του Ζερόμ Ρόος
Αυτό που στα ψηλά ανταμείβεται, στα χαμηλά τιμωρείται ... Τα κέρδη ιδιωτικοποιούνται, οι ζημιές κοινωνικοποιούνται.
Εντουάρντο Γκαλεάνο
Την εβδομάδα που μας πέρασε αποκαλύφθηκε πως η HSBC --η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή τράπεζα-- εφάρμοζε και επέκτεινε διαρκώς ένα κολοσσιαίο σχέδιο φοροδιαφυγής μέσω της θυγατρικής της στην Ελβετία, επιτρέποντας σε μερικούς από τους πλουσιότερους διεθνείς της πελάτες να αποκρύπτουν αδήλωτα περιουσιακά στοιχεία αξίας πάνω από 120 δισ. δολαρίων σε 30.000 μυστικούς τραπεζικούς λογαριασμούς. Κορυφαίες ρυθμιστικές αρχές στη Βρετανία, όπως και βουλευτές και κυβερνητικοί αξιωματούχοι είχαν γνώση των ατασθαλιών καθώς και ονομάτων των πιθανών φοροφυγάδων (που περιελάμβαναν αστέρες του κινηματογράφου, μεγαλεμπόρους ναρκωτικών και επικεφαλής κυβερνήσεων), αλλά δεν απήγγειλαν ποτέ κατηγορίες.
Αντίθετα, το Ηνωμένο Βασίλειο, όπως και η υπόλοιπη Ευρώπη, κρατούσε πεισματικά το τιμόνι στο δρόμο της λιτότητας. Τη στιγμή που τα δισεκατομμύρια των κροίσων δραπέτευαν προς την Ελβετία και τα Κέιμαν, τα επιδόματα των φτωχών περικόπτονταν για να «ισοσκελιστεί ο προϋπολογισμός». Πέρυσι, ο Ντέιβιντ Κάμερον δεσμεύτηκε να συμπιέσει τις «περιττές» δημόσιες δαπάνες για μια ακόμα δεκαετία, καθώς «βγαίνουν από τις τσέπες των φορολογουμένων των οποίων θέλουμε να βελτιώσουμε την ποιότητα ζωής». Φυσικά, ελάχιστοι μόνο δεν διέκριναν την ειρωνεία ένας τέτοιος πρωθυπουργικός λόγος να εκφωνείται από έναν χρυσό θρόνο.1 Καλώς ήλθατε στον αναποδογυρισμένο κόσμο της πολιτικής της λιτότητας.
Όσο για την HSBC, ασφαλώς οι επιμελείς παρατηρητές δεν θα εξεπλάγησαν από την αποκάλυψη του νιοστού της μεγα-σκανδάλου. Ήδη από το 2012, ο οικονομικός αναλυτής-δημοσιογράφος Ματ Τάιμπι (Matt Taibbi) διαπίστωνε πως η HSBC εμπλεκόταν «λίγο πολύ στις χειρότερες πρακτικές για τις οποίες θα μπορούσε να κατηγορείται μια τράπεζα». Μέχρι τώρα, η τράπεζα κατάφερνε να αποφεύγει τις διώξεις παρότι ξέπλενε δισεκατομμύρια δολάρια για κάποια από τα πλέον διαβόητα μεξικανικά ναρκο-καρτέλ (goo.gl/bmG4tO) και για μια σαουδαραβική τράπεζα που συνδέεται με την Αλ Κάιντα, ενώ συστηματικά χειραγωγούσε τα επιτόκια διατραπεζικών συναλλαγών δρέποντας τεράστια κέρδη από το διαβόητο σκάνδαλο Λίμπορ (goo.gl/nfzTe).
Οι αποφάσεις των βρετανικών και αμερικανικών ρυθμιστικών αρχών να προβούν σε διακανονισμό με την HSBC (μέσω συμφωνιών αναβαλλόμενης δίωξης) και να μη διώξουν τους υπεύθυνους για τα σκάνδαλα αυτά δείχνει ότι τα σύγχρονα δικαιικά συστήματα λειτουργούν στον πυρήνα τους με δύο μέτρα και δύο σταθμά. Στις ΗΠΑ, όπου περισσότεροι από τους μισούς κρατούμενους στις φυλακές της χώρας εκτίουν ποινές για κατοχή ή εμπορία μικροποσοτήτων ναρκωτικών, οι εγκληματίες με τα «λευκά κολάρα», που βοηθούν και υποκινούν τους βίαιους διακινητές των ίδιων αυτών ουσιών, τη σκαπουλάρουν με ένα χτύπημα του χάρακα στην παλάμη. Όπως το θέτει ο Τάιμπι, «για τα εγκλήματα που έχει κάνει [η HSBC], το να τη γλυτώνει απλώς με ένα πρόστιμο –και δεν πληρώνουν καν με δικά τους χρήματα, αλλά με χρήματα των μετόχων τους– είναι κυριολεκτικά μια δωρεάν κάρτα απεριόριστης παραμονής εκτός της φυλακής».
Ωστόσο, είναι πολύ σημαντικό να μην αφήνουμε την εγκληματική συμπεριφορά μιας τράπεζας να μας αποπροσανατολίζει από τη μεγάλη εικόνα. Η HSBC δεν είναι παρά ένας διαβόητα σκανδαλώδης παίκτης σε ένα οικονομικό σύστημα στο οποίο κυριαρχούν μερικές από τις πιο εγκληματικές οργανώσεις της εποχής μας. Το να εστιάζουμε την οργή μας σε συγκεκριμένες έκνομες πράξεις ενέχει τον κίνδυνο να παραβλέψουμε τη βαθύτερη διάστασή τους. Οι παράνομες πρακτικές είναι αυτές που κυρίως φτάνουν στους τίτλους των εφημερίδων και προκαλούν αγανάκτηση, αλλά η πραγματική ληστεία εξακολουθεί να γίνεται εντός των ορίων του νόμου: στις καθημερινές συναλλαγές και τις συνηθισμένες χρηματοπιστωτικές λειτουργίες που αποτελούν τον πυρήνα του επιχειρηματικού μοντέλου των τραπεζικών ομίλων.
Με αυτή την έννοια, το μεγαλύτερο σκάνδαλο της εποχής μας είναι φύσει συστημικό, και βασίζεται στην ολική μεταμόρφωση της παγκόσμιας οικονομίας τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες. Με την απαρχή της χρηματιστικοποίησης τη δεκαετία του 70, το διεθνές τραπεζικό σύστημα άρχισε να λειτουργεί σαν τον μεγεθυντικό φακό του Γκαλεάνο: ενισχύοντας υπερβολικά τις προϋπάρχουσες ανισότητες και ταυτόχρονα αντιστρέφοντας την πραγματικότητα. Κατά πρώτο λόγο, το σύστημα καταπίνει δισεκατομμύρια σε τόκους και φορολογικά έσοδα από τα χαμηλά στρώματα. Ξεκινώντας από τη χρεοκοπία της πόλης της Νέας Υόρκης το 1975 και την κρίση χρέους του Μεξικού το 1982, η λιτότητα έγινε ο μηχανισμός κλειδί διά του οποίου οι τράπεζες έβαλαν σε εφαρμογή μια χωρίς προηγούμενο αναδιανομή πόρων από τα χαμηλά της εισοδηματικής πυραμίδας προς την κορυφή της.
Στο άλλο άκρο, ο μεγεθυντικός φακός δημιούργησε τις προϋποθέσεις υπό από τις οποίες οι πλουσιότεροι επιχειρηματίες του κόσμου, οι δικτάτορες του παγκόσμιου Νότου και οι εγκληματίες με τα «λευκά κολάρα» αυξάνουν τα συσσωρευμένα τους κεφάλαια --τα οποία έχουν συγκεντρώσει μετά από δεκαετίες πλιάτσικου και λεηλασίας κρατικών πόρων και δημόσιας περιουσίας-- και τα παρκάρουν σε οφσόρ τραπεζικούς λογαριασμούς και περιουσιακά στοιχεία στο εξωτερικό, όπου αυτός ο ασύλληπτος κλεμμένος πλούτος αποφεύγει τη φορολόγηση, τη ρύθμιση και την αστυνομική διερεύνηση.
Τα οικονομικά προνόμια που αποκτώνται με αυτή τη διαδικασία, η οποία έχει περιγραφεί από τον Ντέιβιντ Χάρβεϊ ως «συσσώρευση δια της αποστέρησης» (goo.gl/rYNLT) σχετίζονται άμεσα με τις δημοσιονομικές απώλειες των από κάτω. Σε τελική ανάλυση, τα μείζονα σκάνδαλα, όπως το σχέδιο φοροδιαφυγής της HSBC στην Ελβετία, είναι απλώς τα σημεία ανάφλεξης που μας προσφέρουν μια πιο ξεκάθαρη άποψη των κρυφών δυναμικών που κινούν την παγκόσμια οικονομία: αυτό που αποτραβιέται από τη μια μεριά, εμφανίζεται στην άλλη. Με μια λέξη, δεν υπάρχει καμία λιτότητα· υπάρχει μόνο μια εξωφρενικά στρεβλή αναδιανομή πόρων. Σε αυτό τον αναποδογυρισμένο κόσμο του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, τα χρήματα δεν διαχέονται ποτέ προς τα κάτω· ρέουν σταθερά προς τα πάνω.
Το αποτέλεσμα είναι ένα σταθερό σύνολο διαδικασιών με τις οποίες τα κέρδη μονίμως ιδιωτικοποιούνται και οι ζημιές συστηματικά κοινωνικοποιούνται. Αυτοί που αμφισβητούν αυτή την κατάσταση παίρνουν την απάντηση πως «δεν υπάρχει εναλλακτική», και εκείνοι που αντιστέκονται ενεργά --όπως τα κοινωνικά κινήματα και οι προοδευτικές κυβερνήσεις της Λατινικής Αμερικής και της Νότιας Ευρώπης-- τιμωρούνται αδυσώπητα. Σε ένα πρώτο επίπεδο, με τους μπάτσους που κατεβάζουν τα κλομπ στα κεφάλια των διαδηλωτών, σε ένα δεύτερο με τους επενδυτές που χτυπούν λαοφιλείς κυβερνήσεις με ξένα κεφάλαια που αποσύρονται, με αποδόσεις ομολόγων που εκτοξεύονται, με χρηματιστήρια που καταποτίζονται. Όταν οι τραπεζίτες, στην κορυφή, ανταμείβονται για την εγκληματική τους συμπεριφορά, εκείνοι, στη βάση, που αγωνίζονται για δικαιοσύνη βρίσκονται φυλακισμένοι στην ολοένα και πιο στενή περίμετρο του επιτρεπτού.
Θα έπρεπε να είναι πλέον ξεκάθαρο πως σε αυτή τη συστημική αδικία μπορούν να υπάρξουν μόνο συστημικές απαντήσεις. Προφανώς οι ρυθμιστικές αρχές πρέπει να επιδιώξουν ενεργά να διωχθεί ποινικά η HSBC για το πρόσφατο μεγα-σκάνδαλο, αλλά χωρίς ισχυρά αντισυστημικά κινήματα που να προωθούν αιτήματα κοινωνικής δικαιοσύνης, η ουσιαστική αλλαγή παραμένει απίθανη. Για την αντιστροφή του φακού και το ίσιωμα του κόσμου χρειάζεται μαζική κινητοποίηση και πολιτική οργάνωση σε μια κλίμακα που μέχρι τώρα ούτε να την φανταστούμε δεν έχουμε τολμήσει. Τώρα, περισσότερο από ποτέ, πρέπει να ξαναπάρουμε τους δρόμους και να αρχίσουμε να αναπτύσσουμε ένα συνεκτικό μεταβατικό σχέδιο για τη μετωπική σύγκρουση με την εγκληματική κυριαρχία του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος.
μετάφραση: Δημήτρης Ιωάννου ΕΝΘΕΜΑΤΑ ΑΥΓΗ
*Ο Jerome Roos είναι ιδρυτής και εκδότης τoυ ηλεκτρονικού περιοδικού ROAR (roarmag.org).Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο ROAR, 12.2.2015
Αυτό που στα ψηλά ανταμείβεται, στα χαμηλά τιμωρείται ... Τα κέρδη ιδιωτικοποιούνται, οι ζημιές κοινωνικοποιούνται.
Εντουάρντο Γκαλεάνο
Την εβδομάδα που μας πέρασε αποκαλύφθηκε πως η HSBC --η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή τράπεζα-- εφάρμοζε και επέκτεινε διαρκώς ένα κολοσσιαίο σχέδιο φοροδιαφυγής μέσω της θυγατρικής της στην Ελβετία, επιτρέποντας σε μερικούς από τους πλουσιότερους διεθνείς της πελάτες να αποκρύπτουν αδήλωτα περιουσιακά στοιχεία αξίας πάνω από 120 δισ. δολαρίων σε 30.000 μυστικούς τραπεζικούς λογαριασμούς. Κορυφαίες ρυθμιστικές αρχές στη Βρετανία, όπως και βουλευτές και κυβερνητικοί αξιωματούχοι είχαν γνώση των ατασθαλιών καθώς και ονομάτων των πιθανών φοροφυγάδων (που περιελάμβαναν αστέρες του κινηματογράφου, μεγαλεμπόρους ναρκωτικών και επικεφαλής κυβερνήσεων), αλλά δεν απήγγειλαν ποτέ κατηγορίες.
Αντίθετα, το Ηνωμένο Βασίλειο, όπως και η υπόλοιπη Ευρώπη, κρατούσε πεισματικά το τιμόνι στο δρόμο της λιτότητας. Τη στιγμή που τα δισεκατομμύρια των κροίσων δραπέτευαν προς την Ελβετία και τα Κέιμαν, τα επιδόματα των φτωχών περικόπτονταν για να «ισοσκελιστεί ο προϋπολογισμός». Πέρυσι, ο Ντέιβιντ Κάμερον δεσμεύτηκε να συμπιέσει τις «περιττές» δημόσιες δαπάνες για μια ακόμα δεκαετία, καθώς «βγαίνουν από τις τσέπες των φορολογουμένων των οποίων θέλουμε να βελτιώσουμε την ποιότητα ζωής». Φυσικά, ελάχιστοι μόνο δεν διέκριναν την ειρωνεία ένας τέτοιος πρωθυπουργικός λόγος να εκφωνείται από έναν χρυσό θρόνο.1 Καλώς ήλθατε στον αναποδογυρισμένο κόσμο της πολιτικής της λιτότητας.
Όσο για την HSBC, ασφαλώς οι επιμελείς παρατηρητές δεν θα εξεπλάγησαν από την αποκάλυψη του νιοστού της μεγα-σκανδάλου. Ήδη από το 2012, ο οικονομικός αναλυτής-δημοσιογράφος Ματ Τάιμπι (Matt Taibbi) διαπίστωνε πως η HSBC εμπλεκόταν «λίγο πολύ στις χειρότερες πρακτικές για τις οποίες θα μπορούσε να κατηγορείται μια τράπεζα». Μέχρι τώρα, η τράπεζα κατάφερνε να αποφεύγει τις διώξεις παρότι ξέπλενε δισεκατομμύρια δολάρια για κάποια από τα πλέον διαβόητα μεξικανικά ναρκο-καρτέλ (goo.gl/bmG4tO) και για μια σαουδαραβική τράπεζα που συνδέεται με την Αλ Κάιντα, ενώ συστηματικά χειραγωγούσε τα επιτόκια διατραπεζικών συναλλαγών δρέποντας τεράστια κέρδη από το διαβόητο σκάνδαλο Λίμπορ (goo.gl/nfzTe).
Οι αποφάσεις των βρετανικών και αμερικανικών ρυθμιστικών αρχών να προβούν σε διακανονισμό με την HSBC (μέσω συμφωνιών αναβαλλόμενης δίωξης) και να μη διώξουν τους υπεύθυνους για τα σκάνδαλα αυτά δείχνει ότι τα σύγχρονα δικαιικά συστήματα λειτουργούν στον πυρήνα τους με δύο μέτρα και δύο σταθμά. Στις ΗΠΑ, όπου περισσότεροι από τους μισούς κρατούμενους στις φυλακές της χώρας εκτίουν ποινές για κατοχή ή εμπορία μικροποσοτήτων ναρκωτικών, οι εγκληματίες με τα «λευκά κολάρα», που βοηθούν και υποκινούν τους βίαιους διακινητές των ίδιων αυτών ουσιών, τη σκαπουλάρουν με ένα χτύπημα του χάρακα στην παλάμη. Όπως το θέτει ο Τάιμπι, «για τα εγκλήματα που έχει κάνει [η HSBC], το να τη γλυτώνει απλώς με ένα πρόστιμο –και δεν πληρώνουν καν με δικά τους χρήματα, αλλά με χρήματα των μετόχων τους– είναι κυριολεκτικά μια δωρεάν κάρτα απεριόριστης παραμονής εκτός της φυλακής».
Ωστόσο, είναι πολύ σημαντικό να μην αφήνουμε την εγκληματική συμπεριφορά μιας τράπεζας να μας αποπροσανατολίζει από τη μεγάλη εικόνα. Η HSBC δεν είναι παρά ένας διαβόητα σκανδαλώδης παίκτης σε ένα οικονομικό σύστημα στο οποίο κυριαρχούν μερικές από τις πιο εγκληματικές οργανώσεις της εποχής μας. Το να εστιάζουμε την οργή μας σε συγκεκριμένες έκνομες πράξεις ενέχει τον κίνδυνο να παραβλέψουμε τη βαθύτερη διάστασή τους. Οι παράνομες πρακτικές είναι αυτές που κυρίως φτάνουν στους τίτλους των εφημερίδων και προκαλούν αγανάκτηση, αλλά η πραγματική ληστεία εξακολουθεί να γίνεται εντός των ορίων του νόμου: στις καθημερινές συναλλαγές και τις συνηθισμένες χρηματοπιστωτικές λειτουργίες που αποτελούν τον πυρήνα του επιχειρηματικού μοντέλου των τραπεζικών ομίλων.
Με αυτή την έννοια, το μεγαλύτερο σκάνδαλο της εποχής μας είναι φύσει συστημικό, και βασίζεται στην ολική μεταμόρφωση της παγκόσμιας οικονομίας τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες. Με την απαρχή της χρηματιστικοποίησης τη δεκαετία του 70, το διεθνές τραπεζικό σύστημα άρχισε να λειτουργεί σαν τον μεγεθυντικό φακό του Γκαλεάνο: ενισχύοντας υπερβολικά τις προϋπάρχουσες ανισότητες και ταυτόχρονα αντιστρέφοντας την πραγματικότητα. Κατά πρώτο λόγο, το σύστημα καταπίνει δισεκατομμύρια σε τόκους και φορολογικά έσοδα από τα χαμηλά στρώματα. Ξεκινώντας από τη χρεοκοπία της πόλης της Νέας Υόρκης το 1975 και την κρίση χρέους του Μεξικού το 1982, η λιτότητα έγινε ο μηχανισμός κλειδί διά του οποίου οι τράπεζες έβαλαν σε εφαρμογή μια χωρίς προηγούμενο αναδιανομή πόρων από τα χαμηλά της εισοδηματικής πυραμίδας προς την κορυφή της.
Στο άλλο άκρο, ο μεγεθυντικός φακός δημιούργησε τις προϋποθέσεις υπό από τις οποίες οι πλουσιότεροι επιχειρηματίες του κόσμου, οι δικτάτορες του παγκόσμιου Νότου και οι εγκληματίες με τα «λευκά κολάρα» αυξάνουν τα συσσωρευμένα τους κεφάλαια --τα οποία έχουν συγκεντρώσει μετά από δεκαετίες πλιάτσικου και λεηλασίας κρατικών πόρων και δημόσιας περιουσίας-- και τα παρκάρουν σε οφσόρ τραπεζικούς λογαριασμούς και περιουσιακά στοιχεία στο εξωτερικό, όπου αυτός ο ασύλληπτος κλεμμένος πλούτος αποφεύγει τη φορολόγηση, τη ρύθμιση και την αστυνομική διερεύνηση.
Τα οικονομικά προνόμια που αποκτώνται με αυτή τη διαδικασία, η οποία έχει περιγραφεί από τον Ντέιβιντ Χάρβεϊ ως «συσσώρευση δια της αποστέρησης» (goo.gl/rYNLT) σχετίζονται άμεσα με τις δημοσιονομικές απώλειες των από κάτω. Σε τελική ανάλυση, τα μείζονα σκάνδαλα, όπως το σχέδιο φοροδιαφυγής της HSBC στην Ελβετία, είναι απλώς τα σημεία ανάφλεξης που μας προσφέρουν μια πιο ξεκάθαρη άποψη των κρυφών δυναμικών που κινούν την παγκόσμια οικονομία: αυτό που αποτραβιέται από τη μια μεριά, εμφανίζεται στην άλλη. Με μια λέξη, δεν υπάρχει καμία λιτότητα· υπάρχει μόνο μια εξωφρενικά στρεβλή αναδιανομή πόρων. Σε αυτό τον αναποδογυρισμένο κόσμο του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, τα χρήματα δεν διαχέονται ποτέ προς τα κάτω· ρέουν σταθερά προς τα πάνω.
Το αποτέλεσμα είναι ένα σταθερό σύνολο διαδικασιών με τις οποίες τα κέρδη μονίμως ιδιωτικοποιούνται και οι ζημιές συστηματικά κοινωνικοποιούνται. Αυτοί που αμφισβητούν αυτή την κατάσταση παίρνουν την απάντηση πως «δεν υπάρχει εναλλακτική», και εκείνοι που αντιστέκονται ενεργά --όπως τα κοινωνικά κινήματα και οι προοδευτικές κυβερνήσεις της Λατινικής Αμερικής και της Νότιας Ευρώπης-- τιμωρούνται αδυσώπητα. Σε ένα πρώτο επίπεδο, με τους μπάτσους που κατεβάζουν τα κλομπ στα κεφάλια των διαδηλωτών, σε ένα δεύτερο με τους επενδυτές που χτυπούν λαοφιλείς κυβερνήσεις με ξένα κεφάλαια που αποσύρονται, με αποδόσεις ομολόγων που εκτοξεύονται, με χρηματιστήρια που καταποτίζονται. Όταν οι τραπεζίτες, στην κορυφή, ανταμείβονται για την εγκληματική τους συμπεριφορά, εκείνοι, στη βάση, που αγωνίζονται για δικαιοσύνη βρίσκονται φυλακισμένοι στην ολοένα και πιο στενή περίμετρο του επιτρεπτού.
Θα έπρεπε να είναι πλέον ξεκάθαρο πως σε αυτή τη συστημική αδικία μπορούν να υπάρξουν μόνο συστημικές απαντήσεις. Προφανώς οι ρυθμιστικές αρχές πρέπει να επιδιώξουν ενεργά να διωχθεί ποινικά η HSBC για το πρόσφατο μεγα-σκάνδαλο, αλλά χωρίς ισχυρά αντισυστημικά κινήματα που να προωθούν αιτήματα κοινωνικής δικαιοσύνης, η ουσιαστική αλλαγή παραμένει απίθανη. Για την αντιστροφή του φακού και το ίσιωμα του κόσμου χρειάζεται μαζική κινητοποίηση και πολιτική οργάνωση σε μια κλίμακα που μέχρι τώρα ούτε να την φανταστούμε δεν έχουμε τολμήσει. Τώρα, περισσότερο από ποτέ, πρέπει να ξαναπάρουμε τους δρόμους και να αρχίσουμε να αναπτύσσουμε ένα συνεκτικό μεταβατικό σχέδιο για τη μετωπική σύγκρουση με την εγκληματική κυριαρχία του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος.
μετάφραση: Δημήτρης Ιωάννου ΕΝΘΕΜΑΤΑ ΑΥΓΗ
*Ο Jerome Roos είναι ιδρυτής και εκδότης τoυ ηλεκτρονικού περιοδικού ROAR (roarmag.org).Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο ROAR, 12.2.2015