Ενας σκελετός στην ντουλάπα στοιχειώνει τις σχέσεις της χώρας μας με τους βόρειους γείτονές της. Δεν πρόκειται για σχήμα λόγου. Αναφερόμαστε στον σκελετό του τσάρου Σαμουήλ, αντιπάλου του βυζαντινού αυτοκράτορα Βασιλείου Β” του Βουλγαροκτόνου, που ανακαλύφθηκε το 1965 στο νησάκι του Αγίου Αχιλλείου στις Πρέσπες κι αποτελεί εδώ και δεκαετίες αντικείμενο διαπραγματεύσεων ανάμεσα στο ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών και τις κατά καιρούς βουλγαρικές κυβερνήσεις.
Ο πιο πρόσφατος γύρος ξεκίνησε πριν από λίγους μήνες, εν όψει της φετινής πανηγυρικής επετείου των 1.000 χρόνων από τον θάνατο του Σαμουήλ. Η κυβέρνηση της Σόφιας έχει προγραμματίσει επίσημες τελετές για το φθινόπωρο, ανάλογες με εκείνες που οργάνωσε το 1981 ο Τοντόρ Ζίβκοφ για τα 1.300 χρόνια από την ίδρυση του πρώτου βουλγαρικού κράτους, και θα ήθελε πολύ να αναδείξει τα οστά του τιμώμενου «γενάρχη» σε επίκεντρό τους. Εκτός από την τόνωση του «εθνικού αισθήματος», τόσο αναγκαία στους κυβερνώντες σε εποχές δυστυχίας των λαϊκών στρωμάτων, την «ανάκτηση» του σκελετού από τη Σόφια υπαγορεύουν και άλλοι λόγοι: η παράλληλη διεκδίκηση του Σαμουήλ από την ιστοριογραφία της ΠΓΔΜ, ως του πρώτου ηγέτη ενός «μακεδονικού κράτους» του ντόπιου σλαβικού πληθυσμού, διακριτού από τα ανατολικότερα βουλγαρικά βασίλεια της ίδιας πάνω-κάτω εποχής. Αγαλμά του έχει ανεγερθεί ήδη στα Σκόπια, ενώ οι Βούλγαροι διαθέτουν προς το παρόν μόνο ένα μνημείο στο χωριό Κλιουτς (Κλειδί) του Πιρίν, εκεί όπου ο Βουλγαροκτόνος συνέτριψε τα στρατεύματα του τσάρου εν έτει 1014. Στο επίπεδο της πλανητικής δημόσιας Ιστορίας, τα ίχνη της διαμάχης αποτυπώνονται ευκρινώς στις ποικίλες Wikipedia, με τη βουλγαρική εκδοχή να αναπαράγεται όχι μόνο στο βουλγαρόγλωσσο σχετικό λήμμα αλλά και στο αντίστοιχο αγγλικό, γαλλικό, ρωσικό κι ελληνικό, ενώ της ΠΓΔΜ υιοθετείται μόνο από το σερβικό.
Από ελληνικής πλευράς, ως αντίτιμο του σκελετού έχει ζητηθεί ο επαναπατρισμός βυζαντινών χειρογράφων που υπεξαιρέθηκαν το 1916 από μοναστήρια της κατεχόμενης τότε Ανατολικής Μακεδονίας. Το ζήτημα δεν είναι καινούργιο. Κατά την επίσημη λ.χ. επίσκεψη του Προέδρου Παπούλια στη Σόφια το 2007, η εφημερίδα «Τρουντ» εξήγγειλε πρωτοσέλιδα πως «η Αθήνα είναι έτοιμη να εξετάσει το ζήτημα της ανταλλαγής των οστών του τσάρου Σαμουήλ με ελληνικά χειρόγραφα που διέσωσε [sic] ο στρατός μας την εποχή του Α” Παγκοσμίου Πολέμου».
Πολυεθνικό αρχαιολογικό ενδιαφέρον
Το ιστορικό αυτής της εθνικής διαμάχης, όχι πάντα με τους ίδιους πρωταγωνιστές, διαρκεί εδώ και πάνω από έναν αιώνα. Οι πρώτοι που επέδειξαν ενδιαφέρον για το νησάκι και τα μνημεία του Αγίου Αχιλλείου ήταν τα μέλη της ρωσικής αρχαιολογικής αποστολής που επισκέφθηκε την περιοχή των Πρεσπών το καλοκαίρι του 1898. Την επόμενη χρονιά ο επικεφαλής της, καθηγητής Πάβελ Μιλιούκοφ, δημοσίευσε την πρώτη εξωτερική περιγραφή των ερειπίων της βασιλικής του ομώνυμου Αγίου, διασώζοντας τον επισκοπικό κατάλογο του ΙΑ” αι. και άλλες ελληνόγλωσσες επιγραφές που ήταν ακόμη ορατές στους μισογκρεμισμένους τοίχους της. Με βάση το τότε όνομα του νησιού (Αϊλ) και την πληροφορία των βυζαντινών συγγραφέων Κεδρηνού και Σκυλίτση, ότι ο ο Σαμουήλ μετά την κατάληψη της Λάρισας το 986 μ.Χ. μετέφερε τους κατοίκους της «εις τα της Βουλγαρίας ενδότερα» και το σκήνωμα του πολιούχου της Αγίου Αχιλλείου «εις την Πρέσπαν απέθετο, ένθα ήσαν αυτώ τα βασίλεια», κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα ερείπια που οι χωρικοί αποκαλούσαν «μεγάλη εκκλησία» προέρχονταν από τον κεντρικό ναό του βουλγαρικού Πατριαρχείου κατά τη βραχύβια εγκατάσταση της πρωτεύουσας του Σαμουήλ εκεί, την τελευταία εικοσαετία του δεκάτου αιώνα.
Το 1907, εν μέσω Μακεδονικού Αγώνα, επισκέφθηκε το νησί ο Βούλγαρος ιστορικός Γιορντάν Ιβανόφ, γραμματέας τότε του προξενείου Θεσσαλονίκης. Το άρθρο που δημοσίευσε το 1910, για την «πρωτεύουσα του τσάρου Σαμουήλ στην Πρέσπα», επαναλαμβάνει σε μεγάλο βαθμό τις διαπιστώσεις του Μιλιούκοφ. Προσθέτει όμως την αναφορά σε έναν κώδικα του Σκυλίτση, σύμφωνα με τον οποίο ο Σαμουήλ, μετά τη μεταφορά του σκηνώματος του Αγίου Αχιλλείου στην Πρέσπα, έχτισε «οίκον κάλλιστον και μέγιστον επί τω ονόματι αυτού».
Από ελληνικής πλευράς, η πρώτη επιστημονική επίσκεψη στην περιοχή έγινε μόλις το 1924, από το βυζαντινολόγο Γεώργιο Σωτηρίου, που δημοσίευσε ένα σύντομο άρθρο το 1926 και μια ανακοίνωση στην Ακαδημία Αθηνών το 1945. Το επόμενο βήμα σημειώθηκε τρεις δεκαετίες αργότερα, με την αποστολή από το ΙΜΧΑ του εφόρου Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Στυλιανού Πελεκανίδη (1954) και την έκδοση του βιβλίου του «Βυζαντινά και μεταβυζαντινά μνημεία της Πρέσπας» (1960). Οι δημοσιεύσεις αυτές σημαδεύτηκαν από την εθνικά στρατευμένη προσπάθεια να διαψεύσουν τα υφιστάμενα πορίσματα των Σλάβων επιστημόνων και να αποσυνδέσουν το μνημείο από τη μορφή του Σαμουήλ, ανάγοντάς το σε «καθαρά ελληνικό» δημιούργημα.
Οι ισχυρισμοί των Σωτηρίου και Πελεκανίδη αμφισβητήθηκαν για πρώτη φορά δημόσια το 1964 από τον αρχιτέκτονα Νικόλαο Μουτσόπουλο, στο βιβλίο του «Εκκλησίες του Νομού Φλωρίνης» (σ. 2-3) και με ένα εκτενές άρθρο στο «Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας» (τ.χ. 4, σ. 163-203). Λίγο αργότερα, το φθινόπωρο του 1965, η πρώτη ανασκαφή του στον ναό του Αγίου Αχιλλείου έφερε στο φως τον επίμαχο σκελετό, η ταύτιση του οποίου με το πρόσωπο του Σαμουήλ θα δημοσιοποιηθεί μόνο ύστερα από δύο δεκαετίες.
Μεταξύ 1961 και 2007 στο νησί πραγματοποιήθηκαν επίσης διαδοχικές ανασκαφές των ακόμη παλιότερων, αρχαίων οικισμών του. Τα μέχρι τώρα ευρήματα πιστοποιούν πως υπήρξε εκεί μια πόλη της ύστερης αρχαιότητας, η οποία εγκαταλείφθηκε -ή καταστράφηκε- στις αρχές του 4ου αι. μ.Χ., πιθανότατα λόγω των «βαρβαρικών» επιδρομών της εποχής [Λ. Γκέλου, «Η αρχαιολογική έρευνα στο νησάκι του Αγίου Αχιλλείου Πρεσπών από τη δεκαετία του 1960 μέχρι σήμερα», περ. «Μακεδονικά», 39 (2013), σ. 219-33].
Επιστήμη εθνικά ορθή…
Με δεδομένη την πανθομολογούμενη σήμερα ταύτιση του σκελετού που βρέθηκε το 1965 με το πρόσωπο του Σαμουήλ, ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα επιχειρήματα που η εθνικά ορθή αρχαιολογία αντέταξε επί μισόν αιώνα, τουλάχιστον, προς την αντίθετη κατεύθυνση. Οπως διαπιστώνουμε από τη μελέτη των σχετικών κειμένων, η στράτευση αυτή δεν σχετιζόταν τόσο με το απώτατο παρελθόν, όσο με το «εθνικό» παρόν και μέλλον της επίμαχης περιοχής. Οταν το νοτιοδυτικό τμήμα των Πρεσπών ενσωματώθηκε το 1912-13 στο ελληνικό κράτος, οι κάτοικοί του ήταν όλοι σλαβόφωνοι, με εξαίρεση μερικές εκατοντάδες μουσουλμάνους Αλβανούς. (Στο νησί κατοικούσαν μόνο χριστιανοί). Η περιοχή δέχτηκε περιορισμένη προσφυγική εγκατάσταση τη δεκαετία του 1920 αλλά διατήρησε τη φυσιογνωμία της, ακόμη και μετά τη μαζική έξοδο της πλειοψηφίας των κατοίκων στο τέλος του εμφυλίου (1949) και τον μερικό εποικισμό αρβανιτόβλαχων Ηπειρωτών τα αμέσως επόμενα χρόνια.
Μέχρι το 1974 οι Πρέσπες ανήκαν στην παραμεθόρια «Επιτηρούμενη Ζώνη» και για την παραμικρή μετακίνηση των κατοίκων τους πέραν των 30 χιλιομέτρων, έστω και μέχρι τη Φλώρινα, απαιτούνταν ειδική έγγραφη άδεια της Χωροφυλακής. Ακόμη πιο δύσκολη ήταν η επίσκεψη οποιωνδήποτε «ξένων». Ακόμη και το επιστημονικό συνεργείο του Μουτσόπουλου χρειάστηκε το 1965-66 ειδική άδεια της Υποδιευθύνσεως Εθνικής Ασφαλείας Θεσσαλονίκης, επικυρωμένη από το Παράρτημα Ασφαλείας Φλωρίνης, στην οποία μετά το πραξικόπημα του 1967 προστέθηκε επιπλέον άδεια από το Α2 του τοπικού συντάγματος (Επιστημονική Επετηρίς της Πολυτεχνικής Σχολής του ΑΠΘ, 1965, σ. 94, και 1969, σ. 63-5). Υστερα από μακροχρόνιες εκκλήσεις τοπικών παραγόντων, το 1972 επιτράπηκε για πρώτη φορά η τουριστική κίνηση κατά μήκος μιας αυστηρά καθορισμένης διαδρομής, «μη επιτρεπομένης παρεκκλίσεως» («Εθνος» Φλώρινας 29/4/72). Στους αλλοδαπούς -και δη τους Βαλκάνιους- επισκέπτες, η πρόσβαση στο νησί παρέμεινε πρακτικά απαγορευμένη μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980, όπως διαπιστώνουμε από τις αναμνήσεις ενός Βούλγαρου ζωγράφου για το καλοκαίρι του 1981 (Асен Чилингиров, «Гръцки дневник», Σόφια 2012, σ. 398-9).
Η εθνική αυτή ανασφάλεια επικαθόρισε και τα όρια της εθνικά ορθής επιστήμης. Στο πρώτο άρθρο του Σωτηρίου διατυπώνεται η άποψη πως η επίμαχη βασιλική χτίστηκε «υπό των βυζαντινών μετά την καθυπόταξιν των Βουλγάρων» και τον θάνατο του Σαμουήλ, που «εχρησιμοποίησε διά τας τυχοδιωκτικάς του επιχειρήσεις την Πρέσπαν ως πρωτεύουσαν πέντε μόνον έτη». Οσο για το λείψανο του αγίου, που οι βυζαντινές πηγές αναφέρουν ρητά ότι μεταφέρθηκε από τη Λάρισα στην Πρέσπα, ο καθηγητής εκτιμά ότι τοποθετήθηκε απλώς «εις προϋπάρχοντα εκεί Ναόν, ο δε σημερινός Ναός είναι κτίσμα του 11ου αιώνος» («Η λίμνη της Πρέσπας», Ημερολόγιον Μεγάλης Ελλάδος, 1926, σ. 152-4). Αποκαλυπτικότερος είναι ο ίδιος στην ανακοίνωσή του στην Ακαδημία, τρεις μέρες μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας: ισχυριζόμενος, δίχως την παραμικρή τεκμηρίωση, πως ειδικά στην περίπτωση της Πρέσπας (και σε αντίθεση με τα μεσαιωνικά πολιτικοθρησκευτικά ήθη) η εκκλησιαστική πρωτεύουσα του Σαμουήλ δεν ταυτίστηκε με την πολιτική, «χρονολογεί» την ανέγερση του ναού μεταξύ 1020 και 1081, αμέσως μετά δηλαδή την αποκατάσταση της βυζαντινής κυριαρχίας στην περιοχή. Με βάση την απλή εκτίμηση πως «ευνόητον είναι ότι η ελληνική αύτη περίοδος της βυζαντινής κυριαρχίας ήτο πολύ προσφορωτέρα διά την ίδρυσιν ενός τόσον μεγάλου ναού, παρά τα αγωνιώδη έτη» που προηγήθηκαν, καταλήγει έτσι στην εθνοπρεπή διακήρυξη πως «ο ναός του αγίου Αχιλλείου της Πρέσπας αποδεικνύεται καθαρώς ελληνικόν μνημείον και οι διισχυρισμοί των Βουλγάρων και του Ρώσου Μιλιούκωφ, οίτινες προβάλλουν το μνημείον τούτο ως δείγμα του παλαιού βουλγαρικού πολιτισμού, στερούνται οιασδήποτε υποστάσεως» [Πρακτικά Ακαδημίας, τ. 20 (1945), σ. 8-14].
Τα συμπεράσματα του Σωτηρίου, ως «μη δυνάμενα να αμφισβητηθούν», θα επαναλάβει το 1960 και ο Πελεκανίδης (σ. 64). Επιπλέον προβάλλει τον ισχυρισμό (σ. 75-6) ότι κάποια αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά του ναού επιτρέπουν την ακριβέστατη χρονολόγηση της ανέγερσής του μεταξύ 1020 και 1025! Κατά τα άλλα, αποσιωπά -κι αυτός- το χειρόγραφο του Σκυλίτση, γνωστό στην ευρωπαϊκή βιβλιογραφία ήδη από το 1906, υποστηρίζοντας ότι «ουδεμία ιστορική πηγή αναφέρει την ίδρυσιν του ναού» από τον Σαμουήλ. Οσοι υποστήριξαν το αντίθετο, αποφαίνεται, το έκαναν, άλλοι μεν «ουχί εκ καλής προθέσεως και άλλοι παρασυρόμενοι υπό τούτων» (σ. 75).
…και παραδοχές σε δόσεις
Το κλίμα αυτό επέβαλλε, προφανώς, ιδιαίτερη αυτοσυγκράτηση κατά τη δημοσιοποίηση των ευρημάτων του 1965. Στο αρχικό κείμενό του, ο Μουτσόπουλος περιορίζεται έτσι στην τεχνική περιγραφή του σκελετού (και του πολυτελούς υφάσματος που βρέθηκε στην ίδια λάρνακα), δίχως την παραμικρή εικασία για την ταυτότητά του, πέρα από τη διαπίστωση πως επρόκειτο για «εξέχουσα προσωπικότητα» (σ. 168-78). Αξιοσημείωτη είναι ωστόσο η παράθεση των σλαβικών τοπωνυμίων της περιοχής και πολλών λέξεων της ντόπιας σλαβικής διαλέκτου, σε αντίθεση με τα επιστημονικά ήθη της εποχής. Στο βιβλίο του για τις εκκλησίες του Ν. Φλωρίνης, ο ίδιος δεν παραλείπει, από την άλλη, να διακηρύξει πως «οι πολυάριθμες, σε ελληνική γλώσσα πάντοτε και με ελληνικά ονόματα, επιγραφές που υπάρχουν σ’ αυτούς τους ναούς, αποτελούν μιαν ισχυρότατη εθνική μαρτυρία» (σ. κγ΄), παραβλέποντας την οφθαλμοφανή «διόρθωση» -με λαδομπογιά- ουκ ολίγων εικόνων. Το 1972 «διαψεύδει» πάλι προσεκτικά άρθρο του Βούλγαρου ανθρωπολόγου Π. Μπόεφ, που με βάση το αρχικό δημοσίευμά του έκανε λόγο για πιθανή ανακάλυψη του τάφου του Σαμουήλ (Επετηρίς, όπ.π., 1972, σ. 154-8). Στο ίδιο κείμενο υπερασπίζεται μεν σθεναρά την άποψή του πως ο ναός χτίστηκε όντως από τον Βούλγαρο τσάρο (σ. 362 & 374), τονίζει όμως ταυτόχρονα την ελληνικότητα των επίσημων επιγραφών και των ανεπίσημων χαραγμάτων που βρέθηκαν εκεί, σαν τεκμήριο της γλώσσας είτε του τοπικού μεσαιωνικού πληθυσμού είτε των μαστόρων που τον έχτισαν (σ. 363-7 & 375).
Το πιο εύγλωττο απόσπασμα του δημοσιεύματος του 1972 είναι, ωστόσο, η τελευταία παράγραφός του: «Δυστυχώς, λόγοι υπεράνω της θελήσεώς μας, που οφείλονται σε αδικαιολόγητα και άδικα προσκόμματα από αρμόδια Υπηρεσία, μας αναγκάζουν να διακόψουμε την έρευνα στην Πρέσπα. Ελπίζουμε πως κάποτε ίσως αξιωθούμε να ολοκληρώσουμε το έργο μας. Αν αυτό καταστή αδύνατο, εύχομαι στους μαθητές μου να μπορέσουν να το συμπληρώσουν και διορθώσουν» (σ. 406).
Η επίσημη ταυτοποίηση του σκελετού θα γίνει έτσι μόλις το 1984, με άρθρο του Μουτσόπουλου στο βαλκανολογικό περιοδικό της Βουλγαρικής Ακαδημίας Επιστημών. Οι πολιτικές συνθήκες είναι πλέον ευνοϊκές για ένα τέτοιο διάβημα. Ο διπλωματικός «άξονας Αθήνας-Σόφιας», που εγκαινιάστηκε από τους Καραμανλή και Ζίφκοφ, μεσουρανεί, θα συμπληρωθεί δε το 1986 με μια άτυπη στρατιωτική συμμαχία παρά την ένταξη των δύο χωρών σε αντίπαλους συνασπισμούς. Στο επιστημονικό επίπεδο, οι διαμάχες του παρελθόντος έχουν επίσης αρχίσει να παραχωρούν τη θέση τους σε μια εξίσου άτυπη σύμπραξη απέναντι στον «σφετερισμό» του κοινού παρελθόντος από την ιστοριογραφία της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας.
Μετά την αποκατάσταση του μνημείου το 1997, ο επισκέπτης του πληροφορείται έτσι από την επίσημη ενημερωτική πινακίδα της Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων ότι ο ναός χτίστηκε «στις τελευταίες δεκαετίες του 10ου αι. με έξοδα του τσάρου των Βουλγάρων Σαμουήλ από Λαρισσαίους μαΐστορες», στη δε «μεσοβυζαντινή εποχή» δέχτηκε απλώς «ανακαινίσεις συμπληρωματικού και διακοσμητικού χαρακτήρα».
Η άλλη πλευρά του φεγγαριού
Συμπληρωματική εικόνα της ίδιας υπόθεσης μας παρέχει μια ενδιαφέρουσα πηγή: το ογκώδες προσωπικό ημερολόγιο του γνωστού Βούλγαρου ιστορικού Νικολάι Τοντόροφ, πρέσβη στην Αθήνα το 1978-1983, το οποίο εκδόθηκε στη Σόφια το 2007. Χάρη στις προϋπάρχουσες συναδελφικές σχέσεις του, ο συντάκτης του ημερολογίου μάς προσφέρει μια πρωτότυπη διεισδυτική ματιά στο παρασκήνιο των βαλκανικών επαφών του ελληνικού επιστημονικού κόσμου.
Η πρώτη εγγραφή για το ζήτημά μας χρονολογείται στις 3/11/1982 μ’ αφορμή ένα γεύμα στη Θεσσαλονίκη με τους πανεπιστημιακούς Μουτσόπουλο και Καραγιαννόπουλο. Οι συνδαιτυμόνες του παραπονιούνται για τις «διώξεις» που υποτίθεται ότι συνόδευσαν τον «νόμο-πλαίσιο» του ΠΑΣΟΚ για τα ΑΕΙ, ισχυριζόμενοι πως έγινε μεγαλύτερη εκκαθάριση απ’ ό,τι στη Βουλγαρία μετά την επικράτηση των κομμουνιστών. Ο πρέσβης αμφιβάλλει για τα λεγόμενά τους, σημειώνει όμως ότι «του Ν. Μουτσόπουλου δεν του δίνουν δικαίωμα να κάνει αρχαιολογικές ανασκαφές. Βασίζονται τυπικά στο ότι από εκπαιδευτική άποψη είναι αρχιτέκτονας. Ομως αυτός έχει πίσω του εξαιρετικά αποτελέσματα. Μεταξύ άλλων και τον τάφο του Σαμουήλ και πολλά άλλα σλαβικά μεσαιωνικά φρούρια» (σ. 1.050).
Στις 19/4/1984, πάλι, ο Τοντόροφ (που στο μεσοδιάστημα έχει επιστρέψει στη Σόφια) σημειώνει την άφιξη από την Ελλάδα του προξένου στη Θεσσαλονίκη, Ηλία Πετρόφ. «Φέρνει το κρανίο του Σαμουήλ. Είχε έρθει σ’ εμένα πρωτίστως για συμβουλές. Του είπα ότι στον Μουτσόπουλο μπορούμε να έχουμε εμπιστοσύνη και να του δώσουμε ένα χέρι. Εχει κάνει πολλά για εμάς και θα κάνει κι άλλα. Μίλησε με τον Ν. Μουτσόπουλο, έστειλε τηλεγράφημα κι έλαβε τη συγκατάθεσή του να πάρει το κρανίο για μια βδομάδα, για να κάνει αντίγραφο και προσπάθεια αποκατάστασης εδώ ή στην ΕΣΣΔ. Τον συνέδεσα με το [πρόεδρο της Επιτροπής Επιστημών] Γκεόργκι Γιορντάνοφ. Αυτός έμεινε πολύ ικανοποιημένος και τον κράτησε για παραπέρα κουβέντα» (σ. 1.440).
Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς, ο Τοντόροφ συζητά ξανά με τον Γιορντάνοφ «για τον Μουτσόπουλο, με τον οποίο είχαμε συνάντηση –ο άνθρωπος έφερε το κρανίο του Σαμουήλ και υπόσχεται να παραδώσει τα σκίτσα, για να αναπλάσουμε τον τάφο του Σαμουήλ δίπλα στο μνημείο που υψώθηκε στη θέση Κλειδί». Σημειώνει πάντως ότι «το ζήτημα είναι πολύπλοκο», γιατί ως μελλοντικό ξένο μέλος της Βουλγαρικής Ακαδημίας «έχει σειρά ο Λιάνης» –όχι ο μελλοντικός βουλευτής Φλώρινας, αλλά ο συνεπώνυμός του πανεπιστημιακός και πρώην υπουργός (σ. 1.462). Στα τέλη του μήνα, δέχεται αίτημα του προξένου Θεσσαλονίκης «να κανονίσω για τον Μουτσόπουλο συμμετοχή σε ανασκαφές στη Βουλγαρία», το οποίο και ικανοποιεί (σ. 1.477).
Η επόμενη εγγραφή γίνεται τον Ιανουάριο του 1985, με την ευκαιρία μιας επιστημονικής συνάντησης στην Αθήνα: «Εφερα από τη Θεσσαλονίκη τη μακέτα και τα σχεδιαγράμματα του τάφου του Σαμουήλ. Αυτό θα κρίνει πλέον το ζήτημα της εκλογής του Μουτσόπουλου ως αλλοδαπού μέλους της Βουλγαρικής Ακαδημίας Επιστημών» (σ. 1.507). Στις 23/1, ο συντάκτης του ημερολογίου προσθέτει για μια συνεδρίαση στη Σόφια: «Εγώ έκανα έκθεση για τον τάφο του Σαμουήλ και για τον Μουτσόπουλο» (σ. 1.511). Μεταγενέστερη εγγραφή, του Δεκεμβρίου 1986, καταγράφει τη χαρά του Ελληνα καθηγητή όταν παρέλαβε το πιστοποιητικό της εκλογής του, «επειδή φάνηκε πως είχε ανάγκη απ’ αυτό το δίπλωμα, για τον πιστέψουν πως εξελέγη» (σ. 1.716). Από συνομιλία του Τοντόροφ με αριστερό Ελληνα ιστορικό μαθαίνουμε, πάλι, πως αυτή η προώθηση ενός «δεξιού» προκαλούσε δυσφορία στα μεσαία στελέχη του ΠΑΣΟΚ (σ. 1.694).
Η ίδια πηγή μάς πληροφορεί για την πρώτη φάση της υπόγειας διαπραγμάτευσης για τον σκελετό της Πρέσπας: «25.1.1985. Στου Γκ. Γιορντάνοφ. Του κατέστησα γνωστό το εισηγητικό σημείωμά μου προς τον (υπ.Εξ.) Π. Μλαντένοφ για το ζήτημα των ελληνικών χειρογράφων. Θέλει να προσπαθήσουμε να μη συνδέσουμε τον Σαμουήλ με τα ελληνικά χειρόγραφα, όπως προτείνει και ο Ηλ. Πετρόφ, αλλά να ενεργήσουμε αυτοτελώς. Μου είναι πολύ ευγνώμων. Θα φτιάξει χωριστές αίθουσες για τους Κύριλλο – Μεθόδιο και για τον Σαμουήλ» (σ. 1.512).
Τρεις δεκαετίες μετά, η διαπραγμάτευση συνεχίζεται ακόμη.
——————————————————————————
Το «μακεδονικό κράτος» του Σαμουήλ
Από το 1991 και μετά, η μορφή του τσάρου της Πρέσπας επιστρατεύεται συχνά στην Ελλάδα ως εθνικό επιχείρημα κατά της «σκοπιανής προπαγάνδας» που προσπαθεί να τον οικειοποιηθεί, όπως ακριβώς και τον Μεγαλέξανδρο. Από τις πιο επίσημες γραφίδες η «μακεδονοποίησή» του θεωρείται μάλιστα επινόηση του τιτοϊκού καθεστώτος, μαζί με τη γενικότερη εθνική «μετάλλαξη» των κατοίκων της χώρας: «η ιδεολογική ταύτιση της αυτοκρατορίας του Σαμουήλ με τον “μακεδονισμό”», αποφαινόταν χαρακτηριστικά το 1992 ο εμπειρογνώμονας του υπουργείου Εξωτεςρικών, Ευάγγελος Κωφός, «είναι έργο των μετά τον Β” Παγκόσμιο Πόλεμο ιστορικών» («Ιδεολογικές αφετηρίες του Σλαβομακεδονισμού», περ. «Μνημοσύνη», τχ.11, σ. 431).
Στην πραγματικότητα, συνέβη το ακριβώς αντίστροφο: οικοδομώντας την επίσημη αφήγηση του εθνικού τους παρελθόντος, οι ιστορικοί της ΠΓΔΜ υιοθέτησαν απλώς μια θεωρία που είχε διατυπωθεί αρκετές δεκαετίες νωρίτερα από Σέρβους και Ελληνες λογίους, με στόχο τον περιορισμό των όποιων «ιστορικών δικαιωμάτων» του αντίπαλού τους βουλγαρικού εθνικισμού στην περιοχή.
Στις αρχές του εικοστού αιώνα, το βασίλειο του Σαμουήλ περιγράφεται από τα σερβικά σχολικά βιβλία σαν «μακεδονοσερβικό», «κράτος των μακεδονοσλάβων» ή «μακεδονικό κράτος όπου κυριαρχούν οι Σέρβοι», από το κυριότερο δε σερβικό προπαγανδιστικό εγχειρίδιο σαν «Μακεδονική Αυτοκρατορία» (T. Georgevitch, «Macedonia», Λονδίνο 1918, σ. 22-9). Ενας Ρώσος δημοσιολόγος, ιδιαίτερα προσφιλής στους Ελληνες και Σέρβους εθνικιστές της εποχής, ο Νικολάι Ντουρναβό, το αποκαλεί πάλι «Σλαυο-Μακεδονικόν», «Μακεδονο-Σλαυικόν» ή απλά «Μακεδονικόν βασίλειον», με τη διευκρίνιση ότι προέκυψε μεν όταν «οι Σλαύοι της Μακεδονίας εξεδίωξαν» τους Βουλγάρους από την περιοχή, αλλά εκ παραδρομής πήρε «την επωνυμίαν Βουλγαρικόν».
Οι θεωρίες αυτές θα υιοθετηθούν μ’ ενθουσιασμό από πλειάδα διαπρεπών Ελλήνων συγγραφέων, διπλωματών και πανεπιστημιακών. «Κατά το 976 οι Σλαύοι της Μακεδονίας ηλευθερώθησαν από του βουλγαρικού ζυγού [και] εξελέξαντο ίδιον βασιλέα, τον Σαμουήλ», διαβεβαιώνει ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών Νεοκλής Καζάζης το 1907 στο βιβλίο του «Το Μακεδονικόν πρόβλημα» (σ. 391), ισχυρισμό που επαναλαμβάνει επίσης ο δικηγόρος Ιωάννης Χοϊδάς στη δική του «Ιστορία της Μακεδονικής υποθέσεως» (Αθήνα 1908, σ. 41). Ο πανεπιστημιακός καθηγητής Ιστορίας Κωνσταντίνος Αμαντος κάνει κι αυτός λόγο για «μακεδονικόν κράτος του Σαμουήλ» («Οι βόρειοι γείτονες της Ελλάδος», Εν Αθήναις 1923, σ. 34), ενώ ακόμη εντυπωσιακότερη είναι η λεπτομερής αναπαραγωγή του όλου σχήματος στο ημιεπίσημο προπαγανδιστικό έργο που εξέδωσε για τη διεθνή κοινή γνώμη ο αρμόδιος διευθυντής του υπουργείου Εξωτερικών, Βασίλειος Κολοκοτρώνης («La Macédoine et l’ Hellénisme», Παρίσι 1919, σ. 206-31).
Την ορολογία των βυζαντινών πηγών για τον «εθνικό» χαρακτήρα του επίμαχου βασιλείου, μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο δέχονταν ως θέσφατο μόνο οι διανοούμενοι και προπαγανδιστές της Σόφιας: «Ο βυζαντινός αυτοκράτορας Βασίλειος ο Β’», διαβάζουμε σ’ ένα τυπικό διαφωτιστικό κείμενο των αρχών του περασμένου αιώνα, «πήρε το προσωνύμιο “Βουλγαροκτόνος” και όχι Μακεδονοκτόνος ούτε Σερβοκτόνος ή κάτι άλλο» (А. Пиронков, «Защо македонците са българи», περ.«Летоструй» [Κων/λη], 1909, σ. 131).
…………………………………………………………………………………………………………………………….
ΔΙΑΒΑΣΤΕ
Νικόλαος Μουτσόπουλος , «Ερευνες στην Καστοριά και τον Αγιο Αχίλλειο» (Επιστημονική Επετηρίς της Πολυτεχνικής Σχολής του ΑΠΘ, Θεσ/νίκη 1965). Η αρχική ανακοίνωση για την ανεύρεση των οστών του Σαμουήλ, δίχως -προς το παρόν- ταυτοποίησή τους.
Nikolas C. Moutsopoulos, «Le tombeau du tsar Samuil dans la basilique de Saint Achille à Prespa» (Etudes Balkaniques, τχ. 3, 1984, σ. 114-26). Η επίσημη ανακοίνωση της ταυτοποίησης, στο περιοδικό της Βουλγαρικής Ακαδημίας Επιστημών.
Στυλιανός Πελεκανίδης, «Βυζαντινά και μεταβυζαντινά μνημεία της Πρέσπας» (εκδ. Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών – ΙΜΧΑ, Θεσ/νίκη 1960). Εθνικά ορθή παρουσίαση από τον τότε έφορο Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, επικεντρωμένη στη «διάψευση» κάθε σχέσης της βασιλικής του Αγ. Αχιλλείου με τον Σαμουήλ.
Николай Тодоров, «Дневник 1966-1998» (2 τ., εκδ. Изток – Запад, Σόφια 2007). Το ογκώδες προσωπικό ημερολόγιο του γνωστού Βούλγαρου ιστορικού, πρεσβευτή της Σόφιας στην Αθήνα το 1978-1983. Ενδιαφέρουσες αναφορές στον σκελετό του Σαμουήλ και τις επιστημονικο-διπλωματικές προεκτάσεις του.
П. Н. Милюков, «Христiанскiя древности Западной Македонiи» (περ. Известiя Русскаго Археологическаго Института в Константинопол, τχ. 4, 1899, σ. 21-151). Η πρώτη περιγραφή των ερειπίων της βασιλικής του Αγίου Αχιλλείου, δημοσιευμένη στο περιοδικό του Ρωσικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου της Πόλης.
Йордан Иванов, «Цар Самуиловата столица в Преспа» (περ. Известия на Българското Археологическо Дружество, τχ.1, 1910, σ.55-80). Πρώιμη περιγραφή των αρχαιοτήτων της Πρέσπας που συνδέονται με το πρόσωπο του Σαμουήλ, διανθισμένη μ’ ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τους κατοίκους της από την επίσκεψη εκεί του συγγραφέα το 1907.
ΦΟΡΕΙΣ ΤΟΥ ΙΟΥ: Τάσος Κωστόπουλος, Αντα Ψαρρά, Δημήτρης Ψαρράς. ios@efsyn.gr