Μνήμη
ΕΡΝΕΣΤΟ ΛΑΚΛΑΟΥ
Προδημοσίευση από τον
τόμο που θα κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες από τις εκδόσεις Ashgate, στα αγγλικά, με
την επιμέλεια των Αλ. Κιουπκιολή και Γ. Κατσαμπέκη
ΤΟΥ
ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΤΣΑΜΠΕΚΗ
Η
διαμάχη γύρω από μια πολιτική έννοια είναι αυτό που την καθιστά ουσιωδώς
πολιτική … και όχι το γεγονός ότι έχει πολλαπλά νοήματα. Ο πολιτικός αγώνας
είναι επίσης ένας αγώνας για την οικειοποίηση των λέξεων. (Ζακ Ρανσιέρ)
Το δημοκρατικό υποκείμενο
και οι αμφισημίες του: προς έναν «πληθυντικό λαό»;
Αν
κανείς συλλάβει την έννοια του «λαού» ως δυνητικού
υποκειμένου της πολιτικής αλλαγής, το οποίο δεν φέρει προκαθορισμένα περιεχόμενα,
και το οποίο συνιστά κεντρικό σημαίνον σε μια πολιτική διαδικασία που αποτελεί
αποκρυστάλλωση μιας λογικής του πολιτικού ανάμεσα σε άλλες, τότε δε θα
δυσκολευτούμε ιδιαίτερα να αναγνωρίσουμε αυτήν ακριβώς τη λογική στην περίπτωση
των «αγανακτισμένων». Ο λαός ως υποκείμενο, όπως υποστηρίζουν ο Ερνέστο Λακλάου
και ο Ζακ Ρανσιέρ, αναδύεται όταν ένα μερικό υποκείμενο αξιώνει το ρόλο του
καθολικού, θέτοντας τον εαυτό απέναντι σε έναν κοινό Άλλο. Αυτό, θα πρέπει να
τονιστεί, δεν σημαίνει πως σε τούτη την διαλεκτική μεταξύ μερικού και
καθολικού, η ετερογένεια απωθείται και απορροφάται σε μια απόλυτη ενότητα. Με
τα λόγια του Σάιμον Κρίτσλεϊ, ο λαός δεν είναι «η έκφραση μιας εθνικής ουσίας,
η υποθετική ενότητα μιας φυλής, οι πολίτες ενός έθνους-κράτους, τα μέλη μιας
ιδιαίτερης τάξης όπως το προλεταριάτο, ή και τα μέλη μιας ιδιαίτερης κοινότητας
που ορίζεται με βάση τη θρησκεία, την εθνικότητα ή οτιδήποτε άλλο. Ο λαός δεν
μπορεί να καθοριστεί κοινωνικά και να αστυνομευθεί με εδαφικούς όρους».[1]
Σε αυτό το πλαίσιο, το
πλήθος [των «αγανακτισμένων»] στην Αθήνα, όπως και τα συγκαιρινά του πλήθη
αλλού, αξίωνε την εκπροσώπηση ολόκληρης της κοινότητας, αντηχώντας παρόμοιες
κινητοποιήσεις που προηγήθηκαν ή ακολούθησαν: «είμαστε το 99%»
υποστήριζαν οι διαδηλωτές στις ΗΠΑ, «είμαστε
ο λαός» άκουγε κανείς στους «αγανακτισμένους», «είμαστε ένα, είμαστε ένα», τραγούδαγαν συχνά οι χιλιάδες Αιγύπτιοι
στην πλατεία Ταχρίρ, κ.ο.κ. Το ζήτημα κλειδί λοιπόν εδώ είναι η αξίωση της
εκπροσώπησης ολόκληρης της κοινότητας, που συνιστά την «καθολική στιγμή» του
λαού και όχι την (ούτως ή άλλως αδύνατη) ενότητά του. Αυτό που προτείνουν οι Μάικλ
Χαρντ και Αντόνιο Νέγκρι σχετικά με το «πλήθος», βρίσκει εδώ την τέλεια εφαρμογή
του και στον λαό: [ο λαός] «πρέπει να κατανοηθεί … όχι ως είναι [being] αλλά ως
γίγνεσθαι [making] – ή καλύτερα, ως ένα είναι
το οποίο δεν είναι παγιωμένο ή στατικό αλλά συνεχώς μεταμορφώνεται,
εμπλουτίζεται, συγκροτείται από μια διαδικασία του γίγνεσθαι».[2]
Συνεπώς,
ο σκοπός ενός υποκειμένου όπως ο «λαός» δεν έγκειται απαραίτητα στο να «γίνει
κράτος», όπως θα το έθετε ο Αντόνιο Γκράμσι με παραδοσιακούς ηγεμονικούς όρους,
ούτε όμως θα προϋπέθετε απαραίτητα και έναν «δημιουργό» έξω από τον ίδιο του
τον εαυτό. Ο σκοπός του θα γινόταν καλύτερα κατανοητός ως η προσπάθεια να συγκροτηθεί
ως (επισφαλές και προσωρινό) καθολικό υποκείμενο, ως υποκείμενο αλλαγής. Και
εφόσον κάθε αντιπροσώπευση είναι εν τέλει ανεπαρκής, και κάθε τάξη [order] προσωρινή και επισφαλής, ένας «λαός» δε μπορεί ποτέ να είναι ένας, ενώ παραμένει
πάντοτε έκθετος σε προκλήσεις, τόσο εσωτερικές όσο και εξωτερικές. Η ανάδυση οποιουδήποτε «λαού»
αποτελεί αξερίζωτη δυνατότητα, και η ανοιχτότητα του κοινωνικού πεδίου σε
τέτοιες αναδύσεις συνιστά κρίσιμο συστατικό στοιχείο της δημοκρατίας.
Η
στρατηγική της απόρριψης του λαού, ή της αντιπαράθεσής του με κάποιο άλλο
υποκείμενο, το οποίο υποτίθεται πως τον έχει πλέον αντικαταστήσει και είναι το μόνο επαρκές δημοκρατικό υποκείμενο, το μόνο ικανό να πραγματώσει με τρόπο
απόλυτο την δημοκρατία, θυμίζει μπρεχτιανή ειρωνεία, σύμφωνα με την οποία η
πραγματικότητα πρέπει να τεθεί στην προκρούστεια κλίνη, ώστε να ταιριάξει με
την θεωρία. Σε μια περίοδο που συναντάμε μια πληθώρα κινημάτων ανά την υφήλιο,
από την Αίγυπτο ως την Ισπανία και από την Ελλάδα ως τις ΗΠΑ, τα οποία δρουν στο
όνομα του «λαού», ως μερικότητες που αξιώνουν το ρόλο ενός καθολικού
υποκειμένου, επιτελώντας δηλαδή μια ριζοσπαστική πράξη αντιπροσώπευσης, ακούμε
πως ο λαός είναι νεκρός, ότι η αντιπροσώπευση έχει ξεπεραστεί και είναι
αντιπαραγωγική για την δημοκρατία, και ότι τώρα πρέπει να συλλάβουμε τη
ριζοσπαστική δημοκρατική πολιτική με τους όρους ενός εμμενούς [immanent]
πλήθους ενάντια στην Αυτοκρατορία. Από την άλλη, ωστόσο, δε μπορούμε και να
απορρίψουμε το πλήθος ως ανεπαρκές και πολιτικά αμελητέο, εν συγκρίσει με τον
λαό. Αφού η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στα δύο υποκείμενα όχι μόνο είναι θολή,
αλλά και δυνητικά αντιπαραγωγική στην προσπάθειά μας να συλλάβουμε και να
αναλύσουμε θεωρητικά τη δημοκρατική δράση πέρα από περιοριστικούς δυισμούς. Το
δημοκρατικό υποκείμενο δε μπορεί να αναχθεί σε έναν και μοναδικό όρο που του
αποδίδει εκ των προτέρων συγκεκριμένα περιεχόμενα.
Εδώ
συναντάμε ακόμα ένα από τα πλεονεκτήματα στην σύλληψη «“του λαού” ως ουσιωδώς
πολιτικού, που έγκειται στο γεγονός ότι τα χαρακτηριστικά του όρου αυτού
αντανακλούν και την ενδεχομενικότητα της ίδιας της πολιτικής».[3] «Ο
λαός» δε συνιστά συμπαγή έννοια, αλλά έννοια που την διαπερνά μια καταστατική πολυσημία [constitutive
polysemy], μια αξερίζωτη αμφισημία που παραπέμπει επίσης στην καταστατική του
ανοιχτότητα ως υποκειμένου και στις αναπόδραστες εσωτερικές του εντάσεις.
Θεωρητικοί όπως ο Τζόρτζιο Αγκάμπεν, ο Ζακ Ρανσιέρ ή η Μάργκαρετ Κάνοβαν,
συγκλίνουν σε τούτη την άποψη, αναγνωρίζοντας αυτό το εσωτερικό ρήγμα. Ο «λαός»
θεωρείται ταυτόχρονα ως μέρος και όλον, μέσα και έξω, ήδη παρών αλλά και εν τω
γίγνεσθαι. […] Έτσι, ο λαός συγκροτεί μια «μερική [και] πολιτικά κατασκευασμένη
καθολικότητα»,[4]
έκθετη σε προκλήσεις και πάντα επισφαλή αλλά ταυτόχρονα ικανή για το καλύτερο
και για το χειρότερο. Και γι’ αυτό μπορεί καλύτερα να ενσαρκώσει τη δημοκρατική
δράση, αφού δεν οδηγεί ούτε στην απάθεια ούτε στην έξοδο. Ο πολιτικός
προσανατολισμός του λαού είναι αποτέλεσμα διαρκών αγώνων, ηγεμονικών ή
μη-ηγεμονικών πρακτικών, συναισθηματικής επένδυσης σε κοινούς σκοπούς που
δίνουν νόημα και προσανατολισμό στις επιδιώξεις του. Είναι ένα υποκείμενο/μια έννοια
που μας καλεί να δράσουμε εδώ και τώρα.
Σε
αυτό το πλαίσιο θα είχε νόημα η εισαγωγή της έννοιας του «πληθυντικού λαού» [multitudinous people], ώστε να σημάνουμε την αναπόδραστη ολίσθηση
μεταξύ λαού και πλήθους, κάτι που βεβαίως ήδη εμπεριέχεται στην έννοια του
«λαού». Ο λαός συνιστά περισσότερο ένα πολιτικό υποκείμενο-ως-δυνατότητα και
όχι μια συμπαγή οντότητα με προκαθορισμένα διιστορικά περιεχόμενα και σκοπούς. Το
πλήθος, ως νέα εννοιολόγηση της δημοκρατικής δράσης, προκαλεί και εμπλουτίζει
την δημοκρατική ιδέα του «λαού», δίνοντας έμφαση σε νέες μορφές δημιουργίας από
κοινού και πολιτικής σε μια εποχή που κυριαρχείται από την βιοπολιτική
παραγωγή. Οι πληθυντικές στιγμές του λαού μπορούν να αποτελούν μια διαρκή
εσωτερική πρόκληση, που αποτρέπουν την σύμπτυξή του σε ένα απόλυτο και
αποκλειστικό [exclusivist] ένα.
Έτσι,
γίνεται κατανοητός ως ένα δυνητικό υποκείμενο το οποίο μπορεί να προκύψει υπό
ποικίλες συνθήκες και με απρόβλεπτους τρόπους. Δε δύναται δηλαδή να προκύψει
αυτόματα/αυθόρμητα, αφού συνιστά διαρκές πολιτικό σχέδιο και αποτέλεσμα μιας
διαδικασίας συνάρθρωσης [articulation]· συγκροτείται ως μια «διασπαστική δύναμη» [disruptive force] που διαρρηγνύει την συνήθη ροή της
πολιτικής [politics as usual]. Είναι έτσι μια πάντα παρούσα δυνατότητα που εμπεριέχει την αμφισβήτησή
της, αφού είναι ανοιχτή στην αποσταθεροποίησή της από εσωτερικά ή εξωτερικά
στοιχεία που ενδέχεται να επικαλεστούν εκ νέου το όνομα «του λαού» και το ίσο
μέρος που τους αναλογεί, προωθώντας έτσι έναν διηνεκή αγώνα για μια δημοκρατία
με την ντεριντιανή έννοια: μια δημοκρατία που πάντα θα έρχεται.
Ο Γιώργος Κατσαμπέκης είναι υπ. δρ του τμήματος Πολιτικών
Επιστημών του ΑΠΘ
[1] Σάιμον Κρίτσλεϊ, Ζητώντας το άπειρο,
μτφρ. Αλ. Κιουπκιολής, Εκκρεμές, Αθήνα 2012, σ. 164.
[2] Hardt and Negri 2009: 173.
[3] M. Canovan (2005), The People, Cambridge:
Polity, σ. 140.