της Δήμητρας Κόφτη
«Το ποτήρι θα ξεχειλίσει». Γραμμένο σε είσοδο εργοστασίου στη Σόφια, λίγους μήνες πριν από τις διαδηλώσεις του 2013, το σύνθημα προμήνυε ξεσηκωμό. Το ποτήρι, όμως, δεν ξεχείλισε στο εργοστάσιο, όπως δεν έχει ξεχειλίσει και από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, όταν η ιδιωτικοποίηση έφερε μαζικές απολύσεις και μειώσεις αμοιβών.
Η ιστορία της εργασίας στη Βουλγαρία τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, μπορεί να ιδωθεί και ως μία ιστορία διαδοχικών «κρίσεων», σύμφωνα με τις αφηγήσεις πολλών εργαζόμενων και ανέργων, κάνοντας δύσκολη τη διάκριση των ορίων μεταξύ «κρίσης» και «κανονικότητας». Το κλείσιμο μονάδων παραγωγής στις αρχές του 1990, ο συντριπτικός πληθωρισμός το 1997, οι περικοπές σε παροχές υγείας και εκπαίδευσης, οδήγησαν σε μακροχρόνια φτωχοποίηση και επισφάλεια. Όταν το 2008 τα διεθνή μέσα μετέδιδαν την «παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση», στις γραμμές παραγωγής κυκλοφορούσε το εξής ανέκδοτο:»Η Κρίση πετάει με το αεροπλάνο πάνω από τη Σόφια και σκέφτεται να προσγειωθεί. Τελικά, λέει στον πιλότο «Δεν χρειάζεται να κατέβω, ήμουν πάντα εδώ».
Από το 2013, ξεκινούν σποραδικές απεργίες εργατών που έχουν παραμείνει επί μακρό διάστημα απλήρωτοι σε ένα πλαίσιο κινητοποιήσεων κατά της λιτότητας σε όλη τη χώρα. Ωστόσο, η πλειοψηφία των εργατών στη Σόφια και τις γύρω βιομηχανικές περιοχές, οι οποίοι είναι ιδιαίτερα χαμηλόμισθοι αλλά όχι απλήρωτοι, δεν συμμετείχαν στις διαδηλώσεις που, σε διαφορετικό βαθμό, συντέλεσαν στην παραίτηση δύο διαδοχικών κυβερνήσεων (Φεβρουάριος 2013 και Ιούλιος 2014). Το άρθρο αυτό, βασισμένο σε ανθρωπολογική έρευνα σε βιομηχανικές περιοχές της Βουλγαρίας από το 2007, συζητά λόγους και μηχανισμούς για τη μη συμμετοχή στις βουλγαρικές διαδηλώσεις των τελευταίων ετών. Υπάρχει εδώ μια μεθοδολογική παγίδα· μια εθνογραφία που αναζητεί την έλλειψη μιας δράσης, προϋποθέτει πως η εθνογράφος προκαταλαμβάνει την ύπαρξη δράσης. Ωστόσο, η έλλειψη συμμετοχής στις κινητοποιήσεις κατά της λιτότητας και η γενικευμένη αποχή από τις εθνικές εκλογές, που έφτασε το 50% τον περασμένο Νοέμβριο, αποτελεί ζήτημα καθημερινής συζήτησης και ανησυχίας μεταξύ των εργαζόμενων στη Βουλγαρία. Σε μεγάλο βαθμό, απέχουν, ανησυχώντας ταυτόχρονα για τους λόγους της αποχής.
Οι κινητοποιήσεις του χειμώνα του 2013 ήταν μαζικές για τα βουλγαρικά δεδομένα. Επιπλέον, ένα νέο φαινόμενο, η αυτοπυρπόληση ως μορφή διαμαρτυρίας, σημάδεψε τη νέα περίοδο. Τουλάχιστον δώδεκα αυτοπυρπολήσεις συνέβησαν από τους πρώτους μήνες των κινητοποιήσεων έως σήμερα. Αρκετές αυτοπυρπολήσεις έλαβαν μορφή ανοιχτής πολιτικής διαμαρτυρίας καθώς πραγματοποιήθηκαν σε δημόσιο χώρο, όπως μπροστά από δημαρχεία ή το κοινοβούλιο. Μετά την εκλογή της νέας κυβέρνησης το Μάιο του 2013, το νέο κύμα κινητοποιήσεων περιορίστηκε στη Σόφια. Οι καθημερινές διαδηλώσεις, πολυπληθείς στην αρχή, σταδιακά έφθιναν. Μερικές φορές, λίγες εκατοντάδες διαδηλωτών μπροστά στο κοινοβούλιο τροφοδοτούσαν πρωτοσέλιδα και, παρότι δεν ήταν μαζικές, δημιουργούσαν καθημερινές μαζικές συζητήσεις περί πολιτικών διαδικασιών και συμμετοχής.
Κατά τη διάρκεια της έρευνάς μου το 2013-2014, συνάντησα ελάχιστες εργάτριες και εργάτες που να συμμετείχαν στις κινητοποιήσεις. Η συντριπτική πλειοψηφία εξέφραζε συχνά απογοήτευση για την έκβαση των κινητοποιήσεων και επιδείκνυαν, γενικά, έλλειψη εμπιστοσύνης και προς κάθε πολιτική συμμετοχή και προς τους «διαδηλωτές». Σε μεγάλο βαθμό, έβλεπαν τις διαδικασίες αυτές ως απομακρυσμένες από τη ζωή τους, κάπου στο κέντρο της πρωτεύουσας, θεωρώντας ως μέρος της «διαφθοράς», τόσο τις διαδικασίες εντός κοινοβουλίου, όσο και τις κινητοποιήσεις έξω από αυτό .
Το δεύτερο κύμα διαδηλώσεων είχε ως κυριότερο σύνθημα την «Παραίτηση» και ξεκίνησε με το διορισμό ενός μεγιστάνα των ΜΜΕ ως επικεφαλής της κρατικής ασφάλειας της νέας κυβέρνησης, το καλοκαίρι του 2013. Μετά δεκαπέντε μήνες στην εξουσία, ο πρωθυπουργός παραιτήθηκε τον Ιούλιο του 2014. Ως προς τα οικονομικά αιτήματα των κινητοποιήσεων, υπήρχαν ισχυρές φωνές για «διαφανέστερη αγορά», για «πραγματικό καπιταλισμό» αντί για τον σημερινό «άγριο καπιταλισμό», για λιγότερη «διαφθορά» και μικρότερη κρατική παρέμβαση. Υπήρξαν, επίσης, φωνές, κατά των ξένων επενδύσεων στην χώρα, ερειζόμενες κυρίως σε εκφάνσεις εθνικιστικής διαλεκτικής. Το κύμα αυτό χαρακτηρίστηκε από ισχυρή, αντικομμουνιστική ρητορική, δεδομένου πως το Σοσιαλιστικό Κόμμα θεωρείται ως «κομμουνιστικό» από μεγάλο τμήμα του πληθυσμού. Ο όρος «κομμουνιστής» κατέληξε να σημαίνει ευρέως, οποιονδήποτε έχει εξουσία στην Βουλγαρία από τις αρχές της δεκαετίας του»90 και να συνοδεύεται από ισχυρισμούς περί διαφθοράς, ανεξάρτητα από το κόμμα στο οποίο πρόσκειται. Πολλές φορές ακούει κανείς την κατηγορία του «κομμουνιστή» για οποιονδήποτε έλαβε αποφάσεις για ιδιωτικοποιήσεις, απελευθέρωση των αγορών και αποικοδόμηση του κράτους πρόνοιας, κατά την διάρκεια των εικοσιπέντε τελευταίων ετών. Στους χώρους εργασίας οι «κομμουνιστές» ή τα «κόκκινα σκουπίδια», έγιναν μετωνυμία για όλους όσους κατέχουν σήμερα μια θέση σχετικής εξουσίας. Αποκομμένη από την ιστορία των μελών του κομμουνιστικού κόμματος ή την πολιτική συμπαραδήλωση του όρου, η γενίκευσή του συμβάλλει στη γενικότερη άρνηση των «πολιτικών» και της «πολιτικής», στην απάρνηση πολιτικών στάσεων που μπορεί να χαρακτηριστούν αριστερές και στη διαρκή άνοδο της Δεξιάς, συμπεριλαμβανομένης της Ακροδεξιάς.
Επιπλέον, κατά τη διάρκεια του περασμένου έτους, δύο σημαντικά γεγονότα ενίσχυσαν περαιτέρω τον εθνικισμό: αφενός χιλιάδες σύροι πρόσφυγες που έφτασαν στη χώρα, δεν έγιναν δεκτοί θετικά από πολλούς, που τους είδαν ως οικονομική και ηθική απειλή. Αφετέρου, συζητήσεις για το εάν η μετανάστευση από τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία προς το Ηνωμένο Βασίλειο θα πρέπει να επιτρέπεται, οδήγησαν σε αυξανόμενη εχθρότητα προς τους Ρομά, οι οποίοι μαζικά θεωρήθηκαν υπεύθυνοι για την «αρνητική» εικόνα των Βουλγάρων στο Ηνωμένο Βασίλειο και την «Ευρώπη».
Τα βουλγαρικά και τα διεθνή μέσα συχνά παρουσίαζαν τις διαδηλώσεις του Φεβρουαρίου ως «της εργατικής τάξης» και του καλοκαιριού ως της «μεσαίας τάξης». Παρ' όλο που πολλοί διαδηλωτές του καλοκαιριού αυτοπαρουσιάζονταν ως «μεσαίας τάξης», η ταξική τους σύνθεση ήταν κατά πολύ ασαφέστερη, καθώς μεγάλο μέρος αυτών ήταν άτομα με ανώτατη εκπαίδευση, εργαζόμενοι επισφαλώς και χαμηλόμισθα στελέχη διαφόρων εταιρειών
Στο γενικό αυτό πλαίσιο, της εν εξελίξει πολιτικής διαδικασίας, τοποθετώ την ακόλουθη σύντομη εθνογραφία, βασισμένη στην καθημερινή ζωή βιομηχανικών εργατών, μερικά χιλιόμετρα από το κέντρο των διαδηλώσεων στη Σόφια, όπου κάποιος δεν συναντά ρυθμούς αλλαγής όμοιους με την ευρύτερη, πολιτική εικόνα, αλλά αργούς ρυθμούς εγκατάλειψης του αστικού τοπίου, χαμηλούς μισθούς και ανεργία.
Οι βιομηχανικοί εργάτες και εργάτριες στη Βουλγαρία, κάποτε σύμβολα της σοσιαλιστικής ανοικοδόμησης, μπήκαν σε περίοδο φτωχοποίησης και απώλειας κοινωνικού στάτους από τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Το κλείσιμο εργοστασίων, οι ιδιωτικοποιήσεις που οδήγησαν σε μαζικές απολύσεις, η αύξηση της ανεργίας και η ελαστικοποίηση της εργασίας με υπεργολαβίες, επέδρασαν στην ατομική και οικιακή ζωή, με ποικίλους τρόπους, Αναφέρω, εδώ, τρεις σημαντικές ομάδες μετασχηματισμών, τις οποίες θεωρώ ως συμπτώματα αυτού που πολλοί ανθρωπολόγοι και οικονομολόγοι περιγράφουν ως φθίνουσα πορεία του σύγχρονου καπιταλισμού, στην οικονομική ανάπτυξη, την κοινωνική ισότητα και την οικονομική σταθερότητα:
Καταρχάς, οι παροχές του κοινωνικού κράτους που καταργήθηκαν, αντικαταστάθηκαν από την ισχυροποίηση συγγενικών σχέσεων και αλληλεξαρτήσεων, καθώς πολλοί εργαζόμενοι στηρίζουν άνεργα ή υποαπασχολούμενα μέλη της οικογένειας και χαμηλοσυνταξιούχους. Δεύτερον, μετά τις απολύσεις, ο καθημερινός εργασιακός βίος έγινε δυσχερέστερος, καθώς ίδιες εργασίες εκτελούνται από λιγότερους ανθρώπους. Μερικά πόστα που καλύπτονταν, για παράδειγμα, από δύο εργαζόμενους, πλέον καταλαμβάνονται μόνον από έναν και απαιτούν υψηλότερη συγκέντρωση, με αυξημένες πιθανότητες εργατικών ατυχημάτων και χρόνιων προβλημάτων υγείας, ακόμη και σε περιπτώσεις όπου εκσυγχρονίστηκε ο μηχανολογικός εξοπλισμός. Οι δυσχερέστερες εργασιακές συνθήκες δεν επέφεραν υψηλότερες αμοιβές αλλά οικονομική δυσχέρεια. Πολλά νοικοκυριά έλαβαν δάνεια, ώστε να αντεπεξέλθουν κυρίως στα στεγαστικά τους πλάνα. Η πλειοψηφία των εργατών άνω των τριάντα ετών είναι χρεωμένη σε τράπεζες. Οι μη χρεωμένοι, ως εξαίρεση, είναι, συνηθέστερα, Ρομά όλων των ηλικιών ή νέοι και ευκαιριακά εργαζόμενοι σε υπεργολάβους, των οποίων το ασταθές εισόδημα δεν επιτρέπει τη χορήγηση δανείου. Επιπλέον, ενώ οι τιμές αυξάνονται, οι μισθοί παραμένουν χαμηλοί.
Οι περισσότεροι εργάτες ανησυχούν για την απουσία της πολιτικής τους συμμετοχής στις κινητοποιήσεις κατά της λιτότητας και τη συνδέουν με την οικονομική τους δυσχέρεια, κυρίως εξαιτίας των τραπεζικών τους χρεών και των εξαρτημένων από εκείνους μελών της οικογένειάς τους. Όπως πολλοί αναφέρουν, φοβούνται μη χάσουν τη δουλειά τους εξαιτίας του πολιτικού ακτιβισμού ή του συνδικαλισμού. Ομοίως, λίγοι είναι μέλη συνδικάτων (περίπου 10%), τα οποία ευρύτατα θεωρούνται ανεπαρκείς τρόποι πολιτικής αντιπροσώπευσης ως «διεφθαρμένα» και συνεργαζόμενα με τα εκάστοτε κόμματα εξουσίας. Πολλοί εργαζόμενοι φαίνεται να βιώνουν αυξανόμενη πολιτική αλλοτρίωση, η οποία συνδέεται με τις οδυνηρές συνέπειες της αστάθειας της χρηματοπιστωτικής οικονομίας στις ζωές τους. Βρίσκονται, ακούσια, σε πολυεπίπεδο ρίσκο: ρίσκο υγείας στο χώρο εργασίας, μαζί με ρίσκο στην ίδια την αγορά εργασίας, καθώς και σε πιστωτικό ρίσκο. Η τιμή της εργασίας τους, που μερικοί κάνουν ακόμη και επί τριάντα χρόνια, δύναται να μεταβληθεί για λόγους άσχετους με την παραγωγικότητά τους. Οι τιμές των δανείων επίσης μεταβλήθηκαν, σε σχέση με την αμοιβή τους και μπορεί, απρόβλεπτα, να μεταβληθούν πάλι.
Ο λόγος κατά της διαφθοράς, σε συνδυασμό συχνά με αντι-κομμουνιστικό λόγο, συνυπάρχει με την αναπόληση της περιόδου πριν το 1989. Αυτή η συνύπαρξη συμπυκνώνεται στην εξής επαναλαμβανόμενη αφήγηση: «Είχαμε ένα σπίτι (το βουλγαρικό κράτος), που είχε κακής ποιότητας παράθυρα. Αντί να αλλάξουν τα παράθυρα, οι κομμουνιστές γκρέμισαν όλη την κατασκευή. Και έδωσαν όλα τα μέρη του στους ξένους για να το ξαναχτίσουν. Το βουλγαρικό έθνος μόνον χάνει από αυτό».
«Οι κομμουνιστές», σε αυτού του είδους τις καθημερινές συζητήσεις, δεν αναγνωρίζονται για την πρότερη εθνική οικονομία, αλλά κατηγορούνται για την κατεδάφιση της ή για λάθη στη συγκρότησή της. Ο κεντροδεξιός Μπορίσοβ, που παραιτήθηκε τον Φεβρουάριο του 2013, ανέλαβε πάλι πρωθυπουργός σε κυβέρνηση συμμαχίας, μετά τις τελευταίες εθνικές εκλογές του Νοεμβρίου. Η διαλεκτική του κεντροδεξιού κόμματος βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό σε αυτήν τη ρητορική, προσελκύοντας έτσι και ψηφοφόρους που αναπολούν την περίοδο πριν το 1989.
Ο κοινωνιολόγος W. Streeck έγραψε πρόσφατα πως είναι σημαντικό να μπορεί να σκεφτεί κανείς πως ο καπιταλισμός φτάνει στο τέλος του, χωρίς την ανάληψη ευθύνης για το τί προτείνεται για την αντικατάστασή του (W. Streeck, «How will capitalism end?», New Left Review, τχ. 87, σ.35–64, 2014) Οι βούλγαροι εργάτες, οι οποίοι συστηματικά ειρωνεύονται την «πολιτική» και έχουν ήδη βιώσει μία ισχυρή οικονομική και πολιτική κατάρρευση επαναλαμβάνουν το ακόλουθο ανέκδοτο, ώστε να δείξουν πως υφίσταται μια αίσθηση παρακμής, παρόμοια με εκείνη του 1989:
*Η Δήμητρα Κόφτη είναι κοινωνική ανθρωπολόγος, ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Μαξ Πλανκ κοινωνικής ανθρωπολογίας, στη Γερμανία
- Το τέλος των σύγχρονων πολιτικών τελεολογιών στη Βουλγαρία
«Το ποτήρι θα ξεχειλίσει». Γραμμένο σε είσοδο εργοστασίου στη Σόφια, λίγους μήνες πριν από τις διαδηλώσεις του 2013, το σύνθημα προμήνυε ξεσηκωμό. Το ποτήρι, όμως, δεν ξεχείλισε στο εργοστάσιο, όπως δεν έχει ξεχειλίσει και από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, όταν η ιδιωτικοποίηση έφερε μαζικές απολύσεις και μειώσεις αμοιβών.
Η ιστορία της εργασίας στη Βουλγαρία τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, μπορεί να ιδωθεί και ως μία ιστορία διαδοχικών «κρίσεων», σύμφωνα με τις αφηγήσεις πολλών εργαζόμενων και ανέργων, κάνοντας δύσκολη τη διάκριση των ορίων μεταξύ «κρίσης» και «κανονικότητας». Το κλείσιμο μονάδων παραγωγής στις αρχές του 1990, ο συντριπτικός πληθωρισμός το 1997, οι περικοπές σε παροχές υγείας και εκπαίδευσης, οδήγησαν σε μακροχρόνια φτωχοποίηση και επισφάλεια. Όταν το 2008 τα διεθνή μέσα μετέδιδαν την «παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση», στις γραμμές παραγωγής κυκλοφορούσε το εξής ανέκδοτο:»Η Κρίση πετάει με το αεροπλάνο πάνω από τη Σόφια και σκέφτεται να προσγειωθεί. Τελικά, λέει στον πιλότο «Δεν χρειάζεται να κατέβω, ήμουν πάντα εδώ».
Από το 2013, ξεκινούν σποραδικές απεργίες εργατών που έχουν παραμείνει επί μακρό διάστημα απλήρωτοι σε ένα πλαίσιο κινητοποιήσεων κατά της λιτότητας σε όλη τη χώρα. Ωστόσο, η πλειοψηφία των εργατών στη Σόφια και τις γύρω βιομηχανικές περιοχές, οι οποίοι είναι ιδιαίτερα χαμηλόμισθοι αλλά όχι απλήρωτοι, δεν συμμετείχαν στις διαδηλώσεις που, σε διαφορετικό βαθμό, συντέλεσαν στην παραίτηση δύο διαδοχικών κυβερνήσεων (Φεβρουάριος 2013 και Ιούλιος 2014). Το άρθρο αυτό, βασισμένο σε ανθρωπολογική έρευνα σε βιομηχανικές περιοχές της Βουλγαρίας από το 2007, συζητά λόγους και μηχανισμούς για τη μη συμμετοχή στις βουλγαρικές διαδηλώσεις των τελευταίων ετών. Υπάρχει εδώ μια μεθοδολογική παγίδα· μια εθνογραφία που αναζητεί την έλλειψη μιας δράσης, προϋποθέτει πως η εθνογράφος προκαταλαμβάνει την ύπαρξη δράσης. Ωστόσο, η έλλειψη συμμετοχής στις κινητοποιήσεις κατά της λιτότητας και η γενικευμένη αποχή από τις εθνικές εκλογές, που έφτασε το 50% τον περασμένο Νοέμβριο, αποτελεί ζήτημα καθημερινής συζήτησης και ανησυχίας μεταξύ των εργαζόμενων στη Βουλγαρία. Σε μεγάλο βαθμό, απέχουν, ανησυχώντας ταυτόχρονα για τους λόγους της αποχής.
Οι κινητοποιήσεις του χειμώνα του 2013 ήταν μαζικές για τα βουλγαρικά δεδομένα. Επιπλέον, ένα νέο φαινόμενο, η αυτοπυρπόληση ως μορφή διαμαρτυρίας, σημάδεψε τη νέα περίοδο. Τουλάχιστον δώδεκα αυτοπυρπολήσεις συνέβησαν από τους πρώτους μήνες των κινητοποιήσεων έως σήμερα. Αρκετές αυτοπυρπολήσεις έλαβαν μορφή ανοιχτής πολιτικής διαμαρτυρίας καθώς πραγματοποιήθηκαν σε δημόσιο χώρο, όπως μπροστά από δημαρχεία ή το κοινοβούλιο. Μετά την εκλογή της νέας κυβέρνησης το Μάιο του 2013, το νέο κύμα κινητοποιήσεων περιορίστηκε στη Σόφια. Οι καθημερινές διαδηλώσεις, πολυπληθείς στην αρχή, σταδιακά έφθιναν. Μερικές φορές, λίγες εκατοντάδες διαδηλωτών μπροστά στο κοινοβούλιο τροφοδοτούσαν πρωτοσέλιδα και, παρότι δεν ήταν μαζικές, δημιουργούσαν καθημερινές μαζικές συζητήσεις περί πολιτικών διαδικασιών και συμμετοχής.
Κατά τη διάρκεια της έρευνάς μου το 2013-2014, συνάντησα ελάχιστες εργάτριες και εργάτες που να συμμετείχαν στις κινητοποιήσεις. Η συντριπτική πλειοψηφία εξέφραζε συχνά απογοήτευση για την έκβαση των κινητοποιήσεων και επιδείκνυαν, γενικά, έλλειψη εμπιστοσύνης και προς κάθε πολιτική συμμετοχή και προς τους «διαδηλωτές». Σε μεγάλο βαθμό, έβλεπαν τις διαδικασίες αυτές ως απομακρυσμένες από τη ζωή τους, κάπου στο κέντρο της πρωτεύουσας, θεωρώντας ως μέρος της «διαφθοράς», τόσο τις διαδικασίες εντός κοινοβουλίου, όσο και τις κινητοποιήσεις έξω από αυτό .
Σύντομη ανασκόπηση των βουλγαρικών διαδηλώσεων
Το πρώτο κύμα κινητοποιήσεων, το Φεβρουάριο του 2013, ξεκίνησε εναντίον της λιτότητας και των υψηλών τιμών ενέργειας. Συμπεριελάμβανε, επίσης, αιτήματα εθνικοποίησης του ενεργειακού τομέα. Τα κυριότερα συνθήματα, ενώ αναφέρονταν σε καλύτερες συνθήκες ζωής, σύντομα απέκτησαν γενικότερη διάσταση, εναντίον της «πολιτικής» και των «πολιτικών». Ο κεντροδεξιός πρωθυπουργός Μπορίσοβ παραιτήθηκε πολύ σύντομα και νέα κυβέρνηση σχηματίστηκε με συμμαχία του Βουλγαρικού Σοσιαλιστικού Κόμματος (επίγονος του Κομμουνιστικού Κόμματος, νυν κεντροαριστερό και υπέρ της ελεύθερης αγοράς), του δεξιού, εθνικιστικού κόμματος ΑΤΑΚΑ και του κόμματος της τουρκικής μειονότητας· συνδυασμός αντιφατικός και βραχύβιος.Το δεύτερο κύμα διαδηλώσεων είχε ως κυριότερο σύνθημα την «Παραίτηση» και ξεκίνησε με το διορισμό ενός μεγιστάνα των ΜΜΕ ως επικεφαλής της κρατικής ασφάλειας της νέας κυβέρνησης, το καλοκαίρι του 2013. Μετά δεκαπέντε μήνες στην εξουσία, ο πρωθυπουργός παραιτήθηκε τον Ιούλιο του 2014. Ως προς τα οικονομικά αιτήματα των κινητοποιήσεων, υπήρχαν ισχυρές φωνές για «διαφανέστερη αγορά», για «πραγματικό καπιταλισμό» αντί για τον σημερινό «άγριο καπιταλισμό», για λιγότερη «διαφθορά» και μικρότερη κρατική παρέμβαση. Υπήρξαν, επίσης, φωνές, κατά των ξένων επενδύσεων στην χώρα, ερειζόμενες κυρίως σε εκφάνσεις εθνικιστικής διαλεκτικής. Το κύμα αυτό χαρακτηρίστηκε από ισχυρή, αντικομμουνιστική ρητορική, δεδομένου πως το Σοσιαλιστικό Κόμμα θεωρείται ως «κομμουνιστικό» από μεγάλο τμήμα του πληθυσμού. Ο όρος «κομμουνιστής» κατέληξε να σημαίνει ευρέως, οποιονδήποτε έχει εξουσία στην Βουλγαρία από τις αρχές της δεκαετίας του»90 και να συνοδεύεται από ισχυρισμούς περί διαφθοράς, ανεξάρτητα από το κόμμα στο οποίο πρόσκειται. Πολλές φορές ακούει κανείς την κατηγορία του «κομμουνιστή» για οποιονδήποτε έλαβε αποφάσεις για ιδιωτικοποιήσεις, απελευθέρωση των αγορών και αποικοδόμηση του κράτους πρόνοιας, κατά την διάρκεια των εικοσιπέντε τελευταίων ετών. Στους χώρους εργασίας οι «κομμουνιστές» ή τα «κόκκινα σκουπίδια», έγιναν μετωνυμία για όλους όσους κατέχουν σήμερα μια θέση σχετικής εξουσίας. Αποκομμένη από την ιστορία των μελών του κομμουνιστικού κόμματος ή την πολιτική συμπαραδήλωση του όρου, η γενίκευσή του συμβάλλει στη γενικότερη άρνηση των «πολιτικών» και της «πολιτικής», στην απάρνηση πολιτικών στάσεων που μπορεί να χαρακτηριστούν αριστερές και στη διαρκή άνοδο της Δεξιάς, συμπεριλαμβανομένης της Ακροδεξιάς.
Επιπλέον, κατά τη διάρκεια του περασμένου έτους, δύο σημαντικά γεγονότα ενίσχυσαν περαιτέρω τον εθνικισμό: αφενός χιλιάδες σύροι πρόσφυγες που έφτασαν στη χώρα, δεν έγιναν δεκτοί θετικά από πολλούς, που τους είδαν ως οικονομική και ηθική απειλή. Αφετέρου, συζητήσεις για το εάν η μετανάστευση από τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία προς το Ηνωμένο Βασίλειο θα πρέπει να επιτρέπεται, οδήγησαν σε αυξανόμενη εχθρότητα προς τους Ρομά, οι οποίοι μαζικά θεωρήθηκαν υπεύθυνοι για την «αρνητική» εικόνα των Βουλγάρων στο Ηνωμένο Βασίλειο και την «Ευρώπη».
Τα βουλγαρικά και τα διεθνή μέσα συχνά παρουσίαζαν τις διαδηλώσεις του Φεβρουαρίου ως «της εργατικής τάξης» και του καλοκαιριού ως της «μεσαίας τάξης». Παρ' όλο που πολλοί διαδηλωτές του καλοκαιριού αυτοπαρουσιάζονταν ως «μεσαίας τάξης», η ταξική τους σύνθεση ήταν κατά πολύ ασαφέστερη, καθώς μεγάλο μέρος αυτών ήταν άτομα με ανώτατη εκπαίδευση, εργαζόμενοι επισφαλώς και χαμηλόμισθα στελέχη διαφόρων εταιρειών
Στο γενικό αυτό πλαίσιο, της εν εξελίξει πολιτικής διαδικασίας, τοποθετώ την ακόλουθη σύντομη εθνογραφία, βασισμένη στην καθημερινή ζωή βιομηχανικών εργατών, μερικά χιλιόμετρα από το κέντρο των διαδηλώσεων στη Σόφια, όπου κάποιος δεν συναντά ρυθμούς αλλαγής όμοιους με την ευρύτερη, πολιτική εικόνα, αλλά αργούς ρυθμούς εγκατάλειψης του αστικού τοπίου, χαμηλούς μισθούς και ανεργία.
Ελαστικοποίηση της εργασίας
Τον χειμώνα του 2014, μια λέξη προστέθηκε στο σύνθημα: «Το ποτήρι θα ξεχειλίσει. Σύντομα».Οι βιομηχανικοί εργάτες και εργάτριες στη Βουλγαρία, κάποτε σύμβολα της σοσιαλιστικής ανοικοδόμησης, μπήκαν σε περίοδο φτωχοποίησης και απώλειας κοινωνικού στάτους από τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Το κλείσιμο εργοστασίων, οι ιδιωτικοποιήσεις που οδήγησαν σε μαζικές απολύσεις, η αύξηση της ανεργίας και η ελαστικοποίηση της εργασίας με υπεργολαβίες, επέδρασαν στην ατομική και οικιακή ζωή, με ποικίλους τρόπους, Αναφέρω, εδώ, τρεις σημαντικές ομάδες μετασχηματισμών, τις οποίες θεωρώ ως συμπτώματα αυτού που πολλοί ανθρωπολόγοι και οικονομολόγοι περιγράφουν ως φθίνουσα πορεία του σύγχρονου καπιταλισμού, στην οικονομική ανάπτυξη, την κοινωνική ισότητα και την οικονομική σταθερότητα:
Καταρχάς, οι παροχές του κοινωνικού κράτους που καταργήθηκαν, αντικαταστάθηκαν από την ισχυροποίηση συγγενικών σχέσεων και αλληλεξαρτήσεων, καθώς πολλοί εργαζόμενοι στηρίζουν άνεργα ή υποαπασχολούμενα μέλη της οικογένειας και χαμηλοσυνταξιούχους. Δεύτερον, μετά τις απολύσεις, ο καθημερινός εργασιακός βίος έγινε δυσχερέστερος, καθώς ίδιες εργασίες εκτελούνται από λιγότερους ανθρώπους. Μερικά πόστα που καλύπτονταν, για παράδειγμα, από δύο εργαζόμενους, πλέον καταλαμβάνονται μόνον από έναν και απαιτούν υψηλότερη συγκέντρωση, με αυξημένες πιθανότητες εργατικών ατυχημάτων και χρόνιων προβλημάτων υγείας, ακόμη και σε περιπτώσεις όπου εκσυγχρονίστηκε ο μηχανολογικός εξοπλισμός. Οι δυσχερέστερες εργασιακές συνθήκες δεν επέφεραν υψηλότερες αμοιβές αλλά οικονομική δυσχέρεια. Πολλά νοικοκυριά έλαβαν δάνεια, ώστε να αντεπεξέλθουν κυρίως στα στεγαστικά τους πλάνα. Η πλειοψηφία των εργατών άνω των τριάντα ετών είναι χρεωμένη σε τράπεζες. Οι μη χρεωμένοι, ως εξαίρεση, είναι, συνηθέστερα, Ρομά όλων των ηλικιών ή νέοι και ευκαιριακά εργαζόμενοι σε υπεργολάβους, των οποίων το ασταθές εισόδημα δεν επιτρέπει τη χορήγηση δανείου. Επιπλέον, ενώ οι τιμές αυξάνονται, οι μισθοί παραμένουν χαμηλοί.
Οι περισσότεροι εργάτες ανησυχούν για την απουσία της πολιτικής τους συμμετοχής στις κινητοποιήσεις κατά της λιτότητας και τη συνδέουν με την οικονομική τους δυσχέρεια, κυρίως εξαιτίας των τραπεζικών τους χρεών και των εξαρτημένων από εκείνους μελών της οικογένειάς τους. Όπως πολλοί αναφέρουν, φοβούνται μη χάσουν τη δουλειά τους εξαιτίας του πολιτικού ακτιβισμού ή του συνδικαλισμού. Ομοίως, λίγοι είναι μέλη συνδικάτων (περίπου 10%), τα οποία ευρύτατα θεωρούνται ανεπαρκείς τρόποι πολιτικής αντιπροσώπευσης ως «διεφθαρμένα» και συνεργαζόμενα με τα εκάστοτε κόμματα εξουσίας. Πολλοί εργαζόμενοι φαίνεται να βιώνουν αυξανόμενη πολιτική αλλοτρίωση, η οποία συνδέεται με τις οδυνηρές συνέπειες της αστάθειας της χρηματοπιστωτικής οικονομίας στις ζωές τους. Βρίσκονται, ακούσια, σε πολυεπίπεδο ρίσκο: ρίσκο υγείας στο χώρο εργασίας, μαζί με ρίσκο στην ίδια την αγορά εργασίας, καθώς και σε πιστωτικό ρίσκο. Η τιμή της εργασίας τους, που μερικοί κάνουν ακόμη και επί τριάντα χρόνια, δύναται να μεταβληθεί για λόγους άσχετους με την παραγωγικότητά τους. Οι τιμές των δανείων επίσης μεταβλήθηκαν, σε σχέση με την αμοιβή τους και μπορεί, απρόβλεπτα, να μεταβληθούν πάλι.
Αντιδιαφθορά, αντικομμουνισμός και επιστροφή στην εθνική οικονομία
Σύμφωνα με τους περισσότερους εργάτες, οι διαδηλώσεις υποκινούνταν από τα πολιτικά κόμματα και αποτελούσαν μέρος του προβλήματος που κατήγγειλαν, δηλαδή των διεφθαρμένων πολιτικών. Υπήρχε η διαδεδομένη άποψη πως οι διαδηλωτές ήταν «πληρωμένοι» από την εκάστοτε αντιπολίτευση. Υπήρχαν φήμες για συγκεκριμένο αντίτιμο για κάθε ημέρα διαδήλωσης. Όλοι είχαν ακούσει για το ποσό του αντιτίμου, αλλά κανείς από εκείνους με τους οποίους μίλησα δεν γνώριζε κάποιον εμπλεκόμενο σε τέτοια συναλλαγή. Η πεποίθηση περί πληρωμένων διαδηλώσεων που έπαιζε και στα κεντρικά δελτία για καιρό, αποθάρρυνε σημαντικά τη συμμετοχή, παρόλο που η πλειοψηφία των εργαζόμενων συμφωνούσε με πολλά από τα αιτήματα.Ο λόγος κατά της διαφθοράς, σε συνδυασμό συχνά με αντι-κομμουνιστικό λόγο, συνυπάρχει με την αναπόληση της περιόδου πριν το 1989. Αυτή η συνύπαρξη συμπυκνώνεται στην εξής επαναλαμβανόμενη αφήγηση: «Είχαμε ένα σπίτι (το βουλγαρικό κράτος), που είχε κακής ποιότητας παράθυρα. Αντί να αλλάξουν τα παράθυρα, οι κομμουνιστές γκρέμισαν όλη την κατασκευή. Και έδωσαν όλα τα μέρη του στους ξένους για να το ξαναχτίσουν. Το βουλγαρικό έθνος μόνον χάνει από αυτό».
«Οι κομμουνιστές», σε αυτού του είδους τις καθημερινές συζητήσεις, δεν αναγνωρίζονται για την πρότερη εθνική οικονομία, αλλά κατηγορούνται για την κατεδάφιση της ή για λάθη στη συγκρότησή της. Ο κεντροδεξιός Μπορίσοβ, που παραιτήθηκε τον Φεβρουάριο του 2013, ανέλαβε πάλι πρωθυπουργός σε κυβέρνηση συμμαχίας, μετά τις τελευταίες εθνικές εκλογές του Νοεμβρίου. Η διαλεκτική του κεντροδεξιού κόμματος βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό σε αυτήν τη ρητορική, προσελκύοντας έτσι και ψηφοφόρους που αναπολούν την περίοδο πριν το 1989.
Το τέλος των σύγχρονων τελεολογιών;
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η Ιρένα, εργαζόμενη σε εργοστάσιο παραγωγής βιομηχανικών εξαρτημάτων, θυμάται πως ήλπιζε ότι «με αυτήν την οικονομία της αγοράς τα πράγματα θα πάνε καλύτερα». Όμως, μετά εικοσιπέντε χρόνια, 57 ετών και εργαζόμενη πλέον σε βιοτεχνία ρούχων με αμοιβή με το κομμάτι εκφράζει μια ευρύτερα αποδεκτή άποψη ότι «τα πράγματα δεν πήγαν καλύτερα, και ούτε πρόκειται, πλέον». Η εργασιακή της εμπειρία είναι μοιρασμένη μεταξύ δύο τελεολογιών, του υπαρκτού σοσιαλισμού και της ελεύθερης αγοράς. Πέραν των υποψιών περί διαφθοράς, σημαντικός λόγος μη συμμετοχής είναι η γενικευμένη έλλειψη εμπιστοσύνης στον συλλογικό ακτιβισμό και η έλλειψη εναλλακτικής ιδεολογίας για το μέλλον, λόγω του ισχυρού αντικομμουνισμού και της διάχυτης απογοήτευσης από την οικονομία της αγοράς. Παρ' ότι οι βουλγαρικές διαδηλώσεις έδειξαν πως ο ακτιβισμός μπορεί να είναι καταλυτικός για κάποιες πολιτικές αλλαγές, φαίνεται πως υπάρχει έλλειψη οράματος ενός καλύτερου μέλλοντος και αίσθηση αδυναμίας αντίδρασης στις απαιτήσεις της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας που κρατά πολλούς ανθρώπους μακριά από την πολιτική συμμετοχή. Η δυσπιστία πολλών για τις πολιτικές κινητοποιήσεις και την πολιτική συμμετοχή καταδεικνύει επιπλέον την κριτική τους πως η αγορά εξουσιάζει την πολιτική με τρόπο παρόμοιο με αυτόν που εξουσιάζει τη ζωή τους.Ο κοινωνιολόγος W. Streeck έγραψε πρόσφατα πως είναι σημαντικό να μπορεί να σκεφτεί κανείς πως ο καπιταλισμός φτάνει στο τέλος του, χωρίς την ανάληψη ευθύνης για το τί προτείνεται για την αντικατάστασή του (W. Streeck, «How will capitalism end?», New Left Review, τχ. 87, σ.35–64, 2014) Οι βούλγαροι εργάτες, οι οποίοι συστηματικά ειρωνεύονται την «πολιτική» και έχουν ήδη βιώσει μία ισχυρή οικονομική και πολιτική κατάρρευση επαναλαμβάνουν το ακόλουθο ανέκδοτο, ώστε να δείξουν πως υφίσταται μια αίσθηση παρακμής, παρόμοια με εκείνη του 1989:
*Η Δήμητρα Κόφτη είναι κοινωνική ανθρωπολόγος, ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Μαξ Πλανκ κοινωνικής ανθρωπολογίας, στη Γερμανία