του Ολιβιέ Λεβύ-Ντυμουλαίν
Το κείμενο του Μαρκ Μπλοκ Ψευδείς ειδήσεις σε καιρό πολέμου: Σκέψεις ενός ιστορικού κυκλοφορεί, αυτές τις μέρες, σε μετάφραση Άννης Σπυράκου, από τις εκδόσεις Επέκεινα. Δημοσιεύουμε αποσπάσματα από τον πρόλογο της ελληνικής έκδοσης, που έγραψε ο ιστορικός Olivier Lévy-Dumoulin, για το ιδιαίτερο και σημαντικό αυτό έργο, που γράφει ο Μπλοκ το 1921, δεκαοχτώ μόνο μήνες μετά την αποστράτευσή του· ένα έργο στο οποίο ο ιστορικός ανασυνθέτει την εμπειρία του ως μάχιμου στρατιώτη, για να τη μετατρέψει σε αντικείμενο επιστημονικής μελέτης.
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
Ούτε για μια στιγμή δεν πρέπει να περάσει από τον νου μας πως ο Μαρκ Μπλοκ νομίζει πως συντάσσει ένα έλασσον κείμενο όταν, με αφορμή την κριτική παρουσίαση τεσσάρων βιβλίων για την πολεμική περίοδο, ανοίγει ένα πεδίο επαναστατικό για τις ιστορικές σπουδές: Ενώ έως τότε η αυθεντικότητα και η ειλικρίνεια αποτελούσαν τα βασικά κριτήρια για την εκμετάλλευση των μαρτυριών, ο Μπλοκ αποφασίζει να επεξεργαστεί την ψευδή μαρτυρία σαν μια ιστορική πηγή όπως οι άλλες. Μελετώντας τη γέννηση, τη διάδοση και τη διαμόρφωση ενός φαινομένου που αναδύεται από τη συλλογική συνείδηση και τις συλλογικές αναπαραστάσεις –εξετάζοντας μ' άλλα λόγια τις φήμες που διατρέχουν τα χαρακώματα και τα μετόπισθεν στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου–, ο Μπλοκ παραβιάζει διπλά τα ήθη και τα έθιμα ενός επαγγέλματος που σέβεται τη διάκριση των ειδικοτήτων του.
Το γεγονός ότι ο Μπλοκ διακινδυνεύει έξω από τα όρια της χρονολογικής περιόδου στην οποία ειδικεύεται, δεν προκαλεί πραγματική έκπληξη: Ο σχεδιασμός του μαθήματος που προόριζε για το Collège de France, Συγκριτική ιστορία των ευρωπαϊκών κοινωνιών, αρνείται να περιορίσει το πεδίο της έρευνάς του στον κατεξοχήν τομέα του, τους μεσαιωνικούς χρόνους. Ο Μπλοκ θα είχε σίγουρα αναγνωρίσει τον εαυτό του στη διατύπωση του ιστορικού της αρχαιότητας Πιερ Βιντάλ-Νακέ, που απαντούσε στο ερώτημα για το θεμιτό της αντιπαράθεσής του στους αρνητές του Ολοκαυτώματος, ότι δεν υπάρχει ειδικότητα αλλά η φροντίδα να γράφει κανείς ως ειδικός.
Η αξία του άρθρου για τον Μαρκ Μπλοκ, η ενσωμάτωσή του στο συνολικό έργο του και, ακόμη περισσότερο, ο ρόλος του ως μοχλού στη θεώρηση της ιστορίας και στη διαμόρφωση των αντικειμένων της μελέτης του, βεβαιώνονται και από άλλες ενδείξεις. Πρώτη απ' όλες η επιλογή του εντύπου όπου δημοσιεύεται: Το περιοδικό του Ανρί Μπερ. Ένα προνομιακό βήμα για το στοχασμό της ιστορίας και των κοινωνικών επιστημών, το βήμα απ' όπου ο Φρανσουά Σιμιάν αμφισβήτησε τις πρακτικές των ιστορικών, η σκηνή όπου ενορχηστρώνονται οι πρωτοβουλίες του Μπερ για να θεμελιώσει τον κλάδο της ιστορικής ψυχολογίας και, τέλος, ένα από τα περιοδικά όπου ο Μαρκ Μπλοκ έχει ήδη αποδείξει τις ικανότητές του έχοντας επανειλημμένα δημοσιεύσει τις πρώτες του εργασίες. […]
Ο Μαρκ Μπλοκ γράφει αυτό το ιδιόμορφο και ίσως εκτός της ειδικότητάς του άρθρο με την καρδιά του και το υποστηρίζει με όλες τις συμβάσεις που εγγυώνται την επιστημονική του θεμελίωση: με το σύστημα των σημειώσεων, με την προσπάθειά του να εξαντλήσει όλα τα σχετικά αναγνώσματα, με την αναφορά στη λόγια βιβλιογραφία που δεν κατόρθωσε να διαβάσει και να κρίνει. Οι υποσημειώσεις μετατρέπουν τον μονόλογό του σε διάλογο με τους άλλους επιστήμονες ενώ γενικότερα ο επιστημονικός εξοπλισμός του άρθρου φανερώνει την επιθυμία του Μπλοκ να υπερβεί τον ρόλο του μάρτυρα και να γράψει ως ιστορικός. Η μελέτη του τοποθετείται εξαρχής ως συνδετικός κρίκος μεταξύ της παλαιάς επιστήμης της μαρτυρίας, της ιστορίας, και «των προόδων που επιτεύχθηκαν τα τελευταία χρόνια από την ψυχολογία της μαρτυρίας. Η επιστήμη αυτή είναι πολύ νέα, μετά βίας μετρά είκοσι χρόνια. Σωστό είναι βέβαια να προσθέσει κανείς ότι τον δρόμο τής τον είχε ανοίξει η προγενέστερή της ιστορική κριτική».
Η δεύτερη πτυχή απορρέει άμεσα από την πρώτη: Εάν το άρθρο είναι η πρώτη σκιαγράφηση του παραδείγματος πάνω στο οποίο θεμελιώνεται το έργο του Μπλοκ, συνιστά μια ριζική αλλαγή στην κατανόηση της φύσης της ιστορικής κριτικής. Η αντιπαραβολή της ομιλίας στην Αμιέν με τις αρχές, που ο Γκίνσμπουργκ βλέπει να εφαρμόζονται στις «ψευδείς ειδήσεις», στοιχειοθετεί την αμφισβήτηση των κριτηρίων τής κατά Λανγκλουά και Σενιομπός ιστορικής κριτικής, και ιδίως των αποκλειστικών προνομίων της γραπτής μαρτυρίας έναντι της προφορικής μετάδοσης. Κατά μία έννοια, η εισαγωγή του άρθρου αναγγέλλει αυτήν την αναστροφή των προτεραιοτήτων και των βεβαιοτήτων που θα ενορχηστρώσουν τα Annales οχτώ χρόνια αργότερα – μια αναστροφή που οφείλεται στην ψυχολογία. Έχοντας κατά νου τη διατύπωση του Μπλοκ, σύμφωνα με την οποία τα θαυματουργικά χαρίσματα των βασιλέων θεωρούνταν έως τότε ανεκδοτολογικά, η ανάγνωσή τους, συνδυασμένη με εκείνη των ψευδών ειδήσεων, καταλήγει στην πλήρη ανατροπή των προτεραιοτήτων και των πηγών της ιστορίας: Το ουσιαστικό γίνεται δευτερεύον και οι νέες προτεραιότητες μπορούν να αναδειχθούν μέσα από δεδομένα με ανεκδοτολογική εμφάνιση.
Ο πόλεμος παίζει ουσιαστικό ρόλο σε αυτήν την ιστοριογραφική ανατροπή και, κατά τον Γκίνσμπουργκ, γίνεται ο καταλύτης της μεταστροφής. Η μελέτη των Θαυματουργών βασιλέων με τους όρους που ανέδειξαν οι «Ψευδείς ειδήσεις» γίνεται έτσι το μέσον να μορφοποιηθούν, να ελεγχθούν ακόμη και να ξορκιστούν τα προσωπικά και συλλογικά συναισθήματα που αναδύθηκαν στη διάρκεια του πολέμου. Σε τελική ανάλυση, οι «ψευδείς ειδήσεις» είναι το πέρασμα μέσω του οποίου ο Μπλοκ, έχοντας στοχαστεί εκ νέου τις εμπειρίες του πολέμου, αφομοιώνει πραγματικά τη διδασκαλία του Ντυρκάιμ. Μια θεώρηση των πραγμάτων που μολονότι δεν του ήταν ξένη πριν από τον πόλεμο, έως τότε δεν την είχε οικειοποιηθεί.
Μετάφραση: Άννυ Σπυράκου
Το κείμενο του Μαρκ Μπλοκ Ψευδείς ειδήσεις σε καιρό πολέμου: Σκέψεις ενός ιστορικού κυκλοφορεί, αυτές τις μέρες, σε μετάφραση Άννης Σπυράκου, από τις εκδόσεις Επέκεινα. Δημοσιεύουμε αποσπάσματα από τον πρόλογο της ελληνικής έκδοσης, που έγραψε ο ιστορικός Olivier Lévy-Dumoulin, για το ιδιαίτερο και σημαντικό αυτό έργο, που γράφει ο Μπλοκ το 1921, δεκαοχτώ μόνο μήνες μετά την αποστράτευσή του· ένα έργο στο οποίο ο ιστορικός ανασυνθέτει την εμπειρία του ως μάχιμου στρατιώτη, για να τη μετατρέψει σε αντικείμενο επιστημονικής μελέτης.
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
Ούτε για μια στιγμή δεν πρέπει να περάσει από τον νου μας πως ο Μαρκ Μπλοκ νομίζει πως συντάσσει ένα έλασσον κείμενο όταν, με αφορμή την κριτική παρουσίαση τεσσάρων βιβλίων για την πολεμική περίοδο, ανοίγει ένα πεδίο επαναστατικό για τις ιστορικές σπουδές: Ενώ έως τότε η αυθεντικότητα και η ειλικρίνεια αποτελούσαν τα βασικά κριτήρια για την εκμετάλλευση των μαρτυριών, ο Μπλοκ αποφασίζει να επεξεργαστεί την ψευδή μαρτυρία σαν μια ιστορική πηγή όπως οι άλλες. Μελετώντας τη γέννηση, τη διάδοση και τη διαμόρφωση ενός φαινομένου που αναδύεται από τη συλλογική συνείδηση και τις συλλογικές αναπαραστάσεις –εξετάζοντας μ' άλλα λόγια τις φήμες που διατρέχουν τα χαρακώματα και τα μετόπισθεν στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου–, ο Μπλοκ παραβιάζει διπλά τα ήθη και τα έθιμα ενός επαγγέλματος που σέβεται τη διάκριση των ειδικοτήτων του.
Το γεγονός ότι ο Μπλοκ διακινδυνεύει έξω από τα όρια της χρονολογικής περιόδου στην οποία ειδικεύεται, δεν προκαλεί πραγματική έκπληξη: Ο σχεδιασμός του μαθήματος που προόριζε για το Collège de France, Συγκριτική ιστορία των ευρωπαϊκών κοινωνιών, αρνείται να περιορίσει το πεδίο της έρευνάς του στον κατεξοχήν τομέα του, τους μεσαιωνικούς χρόνους. Ο Μπλοκ θα είχε σίγουρα αναγνωρίσει τον εαυτό του στη διατύπωση του ιστορικού της αρχαιότητας Πιερ Βιντάλ-Νακέ, που απαντούσε στο ερώτημα για το θεμιτό της αντιπαράθεσής του στους αρνητές του Ολοκαυτώματος, ότι δεν υπάρχει ειδικότητα αλλά η φροντίδα να γράφει κανείς ως ειδικός.
Η αξία του άρθρου για τον Μαρκ Μπλοκ, η ενσωμάτωσή του στο συνολικό έργο του και, ακόμη περισσότερο, ο ρόλος του ως μοχλού στη θεώρηση της ιστορίας και στη διαμόρφωση των αντικειμένων της μελέτης του, βεβαιώνονται και από άλλες ενδείξεις. Πρώτη απ' όλες η επιλογή του εντύπου όπου δημοσιεύεται: Το περιοδικό του Ανρί Μπερ. Ένα προνομιακό βήμα για το στοχασμό της ιστορίας και των κοινωνικών επιστημών, το βήμα απ' όπου ο Φρανσουά Σιμιάν αμφισβήτησε τις πρακτικές των ιστορικών, η σκηνή όπου ενορχηστρώνονται οι πρωτοβουλίες του Μπερ για να θεμελιώσει τον κλάδο της ιστορικής ψυχολογίας και, τέλος, ένα από τα περιοδικά όπου ο Μαρκ Μπλοκ έχει ήδη αποδείξει τις ικανότητές του έχοντας επανειλημμένα δημοσιεύσει τις πρώτες του εργασίες. […]
Ο Μαρκ Μπλοκ γράφει αυτό το ιδιόμορφο και ίσως εκτός της ειδικότητάς του άρθρο με την καρδιά του και το υποστηρίζει με όλες τις συμβάσεις που εγγυώνται την επιστημονική του θεμελίωση: με το σύστημα των σημειώσεων, με την προσπάθειά του να εξαντλήσει όλα τα σχετικά αναγνώσματα, με την αναφορά στη λόγια βιβλιογραφία που δεν κατόρθωσε να διαβάσει και να κρίνει. Οι υποσημειώσεις μετατρέπουν τον μονόλογό του σε διάλογο με τους άλλους επιστήμονες ενώ γενικότερα ο επιστημονικός εξοπλισμός του άρθρου φανερώνει την επιθυμία του Μπλοκ να υπερβεί τον ρόλο του μάρτυρα και να γράψει ως ιστορικός. Η μελέτη του τοποθετείται εξαρχής ως συνδετικός κρίκος μεταξύ της παλαιάς επιστήμης της μαρτυρίας, της ιστορίας, και «των προόδων που επιτεύχθηκαν τα τελευταία χρόνια από την ψυχολογία της μαρτυρίας. Η επιστήμη αυτή είναι πολύ νέα, μετά βίας μετρά είκοσι χρόνια. Σωστό είναι βέβαια να προσθέσει κανείς ότι τον δρόμο τής τον είχε ανοίξει η προγενέστερή της ιστορική κριτική».
Οι «Σκέψεις» μήτρα της «νέας ιστορίας»;
Τα παραπάνω οδηγούν στην επανεκτίμηση της σημασίας του άρθρου στο πλαίσιο της ιστοριογραφικής επανάστασης που φέρνουν μαζί, και ο καθένας με τον δικό του τρόπο, ο Μαρκ Μπλοκ και ο Λυσιέν Φεβρ. Η πρωτοβουλία στην υπόθεση αυτή ανήκει στον Κάρλο Γκίνσμπουργκ: Τόσο στην κριτική επισκόπηση των Mélanges historiques όσο, κυρίως, στον πρόλογο της ιταλικής έκδοσης των Θαυματουργών βασιλέων ο Γκίνσμπουργκ αποδίδει στο άρθρο διττό και απαραίτητο ρόλο στην εξέλιξη της σκέψης του Μαρκ Μπλοκ. Πρώτ' απ' όλα εστιάζει στη στενή σχέση που συνδέει τις «ψευδείς ειδήσεις» με το «συλλογικό λάθος», που είναι για τον Μαρκ Μπλοκ η πίστη στα βασιλικά θαύματα του γάλλου και του άγγλου μονάρχη. Ο πόλεμος του έδωσε τη δυνατότητα να δοκιμάσει την αποκοπή από την ενημέρωση, την απομόνωση από τις ειδήσεις μέσα στην οποία ζούσαν οι άνθρωποι στη διάρκεια του Μεσαίωνα. Έτσι ,οι Θαυματουργοί βασιλείς εγγράφονται στην προβληματική των ψευδών ειδήσεων.Η δεύτερη πτυχή απορρέει άμεσα από την πρώτη: Εάν το άρθρο είναι η πρώτη σκιαγράφηση του παραδείγματος πάνω στο οποίο θεμελιώνεται το έργο του Μπλοκ, συνιστά μια ριζική αλλαγή στην κατανόηση της φύσης της ιστορικής κριτικής. Η αντιπαραβολή της ομιλίας στην Αμιέν με τις αρχές, που ο Γκίνσμπουργκ βλέπει να εφαρμόζονται στις «ψευδείς ειδήσεις», στοιχειοθετεί την αμφισβήτηση των κριτηρίων τής κατά Λανγκλουά και Σενιομπός ιστορικής κριτικής, και ιδίως των αποκλειστικών προνομίων της γραπτής μαρτυρίας έναντι της προφορικής μετάδοσης. Κατά μία έννοια, η εισαγωγή του άρθρου αναγγέλλει αυτήν την αναστροφή των προτεραιοτήτων και των βεβαιοτήτων που θα ενορχηστρώσουν τα Annales οχτώ χρόνια αργότερα – μια αναστροφή που οφείλεται στην ψυχολογία. Έχοντας κατά νου τη διατύπωση του Μπλοκ, σύμφωνα με την οποία τα θαυματουργικά χαρίσματα των βασιλέων θεωρούνταν έως τότε ανεκδοτολογικά, η ανάγνωσή τους, συνδυασμένη με εκείνη των ψευδών ειδήσεων, καταλήγει στην πλήρη ανατροπή των προτεραιοτήτων και των πηγών της ιστορίας: Το ουσιαστικό γίνεται δευτερεύον και οι νέες προτεραιότητες μπορούν να αναδειχθούν μέσα από δεδομένα με ανεκδοτολογική εμφάνιση.
Ο πόλεμος παίζει ουσιαστικό ρόλο σε αυτήν την ιστοριογραφική ανατροπή και, κατά τον Γκίνσμπουργκ, γίνεται ο καταλύτης της μεταστροφής. Η μελέτη των Θαυματουργών βασιλέων με τους όρους που ανέδειξαν οι «Ψευδείς ειδήσεις» γίνεται έτσι το μέσον να μορφοποιηθούν, να ελεγχθούν ακόμη και να ξορκιστούν τα προσωπικά και συλλογικά συναισθήματα που αναδύθηκαν στη διάρκεια του πολέμου. Σε τελική ανάλυση, οι «ψευδείς ειδήσεις» είναι το πέρασμα μέσω του οποίου ο Μπλοκ, έχοντας στοχαστεί εκ νέου τις εμπειρίες του πολέμου, αφομοιώνει πραγματικά τη διδασκαλία του Ντυρκάιμ. Μια θεώρηση των πραγμάτων που μολονότι δεν του ήταν ξένη πριν από τον πόλεμο, έως τότε δεν την είχε οικειοποιηθεί.
Μετάφραση: Άννυ Σπυράκου