Επικεφαλής μιας από τις πιο έγκυρες εταιρίες δημοσκοπήσεων, της Public Issue, ο Γιάννης Μαυρής σχολιάζει τις τελευταίες πολιτικές εξελίξεις και αναλύει τα επίδικα της διαδικασίας εκλογής προέδρου της δημοκρατίας και των επικείμενων εκλογών.
Tη συνέντευξη πήραν
ο Παύλος Κλαυδιανός
και η Ιωάννα Δρόσου
Μπορούμε να ορίσουμε ως ιστορικές τις εκλογές που επίκεινται;
Είναι κρίσιμες εκλογές και στην ουσία μπορεί να ενταχθούν στον ίδιο ιστορικό κύκλο με αυτές του 2012, της εποχής του μνημονίου. Θα καταγραφεί, δηλαδή η αντίδραση της ελληνικής κοινωνίας σ’ αυτό που βίωσε τα πέντε τελευταία χρόνια εφαρμογής των πολιτικών του μνημονίου. Θα εκδηλωθεί, κατά τη γνώμη μου, η δυσαρέσκεια της ελληνικής κοινωνίας και αυτό θεωρώ ότι είναι μη αντιστρέψιμο. Όντως, λοιπόν, οι εκλογές θα είναι σημαντικές.
Η ελληνική εμπειρία, νομίζω, μπορεί να συγκριθεί με τις αντίστοιχες του ευρωπαϊκού Νότου: Ιρλανδία, Ισπανία, Πορτογαλία και δευτερευόντως Ιταλία. Αλλά τόσο οι επιπτώσεις στην οικονομία όσο και στο πολιτικό σύστημα ήταν επαχθέστερες και βαθύτερες από τις υπόλοιπες χώρες. Το βάθος και το εύρος της κρίσης και οι πρωτοφανείς πολιτικές επιπτώσεις με την κατεδάφιση του παλαιού κομματικού συστήματος διαφοροποιούν, ως ένα βαθμό, την ελληνική περίπτωση από τις υπόλοιπες. Αυτή διαφοροποίηση, βέβαια, από την πλευρά ορισμένων συντηρητικών αναλυτών, χρησιμοποιείται για να παρουσιασθεί η χώρα και ως «εξαίρεση».
Διαμορφώνεται νέα δομή στο πολιτικό σύστημα. Θα είναι σταθερή, θα έχει διάρκεια;
Η κρίση εκπροσώπησης που εκδηλώθηκε από το 2010, ως συνέπεια της μνημονιακής πολιτικής, συνεχίζεται. Ο ΣΥΡΙΖΑ, βεβαίως, έχει αποκτήσει σχέσεις εκπροσώπησης με σημαντικά τμήματα της ελληνικής κοινωνίας που έχουν πληγεί από το μνημόνιο, μισθωτά και λαϊκότερα στρώματα, κτλ, αλλά κατά τη γνώμη μου ούτε κι αυτή η σχέση μπορεί να θεωρηθεί εδραιωμένη ή ασφαλής. Σε αυτό βέβαια έχει συντελέσει για διάφορους λόγους και η χαμηλή οργανωτική ανάπτυξη που παρατηρείται. Η κρίση εκπροσώπησης συνεχίζεται και δεν έχει επιλυθεί ούτε από την πλευρά των «από πάνω», των κυρίαρχων δυνάμεων. Στους πολιτικούς σχηματισμούς της δεξιάς ή της κεντροδεξιάς και του λεγόμενου κέντρου βλέπουμε ότι εξακολουθεί να κυριαρχεί η ρευστότητα, οι «μεταπηδήσεις» κτλ. Ένα παράγωγο αυτής της κρίσης είναι η μεγάλη κινητικότητα που παρατηρείται και στο κοινοβούλιο με τη συμπεριφορά των βουλευτών. Επομένως, παραμένουμε σε μεταβατική περίοδο.
Από την άλλη πλευρά βέβαια, και αυτό είναι πιο σημαντικό, εξελίσσεται δυστυχώς μπροστά στα μάτια μας μια βαθύτερη διεργασία, που είναι η κατεδάφιση της μεταπολιτευτικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, η μετάβαση σε ένα νεοφιλελεύθερο αυταρχικό κρατισμό. Αυτή η διαδικασία προχωρεί με πολύ γρήγορους ρυθμούς. Στην ουσία, έχει τεθεί σε αμφισβήτηση η ίδια η έννοια της αντιπροσώπευσης, όχι μόνο λόγω της θεσμικής αποδυνάμωσης και της πλήρους περιθωριοποίησης του κοινοβουλίου, που είδαμε αυτά τα χρόνια και η οποία εκδηλώνεται και τώρα, με τη διαδικασία της εκλογής του προέδρου της Δημοκρατίας.
Βλέπουμε, επιπλέον, την ευθεία επίθεση στα πολιτικά κόμματα, όχι μόνο ιδεολογική αλλά και θεσμική, πχ με τη δραματική συρρίκνωση της κρατικής χρηματοδότησης στο μισό. Μάλιστα, ο τελευταίος νόμος 4304/2014, που δημοσιεύθηκε μόλις στις 23/10/14, επιτρέπει πια τη χρηματοδότησή τους από επιχειρήσεις και ιδιωτικούς φορείς. Πιστεύω ότι αυτό δείχνει πόσο έχει προχωρήσει ένας πολιτικός μετασχηματισμός, τον οποίο δεν έχουμε συλλάβει σ’ όλη του την έκταση. έχει αλλάξει ο ρόλος των βουλευτών, έχει αυξηθεί ο έλεγχος των επιχειρήσεων και του κεφαλαίου πάνω στο κοινοβούλιο. Στην ουσία, υλοποιείται μια διαδικασία «ιδιωτικοποίησης» και της Βουλής. Αυτός ο μεγάλος μετασχηματισμός, σε συνδυασμό με μια πιθανή συνταγματική αναθεώρηση, που θα είναι νεοφιλελεύθερου χαρακτήρα, προοιωνίζεται μια σε βάθος αλλαγή του πολιτικού εποικοδομήματος και του κοινωνικού συσχετισμού που αποτύπωσε το Σύνταγμα του 1975.
Η κατεδάφιση της λαϊκής συμμετοχής
Το σχέδιο αυτό μπορεί να αποτραπεί με το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών;
Έχω τη γνώμη ότι τα τελευταία χρόνια -αυτό φάνηκε στις τελευταίες ευρωβουλευτικές και περιφερειακές εκλογές- υπήρξε οργανωμένη κατεύθυνση, σοβαρή μεθόδευση, με στόχο τη θεσμική αποδυνάμωση της εκλογικής διαδικασίας. Υπήρξαν πάρα πολλές νομοθετικές αλλαγές του εκλογικού συστήματος και του θεσμικού πλαισίου, οι οποίες αποδυναμώνουν ανοικτά την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος. Έχουμε μπει σε μια -αντίστροφη της μεταδικτατορικής- διαδικασία κατεδάφισης της συμμετοχής των πολιτών και υπονόμευσης του θεσμικού βάρους και του ρόλου ακόμη και των ίδιων των εκλογών. Επιστρέφουμε σε πρακτικές που θυμίζουν περισσότερο την προδικτατορική περίοδο.
Κωδικοποιώ τα κρίσιμα στοιχεία: Πρώτον, επιταχυνόμενη κάμψη της συμμετοχής τα τελευταία χρόνια. Δεύτερον, θεσμική υποβάθμιση των εκλογών. Θυμίζω παρενθετικά ότι τον Μάιο πραγματοποιήθηκαν μαζί τρεις εκλογές, με εντελώς διαφορετικό αντικείμενο (δημοτικές, περιφερειακές, για την ευρωβουλή). Τρίτον, επιβλήθηκαν διοικητικά μέτρα που δυσκολεύουν τους ετεροδημότες να ψηφίσουν, για να μη μιλήσουμε για την αύξηση των διοδίων, επιπλέον της συρρίκνωσης των εισοδημάτων. Τέταρτον, η σημερινή απαξίωση, στην κυριολεξία κατάντια της βουλής, που προκύπτει από το ότι έχουν ψηφιστεί πάνω από τετρακόσιοι πενήντα νόμοι και υπήρξαν πάνω από τριάντα πράξεις νομοθετικού περιεχομένου. Έχει, ουσιαστικά, παρακαμφθεί η κοινοβουλευτική διαδικασία. Και βέβαια, η επίσης σημαντική κυριολεκτικά «βιομηχανία» με τις χιλιάδες φωτογραφικές τροπολογίες. Μόνο με το τελευταίο νομοσχέδιο κατατέθηκαν εκατόν τρεις τροπολογίες και απ’ αυτές εγκρίθηκαν πολλές με πρωτοβουλία υπουργών και βουλευτών. De facto, oι βουλευτές έχουν μετατραπεί σε εκπροσώπους ομάδων πίεσης, σε λομπίστες επιχειρηματικών ή ιδιωτικών συμφερόντων.
Έχει λοιπόν μετασχηματιστεί η λειτουργία του κοινοβουλευτισμού. Δεν αντιμετωπίζουμε, επομένως, μόνο τις οικονομικές επιπτώσεις της κρίσης, αλλά η κρίση έχει αλλάξει συνολικά την πολιτική. Οι εκλογές που έρχονται είναι μια μάχη, που, εάν δεν κερδηθεί, θα επισφραγίσει πλέον την πρωτοβουλία των κυρίαρχων τάξεων να μεταβάλουν τον μεταπολιτευτικό συσχετισμό πολιτικών δυνάμεων υπέρ τους.
Υπερβαίνει, δηλαδή, και τα τρομακτικά οικονομικά ζητήματα.
Είναι μάχη για την υπεράσπιση της ήδη αποδυναμωμένης σε μεγάλο βαθμό μεταπολιτευτικής δημοκρατίας. Αυτοί που υπερασπίζονται την κατεδάφισή της, εκμεταλλευόμενοι την παρακμή και τη διαφθορά, το πράττουν στο όνομα ενός αριστοκρατικού χαρακτήρα «αντικομματισμού», που παραπέμπει μάλλον στο 19ου αιώνα. Είναι οι ίδιοι που υπερασπίζονται τη δήθεν «ελευθερία» των βουλευτών, όπως προβλήθηκε στην περίπτωση της εκλογής του προέδρου. Πρόκειται για μια καθαρά αντιδραστική και προφανώς αντισυνταγματική κριτική, καθαρά προσχηματική με μοναδικό στόχο την αποφυγή των εκλογών. Δηλαδή, την αποφυγή της προσφυγής στη λαϊκή ετυμηγορία, που προβλέπει το σύνταγμα.
Η τακτική της τρομοκράτησης
Παρά τα εμπόδια, ωστόσο, ο κόσμος είναι αποφασισμένος να πάει στην κάλπη, να αρχίσει η ανατροπή του μνημονίου.
Η στάση της κοινής γνώμης έναντι του μνημονίου στα τελευταία πέντε χρόνια είναι σταθερά αρνητική, με βάση τις δημοσκοπήσεις: 70% κατά - 30% υπέρ. Ουδέποτε αυτή η πολιτική κατάφερε να κερδίσει κοινωνική συναίνεση. Βεβαίως, τα κόμματα που ασκούν την πολιτική λιτότητας ψηφίστηκαν από σημαντικό τμήμα του εκλογικού σήματος, αλλά η στάση των πολιτών είναι αμετάβλητη. Οι κοινωνικοί αγώνες, βέβαια, που αναπτύχθηκαν την πρώτη φάση, 2010–2012, ήταν σημαντικοί, αλλά δεν μπόρεσαν να έχουν ορατά αποτελέσματα, να είναι νικηφόρες. Οι αγώνες δεν συγκεντροποιήθηκαν, παρέμειναν κατακερματισμένοι, δεν εκφράστηκαν ενιαία στην κεντρική πολιτική σκηνή.
Επίσης, οι κοινωνικές διαμαρτυρίες έχουν μια σχέση αμφίδρομη για το πώς έχει εξελιχθεί ο ΣΥΡΙΖΑ τα δύο τελευταία χρόνια. Δηλαδή, η ύφεση των αγώνων που ακολούθησε, έχει επιδράσει και στη διαμόρφωση της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ, και αντίστροφα. Ωστόσο, η κοινοβουλευτική μεταστροφή που υπάρχει και φάνηκε στις ευρωεκλογές - αν δεν είχαν χειραγωγηθεί, η αποδοκιμασία θα ήταν ακόμη μεγαλύτερη- με το προβάδισμα του ΣΥΡΙΖΑ κατά τέσσερις μονάδες. Το προβάδισμα αυτό, ως αποτέλεσμα και της νίκης στην Περιφέρεια Αττικής, τη μεγαλύτερη της χώρας όπου ζει το 1/3 του πληθυσμού, έχει παγιωθεί και δεν υπάρχει, κατά τη γνώμη μου, περίπτωση να ανατραπεί.
Όμως η προσπάθεια να προκληθεί φόβος και τρόμος, δεν υπάρχει πιθανότητα να επηρεάσει, όπως το 2012;
Υπάρχει. Οι εκλογές του 2012 κερδήθηκαν με την προπαγάνδα και το φόβο. Η επίδρασή τους στο εκλογικό αποτέλεσμα, σε βάρος του ΣΥΡΙΖΑ, είναι της τάξης του 4% - 5%. Η προπαγάνδα, εντούτοις, σήμερα και η στρατηγική του φόβου, που η κυβέρνηση την επιχείρησε ήδη -με την κάμψη του Χρηματιστηρίου, με τις δηλώσεις που έγιναν κτλ- δεν φαίνεται να λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο. Η εκστρατεία του φόβου, βεβαίως, είναι αρκετά πιθανό, να ενταθεί. Αλλά, δεν είναι βέβαιο ότι μπορεί να αποδώσει, εκτός και αν προκληθούν πολύ σοβαρά συμβάντα. Όμως, τέτοιου είδους κινδυνολογία συναντά αντιδράσεις και από τμήματα του επιχειρηματικού κόσμου, για παράδειγμα, που έχουν σχέση με τον τουρισμό ή ακόμη και του τραπεζικού χώρου. Το μέτωπο δεν είναι αρραγές ούτε στον διεθνή παράγοντα. Η συγκυρία σήμερα είναι αρκετά διαφορετική από το 2012, οι αντιθέσεις που υπήρχαν έχουν οξυνθεί και στην ΕΕ και στο εσωτερικό των χωρών. Επομένως, η αντιμετώπιση ενός κύματος κοινωνικών αντιδράσεων δεν μπορεί να γίνει με τον τρόπο που έγινε το 2012 από τις κυρίαρχες δυνάμεις. Αν κρίνουμε και από τους χειρισμούς με την εκλογή προέδρου, υπάρχουν περιορισμοί, οι κυρίαρχες δυνάμεις δεν έχουν την απόλυτη ευχέρεια χειρισμών.
Πόλεμος κατά των κομμάτων
Τι βλέπεις για τον αυριανό τρίτο γύρο στην εκλογή προέδρου;
Η διαδικασία είναι εκφυλιστική. Οι σοβαρές καταγγελίες που έγιναν (δείκτη αποτελεί και ο διεθνής τύπος), δεν έχουν απαντηθεί και η προσπάθεια της κυβέρνησης να συγκαλύψει το θέμα με τη σιωπή των μέσων ενημέρωσης δεν νομίζω ότι επαρκεί. Το γεγονός ότι οι αποκαλύψεις δεν απαντήθηκαν, δημιουργεί αρνητική δυναμική για τα κέντρα που επιδιώκουν την παρεμπόδιση των εκλογών. Η αναλογία με το 1965-67 είναι σαφέστατη. Οι εκλογές του Μαΐου 1967 ματαιώθηκαν, διότι και οι δημοσκοπήσεις – υπήρχαν και τότε, αλλά γίνονταν μόνο από τα κέντρα εξουσίας, τώρα γίνονται λίγο πιο δημοκρατικά – έδειχναν τον νικητή. Η παρεμπόδιση των εκλογών ήταν και είναι το σημαντικό πολιτικό διακύβευμα, να ανακοπεί η εκλογική δυναμική για τον ΣΥΡΙΖΑ.
Από την άλλη πλευρά, το θέμα τής εκλογής προέδρου γίνεται αφορμή για μια ευθεία επίθεση στο θεσμό των πολιτικών κομμάτων. Υπ’ αυτή την έννοια, η σημερινή κυβέρνηση είναι η πλέον «αντι-καραμανλική» της μεταπολίτευσης: το σύνταγμα του 1975 κατοχυρώνει θεσμικά για πρώτη φορά, με πολλή καθυστέρηση, όπως συνέβη με τα συντάγματα κι άλλων χωρών, το ρόλο και τη σημασία των κομμάτων. Ανεξάρτητα από την κριτική που μπορεί να κάνει κανείς σ’ αυτό, το σύνταγμα του ’75 αναγνωρίζει τη σημασία τους και κατοχυρώνει το ρόλο τους στην εκλογή του πρωθυπουργού, τη συμμετοχή τους στη νομοθετική παραγωγή κτλ. Τώρα βλέπουμε την πλήρη αμφισβήτηση και μάλιστα τη θεσμική υπονόμευση των κοινοβουλευτικών ομάδων των κομμάτων, που είναι κατοχυρωμένη και από το Σύνταγμα και από τον κανονισμό της Βουλής. Για να εκλεγεί πρόεδρος θα πρέπει να διαλυθούν οι κοινοβουλευτικές ομάδες των ΑΝΕΛ, της ΔΗΜΑΡ και της Χρυσής Αυγής. Στο όνομα, δήθεν της «ελευθερίας»! Όσα συμβαίνουν συνιστούν δυστυχώς μια ακόμη μελανή σελίδα στην ιστορία του ελληνικού κοινοβουλευτισμού, όπως η παλιά του 1965. Από την άλλη πλευρά, επειδή το διακύβευμα είναι πολύ σοβαρό, διότι κινδυνεύουν συμφέροντα σε Ελλάδα και Ευρώπη, ιδίως η γερμανική πολιτική, οι εκλογές δεν θα αφεθούν στην τύχη τους. Ωστόσο από μια τέτοια ενδεχόμενη παρέμβαση επηρεασμού αυξάνεται σημαντικά το πολιτικό ρίσκο και οι πιθανές παρενέργειες, και αυτό ίσως οδηγεί σε δεύτερες σκέψεις.
Η πόλωση εντείνεται, ενδιάμεσα κόμματα μπορεί να μην κατορθώνουν να μπουν στη Βουλή. Ποια είναι η γνώμη σου;
Τίθενται δύο ζητήματα. Το ένα είναι ότι ως κυρίαρχη αστική εκπροσώπηση η ΝΔ υπό τον κ.Σαμαρά δεν μπορεί να παίξει το ρόλο που ανέλαβε το 2012 και να συσπειρώσει το σύνολο των δυνάμεων της δεξιάς παράταξης. Έχουμε πει ότι η κρίση της Δεξιάς εξακολουθεί να υφίσταται, οι διασπάσεις της, ΑΝΕΛ και ΧΑ, εξακολουθούν να υπάρχουν, όπως επίσης και η κεντροδεξιά και η νεοφιλελεύθερη πλευρά της. Η διάσπασή της, δηλαδή, είναι πολύμορφη και πολύπλευρη. Δεν πρέπει να ξεχνάμε και τα σχετικά σενάρια υπονόμευσης του κ. Σαμαρά, περί αντικατάστασής του, κτλ. Άρα η πόλωση, όσον αφορά αυτή την πλευρά, δεν λειτουργεί.
Η πόλωση δεν είναι βέβαιo ότι αποδίδει για τη ΝΔ
Όμως, η αύξηση της πόλωσης έδωσε πόντους στη ΝΔ, μείωσε λίγο τη διαφορά από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα έχει συνέχεια αυτή η άνοδος. Δεν γνωρίζουμε έαν είναι συγκυριακή. Και,
δυστυχώς, εδώ να επισημάνουμε πρέπει ότι οι δημοσκοπήσεις χρησιμοποιούνται, για άλλη μια φορά, προπαγανδιστικά. Θα πρέπει να ξαναδούμε σε πέντε μέρες ή σε μια εβδομάδα τις τάσεις, για να μπορέσουμε να πούμε με βεβαιότητα αν είναι κάτι μόνιμο ή περιστασιακό. Έγινε προσπάθεια να επενδυθεί αυτή η δήθεν άνοδος, για να διαμορφωθεί ευνοϊκό κλίμα υπέρ της προεδρικής εκλογής. Η πόλωση, ξαναλέω, είναι αντικειμενικά δυσκολότερη, σε σχέση με το 2012.
Η ρευστότητα στο Κέντρο έχει περιορισθεί από το Ποτάμι. Το Ποτάμι, το οποίο επίσης είναι ένα μεταβατικό σχήμα, εμφανίζει αυτή τη στιγμή κάποια ποσοστά, τα οποία δεν φαίνεται να συμπιέζονται ιδιαίτερα από την κλιμάκωση της πολιτικής αντιπαράθεσης κατά τρόπο καθοριστικό. Υπάρχουν τμήματα του εκλογικού σώματος, τα οποία δεν συγκινούνται από τον ΣΥΡΙΖΑ ή τον φοβούνται, έχουν ένα αντι-αριστερό προσανατολισμό, δεν πείθονται όμως και από την πολιτική του Α.Σαμαρά. Θυμίζω, ότι στις ευρωεκλογές εκφράστηκε εντονότατα το φαινόμενο της δεξιάς διαμαρτυρίας, με τον ΛΑΟΣ στο 3% και άλλα μικρότερα κόμματα. Είναι ένδειξη ότι η παραταξιακή διάσταση της δεξιάς συνεχίζεται.
Βλέπουμε, όμως, τη ΝΔ να ενεργεί σαν να θέλει να «εκκαθαρίσει» τους αντιπάλους της.
Έχει καθηλώσει τη ΧΑ, ωστόσο δεν έχει καταφέρει να τη συντρίψει εκλογικά, όπως περίμενε το επιτελείο της. Και οι ΑΝΕΛ, τους οποίους επίσης προσπαθεί να «ροκανίσει», έχουν επιδείξει στοιχεία ανθεκτικότητας και πιθανώς να ενισχυθούν ή να σταθεροποιηθούν από τις αποκαλύψεις.
Από τις μετακινήσεις που καταγράφονται, η πιο σπουδαία, ίσως, είναι αυτή από ΝΔ προς ΣΥΡΙΖΑ, κάπου 7% της δύναμής της. Πώς το ερμηνεύεις;
Πρώτον, ας μην ξεχνάμε ότι τα τελευταία πέντε χρόνια υπάρχει κοσμογονία εξελίξεων, επομένως η πολιτική ρευστότητα είναι αισθητή και οι μετακινήσεις έχουν σπάσει τις παραδοσιακές εκπροσωπήσεις. Δεύτερον, μεγάλο μέρος των μεσαίων και ανώτερων μεσαίων στρωμάτων πλήττονται βαρύτατα από την υπερφορολόγηση και τον ΕΝΦΙΑ. Αυτή η δυσαρέσκεια εκφράστηκε και στις ευρωεκλογές. Η ΝΔ ήλθε σε ρήξη με παραδοσιακά κοινωνικά ερείσματα της δεξιάς, του «σκληρού» πυρήνα της. Αυτό εξηγεί και τις μετατοπίσεις της δεξιάς διαμαρτυρίας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ και οι συμμαχίες του
Αυτοί που πηγαίνουν στον ΣΥΡΙΖΑ, πάνε συνειδητά, είναι κυρίως δυσαρεστημένοι;
Νομίζω ότι ο κόσμος από μόνος του δεν είναι εύκολο να μετασχηματισθεί ιδεολογικά και πολιτικά. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, μετά τις ευρωεκλογές, έχει ακολουθήσει μια γραμμή άμβλυνσης των πολιτικών αιχμών που είχε, μια προσπάθεια να κινηθεί προς το Κέντρο, να κερδίσει την εμπιστοσύνη περισσότερο συντηρητικών στρωμάτων, με τις κινήσεις κορυφής που κάνει, με την υιοθέτηση θέσεων λιγότερο ριζοσπαστικών κ.ά.
Περισσότερο, όμως, στο συμβολικό επίπεδο σημειώνονται αυτά όχι και στο περιεχόμενο της πολιτικής του.
Δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα, αν η διεύρυνση του ΣΥΡΙΖΑ είναι αποτέλεσμα της απόπειρας μετριοπαθούς μεταβολής, αποτέλεσμα των αντοχών του κόσμου ή εκλογικής μεταστροφής λόγω των ευρωεκλογών. Το σίγουρο πάντως είναι, ας μην το ξεχνάμε, ότι από τις ευρωεκλογές και μετά ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πρώτο κόμμα. Υπάρχει πραγματική εκλογική διαδικασία, όχι δημοσκοπήσεις, που πιστοποιεί ότι η κυβέρνηση έχει χάσει, ο ΣΥΡΙΖΑ κερδίζει. Σε μια χώρα με παράδοση κοινοβουλευτισμού αυτό μετράει και δημιουργεί ένα ρεύμα προς τον επερχόμενο νικητή. Λειτουργεί προωθητικά. Να προσθέσω ακόμη ότι με τα ως τώρα δεδομένα η αυτοδυναμία είναι ανοιχτό θέμα, δεν αποκλείεται να επιτευχθεί.
Η συμμαχία με τη ΔΗΜΑΡ πώς, κατά την εκτίμησή σου, θα λειτουργήσει;
Η ΔΗΜΑΡ αυτή τη στιγμή δεν υφίσταται. Οι δημοσκοπήσεις μετά τις ευρωεκλογές συμπίπτουν στο ότι η επιρροή της είναι γύρω στο 1,5% - 1%. Άρα, η μετατόπιση που περιγράφουμε έχει ήδη συντελεστεί. Η ΔΗΜΑΡ έχει διασπαστεί κοινωνικά: ένα τμήμα της πολώνεται στ’ αριστερά και ένα κυρίως προς το Ποτάμι, τη ΝΔ ή το ΠΑΣΟΚ, το οποίο έχει ανοιχτό και το θέμα της διάσπασής του. Η ιστορία έχει δείξει ότι οι προσχωρήσεις κορυφής δεν επηρεάζουν ουσιαστικά τα πράγματα. Από τη μεταπολίτευση και μετά υπήρξαν πολλές διευρύνσεις και δεν λειτούργησαν ποτέ ως καταλύτης. Επαναλαμβάνω, η εκλογική μεταστροφή έχει συντελεστεί, η προεκλογική περίοδος ως τον Φεβρουάριο θα κρίνει ζητήματα, όπως η αυτοδυναμία ή η διαφορά, όχι τη βασική κατεύθυνση. Εξαιρούνται βέβαια τα γεγονότα μεγάλης κλίμακας, όπως πχ ένα θερμό επεισόδιο στο Αιγαίο ή κάποια αιματηρή τυχοδιωκτική ενέργεια.
Tη συνέντευξη πήραν
ο Παύλος Κλαυδιανός
και η Ιωάννα Δρόσου
Μπορούμε να ορίσουμε ως ιστορικές τις εκλογές που επίκεινται;
Είναι κρίσιμες εκλογές και στην ουσία μπορεί να ενταχθούν στον ίδιο ιστορικό κύκλο με αυτές του 2012, της εποχής του μνημονίου. Θα καταγραφεί, δηλαδή η αντίδραση της ελληνικής κοινωνίας σ’ αυτό που βίωσε τα πέντε τελευταία χρόνια εφαρμογής των πολιτικών του μνημονίου. Θα εκδηλωθεί, κατά τη γνώμη μου, η δυσαρέσκεια της ελληνικής κοινωνίας και αυτό θεωρώ ότι είναι μη αντιστρέψιμο. Όντως, λοιπόν, οι εκλογές θα είναι σημαντικές.
Η ελληνική εμπειρία, νομίζω, μπορεί να συγκριθεί με τις αντίστοιχες του ευρωπαϊκού Νότου: Ιρλανδία, Ισπανία, Πορτογαλία και δευτερευόντως Ιταλία. Αλλά τόσο οι επιπτώσεις στην οικονομία όσο και στο πολιτικό σύστημα ήταν επαχθέστερες και βαθύτερες από τις υπόλοιπες χώρες. Το βάθος και το εύρος της κρίσης και οι πρωτοφανείς πολιτικές επιπτώσεις με την κατεδάφιση του παλαιού κομματικού συστήματος διαφοροποιούν, ως ένα βαθμό, την ελληνική περίπτωση από τις υπόλοιπες. Αυτή διαφοροποίηση, βέβαια, από την πλευρά ορισμένων συντηρητικών αναλυτών, χρησιμοποιείται για να παρουσιασθεί η χώρα και ως «εξαίρεση».
Διαμορφώνεται νέα δομή στο πολιτικό σύστημα. Θα είναι σταθερή, θα έχει διάρκεια;
Η κρίση εκπροσώπησης που εκδηλώθηκε από το 2010, ως συνέπεια της μνημονιακής πολιτικής, συνεχίζεται. Ο ΣΥΡΙΖΑ, βεβαίως, έχει αποκτήσει σχέσεις εκπροσώπησης με σημαντικά τμήματα της ελληνικής κοινωνίας που έχουν πληγεί από το μνημόνιο, μισθωτά και λαϊκότερα στρώματα, κτλ, αλλά κατά τη γνώμη μου ούτε κι αυτή η σχέση μπορεί να θεωρηθεί εδραιωμένη ή ασφαλής. Σε αυτό βέβαια έχει συντελέσει για διάφορους λόγους και η χαμηλή οργανωτική ανάπτυξη που παρατηρείται. Η κρίση εκπροσώπησης συνεχίζεται και δεν έχει επιλυθεί ούτε από την πλευρά των «από πάνω», των κυρίαρχων δυνάμεων. Στους πολιτικούς σχηματισμούς της δεξιάς ή της κεντροδεξιάς και του λεγόμενου κέντρου βλέπουμε ότι εξακολουθεί να κυριαρχεί η ρευστότητα, οι «μεταπηδήσεις» κτλ. Ένα παράγωγο αυτής της κρίσης είναι η μεγάλη κινητικότητα που παρατηρείται και στο κοινοβούλιο με τη συμπεριφορά των βουλευτών. Επομένως, παραμένουμε σε μεταβατική περίοδο.
Από την άλλη πλευρά βέβαια, και αυτό είναι πιο σημαντικό, εξελίσσεται δυστυχώς μπροστά στα μάτια μας μια βαθύτερη διεργασία, που είναι η κατεδάφιση της μεταπολιτευτικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, η μετάβαση σε ένα νεοφιλελεύθερο αυταρχικό κρατισμό. Αυτή η διαδικασία προχωρεί με πολύ γρήγορους ρυθμούς. Στην ουσία, έχει τεθεί σε αμφισβήτηση η ίδια η έννοια της αντιπροσώπευσης, όχι μόνο λόγω της θεσμικής αποδυνάμωσης και της πλήρους περιθωριοποίησης του κοινοβουλίου, που είδαμε αυτά τα χρόνια και η οποία εκδηλώνεται και τώρα, με τη διαδικασία της εκλογής του προέδρου της Δημοκρατίας.
Βλέπουμε, επιπλέον, την ευθεία επίθεση στα πολιτικά κόμματα, όχι μόνο ιδεολογική αλλά και θεσμική, πχ με τη δραματική συρρίκνωση της κρατικής χρηματοδότησης στο μισό. Μάλιστα, ο τελευταίος νόμος 4304/2014, που δημοσιεύθηκε μόλις στις 23/10/14, επιτρέπει πια τη χρηματοδότησή τους από επιχειρήσεις και ιδιωτικούς φορείς. Πιστεύω ότι αυτό δείχνει πόσο έχει προχωρήσει ένας πολιτικός μετασχηματισμός, τον οποίο δεν έχουμε συλλάβει σ’ όλη του την έκταση. έχει αλλάξει ο ρόλος των βουλευτών, έχει αυξηθεί ο έλεγχος των επιχειρήσεων και του κεφαλαίου πάνω στο κοινοβούλιο. Στην ουσία, υλοποιείται μια διαδικασία «ιδιωτικοποίησης» και της Βουλής. Αυτός ο μεγάλος μετασχηματισμός, σε συνδυασμό με μια πιθανή συνταγματική αναθεώρηση, που θα είναι νεοφιλελεύθερου χαρακτήρα, προοιωνίζεται μια σε βάθος αλλαγή του πολιτικού εποικοδομήματος και του κοινωνικού συσχετισμού που αποτύπωσε το Σύνταγμα του 1975.
Η κατεδάφιση της λαϊκής συμμετοχής
Το σχέδιο αυτό μπορεί να αποτραπεί με το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών;
Έχω τη γνώμη ότι τα τελευταία χρόνια -αυτό φάνηκε στις τελευταίες ευρωβουλευτικές και περιφερειακές εκλογές- υπήρξε οργανωμένη κατεύθυνση, σοβαρή μεθόδευση, με στόχο τη θεσμική αποδυνάμωση της εκλογικής διαδικασίας. Υπήρξαν πάρα πολλές νομοθετικές αλλαγές του εκλογικού συστήματος και του θεσμικού πλαισίου, οι οποίες αποδυναμώνουν ανοικτά την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος. Έχουμε μπει σε μια -αντίστροφη της μεταδικτατορικής- διαδικασία κατεδάφισης της συμμετοχής των πολιτών και υπονόμευσης του θεσμικού βάρους και του ρόλου ακόμη και των ίδιων των εκλογών. Επιστρέφουμε σε πρακτικές που θυμίζουν περισσότερο την προδικτατορική περίοδο.
Κωδικοποιώ τα κρίσιμα στοιχεία: Πρώτον, επιταχυνόμενη κάμψη της συμμετοχής τα τελευταία χρόνια. Δεύτερον, θεσμική υποβάθμιση των εκλογών. Θυμίζω παρενθετικά ότι τον Μάιο πραγματοποιήθηκαν μαζί τρεις εκλογές, με εντελώς διαφορετικό αντικείμενο (δημοτικές, περιφερειακές, για την ευρωβουλή). Τρίτον, επιβλήθηκαν διοικητικά μέτρα που δυσκολεύουν τους ετεροδημότες να ψηφίσουν, για να μη μιλήσουμε για την αύξηση των διοδίων, επιπλέον της συρρίκνωσης των εισοδημάτων. Τέταρτον, η σημερινή απαξίωση, στην κυριολεξία κατάντια της βουλής, που προκύπτει από το ότι έχουν ψηφιστεί πάνω από τετρακόσιοι πενήντα νόμοι και υπήρξαν πάνω από τριάντα πράξεις νομοθετικού περιεχομένου. Έχει, ουσιαστικά, παρακαμφθεί η κοινοβουλευτική διαδικασία. Και βέβαια, η επίσης σημαντική κυριολεκτικά «βιομηχανία» με τις χιλιάδες φωτογραφικές τροπολογίες. Μόνο με το τελευταίο νομοσχέδιο κατατέθηκαν εκατόν τρεις τροπολογίες και απ’ αυτές εγκρίθηκαν πολλές με πρωτοβουλία υπουργών και βουλευτών. De facto, oι βουλευτές έχουν μετατραπεί σε εκπροσώπους ομάδων πίεσης, σε λομπίστες επιχειρηματικών ή ιδιωτικών συμφερόντων.
Έχει λοιπόν μετασχηματιστεί η λειτουργία του κοινοβουλευτισμού. Δεν αντιμετωπίζουμε, επομένως, μόνο τις οικονομικές επιπτώσεις της κρίσης, αλλά η κρίση έχει αλλάξει συνολικά την πολιτική. Οι εκλογές που έρχονται είναι μια μάχη, που, εάν δεν κερδηθεί, θα επισφραγίσει πλέον την πρωτοβουλία των κυρίαρχων τάξεων να μεταβάλουν τον μεταπολιτευτικό συσχετισμό πολιτικών δυνάμεων υπέρ τους.
Υπερβαίνει, δηλαδή, και τα τρομακτικά οικονομικά ζητήματα.
Είναι μάχη για την υπεράσπιση της ήδη αποδυναμωμένης σε μεγάλο βαθμό μεταπολιτευτικής δημοκρατίας. Αυτοί που υπερασπίζονται την κατεδάφισή της, εκμεταλλευόμενοι την παρακμή και τη διαφθορά, το πράττουν στο όνομα ενός αριστοκρατικού χαρακτήρα «αντικομματισμού», που παραπέμπει μάλλον στο 19ου αιώνα. Είναι οι ίδιοι που υπερασπίζονται τη δήθεν «ελευθερία» των βουλευτών, όπως προβλήθηκε στην περίπτωση της εκλογής του προέδρου. Πρόκειται για μια καθαρά αντιδραστική και προφανώς αντισυνταγματική κριτική, καθαρά προσχηματική με μοναδικό στόχο την αποφυγή των εκλογών. Δηλαδή, την αποφυγή της προσφυγής στη λαϊκή ετυμηγορία, που προβλέπει το σύνταγμα.
Η τακτική της τρομοκράτησης
Παρά τα εμπόδια, ωστόσο, ο κόσμος είναι αποφασισμένος να πάει στην κάλπη, να αρχίσει η ανατροπή του μνημονίου.
Η στάση της κοινής γνώμης έναντι του μνημονίου στα τελευταία πέντε χρόνια είναι σταθερά αρνητική, με βάση τις δημοσκοπήσεις: 70% κατά - 30% υπέρ. Ουδέποτε αυτή η πολιτική κατάφερε να κερδίσει κοινωνική συναίνεση. Βεβαίως, τα κόμματα που ασκούν την πολιτική λιτότητας ψηφίστηκαν από σημαντικό τμήμα του εκλογικού σήματος, αλλά η στάση των πολιτών είναι αμετάβλητη. Οι κοινωνικοί αγώνες, βέβαια, που αναπτύχθηκαν την πρώτη φάση, 2010–2012, ήταν σημαντικοί, αλλά δεν μπόρεσαν να έχουν ορατά αποτελέσματα, να είναι νικηφόρες. Οι αγώνες δεν συγκεντροποιήθηκαν, παρέμειναν κατακερματισμένοι, δεν εκφράστηκαν ενιαία στην κεντρική πολιτική σκηνή.
Επίσης, οι κοινωνικές διαμαρτυρίες έχουν μια σχέση αμφίδρομη για το πώς έχει εξελιχθεί ο ΣΥΡΙΖΑ τα δύο τελευταία χρόνια. Δηλαδή, η ύφεση των αγώνων που ακολούθησε, έχει επιδράσει και στη διαμόρφωση της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ, και αντίστροφα. Ωστόσο, η κοινοβουλευτική μεταστροφή που υπάρχει και φάνηκε στις ευρωεκλογές - αν δεν είχαν χειραγωγηθεί, η αποδοκιμασία θα ήταν ακόμη μεγαλύτερη- με το προβάδισμα του ΣΥΡΙΖΑ κατά τέσσερις μονάδες. Το προβάδισμα αυτό, ως αποτέλεσμα και της νίκης στην Περιφέρεια Αττικής, τη μεγαλύτερη της χώρας όπου ζει το 1/3 του πληθυσμού, έχει παγιωθεί και δεν υπάρχει, κατά τη γνώμη μου, περίπτωση να ανατραπεί.
Όμως η προσπάθεια να προκληθεί φόβος και τρόμος, δεν υπάρχει πιθανότητα να επηρεάσει, όπως το 2012;
Υπάρχει. Οι εκλογές του 2012 κερδήθηκαν με την προπαγάνδα και το φόβο. Η επίδρασή τους στο εκλογικό αποτέλεσμα, σε βάρος του ΣΥΡΙΖΑ, είναι της τάξης του 4% - 5%. Η προπαγάνδα, εντούτοις, σήμερα και η στρατηγική του φόβου, που η κυβέρνηση την επιχείρησε ήδη -με την κάμψη του Χρηματιστηρίου, με τις δηλώσεις που έγιναν κτλ- δεν φαίνεται να λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο. Η εκστρατεία του φόβου, βεβαίως, είναι αρκετά πιθανό, να ενταθεί. Αλλά, δεν είναι βέβαιο ότι μπορεί να αποδώσει, εκτός και αν προκληθούν πολύ σοβαρά συμβάντα. Όμως, τέτοιου είδους κινδυνολογία συναντά αντιδράσεις και από τμήματα του επιχειρηματικού κόσμου, για παράδειγμα, που έχουν σχέση με τον τουρισμό ή ακόμη και του τραπεζικού χώρου. Το μέτωπο δεν είναι αρραγές ούτε στον διεθνή παράγοντα. Η συγκυρία σήμερα είναι αρκετά διαφορετική από το 2012, οι αντιθέσεις που υπήρχαν έχουν οξυνθεί και στην ΕΕ και στο εσωτερικό των χωρών. Επομένως, η αντιμετώπιση ενός κύματος κοινωνικών αντιδράσεων δεν μπορεί να γίνει με τον τρόπο που έγινε το 2012 από τις κυρίαρχες δυνάμεις. Αν κρίνουμε και από τους χειρισμούς με την εκλογή προέδρου, υπάρχουν περιορισμοί, οι κυρίαρχες δυνάμεις δεν έχουν την απόλυτη ευχέρεια χειρισμών.
Πόλεμος κατά των κομμάτων
Τι βλέπεις για τον αυριανό τρίτο γύρο στην εκλογή προέδρου;
Η διαδικασία είναι εκφυλιστική. Οι σοβαρές καταγγελίες που έγιναν (δείκτη αποτελεί και ο διεθνής τύπος), δεν έχουν απαντηθεί και η προσπάθεια της κυβέρνησης να συγκαλύψει το θέμα με τη σιωπή των μέσων ενημέρωσης δεν νομίζω ότι επαρκεί. Το γεγονός ότι οι αποκαλύψεις δεν απαντήθηκαν, δημιουργεί αρνητική δυναμική για τα κέντρα που επιδιώκουν την παρεμπόδιση των εκλογών. Η αναλογία με το 1965-67 είναι σαφέστατη. Οι εκλογές του Μαΐου 1967 ματαιώθηκαν, διότι και οι δημοσκοπήσεις – υπήρχαν και τότε, αλλά γίνονταν μόνο από τα κέντρα εξουσίας, τώρα γίνονται λίγο πιο δημοκρατικά – έδειχναν τον νικητή. Η παρεμπόδιση των εκλογών ήταν και είναι το σημαντικό πολιτικό διακύβευμα, να ανακοπεί η εκλογική δυναμική για τον ΣΥΡΙΖΑ.
Από την άλλη πλευρά, το θέμα τής εκλογής προέδρου γίνεται αφορμή για μια ευθεία επίθεση στο θεσμό των πολιτικών κομμάτων. Υπ’ αυτή την έννοια, η σημερινή κυβέρνηση είναι η πλέον «αντι-καραμανλική» της μεταπολίτευσης: το σύνταγμα του 1975 κατοχυρώνει θεσμικά για πρώτη φορά, με πολλή καθυστέρηση, όπως συνέβη με τα συντάγματα κι άλλων χωρών, το ρόλο και τη σημασία των κομμάτων. Ανεξάρτητα από την κριτική που μπορεί να κάνει κανείς σ’ αυτό, το σύνταγμα του ’75 αναγνωρίζει τη σημασία τους και κατοχυρώνει το ρόλο τους στην εκλογή του πρωθυπουργού, τη συμμετοχή τους στη νομοθετική παραγωγή κτλ. Τώρα βλέπουμε την πλήρη αμφισβήτηση και μάλιστα τη θεσμική υπονόμευση των κοινοβουλευτικών ομάδων των κομμάτων, που είναι κατοχυρωμένη και από το Σύνταγμα και από τον κανονισμό της Βουλής. Για να εκλεγεί πρόεδρος θα πρέπει να διαλυθούν οι κοινοβουλευτικές ομάδες των ΑΝΕΛ, της ΔΗΜΑΡ και της Χρυσής Αυγής. Στο όνομα, δήθεν της «ελευθερίας»! Όσα συμβαίνουν συνιστούν δυστυχώς μια ακόμη μελανή σελίδα στην ιστορία του ελληνικού κοινοβουλευτισμού, όπως η παλιά του 1965. Από την άλλη πλευρά, επειδή το διακύβευμα είναι πολύ σοβαρό, διότι κινδυνεύουν συμφέροντα σε Ελλάδα και Ευρώπη, ιδίως η γερμανική πολιτική, οι εκλογές δεν θα αφεθούν στην τύχη τους. Ωστόσο από μια τέτοια ενδεχόμενη παρέμβαση επηρεασμού αυξάνεται σημαντικά το πολιτικό ρίσκο και οι πιθανές παρενέργειες, και αυτό ίσως οδηγεί σε δεύτερες σκέψεις.
Η πόλωση εντείνεται, ενδιάμεσα κόμματα μπορεί να μην κατορθώνουν να μπουν στη Βουλή. Ποια είναι η γνώμη σου;
Τίθενται δύο ζητήματα. Το ένα είναι ότι ως κυρίαρχη αστική εκπροσώπηση η ΝΔ υπό τον κ.Σαμαρά δεν μπορεί να παίξει το ρόλο που ανέλαβε το 2012 και να συσπειρώσει το σύνολο των δυνάμεων της δεξιάς παράταξης. Έχουμε πει ότι η κρίση της Δεξιάς εξακολουθεί να υφίσταται, οι διασπάσεις της, ΑΝΕΛ και ΧΑ, εξακολουθούν να υπάρχουν, όπως επίσης και η κεντροδεξιά και η νεοφιλελεύθερη πλευρά της. Η διάσπασή της, δηλαδή, είναι πολύμορφη και πολύπλευρη. Δεν πρέπει να ξεχνάμε και τα σχετικά σενάρια υπονόμευσης του κ. Σαμαρά, περί αντικατάστασής του, κτλ. Άρα η πόλωση, όσον αφορά αυτή την πλευρά, δεν λειτουργεί.
Η πόλωση δεν είναι βέβαιo ότι αποδίδει για τη ΝΔ
Όμως, η αύξηση της πόλωσης έδωσε πόντους στη ΝΔ, μείωσε λίγο τη διαφορά από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα έχει συνέχεια αυτή η άνοδος. Δεν γνωρίζουμε έαν είναι συγκυριακή. Και,
δυστυχώς, εδώ να επισημάνουμε πρέπει ότι οι δημοσκοπήσεις χρησιμοποιούνται, για άλλη μια φορά, προπαγανδιστικά. Θα πρέπει να ξαναδούμε σε πέντε μέρες ή σε μια εβδομάδα τις τάσεις, για να μπορέσουμε να πούμε με βεβαιότητα αν είναι κάτι μόνιμο ή περιστασιακό. Έγινε προσπάθεια να επενδυθεί αυτή η δήθεν άνοδος, για να διαμορφωθεί ευνοϊκό κλίμα υπέρ της προεδρικής εκλογής. Η πόλωση, ξαναλέω, είναι αντικειμενικά δυσκολότερη, σε σχέση με το 2012.
Η ρευστότητα στο Κέντρο έχει περιορισθεί από το Ποτάμι. Το Ποτάμι, το οποίο επίσης είναι ένα μεταβατικό σχήμα, εμφανίζει αυτή τη στιγμή κάποια ποσοστά, τα οποία δεν φαίνεται να συμπιέζονται ιδιαίτερα από την κλιμάκωση της πολιτικής αντιπαράθεσης κατά τρόπο καθοριστικό. Υπάρχουν τμήματα του εκλογικού σώματος, τα οποία δεν συγκινούνται από τον ΣΥΡΙΖΑ ή τον φοβούνται, έχουν ένα αντι-αριστερό προσανατολισμό, δεν πείθονται όμως και από την πολιτική του Α.Σαμαρά. Θυμίζω, ότι στις ευρωεκλογές εκφράστηκε εντονότατα το φαινόμενο της δεξιάς διαμαρτυρίας, με τον ΛΑΟΣ στο 3% και άλλα μικρότερα κόμματα. Είναι ένδειξη ότι η παραταξιακή διάσταση της δεξιάς συνεχίζεται.
Βλέπουμε, όμως, τη ΝΔ να ενεργεί σαν να θέλει να «εκκαθαρίσει» τους αντιπάλους της.
Έχει καθηλώσει τη ΧΑ, ωστόσο δεν έχει καταφέρει να τη συντρίψει εκλογικά, όπως περίμενε το επιτελείο της. Και οι ΑΝΕΛ, τους οποίους επίσης προσπαθεί να «ροκανίσει», έχουν επιδείξει στοιχεία ανθεκτικότητας και πιθανώς να ενισχυθούν ή να σταθεροποιηθούν από τις αποκαλύψεις.
Από τις μετακινήσεις που καταγράφονται, η πιο σπουδαία, ίσως, είναι αυτή από ΝΔ προς ΣΥΡΙΖΑ, κάπου 7% της δύναμής της. Πώς το ερμηνεύεις;
Πρώτον, ας μην ξεχνάμε ότι τα τελευταία πέντε χρόνια υπάρχει κοσμογονία εξελίξεων, επομένως η πολιτική ρευστότητα είναι αισθητή και οι μετακινήσεις έχουν σπάσει τις παραδοσιακές εκπροσωπήσεις. Δεύτερον, μεγάλο μέρος των μεσαίων και ανώτερων μεσαίων στρωμάτων πλήττονται βαρύτατα από την υπερφορολόγηση και τον ΕΝΦΙΑ. Αυτή η δυσαρέσκεια εκφράστηκε και στις ευρωεκλογές. Η ΝΔ ήλθε σε ρήξη με παραδοσιακά κοινωνικά ερείσματα της δεξιάς, του «σκληρού» πυρήνα της. Αυτό εξηγεί και τις μετατοπίσεις της δεξιάς διαμαρτυρίας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ και οι συμμαχίες του
Αυτοί που πηγαίνουν στον ΣΥΡΙΖΑ, πάνε συνειδητά, είναι κυρίως δυσαρεστημένοι;
Νομίζω ότι ο κόσμος από μόνος του δεν είναι εύκολο να μετασχηματισθεί ιδεολογικά και πολιτικά. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, μετά τις ευρωεκλογές, έχει ακολουθήσει μια γραμμή άμβλυνσης των πολιτικών αιχμών που είχε, μια προσπάθεια να κινηθεί προς το Κέντρο, να κερδίσει την εμπιστοσύνη περισσότερο συντηρητικών στρωμάτων, με τις κινήσεις κορυφής που κάνει, με την υιοθέτηση θέσεων λιγότερο ριζοσπαστικών κ.ά.
Περισσότερο, όμως, στο συμβολικό επίπεδο σημειώνονται αυτά όχι και στο περιεχόμενο της πολιτικής του.
Δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα, αν η διεύρυνση του ΣΥΡΙΖΑ είναι αποτέλεσμα της απόπειρας μετριοπαθούς μεταβολής, αποτέλεσμα των αντοχών του κόσμου ή εκλογικής μεταστροφής λόγω των ευρωεκλογών. Το σίγουρο πάντως είναι, ας μην το ξεχνάμε, ότι από τις ευρωεκλογές και μετά ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πρώτο κόμμα. Υπάρχει πραγματική εκλογική διαδικασία, όχι δημοσκοπήσεις, που πιστοποιεί ότι η κυβέρνηση έχει χάσει, ο ΣΥΡΙΖΑ κερδίζει. Σε μια χώρα με παράδοση κοινοβουλευτισμού αυτό μετράει και δημιουργεί ένα ρεύμα προς τον επερχόμενο νικητή. Λειτουργεί προωθητικά. Να προσθέσω ακόμη ότι με τα ως τώρα δεδομένα η αυτοδυναμία είναι ανοιχτό θέμα, δεν αποκλείεται να επιτευχθεί.
Η συμμαχία με τη ΔΗΜΑΡ πώς, κατά την εκτίμησή σου, θα λειτουργήσει;
Η ΔΗΜΑΡ αυτή τη στιγμή δεν υφίσταται. Οι δημοσκοπήσεις μετά τις ευρωεκλογές συμπίπτουν στο ότι η επιρροή της είναι γύρω στο 1,5% - 1%. Άρα, η μετατόπιση που περιγράφουμε έχει ήδη συντελεστεί. Η ΔΗΜΑΡ έχει διασπαστεί κοινωνικά: ένα τμήμα της πολώνεται στ’ αριστερά και ένα κυρίως προς το Ποτάμι, τη ΝΔ ή το ΠΑΣΟΚ, το οποίο έχει ανοιχτό και το θέμα της διάσπασής του. Η ιστορία έχει δείξει ότι οι προσχωρήσεις κορυφής δεν επηρεάζουν ουσιαστικά τα πράγματα. Από τη μεταπολίτευση και μετά υπήρξαν πολλές διευρύνσεις και δεν λειτούργησαν ποτέ ως καταλύτης. Επαναλαμβάνω, η εκλογική μεταστροφή έχει συντελεστεί, η προεκλογική περίοδος ως τον Φεβρουάριο θα κρίνει ζητήματα, όπως η αυτοδυναμία ή η διαφορά, όχι τη βασική κατεύθυνση. Εξαιρούνται βέβαια τα γεγονότα μεγάλης κλίμακας, όπως πχ ένα θερμό επεισόδιο στο Αιγαίο ή κάποια αιματηρή τυχοδιωκτική ενέργεια.