Του Δημήτρη Α. Σεβαστάκη
Η συμφωνία - γέφυρα είναι ένα κείμενο - πλαίσιο, σχεδόν αόριστο και διαγραμμισμένο με κενά και αποσιωπητικά, που εγείρει και οργανώνει τις σημερινές πολιτικές αντιδικίες.
Οι περισσότερες πολιτικές ομάδες και επικράτειες, προσπαθούν να βρουν τον μετεκλογικό βηματισμό τους, να ελέγξουν την πολιτική τους ανασφάλεια, προφασιζόμενες το αποκλειστικό και «τέλειο» δίκαιο που έχουν, έναντι του κειμένου που συνυπέγραψε η ελληνική κυβέρνηση με τους πιστωτές. Πρέπει να είναι πολύ αδύνατη η πολιτική μας σκηνή για να ηρεμεί, να συντάσσεται, να σπεκουλάρει, να φονεύει τους αντιπάλους, με την αφηρημένη επίκληση γενικοτήτων.
Το κείμενο πάνω στο οποίο επιθέτουν όλες τις πολιτικές ματαιώσεις τους, όλες τις ανοησίες τους και τις αδεξιότητες, είναι ένα κείμενο - άλλοθι για όλους. Η ελίτ των πολιτικών καριέρας και γραφειοκρατών των Βρυξελλών, η θνήσκουσα σαμαρική Νέα Δημοκρατία (όχι η δειλά ανατέλλουσα, συντηρητική μη νεοφιλελεύθερη παράταξη που νομίζω ότι εν μέρει θα την υποκαταστήσει), αλλά και ποικίλοι αφηρημένοι ηθικισμοί, συντάσσουν μια απογοητευτική κριτική. Τίποτα δεν άλλαξε από τη ρητορική και σοφιστική καχεξία των προηγούμενων μηνών.
Η συμφωνία, είναι ένα κείμενο που περιέχει στίξεις και όχι κλειστά και ασφαλισμένα κανονιστικά σχήματα. Αυτό το κάνει επικίνδυνο και συγχρόνως του δίνει δυνατότητες σημαντικών διεκδικήσεων. Η συμφωνία νομίζω ότι είναι ένα ανοικτό σκιαγράφημα πεδίων, που μια διαρκής πολύπλευρη διαπραγμάτευση θα του δώσει αυτή ή την άλλη κατεύθυνση. Το κείμενο θα «υλοποιηθεί» έτσι ή αλλιώς. Προς τη μία κατεύθυνση ή προς την άλλη. Είτε με μέτρα οικονομικής περιστολής, όπως αύξηση του ΦΠΑ, νέο φόρο ακινήτων εξίσου άδικο με τον ΕΝΦΙΑ, και εν γένει με το βίαιο σαφάρι χρημάτων. Είτε με μέτρα φιλολαϊκά, όπως τον ριζικό και δύσκολο ανασχεδιασμό και την ηθικοποίηση του κράτους και των δομών του, την ηλεκτρονικοποίηση των συναλλαγών, την ηθική, δίκαιη και εξαιρετικά σύνθετη επίλυση των «κόκκινων» οικονομικών εκκρεμοτήτων του οφειλέτη, τα στηρικτικά μέτρα προς του αφανισμένους κ.λπ. Και οι δύο οδοί είναι δυνατές και πιθανές.
Απλώς η πρώτη ακολουθεί τον βολικό και σχετικά ξεκούραστο -εξαιρετικά θνησιγενή πολιτικά- δρόμο του τυφλοσούρτη (που ακολούθησαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις). Κανιβαλικό σαφάρι χρημάτων, χωρίς κοινωνική ευαισθησία και στοιχειώδη οικονομική λογική. Η δεύτερη όμως, αναμετράται, με τα μεγάλα εκκρεμή θέματα που καταστρέφουν τις παραγωγικές προϋποθέσεις και που σίγουρα θα έχουν οικονομική, πολιτική και συμβολική «μετάφραση». Η σύγκρουση με τις μαφίες του Δημοσίου, της παραοικονομίας και του υποσυστήματος, που μάλιστα είναι τόσο ανίκητα ώστε παράγουν και τις περισσότερες παραθεσμίσεις (ας θυμηθούμε τις φωτογραφικές διατάξεις, τα ανεξήγητα έξοδα ανεξήγητων υπηρεσιών, τις εκπληκτικές δημόσιες δαπάνες προς ιδιωτικά συμφέροντα κ.λπ.).
Αυτή η σύγκρουση είναι δομικής φύσης για την χώρα και την κυβέρνηση αλλά κυρίως για τον άοπλο άνθρωπο. Ο δεύτερος δρόμος μπορεί να χαραχτεί από έξυπνα μέτρα, που θα ποιοτικοποιήσουν τις οικονομικές θεσμοποιήσεις, συνδέοντας στενότερα το πλέγμα των διάφορων φόρων με το εισόδημα, δηλαδή και προχωρώντας στον έλεγχο της διαφεύγουσας φορολογικής ύλης και μειώνοντας συγχρόνως τις τρελές απαιτήσεις που απλώς κάθονται στα τεκμήρια επειδή δεν μπορεί να πιαστεί η φοροδιαφυγή. Όλ΄ αυτά είναι αποφάσεις και τεχνικές, χωρίς μεγάλο οικονομικό κόστος αλλά με τεράστιο παραγωγικό και κοινωνικό όφελος. Η συμφωνία ενεργοποιεί μια αναγκαστική σύγκρουση, μια συνεχή διαπραγματευτική πάλη, απαιτεί επινόηση θεσμών και πολιτικών εργαλείων, χωρίς ευκολίες, έξω από τις παραδόσεις και τα στερεότυπα.
Η συμφωνία - γέφυρα είναι ένα κείμενο - πλαίσιο, σχεδόν αόριστο και διαγραμμισμένο με κενά και αποσιωπητικά, που εγείρει και οργανώνει τις σημερινές πολιτικές αντιδικίες.
Οι περισσότερες πολιτικές ομάδες και επικράτειες, προσπαθούν να βρουν τον μετεκλογικό βηματισμό τους, να ελέγξουν την πολιτική τους ανασφάλεια, προφασιζόμενες το αποκλειστικό και «τέλειο» δίκαιο που έχουν, έναντι του κειμένου που συνυπέγραψε η ελληνική κυβέρνηση με τους πιστωτές. Πρέπει να είναι πολύ αδύνατη η πολιτική μας σκηνή για να ηρεμεί, να συντάσσεται, να σπεκουλάρει, να φονεύει τους αντιπάλους, με την αφηρημένη επίκληση γενικοτήτων.
Το κείμενο πάνω στο οποίο επιθέτουν όλες τις πολιτικές ματαιώσεις τους, όλες τις ανοησίες τους και τις αδεξιότητες, είναι ένα κείμενο - άλλοθι για όλους. Η ελίτ των πολιτικών καριέρας και γραφειοκρατών των Βρυξελλών, η θνήσκουσα σαμαρική Νέα Δημοκρατία (όχι η δειλά ανατέλλουσα, συντηρητική μη νεοφιλελεύθερη παράταξη που νομίζω ότι εν μέρει θα την υποκαταστήσει), αλλά και ποικίλοι αφηρημένοι ηθικισμοί, συντάσσουν μια απογοητευτική κριτική. Τίποτα δεν άλλαξε από τη ρητορική και σοφιστική καχεξία των προηγούμενων μηνών.
Η συμφωνία, είναι ένα κείμενο που περιέχει στίξεις και όχι κλειστά και ασφαλισμένα κανονιστικά σχήματα. Αυτό το κάνει επικίνδυνο και συγχρόνως του δίνει δυνατότητες σημαντικών διεκδικήσεων. Η συμφωνία νομίζω ότι είναι ένα ανοικτό σκιαγράφημα πεδίων, που μια διαρκής πολύπλευρη διαπραγμάτευση θα του δώσει αυτή ή την άλλη κατεύθυνση. Το κείμενο θα «υλοποιηθεί» έτσι ή αλλιώς. Προς τη μία κατεύθυνση ή προς την άλλη. Είτε με μέτρα οικονομικής περιστολής, όπως αύξηση του ΦΠΑ, νέο φόρο ακινήτων εξίσου άδικο με τον ΕΝΦΙΑ, και εν γένει με το βίαιο σαφάρι χρημάτων. Είτε με μέτρα φιλολαϊκά, όπως τον ριζικό και δύσκολο ανασχεδιασμό και την ηθικοποίηση του κράτους και των δομών του, την ηλεκτρονικοποίηση των συναλλαγών, την ηθική, δίκαιη και εξαιρετικά σύνθετη επίλυση των «κόκκινων» οικονομικών εκκρεμοτήτων του οφειλέτη, τα στηρικτικά μέτρα προς του αφανισμένους κ.λπ. Και οι δύο οδοί είναι δυνατές και πιθανές.
Απλώς η πρώτη ακολουθεί τον βολικό και σχετικά ξεκούραστο -εξαιρετικά θνησιγενή πολιτικά- δρόμο του τυφλοσούρτη (που ακολούθησαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις). Κανιβαλικό σαφάρι χρημάτων, χωρίς κοινωνική ευαισθησία και στοιχειώδη οικονομική λογική. Η δεύτερη όμως, αναμετράται, με τα μεγάλα εκκρεμή θέματα που καταστρέφουν τις παραγωγικές προϋποθέσεις και που σίγουρα θα έχουν οικονομική, πολιτική και συμβολική «μετάφραση». Η σύγκρουση με τις μαφίες του Δημοσίου, της παραοικονομίας και του υποσυστήματος, που μάλιστα είναι τόσο ανίκητα ώστε παράγουν και τις περισσότερες παραθεσμίσεις (ας θυμηθούμε τις φωτογραφικές διατάξεις, τα ανεξήγητα έξοδα ανεξήγητων υπηρεσιών, τις εκπληκτικές δημόσιες δαπάνες προς ιδιωτικά συμφέροντα κ.λπ.).
Αυτή η σύγκρουση είναι δομικής φύσης για την χώρα και την κυβέρνηση αλλά κυρίως για τον άοπλο άνθρωπο. Ο δεύτερος δρόμος μπορεί να χαραχτεί από έξυπνα μέτρα, που θα ποιοτικοποιήσουν τις οικονομικές θεσμοποιήσεις, συνδέοντας στενότερα το πλέγμα των διάφορων φόρων με το εισόδημα, δηλαδή και προχωρώντας στον έλεγχο της διαφεύγουσας φορολογικής ύλης και μειώνοντας συγχρόνως τις τρελές απαιτήσεις που απλώς κάθονται στα τεκμήρια επειδή δεν μπορεί να πιαστεί η φοροδιαφυγή. Όλ΄ αυτά είναι αποφάσεις και τεχνικές, χωρίς μεγάλο οικονομικό κόστος αλλά με τεράστιο παραγωγικό και κοινωνικό όφελος. Η συμφωνία ενεργοποιεί μια αναγκαστική σύγκρουση, μια συνεχή διαπραγματευτική πάλη, απαιτεί επινόηση θεσμών και πολιτικών εργαλείων, χωρίς ευκολίες, έξω από τις παραδόσεις και τα στερεότυπα.