Ρενέ Μαγκρίτ, «Νυχτερινό», 1925 |
Με αφορμή το κατοχικό δάνειο και τις πολεμικές αποζημιώσεις
του Πολυμέρη Βόγλη
Σε λίγες
εβδομάδες συμπληρώνονται εβδομήντα χρόνια από τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου
Πολέμου. Ήταν ένας πόλεμος που σφράγισε όσο κανένας άλλος τη συλλογική
μνήμη του 20ού αιώνα. Αυτό συνέβη γιατί σε σύγκριση με τον Πρώτο
Παγκόσμιο Πόλεμο δεν περιορίστηκε στα πεδία των μαχών αλλά επεκτάθηκε
στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, ιδιαίτερα όσες ήταν κατεχόμενες από τη
ναζιστική Γερμανία. Σε πολλές χώρες, όπως η Πολωνία, η Γιουγκοσλαβία, η
Ελλάδα ή η Γαλλία, οι απώλειες των αμάχων ξεπέρασαν αυτές των
στρατιωτών. Άνδρες, γυναίκες, παιδιά, ηλικιωμένοι υπήρξαν θύματα της
πείνας, των αντιποίνων κατά των αμάχων ή της γενοκτονικής πολιτικής των
Ναζί κατά των Εβραίων. Η τραυματική εμπειρία του πολέμου καθόρισε τη
μνήμη εκατομμυρίων ανθρώπων στην Ευρώπη τις δεκαετίες που ακολούθησαν. Ταυτόχρονα, ο πόλεμος αποτέλεσε σημείο καμπής για τα πολιτικά καθεστώτα των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών, που άλλα φλέρταραν με τον φασισμό προπολεμικά και άλλα συνεργάστηκαν με τους Ναζί κατακτητές στη διάρκεια του. Η Ευρώπη τον Μάιο του 1945 καθώς έβγαινε από τον πόλεμο, χρειαζόταν έναν νέο προσανατολισμό για το μέλλον και μια νέα αφήγηση για την καταστροφή που μόλις είχε τελειώσει.
Στις πρώτες
μεταπολεμικές δεκαετίες, η εμπειρία του πολέμου και της κατοχής
εντάχθηκε στην εθνική αφήγηση μέσα από την ανάδειξη της πατριωτικής
αντίστασης κατά των κατακτητών. Στη διαιρεμένη Ευρώπη του Ψυχρού
Πολέμου, ο αντιφασισμός και η πατριωτική αντίσταση αποτέλεσαν τους
κοινούς τόπους της πολιτικής συναίνεσης και της εθνικής μνήμης. Ακόμα
και σε χώρες όπου η αντίσταση ήταν μειοψηφική υπόθεση, όπως για
παράδειγμα η Ολλανδία, η αντίσταση εγγράφηκε στην εθνική μνήμη μέσα από
τελετές, μνημεία, δραστηριότητες ενώσεων αντιστασιακών, κλπ. Θλιβερή
παραφωνία σε αυτήν την εξέλιξη ήταν η Ελλάδα. Οι διώξεις των
αντιστασιακών συνοδεύτηκαν από την επιβολή της αμνησίας για την
Αντίσταση, επειδή αυτή είχε ταυτιστεί με την Αριστερά, και ως αντίβαρο
καλλιεργήθηκαν στη συλλογική μνήμη το «έπος» του ελληνο-ιταλικού πολέμου
και το «Όχι» του δικτάτορα Ι. Μεταξά. Η αμνησία μπορεί να είχε ως στόχο
να περιοριστεί η ιδεολογική ακτινοβολία της Αριστεράς ως πατριωτικής
δύναμης αλλά είχε και μια άλλη συνέπεια: το τραύμα των ανθρώπων που
είχαν υποφέρει από τις ναζιστικές θηριωδίες δεν αναγνωρίστηκε, δεν
εισήλθε στη δημόσια σφαίρα, δεν εντάχθηκε στην επίσημη αφήγηση,
εσωτερικεύθηκε και παρέμεινε ένα οικογενειακό ή, στην καλύτερη
περίπτωση, τοπικό πένθος.
Στην
Μεταπολίτευση, και ιδιαίτερα μετά τη δεκαετία του 1980, η Αντίσταση
εντάχθηκε στην εθνική αφήγηση και η αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για
την Κατοχή είχε ως συνέπεια να ανακινηθεί και το ζήτημα των γερμανικών
οφειλών. Όμως οι όποιες οικονομικές διεκδικήσεις από τη Γερμανία
σχετιζόμενες με την Κατοχή ήταν αποτέλεσμα κυρίως πρωτοβουλιών «από τα
κάτω», όπως των κατοίκων του Διστόμου ή του «Εθνικού συμβουλίου
διεκδίκησης των οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα». Ως προς τις
οικονομικές διεκδικήσεις, οι ελληνικές κυβερνήσεις επέλεξαν την τακτική
της σιωπής για να μην διαταραχθούν οι ελληνογερμανικές σχέσεις. Το πιο
κραυγαλέο παράδειγμα της τακτικής της σιωπής, και ουσιαστικά αποτροπής
των όποιων διεκδικήσεων, ήταν η απόφαση του υπουργού Δικαιοσύνης να μην
υπογράψει την απόφαση του Αρείου Πάγου του 2000, με βάση την οποία θα
έπρεπε να αποζημιωθούν τα θύματα της ναζιστικής θηριωδίας στο Δίστομο.
Στο τραύμα των κατοίκων του Διστόμου, ήλθε να προστεθεί η προσβολή από
μέρους της ελληνικής κυβέρνησης
Η σημερινή
ελληνική κυβέρνηση έχει διακηρύξει επανειλημμένα ότι θα διεκδικήσει τις
γερμανικές αποζημιώσεις και την επιστροφή του κατοχικού δανείου και ο
υπουργός Δικαιοσύνης έχει δηλώσει ότι θα υπογράψει την απόφαση του
Αρείου Πάγου. Η απόφαση καταρχάς είναι ορθή γιατί θα πρέπει να
ξεκαθαριστούν οι εκκρεμότητες με το παρελθόν και να διαπιστωθεί ποια
αιτήματα της ελληνικής πλευράς είναι νομικώς βάσιμα και πρέπει να
ικανοποιηθούν και ποιο στη συνέχεια είναι το ύψος των οφειλών της
γερμανικής πλευράς. Ωστόσο, υπάρχει (και είναι ήδη ορατή) μια επικίνδυνη
χρήση του παρελθόντος για τις σκοπιμότητες της παρούσας, δύσκολης
συγκυρίας. Οι οφειλές της Γερμανίας δεν μπορούν ούτε πρέπει να
χρησιμοποιηθούν για την καλλιέργεια ενός γενικευμένου αντιγερμανικού
κλίματος — οι γερμανικές οφειλές αφορούν τις καταστροφές που προκλήθηκαν
στην Ελλάδα πριν από εβδομήντα χρόνια από τους Ναζί και δεν σχετίζονται
με το χρέος και τις δανειακές συμβάσεις των τελευταίων ετών (για τα
οποία, ας μην ξεχνάμε, ευθύνονται και οι προηγούμενες ελληνικές
κυβερνήσεις). Οι τουλάχιστον ατυχείς και ανιστορικοί παραλληλισμοί της
ναζιστικής με τη σημερινή Γερμανία, ή περί «νέας Κατοχής», το μόνο που
πετυχαίνουν είναι η σχετικοποίηση των βαρβαροτήτων του παρελθόντος.
Αντίβαρο σε αυτά μπορεί να είναι η καλλιέργεια του ενδιαφέροντος και της
γνώσης για τη ναζιστική πολιτική στην κατεχόμενη Ελλάδα και τις
υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Η καλλιέργεια της γνώσης δεν μπορεί να γίνει
με φυλλάδια που θα μοιραστούν στους μαθητές των σχολείων από το
Υπουργείο Εθνικής Άμυνας. Χρειάζεται η συγγραφή σύγχρονων σχολικών
εγχειριδίων που θα εξοικειώνουν τους μαθητές με την ιστορία της
ναζιστικής Κατοχής, το κίνημα της Αντίστασης και την εξόντωση των
Εβραίων, εκπαιδευτικά προγράμματα, επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, η
δημιουργία μουσείων με την ενεργή συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών, η
διοργάνωση εκθέσεων, η συνεργασία με ιδρύματα και αρχεία του εξωτερικού.
Η ιστορία,
τουλάχιστον από μια κυβέρνηση της Αριστεράς, δεν μπορεί να εξακολουθεί
να γίνεται αντικείμενο ευκαιριακής ή εντυπωσιοθηρικής πολιτικής αλλά
αντίθετα θα πρέπει να αφορά την συστηματική καλλιέργεια της γνώσης και
του ενδιαφέροντος της κοινωνίας για το παρελθόν. Εάν όντως μας
ενδιαφέρει το παρελθόν, ας μάθουμε πρώτα γι’ αυτό, χωρίς τις δουλείες
του παρόντος. Πριν περίπου δέκα χρόνια μια ομάδα ιστορικών με επικεφαλής
τον Χ. Φλάισερ είχε αναζητήσει κρατική χρηματοδότηση για ένα ερευνητικό
πρόγραμμα που θα κατέγραφε τις ανθρώπινες απώλειες και τις υλικές
ζημιές στα χρόνια της Κατοχής. Δεν είναι δύσκολο ούτε να μαντέψει κανείς
την τύχη που είχε τελικά η πρόταση ούτε να κατανοήσει την αξία που θα
είχε σήμερα, εάν είχε πραγματοποιηθεί τότε.
Ο Πολυμέρης Βόγλης διδάσκει σύγχρονη ιστορία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
Πηγή Ενθέματα Η ΑΥΓΗ