ένα φως που δεν σβήνει ποτέ

Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2014

bp-ww1-posterτου Νταν Τόντμαν
μετάφραση: Αγάπιος Λάνδος
 Υπάρχει μια διάσταση μεταξύ του δημόσιου και του ακαδημαϊκού λόγου σχετικά με τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η δημόσια εικόνα για το τι ήταν ο Πόλεμος (αίμα και λάσπη) και ποιος ο σκοπός του (μάταιος) έχει παραμείνει ακλόνητη τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες. Ωστόσο, εδώ και πολλά χρόνια –από τα τέλη της δεκαετίας του 1980– είχαμε μια εντυπωσιακή παραγωγή μελετών νέων επιστημόνων για τον Α΄ Παγκόσμιο, που εισήγαγε νέες οπτικές.
Το ρευστό και το ακίνητο. Η έρευνα στο τεράστιο αρχειακό υλικό για τον Πόλεμο –το οποίο παρέμεινε ανεκμετάλλευτο μέχρι πρόσφατα, παρά τα σχετικά βιβλία που εκδόθηκαν κατά τη διάρκεια αυτών των εννέα δεκαετιών– έχει αναδείξει μια πολυδιάστατη άποψη για πολλές πτυχές του Πολέμου: για τις στρατιωτικές τακτικές, τις σχέσεις μεταξύ του πεδίου της μάχης και του «εσωτερικού μετώπου», την κινητοποίηση του πληθυσμού, το φαινόμενο του «πολεμικού ενθουσιασμό». Η έρευνα επίσης επισήμανε ότι οι προηγούμενες ακαδημαϊκές γενιές θεωρούσαν εσφαλμένα τη μεταπολεμική ρητορική ως τεκμήριο για τις πραγματικότητες του Πολέμου — λ.χ. σε θέματα όπως η σημασία του πολέμου για τις γυναίκες, η πεποίθηση ότι ο πόλεμος ήταν «μάταιος» και η φύση του πένθους:

* Η επί μακρόν επικρατούσα ιδέα ότι η συμβολή των γυναικών στον Πόλεμο τις έκανε να κερδίσουν το δικαίωμα ψήφου παραγνωρίζει τους αγώνες που έδωσαν οι σουφραζέτες προπολεμικά και αποκρύπτει την πολιτική επιλογή να δοθούν πολιτικά δικαιώματα στις μεγαλύτερες γυναίκες, σε μια προσπάθεια ανακοπής του ριζοσπαστισμού. Η ιδέα μπορεί να έτυχε ευρείας αποδοχής μετά το 1918, αλλά αυτό δεν συνιστά αποδεικτικό στοιχείο για το ότι ο πόλεμος αποτέλεσε ορόσημο — πολλώ δε μάλλον κάτι «καλό» για τις Βρετανίδες.
* Το πένθος εκατομμυρίων ανθρώπων καθώς και οι ακρωτηριασμοί πολλών από τους επιζώντες έκανε πολλούς Βρετανούς να αναρωτηθούν αν ο πόλεμος άξιζε αυτές τις θυσίες. Η απάντησή τους φαίνεται ότι συχνά ήταν καταφατική. Ήταν ένας πόλεμος με πλατιά λαϊκή υποστήριξη, και ίσως περισσότερο καθώς πλησίαζε στο τέλος παρά στο ξεκίνημά του. Μονάχα όταν είχαμε πια απομακρυνθεί κάπως από τον Πόλεμο, αλλά και λόγω της οικονομικής ύφεσης της δεκαετίας του 1920, η πίστη στη ματαιότητα του πολέμου άρχισε να κερδίσει ευρεία αποδοχή.
www-1* Η βρετανική εμπειρία του θανάτου φαίνεται διαφορετική αν την εντάξουμε σε μια ευρωπαϊκή προοπτική — και μάλιστα καθιστά σαφές ότι η Βρετανία βγήκε με σχετικά ελαφρές απώλειες από έναν ολοκληρωτικό πόλεμο. Αυτό, βέβαια, δεν υποβαθμίζει την τραγωδία των νέων που χάθηκαν ούτε ακυρώνει τη θλίψη που συνέτριψε τους οικείους τους. Αλλά υποδηλώνει ότι ένα βασικό πρόβλημα για τη μεταπολεμική μνήμη δεν ήταν να θεραπεύσει το τραύμα του πένθους, αλλά να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα σε εκείνους που είχαν χάσει κοντινούς συγγενείς και εκείνους που δεν είχαν.
Αυτή η ακαδημαϊκή επανάσταση είχε ελάχιστη επίδραση στη συλλογική μνήμη. Η κυρίαρχη εκδοχή του πολέμου που ανακυκλώνεται στην τηλεόραση, σε κύρια άρθρα εφημερίδων και διαδικτυακά φόρουμ είναι σταθερή: Ο πόλεμος ήταν μάταιος, και όσον αφορά τον τρόπο που διεξήχθη και όσον αφορά το αποτέλεσμά του. Ήταν μια μοναδική φρίκη: μια βρετανική τραγωδία (τείνοντας να ξεχάσουμε όλα τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη). Μια γενιά χάθηκε. Ο καλύτερος μάρτυρας της εμπειρίας τους είναι το έργο των ποιητών του πολέμου. Ο πόλεμος άλλαξε τα πάντα.
Ο κακός πόλεμος. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν συνιστά πλήρη διαστρέβλωση των γεγονότων και των αντιλήψεων της περιόδου του Α΄ Παγκοσμίου· αποτελούν όμως μια επιλεκτική και μεροληπτική ανάγνωση. Αυτά τα σύμβολα και οι ερμηνείες μπορούν να αναχθούν σε πραγματικές εμπειρίες του πολέμου, και ήταν σίγουρα ισχυρά στα χρόνια του Μεσοπολέμου. Ωστόσο, από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 άρχισαν να περιβάλλονται με το κύρος της αδιαμφισβήτητης αλήθειας. Έχουν καταστεί πλέον η «προεπιλεγμένη ρύθμιση» για κάθε δημόσια συζήτηση. Για τους Βρετανούς, ο Α΄ Παγκόσμιος είναι ο «κακός πόλεμος», σε αντίθεση με τον Β΄ Παγκόσμιο. Και εκπληρώνει την εν λόγω λειτουργία τόσο καλά, που οι μελέτες είναι ανίκανες να τον μετακινήσουν απ’ αυτή τη συμβολική του θέση. Το μάλλον μελαγχολικό συμπέρασμα –για μια κοινωνία που έχει εμμονή με τον πόλεμο, καθώς και με την ιστορία– είναι ότι μια βαθύτερη κατανόηση της ιστορίας της δεν τη βοηθάει να διαυγάσει τις πράξεις της σήμερα.
Μια πτυχή αυτής της ορθοδοξίας είναι ότι όσο πιο περισσότερο φρικτός και άσκοπος θεωρείται ο πόλεμος, τόσο καθαγιάζονται οι βετεράνοι του. Όλοι εκείνοι που μετείχαν στον Πόλεμο θεωρούνται εξ ορισμού ήρωες, μόνο και μόνο γιατί μετείχαν. Πρόκειται για μια από τις εντυπωσιακότερες αποδείξεις της δυσκολίας να κατανοήσουμε την κλίμακα και τη φύση ενός βιομηχανοποιημένου ολοκληρωτικού πολέμου. Το αποτέλεσμα των μαζικών στρατών και των σύγχρονων όπλων ήταν ο διαχωρισμός, σε πολύ μεγάλο βαθμό της θητείας από τον ηρωισμό. Το ήμισυ του ενήλικου ανδρικού πληθυσμού υπηρέτησε στον στρατό κατά τη διάρκεια του Πολέμου — ανάμεσά τους, αναπόφευκτα, και πολλοί δειλοί, κλέφτες, βιαστές, απατεώνες και δολοφόνοι. Πολλοί στρατιώτες εκτελούσαν διοικητικά καθήκοντα μακριά από την πρώτη γραμμή. Και τα πυρά του πυροβολικού μπορούσαν να σε σκοτώσουν είτε εφορμούσες προς τον εχθρό είτε είχες τραπεί σε άτακτη φυγή.
Μετά τον Πόλεμο, το πρόβλημα της επανένταξης όλων στην κοινωνία, της εξεύρεσης μιας περιεκτικής αφήγησης, λύθηκε με την έμφαση στην οικουμενικότητα του ηρωισμού. Μια βρετανική κοινωνία που μετά το 1960 απομακρυνόταν ολοένα και περισσότερο από τις πραγματικότητες της στρατιωτικής θητείας –ενώ παρέμενε αφοσιωμένη σ’ αυτή φαντασιακά– δεν μπόρεσε να ξεπεράσει αυτό το ρητορικό ορόσημο.
To προσωπικό παρελθόν. Εάν το δημόσιο νόημα του πολέμου φαίνεται πια παγιωμένο, οι μορφές με τις οποίες εκφράζεται αλλάζουν σημαντικά. Τα επετειακά ντοκιμαντέρ μας δείχνουν πόσο έχει αλλάξει η σχέση μεταξύ των δημιουργών και των καταναλωτών λαϊκής κουλτούρας τα τελευταία πενήντα χρόνια.
Το BBC πρόβαλε, για την πεντηκοστή επέτειο του Πολέμου, μια σειρά είκοσι έξι επεισοδίων με τίτλο «The Great War», βασισμένη σε αρχειακό υλικό και συνεντεύξεις με βετεράνους. Υπήρχε μια φωνή που αφηγούνταν υποβλητικά, αλλά όχι παρουσιαστές. Για την ογδοηκοστή επέτειο, το BBC συνεργάστηκε με μια αμερικανική εταιρεία παραγωγής, για μια σειρά έξι εκπομπών με ακαδημαϊκούς που μιλούσαν ακατάπαυστα. Για την ενενηκοστή επέτειο, αξιοποίησε γνωστές τηλεπερσόνες, σε ένα αποκαλυπτικό ταξίδι που έφτανε μέχρι τη δράση των προγόνων τους στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Όλα αυτά κατέληγαν πάντα δίπλα στους τάφους και τα μνημεία, σε μια επίδειξη του σωστού τηλεοπτικού συναισθήματος, που απαιτούσε η στιγμή και ανέμενε το κοινό.
Ο εστιασμός στο οικογενειακό ιστορικό ως μέσο για την κατανόηση του παρελθόντος είναι απολύτως ενδεικτικός για την κατακόρυφη αύξηση της σημασίας της οικογενειακής ιστορίας ως «χόμπι», ίσως και ως απάντηση στο –εγγενές στη νεωτερικότητα– ξερίζωμα. Η ανάγκη να αποκατασταθεί μια σχέση μεταξύ εκείνων που ζουν στη Βρετανία σήμερα και των προγόνων τους του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου αποτελεί ισχυρό κίνητρο για πολλούς από όσους επιδιώκουν να διατηρήσουν τη «μνήμη» του Πολέμου. Αλλά η ιδέα ότι η κληρονομική γραμμή είναι ο μόνος, και μάλιστα ο καλύτερος, τρόπος για να προσεγγίσουμε το παρελθόν είναι εντελώς ανόητη. Το να παρουσιάζεις τον Πόλεμο μόνο με αυτούς τους όρους αποκλείει όσους δεν έχουν οικογενειακά κειμήλια ή πατρογονικές ιστορίες, ενώ στην πραγματικότητα εμποδίζει την αναμόρφωση του εθνικού αφηγήματος. Μια κοινωνία που είναι απασχολημένη να θρηνεί τους νεκρούς της ήρωες είναι πολύ δύσκολο να αμφισβητήσει την αντίληψή της για τον κόσμο στον οποίο ζούσαν Εκείνοι και για όσα κληροδότησαν στις επόμενες γενεές.
Ο Dan Todman διδάσκει σύγχρονη Ιστορία στο Queen Mary College, στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου. Το άρθρο (που δημοσιεύεται εδώ με περικοπές) δημοσιεύθηκε στο opendemocracy, στις 11.11.2011, με τίτλο “How we remember them: the 1914-18 war today”

Πηγή Ενθέματα

Popular Posts

Blog Archive

Download

Translate

ένα φως που δεν σβήνει ποτέ

ένα φως που δεν σβήνει ποτέ

Αναζήτηση του ιστολογίου

Copyright © ΦΡΥΚΤΩΡΙΑ | Powered by Blogger
Design by Dizzain Inc | Blogger Theme by Lasantha - PremiumBloggerTemplates.com