψη, όπου όλα απέρρεαν από τα εκκλησιαστικά δόγματα. Ως έναν βαθμό, όμως, είναι αγνή σκέψη – συγκεκριμένα στο βαθμό που η ταύτιση δεν υπηρετεί τους εσωκομματικούς εξουσιαστικούς σκοπούς της ηγεσίας του ΚΚΕ.
Διαφορετικά είναι τα πράγματα με τα κόμματα της αστικής αντιπολίτευσης. Υπάρχει η κομματική επιδίωξη, από τη Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ, να υπερασπιστούν και να δικαιολογήσουν τα πεπραγμένα της προηγούμενης κυβέρνησης, κι εκεί ήταν αναμενόμενος ο ισχυρισμός ότι η κυβέρνηση υπέγραψε παράταση του μνημονίου και ότι, μάλιστα, με όρους χειρότερους από τους προϋπάρχοντες. Το «Ποτάμι», από τη μεριά του, επιδιώκει, όπως φαίνεται, να συμμετάσχει στην κυβερνητική πλειοψηφία ή μάλλον να αντικαταστήσει τους «Ανεξάρτητους Έλληνες». Ακόμα περισσότερο: σταθερή επιδίωξη του Σταύρου Θεοδωράκη είναι η διάσπαση και του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ. Καθώς δεν του είναι γνώριμη η διαδικασία ελεύθερης συζήτησης και λήψης δεσμευτικών αποφάσεων – το «Ποτάμι» δεν είναι λιγότερο αρχηγικό κόμμα από τη Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ, είναι μάλλον περισσότερο, αν και ιδιόμορφα, προσωποπαγές – θεωρεί ότι οι διαφωνίες που εκφράζονται στα όργανα του κόμματος ή με αρθρογραφία δημιουργούν δυνατότητες για αλλαγή του πολιτικού σκηνικού με την περιθωριοποίηση τμημάτων του ΣΥΡΙΖΑ.
Οι λοιπές δυνάμεις
Είναι εμφανές ότι τέτοιες επιδιώξεις ήδη υποστηρίζονται, έστω και δειλά, και από εξωκοινοβουλευτικές δυνάμεις, π.χ. σε ορισμένα ΜΜΕ, οι οποίες ενδιαφέρονται για την ανασύνταξη του αστικού κομματικού συστήματος μετά την κρίση του που συνέβαλε στην ανάδειξη της Αριστεράς σε ηγεμονική πολιτική δύναμη. Επίσης, εμφανές είναι ότι γι’ αυτό το εγχείρημα ενδιαφέρονται και κέντρα εκτός Ελλάδας, τα οποία ξαφνικά βρέθηκαν χωρίς συνομιλητή στην Αθήνα, αφού το ΠΑΣΟΚ και η Νέα Δημοκρατία, όχι μόνο έχασαν την παλιά κοινοβουλευτική τους δύναμη, αλλά έχουν απαξιωθεί ηθικά. Σε αυτή την προσπάθεια επιδιώκουν να συμπεριλάβουν και τον ΣΥΡΙΖΑ – με την εφαρμογή διπλής τακτικής: αφενός καταγγέλλοντάς τον, μήπως και περιθωριοποιηθεί, και αφετέρου με προτάσεις ενσωμάτωσης.
Είναι κατανοητό οι γερμανοί χριστιανοδημοκράτες και χριστιανοκοινωνιστές να ειρωνεύονται τη συμφωνία των Βρυξελλών, μιλώντας για «το μνημόνιο που δεν το λέμε μνημόνιο» και για «την τρόικα που θα την λέμε οι «θεσμοί»». Στο κάτω κάτω πρέπει να πείσουν τους ψηφοφόρους τους ότι η γερμανική κυβέρνηση δεν εγκατέλειψε θέσεις που της είχε παραχωρήσει η Ελλάδα υπό την κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου, πρώτον, αλλά και, δεύτερον, να οικοδομήσουν τις προϋποθέσεις για (από τη μεριά της γερμανικής κυβέρνησης) επιτυχή συνέχιση των διαπραγματεύσεων με την Ελλάδα. Βλέπεις, ο ισχυρισμός ότι στις διαπραγματεύσεις των Βρυξελλών η πλευρά των «σκληρών» στην Ευρωζώνη κατήγαγε νίκη είναι σαθρός. Βεβαίως, η ελληνική κυβέρνηση υποχώρησε από τις επιδιώξεις και τις αρχικές της προτάσεις και το «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης» του ΣΥΡΙΖΑ που αποτέλεσε τη ββάση για το σχηματισμό της δεν αποτυπώνεται στο σύνολό του στην επιστολή Βαρουφάκη, πόσο μάλλον στην ανακοίνωση του Γιούρογκρουπ. Όμως, η αφετηρία των διαπραγματεύσεων δεν ήταν το «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης» αλλά η προτέρα κατάσταση, δηλαδή το μνημόνιο και το μέιλ Χαρδούβελη – του οποίου το περιεχόμενο, παρεμπιπτόντως, ακόμα δεν έχουμε πληροφορηθεί επισήμως. Με αυτό το κεκτημένο διαπραγματεύτηκαν ο Σόιμπλε και οι σύμμαχοί του. Και με αυτή την αφετηρία, η «συμμαχία της σταθερότητας», όπως προσφυώς την αποκάλεσε γερμανός δεξιός βουλευτής, αναγκάστηκε σε εγκατάλειψη θέσεων. Στο εκτενές άρθρο που αναδημοσίευσε η «Εποχή» στο προηγούμενο φύλλο της από τη γερμανική, κάθε άλλο παρά αριστερή «Handelsblatt» αναλύονται με μεγάλη ακρίβεια οι υποχωρήσεις της «συμμαχίας» ή καλύτερα τα εδαφικά κέρδη της ελληνικής κυβέρνησης.
Η «συμμαχία της σταθερότητας»
Σκληρός πυρήνας της «συμμαχίας της σταθερότητας» είναι η Γερμανία και οι Βαλτικές χώρες (αυτές προπάντων επειδή είναι για λόγους εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας προσδεδεμένες στο Βερολίνο). Παλιότερα, σταθερό μέλος της συμμαχίας ήταν και η Αυστρία. Αυτό άλλαξε εν μέρει μετά τη νίκη των σοσιαλδημοκρατών που από το 2007 ηγούνται της κυβέρνησης συνασπισμού με το Λαϊκό Κόμμα. Ωστόσο, τη θέση του υπουργού Οικονομικών την έχει πάντα δεξιός πολιτικός κι αυτό επηρεάζει τη θέση της αυστριακής κυβέρνησης – υπήρξε μάλιστα γκρίνια για την πρωτοβουλία του καγκελάριου Φάιμαν να συναντηθεί με τον Τσίπρα. Το ίδιο ισχύει και για την Ιρλανδία. Για εσωτερικούς λόγους φανατικοί υποστηρικτές της γερμανικής πολιτικής είναι οι κυβερνήσεις της Ισπανίας και της Πορτογαλίας. Παλιότερες σταθερές σύμμαχοι της Γερμανίας, οι Κάτω Χν πρωτοβουλία του καγκελάριου Φρρώρες και η Φιλανδία, διαφοροποιούνται, άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο είτε επειδή αντιμετωπίζουν και οι ίδιες οικονομικά προβλήματα είτε οι εταίροι των κυβερνήσεων συνασπισμού δεν έχουν κοινές επιδιώξεις.
Γενικότερα, στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία φαίνεται να επικρατεί αμηχανία: από τη μια βλέπουν οι ηγεσίες των κομμάτων τους ότι, αν συνεχίσουν να είναι προσδεδεμένες στην πολιτική της ευρωπαϊκής δεξιάς, θα συνεχιστεί η καθοδική πορεία: το φάντασμα του ΠΑΣΟΚ και της μοίρας του στοιχειώνει την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Ακόμα, δεν είναι λίγοι οι σοσιαλδημοκράτες πολιτικοί της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης που θεωρούν ότι η σκληρή στάση απέναντι στις χώρες που πλήττονται από την κρίση χρέους καλλιεργεί το έδαφος για να αναβιώσει η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων και της συρρίκνωσης των μισθών που φαινόταν ότι είχε χάσει την αίγλη της προηγούμενης εικοσαετίας. Από την άλλη, όμως, η σύνδεση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων με κέντρα οικονομικής ισχύος και η ένταξη των σοσιαλδημοκρατών στους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς έχουν προχωρήσει τόσο που μια αληθινή στροφή φαίνεται σχεδόν αδύνατη. Επιπλέον, η αλληλεπίδραση μεταξύ των περισσότερων ΜΜΕ και των πολιτικών, της δεξιάς προπάντων, αλλά και πολλών σοσιαλδημοκρατών, καθιστά και για εκλογικούς λόγους δύσκολη μια τέτοια στροφή – τουλάχιστον όσον αφορά το ζήτημα της Ελλάδας. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και στην Αυστρία παρατηρητές αμφιβάλλουν αν η συνάντηση με τον Τσίπρα ωφέλησε πολιτικά τον σοσιαλδημοκράτη καγκελάριο Φάιμαν.
Από την άλλη πλευρά βρίσκονται η Γαλλία και η Ιταλία τόσο για οικονομικούς όσο και για πολιτικούς λόγους. Οι οικονομικοί λόγοι είναι προφανείς: και τα δύο κράτη υφίστανται αφόρητες πιέσεις τόσο στο εσωτερικό όσο και απ’ έξω – δηλαδή από το «μέτωπο της σταθερότητας» - ώστε να εφαρμόσουν πλήρως «προγράμματα μεταρρυθμίσεων» σαν αυτά που εφαρμόστηκαν στις χώρες της κρίσης χρέους. Όχι πως οι κυβερνήσεις τους δεν θέλουν, αλλά – κι εδώ αρχίζουν οι πολιτικοί λόγοι – καθώς και στις δύο κυβερνούν σοσιαλδημοκράτες, φοβούνται τις αντιδράσεις των κοινωνικών στρωμάτων με τα οποία είναι τα κυβερνώντα κόμματα άμεσα συνδεδεμένα. Το πρόβλημα στη Γαλλία είναι μάλιστα μεγαλύτερο, γιατί η ακροδεξιά της Λεπέν παρουσιάζεται σήμερα σαν ο κύριος εκπρόσωπος της ρεπουμπλικανικής παράδοσης και του κοινωνικού της περιεχομένου.
Αντιθέσεις μεταξύ των θεσμών
Αλλά και μεταξύ των θεσμών της Ένωσης υπάρχουν αντιθέσεις που δεν σχετίζονται άμεσα με το ελληνικό ζήτημα, εκδηλώνονται όμως στην αντιμετώπισή του. Η δημόσια διαμαρτυρία του Ντάισελμπλουμ, προέδρου του Γιούρογκρουπ, ότι ο Γιούνκερ, πρόεδρος της Κομισιόν, συνέταξε σχέδιο απόφασης εγγύτερο στις ελληνικές θέσεις από όσο θα ήθελαν οι υπουργοί Οικονομικών των κρατών της Ευρωζώνης, ηχεί παράξενα, γιατί ο Γιούνκερ είναι δεξιός, ενώ ο Ντάισελμπλουμ σοσιαλδημοκράτης. Η αντίθεσή τους απηχεί όμως περισσότερο την επιθυμία της Κομισιόν να έχει πολιτικό και όχι διεκπεραιωτικό ρόλο παρά τις ιδεολογικές και πολιτικές διαφορές μεταξύ σοσιαλδημοκρατών και συντηρητικών κομμάτων. Είναι πολύ πιθανό, με την ανάληψη της προεδρίας του Γιούρογκρουπ, στα μέσα του 2015, από τον δεξιό ισπανό υπουργό Οικονομίας, αυτή η αντίθεση να οξυνθεί, και αυτό θα δυσκολέψει τη θέση της ελληνικής κυβέρνησης.
Αυτές οι αντιθέσεις μεταξύ κρατών, κομμάτων και ευρωπαϊκών θεσμών, ωστόσο, είναι πάντα σχετικές. Δηλαδή: μπορεί η γαλλική και η ιταλική κυβέρνηση να επιδιώκουν μεγαλύτερη ευχέρεια χειρισμών για τον εαυτό τους και αναπτυξιακή πολιτική της Ένωσης πέρα από το – αστείο – «πακέτο Γιούνερ», όμως, ούτε ευτυχείς είναι με την άνοδο της Αριστεράς στην Ελλάδα ούτε με το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ συμφωνούν ούτε πρόκειται για χάρη της ελληνικής κυβέρνησης να τα σπάσουν με το Βερολίνο· η αυστριακή σοσιαλδημοκρατία αντιτίθεται σε προγράμματα ιδιωτικοποιήσεων και περικοπής κοινωνικών δαπανών, αλλά ο καγκελάριος Φάιμαν δεν θα τσακωθεί με τον συντηρητικό υπουργό Οικονομικών της χώρας του για χάρη του Τσίπρα, κι ακόμα λιγότερο βέβαια η γερμανική σοσιαλδημοκρατία που συγκυβερνά με τους Χριστιανοδημοκράτες· είναι αλήθεια ότι η Μέρκελ άδειασε τον Σόιμπλε πριν από το τελευταίο Γιούρογκρουπ, κι αυτό διευκόλυνε τις διαπραγματεύσεις, τι οποίες ο γερμανός υπουργός Οικονομικών οδηγούσε σε αδιέξοδο – όμως η πολιτική του Βερολίνου είναι προσηλωμένη στην τήρηση από ελληνικής πλευράς του Μνημονίου που είχε υπογράψει η προηγούμενη ελληνική κυβέρνηση.
Ο ρόλος της ελληνικής κυβέρνησης
Είναι βέβαιο ότι το αμέσως επόμενο διάστημα η «δημιουργική ασάφεια», που πολύ ορθά επικαλείται ο έλληνας υπουργός Οικονομικών, θα αξιοποιηθεί και από την άλλη πλευρά που θα επιδιώξει να της δώσει το δικό της περιεχόμενο και ότι σε αυτό το πεδίο θα εκδηλωθούν οι αντιθέσεις που περιγράφηκαν πιο πάνω. Σε ποιο βαθμό η ελληνική κυβέρνηση θα μπορέσει να τις αξιοποιήσει εξαρτάται και από την ταχύτητα με την οποία θα προχωρήσει στις μεταρρυθμίσεις που έχουν συμφωνηθεί, οι οποίες άλλωστε είναι μέρος του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ και περιέχονται στις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης.
Υπάρχει όμως και ένα δεύτερο επίπεδο ευρωπαϊκής πολιτικής, στο οποίο η κυβέρνηση δεν μπορεί να έχει ρόλο: αφορά τις ευρωπαϊκές κοινωνίες, τα κινήματα, τα κόμματα, τα συνδικάτα. Σε αυτό το πεδίο η παρέμβαση του κόμματος – του ΣΥΡΙΖΑ – είναι, επιεικώς, υποανάπτυκτη. Τον εύκολο (και πολύτιμο) μέρος είναι αναμφισβήτητα οι σχέσεις με τα αριστερά κόμματα στην Ευρώπη. Όμως αυτές δεν αρκούν για ένα κόμμα της ισχύος και με τις ευθύνες του ΣΥΡΙΖΑ. Η διακήρυξη των προέδρων των γερμανικων συνδικαλιστικών ομοσπονδιών (που τη συνυπογράφει, μεταξύ άλλων, ο αντιπρόεδρος των σοσιαλδημοκρατών) για τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ ως ευκαιρία για την Ευρώπη είναι ενδεικτική για τις δυνατότητες που υπάρχουν. Αυτή η παρέμβαση του ΣΥΡΙΖΑ πρέπει τώρα να σχεδιαστεί με προσοχή και να υπάρξει αμέσως.
Εφημερίδα ΕΠΟΧΗ
Παρακολουθώντας τις αντιδράσεις των κομμάτων της αντιπολίτευσης, κυρίως της Νέας Δημοκρατίας του ΚΚΕ και του ΠΑΣΟΚ και λιγότερο του Ποταμιού, μένει ο ενημερωμένος αναγνώστης έκπληκτος πόσο ταυτίζεται η ορολογία και η επιχειρηματολογία με μια μερίδα ευρωπαίων πολιτικών, συγκεκριμένα των ακροδεξιών. Κι εδώ δεν εννοώ τόσο την Λεπέν, όσο την ακροδεξιά πτέρυγα της γερμανικής χριστιανοδημοκρατίας και τους ακολούθούς τους στην Ισπανία, την Πορτογαλία και τις χώρες της Βαλτικής.
Η στάση της αντιπολίτευσης
Βέβαια, η ταύτιση δεν έχει τα ίδια κίνητρα σε όλες τις περιπτώσεις. Για το ΚΚΕ είναι συνέπεια του μεταφυσικού δογματισμού ότι εφόσον η ΕΕ είναι «λυκοσυμμαχία», ό,τι συμφωνηθεί στο πλαίσιό της θα είναι επιβλαβές για τις λαϊκές τάξεις: ρήγματα και ρωγμές δεν μπορούν να υπάρξουν, γιατί, αν ο Περισσός παραδεχτεί ότι τέτοια πράγματα μπορούν να δημιουργηθούν ή κιόλας να επιτευχθούν, τότε καταρρέει το θεωρητικό οικοδόμημα. Είναι ένας τρόπος σκέψης που μας γυρνάει πίσω στην προνεοτερική θεολογική σκέψη, όπου όλα απέρρεαν από τα εκκλησιαστικά δόγματα. Ως έναν βαθμό, όμως, είναι αγνή σκέψη – συγκεκριμένα στο βαθμό που η ταύτιση δεν υπηρετεί τους εσωκομματικούς εξουσιαστικούς σκοπούς της ηγεσίας του ΚΚΕ.
Διαφορετικά είναι τα πράγματα με τα κόμματα της αστικής αντιπολίτευσης. Υπάρχει η κομματική επιδίωξη, από τη Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ, να υπερασπιστούν και να δικαιολογήσουν τα πεπραγμένα της προηγούμενης κυβέρνησης, κι εκεί ήταν αναμενόμενος ο ισχυρισμός ότι η κυβέρνηση υπέγραψε παράταση του μνημονίου και ότι, μάλιστα, με όρους χειρότερους από τους προϋπάρχοντες. Το «Ποτάμι», από τη μεριά του, επιδιώκει, όπως φαίνεται, να συμμετάσχει στην κυβερνητική πλειοψηφία ή μάλλον να αντικαταστήσει τους «Ανεξάρτητους Έλληνες». Ακόμα περισσότερο: σταθερή επιδίωξη του Σταύρου Θεοδωράκη είναι η διάσπαση και του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ. Καθώς δεν του είναι γνώριμη η διαδικασία ελεύθερης συζήτησης και λήψης δεσμευτικών αποφάσεων – το «Ποτάμι» δεν είναι λιγότερο αρχηγικό κόμμα από τη Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ, είναι μάλλον περισσότερο, αν και ιδιόμορφα, προσωποπαγές – θεωρεί ότι οι διαφωνίες που εκφράζονται στα όργανα του κόμματος ή με αρθρογραφία δημιουργούν δυνατότητες για αλλαγή του πολιτικού σκηνικού με την περιθωριοποίηση τμημάτων του ΣΥΡΙΖΑ.
Οι λοιπές δυνάμεις
Είναι εμφανές ότι τέτοιες επιδιώξεις ήδη υποστηρίζονται, έστω και δειλά, και από εξωκοινοβουλευτικές δυνάμεις, π.χ. σε ορισμένα ΜΜΕ, οι οποίες ενδιαφέρονται για την ανασύνταξη του αστικού κομματικού συστήματος μετά την κρίση του που συνέβαλε στην ανάδειξη της Αριστεράς σε ηγεμονική πολιτική δύναμη. Επίσης, εμφανές είναι ότι γι’ αυτό το εγχείρημα ενδιαφέρονται και κέντρα εκτός Ελλάδας, τα οποία ξαφνικά βρέθηκαν χωρίς συνομιλητή στην Αθήνα, αφού το ΠΑΣΟΚ και η Νέα Δημοκρατία, όχι μόνο έχασαν την παλιά κοινοβουλευτική τους δύναμη, αλλά έχουν απαξιωθεί ηθικά. Σε αυτή την προσπάθεια επιδιώκουν να συμπεριλάβουν και τον ΣΥΡΙΖΑ – με την εφαρμογή διπλής τακτικής: αφενός καταγγέλλοντάς τον, μήπως και περιθωριοποιηθεί, και αφετέρου με προτάσεις ενσωμάτωσης.
Είναι κατανοητό οι γερμανοί χριστιανοδημοκράτες και χριστιανοκοινωνιστές να ειρωνεύονται τη συμφωνία των Βρυξελλών, μιλώντας για «το μνημόνιο που δεν το λέμε μνημόνιο» και για «την τρόικα που θα την λέμε οι «θεσμοί»». Στο κάτω κάτω πρέπει να πείσουν τους ψηφοφόρους τους ότι η γερμανική κυβέρνηση δεν εγκατέλειψε θέσεις που της είχε παραχωρήσει η Ελλάδα υπό την κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου, πρώτον, αλλά και, δεύτερον, να οικοδομήσουν τις προϋποθέσεις για (από τη μεριά της γερμανικής κυβέρνησης) επιτυχή συνέχιση των διαπραγματεύσεων με την Ελλάδα. Βλέπεις, ο ισχυρισμός ότι στις διαπραγματεύσεις των Βρυξελλών η πλευρά των «σκληρών» στην Ευρωζώνη κατήγαγε νίκη είναι σαθρός. Βεβαίως, η ελληνική κυβέρνηση υποχώρησε από τις επιδιώξεις και τις αρχικές της προτάσεις και το «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης» του ΣΥΡΙΖΑ που αποτέλεσε τη ββάση για το σχηματισμό της δεν αποτυπώνεται στο σύνολό του στην επιστολή Βαρουφάκη, πόσο μάλλον στην ανακοίνωση του Γιούρογκρουπ. Όμως, η αφετηρία των διαπραγματεύσεων δεν ήταν το «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης» αλλά η προτέρα κατάσταση, δηλαδή το μνημόνιο και το μέιλ Χαρδούβελη – του οποίου το περιεχόμενο, παρεμπιπτόντως, ακόμα δεν έχουμε πληροφορηθεί επισήμως. Με αυτό το κεκτημένο διαπραγματεύτηκαν ο Σόιμπλε και οι σύμμαχοί του. Και με αυτή την αφετηρία, η «συμμαχία της σταθερότητας», όπως προσφυώς την αποκάλεσε γερμανός δεξιός βουλευτής, αναγκάστηκε σε εγκατάλειψη θέσεων. Στο εκτενές άρθρο που αναδημοσίευσε η «Εποχή» στο προηγούμενο φύλλο της από τη γερμανική, κάθε άλλο παρά αριστερή «Handelsblatt» αναλύονται με μεγάλη ακρίβεια οι υποχωρήσεις της «συμμαχίας» ή καλύτερα τα εδαφικά κέρδη της ελληνικής κυβέρνησης.
Η «συμμαχία της σταθερότητας»
Σκληρός πυρήνας της «συμμαχίας της σταθερότητας» είναι η Γερμανία και οι Βαλτικές χώρες (αυτές προπάντων επειδή είναι για λόγους εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας προσδεδεμένες στο Βερολίνο). Παλιότερα, σταθερό μέλος της συμμαχίας ήταν και η Αυστρία. Αυτό άλλαξε εν μέρει μετά τη νίκη των σοσιαλδημοκρατών που από το 2007 ηγούνται της κυβέρνησης συνασπισμού με το Λαϊκό Κόμμα. Ωστόσο, τη θέση του υπουργού Οικονομικών την έχει πάντα δεξιός πολιτικός κι αυτό επηρεάζει τη θέση της αυστριακής κυβέρνησης – υπήρξε μάλιστα γκρίνια για την πρωτοβουλία του καγκελάριου Φάιμαν να συναντηθεί με τον Τσίπρα. Το ίδιο ισχύει και για την Ιρλανδία. Για εσωτερικούς λόγους φανατικοί υποστηρικτές της γερμανικής πολιτικής είναι οι κυβερνήσεις της Ισπανίας και της Πορτογαλίας. Παλιότερες σταθερές σύμμαχοι της Γερμανίας, οι Κάτω Χν πρωτοβουλία του καγκελάριου Φρρώρες και η Φιλανδία, διαφοροποιούνται, άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο είτε επειδή αντιμετωπίζουν και οι ίδιες οικονομικά προβλήματα είτε οι εταίροι των κυβερνήσεων συνασπισμού δεν έχουν κοινές επιδιώξεις.
Γενικότερα, στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία φαίνεται να επικρατεί αμηχανία: από τη μια βλέπουν οι ηγεσίες των κομμάτων τους ότι, αν συνεχίσουν να είναι προσδεδεμένες στην πολιτική της ευρωπαϊκής δεξιάς, θα συνεχιστεί η καθοδική πορεία: το φάντασμα του ΠΑΣΟΚ και της μοίρας του στοιχειώνει την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Ακόμα, δεν είναι λίγοι οι σοσιαλδημοκράτες πολιτικοί της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης που θεωρούν ότι η σκληρή στάση απέναντι στις χώρες που πλήττονται από την κρίση χρέους καλλιεργεί το έδαφος για να αναβιώσει η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων και της συρρίκνωσης των μισθών που φαινόταν ότι είχε χάσει την αίγλη της προηγούμενης εικοσαετίας. Από την άλλη, όμως, η σύνδεση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων με κέντρα οικονομικής ισχύος και η ένταξη των σοσιαλδημοκρατών στους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς έχουν προχωρήσει τόσο που μια αληθινή στροφή φαίνεται σχεδόν αδύνατη. Επιπλέον, η αλληλεπίδραση μεταξύ των περισσότερων ΜΜΕ και των πολιτικών, της δεξιάς προπάντων, αλλά και πολλών σοσιαλδημοκρατών, καθιστά και για εκλογικούς λόγους δύσκολη μια τέτοια στροφή – τουλάχιστον όσον αφορά το ζήτημα της Ελλάδας. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και στην Αυστρία παρατηρητές αμφιβάλλουν αν η συνάντηση με τον Τσίπρα ωφέλησε πολιτικά τον σοσιαλδημοκράτη καγκελάριο Φάιμαν.
Από την άλλη πλευρά βρίσκονται η Γαλλία και η Ιταλία τόσο για οικονομικούς όσο και για πολιτικούς λόγους. Οι οικονομικοί λόγοι είναι προφανείς: και τα δύο κράτη υφίστανται αφόρητες πιέσεις τόσο στο εσωτερικό όσο και απ’ έξω – δηλαδή από το «μέτωπο της σταθερότητας» - ώστε να εφαρμόσουν πλήρως «προγράμματα μεταρρυθμίσεων» σαν αυτά που εφαρμόστηκαν στις χώρες της κρίσης χρέους. Όχι πως οι κυβερνήσεις τους δεν θέλουν, αλλά – κι εδώ αρχίζουν οι πολιτικοί λόγοι – καθώς και στις δύο κυβερνούν σοσιαλδημοκράτες, φοβούνται τις αντιδράσεις των κοινωνικών στρωμάτων με τα οποία είναι τα κυβερνώντα κόμματα άμεσα συνδεδεμένα. Το πρόβλημα στη Γαλλία είναι μάλιστα μεγαλύτερο, γιατί η ακροδεξιά της Λεπέν παρουσιάζεται σήμερα σαν ο κύριος εκπρόσωπος της ρεπουμπλικανικής παράδοσης και του κοινωνικού της περιεχομένου.
Αντιθέσεις μεταξύ των θεσμών
Αλλά και μεταξύ των θεσμών της Ένωσης υπάρχουν αντιθέσεις που δεν σχετίζονται άμεσα με το ελληνικό ζήτημα, εκδηλώνονται όμως στην αντιμετώπισή του. Η δημόσια διαμαρτυρία του Ντάισελμπλουμ, προέδρου του Γιούρογκρουπ, ότι ο Γιούνκερ, πρόεδρος της Κομισιόν, συνέταξε σχέδιο απόφασης εγγύτερο στις ελληνικές θέσεις από όσο θα ήθελαν οι υπουργοί Οικονομικών των κρατών της Ευρωζώνης, ηχεί παράξενα, γιατί ο Γιούνκερ είναι δεξιός, ενώ ο Ντάισελμπλουμ σοσιαλδημοκράτης. Η αντίθεσή τους απηχεί όμως περισσότερο την επιθυμία της Κομισιόν να έχει πολιτικό και όχι διεκπεραιωτικό ρόλο παρά τις ιδεολογικές και πολιτικές διαφορές μεταξύ σοσιαλδημοκρατών και συντηρητικών κομμάτων. Είναι πολύ πιθανό, με την ανάληψη της προεδρίας του Γιούρογκρουπ, στα μέσα του 2015, από τον δεξιό ισπανό υπουργό Οικονομίας, αυτή η αντίθεση να οξυνθεί, και αυτό θα δυσκολέψει τη θέση της ελληνικής κυβέρνησης.
Αυτές οι αντιθέσεις μεταξύ κρατών, κομμάτων και ευρωπαϊκών θεσμών, ωστόσο, είναι πάντα σχετικές. Δηλαδή: μπορεί η γαλλική και η ιταλική κυβέρνηση να επιδιώκουν μεγαλύτερη ευχέρεια χειρισμών για τον εαυτό τους και αναπτυξιακή πολιτική της Ένωσης πέρα από το – αστείο – «πακέτο Γιούνερ», όμως, ούτε ευτυχείς είναι με την άνοδο της Αριστεράς στην Ελλάδα ούτε με το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ συμφωνούν ούτε πρόκειται για χάρη της ελληνικής κυβέρνησης να τα σπάσουν με το Βερολίνο· η αυστριακή σοσιαλδημοκρατία αντιτίθεται σε προγράμματα ιδιωτικοποιήσεων και περικοπής κοινωνικών δαπανών, αλλά ο καγκελάριος Φάιμαν δεν θα τσακωθεί με τον συντηρητικό υπουργό Οικονομικών της χώρας του για χάρη του Τσίπρα, κι ακόμα λιγότερο βέβαια η γερμανική σοσιαλδημοκρατία που συγκυβερνά με τους Χριστιανοδημοκράτες· είναι αλήθεια ότι η Μέρκελ άδειασε τον Σόιμπλε πριν από το τελευταίο Γιούρογκρουπ, κι αυτό διευκόλυνε τις διαπραγματεύσεις, τι οποίες ο γερμανός υπουργός Οικονομικών οδηγούσε σε αδιέξοδο – όμως η πολιτική του Βερολίνου είναι προσηλωμένη στην τήρηση από ελληνικής πλευράς του Μνημονίου που είχε υπογράψει η προηγούμενη ελληνική κυβέρνηση.
Ο ρόλος της ελληνικής κυβέρνησης
Είναι βέβαιο ότι το αμέσως επόμενο διάστημα η «δημιουργική ασάφεια», που πολύ ορθά επικαλείται ο έλληνας υπουργός Οικονομικών, θα αξιοποιηθεί και από την άλλη πλευρά που θα επιδιώξει να της δώσει το δικό της περιεχόμενο και ότι σε αυτό το πεδίο θα εκδηλωθούν οι αντιθέσεις που περιγράφηκαν πιο πάνω. Σε ποιο βαθμό η ελληνική κυβέρνηση θα μπορέσει να τις αξιοποιήσει εξαρτάται και από την ταχύτητα με την οποία θα προχωρήσει στις μεταρρυθμίσεις που έχουν συμφωνηθεί, οι οποίες άλλωστε είναι μέρος του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ και περιέχονται στις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης.
Υπάρχει όμως και ένα δεύτερο επίπεδο ευρωπαϊκής πολιτικής, στο οποίο η κυβέρνηση δεν μπορεί να έχει ρόλο: αφορά τις ευρωπαϊκές κοινωνίες, τα κινήματα, τα κόμματα, τα συνδικάτα. Σε αυτό το πεδίο η παρέμβαση του κόμματος – του ΣΥΡΙΖΑ – είναι, επιεικώς, υποανάπτυκτη. Τον εύκολο (και πολύτιμο) μέρος είναι αναμφισβήτητα οι σχέσεις με τα αριστερά κόμματα στην Ευρώπη. Όμως αυτές δεν αρκούν για ένα κόμμα της ισχύος και με τις ευθύνες του ΣΥΡΙΖΑ. Η διακήρυξη των προέδρων των γερμανικων συνδικαλιστικών ομοσπονδιών (που τη συνυπογράφει, μεταξύ άλλων, ο αντιπρόεδρος των σοσιαλδημοκρατών) για τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ ως ευκαιρία για την Ευρώπη είναι ενδεικτική για τις δυνατότητες που υπάρχουν. Αυτή η παρέμβαση του ΣΥΡΙΖΑ πρέπει τώρα να σχεδιαστεί με προσοχή και να υπάρξει αμέσως.
Εφημερίδα ΕΠΟΧΗ