ην τελευταία εβδομάδα επανήλθαν στο προσκήνιο με έντονο
τρόπο τα ζητήματα της θρησκευτικής ελευθερίας, της ελευθερίας της
έκφρασης, αλλά και της αθεΐας και συνεπώς τα ζητήματα της εκκοσμίκευσης
και του κοσμικού χαρακτήρα του ελληνικού κράτους. Ιδίως το θέμα της αθεΐας του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης έφερε στο προσκήνιο για πρώτη ίσως φορά το θέμα της αθεΐας στην ελληνική κοινωνία με τόσο δυναμικό τρόπο.
Βεβαίως, έχουν κυκλοφορήσει και βιβλία εναντίον της αθεΐας ή με κριτική στάση έναντι αυτής. Αξίζει να σημειωθεί ότι και παλαιότερα είχαν κυκλοφορήσει βιβλία και άρθρα σχετικά με την αθεΐα, ιδίως τη δεκαετία του 1970 στον απόηχο της δεκαετίας του ’60 και των σχετικών ζητήσεων περί εκκοσμίκευσης και ‘θανάτου του θεού’. Από τις πιο ενδιαφέρουσες πραγματεύσεις της αθεΐας βρίσκει κανείς στο μυθιστόρημα του Α. Τερζάκη, ‘Δίχως θεό’, το οποίο κυκλοφόρησε το 1951, δείγμα ότι το θέμα απασχολούσε την κοινωνία και παλαιότερα, αν και βεβαίως δεν ετίθετο με την ίδια ευκολία στον δημόσιο χώρο, όπως σήμερα, ιδίως στη μετεμφυλιακή Ελλάδα.
Η συζήτηση για την αθεΐα είναι πολύ εκτενής και οι έρευνες στο διεθνή χώρο αυξάνονται τα τελευταία χρόνια. Σήμερα συνηθίζεται να γίνεται λόγος σε ερευνητικό επίπεδο για δύο διακρίσεις και τέσσερις μορφές αθεΐας. Η πρώτη διακρίνει μεταξύ θεωρητικής και πρακτικής αθεΐας. Σύμφωνα με αυτή θεωρητικοί άθεοι είναι εκείνοι, οι οποίοι έχουν αναστοχαστεί και καταλήξει στην αθεΐα τους, είναι με άλλα λόγια πεπεισμένοι και υποστηρίζουν τις απόψεις τους με επιχειρήματα. Από την άλλη πλευρά πρακτικοί άθεοι θεωρούνται όσοι, ενώ τυπικά ανήκουν σε μια θρησκεία, εντούτοις ζουν μακριά από τις διδασκαλίες και τις πρακτικές της ή ακολουθούν τις πιο βασικές, αλλά τυπικά, στην ουσία, όμως, ζουν πλήρως κοσμικά και με άθεο τρόπο. Η δεύτερη διάκριση έχει να κάνει με την κοινωνική δράση των άθεων. Στην περίπτωση αυτή η αθεΐα διακρίνεται σε ενεργητική και παθητική. Ενεργητική αθεΐα, αφενός, ονομάζεται η οργανωμένη και πιο ακτιβιστική της μορφή σε ενώσεις και συλλόγους, που αναλαμβάνουν δράση στον δημόσιο χώρο, όπως οι διαφημίσεις υπέρ της αθεΐας που κατά καιρούς έχουν λάβει χώρα κυρίως στο εξωτερικό. Παθητική αθεΐα, αφετέρου, θεωρείται η μορφή εκείνη, η οποία δεν επιδιώκει τη δημόσια παρουσία της και εκφράζεται εξατομικευμένα ως προσωπική πεποίθηση και αντίληψη.
Επιπροσθέτως, πρέπει να τονιστεί ότι η αθεΐα, η έλλειψη πίστης, είναι τόσο παλιά όσο και η θρησκεία και η οποιαδήποτε πίστη σε μεταφυσικά ή υπερφυσικά όντα. Σχεδόν κάθε εποχή είχε τους άθεους της, αν και χρειάζεται προσοχή στον ορισμό του άθεου, διότι δεν είναι ο ίδιος σε κάθε εποχή. Για παράδειγμα δεν είναι εύκολο να χαρακτηρίσουμε άθεους τον Καζαντζάκη, τον Ροΐδη, τον Λασκαράτο και άλλους συγγραφείς, ή τον Δελμούζο και τον Γληνό, οι οποίοι ενδεχομένως να υπήρξαν επικριτικοί έναντι της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Χρειάζεται έρευνα σε βάθος πριν αποδοθούν οι αντίστοιχοι χαρακτηρισμοί όχι διότι είναι μειωτικοί, αλλά διότι μπορεί να μην ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας συνηθίζει να αποδίδει τον χαρακτηρισμό ‘άθεος’, με σαφές υποτιμητικό περιεχόμενο, σε όλους εκείνους που στέκονται κατά καιρούς κριτικά απέναντί της. Αρκεί να ανατρέξει κανείς στα πρακτικά της Ιεράς Συνόδου, για να διαπιστώσει ότι η αθεΐα εμφανίζεται ως απειλή για την Εκκλησία, αλλά και για το έθνος και την κοινωνία και φυσικά ταυτίζεται με τον κομμουνισμό. Το ίδιο προκύπτει και από την ανάγνωση του επίσημου εντύπου της, την ‘Εκκλησία’. Εκεί, ιδίως μετά την εγκαθίδρυση του κομμουνισμού στη Ρωσία υπάρχουν πάμπολλες αναφορές για τον κίνδυνο του υλισμού και του αθεϊσμού που απειλούν και την Ελλάδα και ιδίως τη νεολαία, δημιουργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο έναν ηθικο-θρησκευτικό πανικό. Και στα πιο πρόσφατα χρόνια πάντως, τις δεκαετίες του ’70 και του ’80, έχουν γραφτεί βιβλία για την αθεΐα από εκκλησιαστικούς και θεολογικούς κύκλους που υπογραμμίζουν τον κίνδυνο για την ελληνική κοινωνία και υποστηρίζουν ότι οι άθεοι είναι πνευματικά και ψυχικά διαταραγμένοι.
Όταν ανέφερα, λοιπόν, σε κάποιον γνωστό μου ότι έχω ξεκινήσει μια έρευνα για την αθεΐα στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία τα τελευταία δύο χρόνια, έρευνα που βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη, με ρώτησε με ύφος απορίας ‘μα υπάρχουν άθεοι στην Ελλάδα;’. Άθεοι προφανώς και υπάρχουν, απλώς μάλλον δεν είναι ορατοί στον δημόσιο χώρο, στον οποίο κυριαρχεί η Ορθόδοξη Εκκλησία και θρησκεία. Ποιοι είναι, όμως, οι άθεοι στη σύγχρονη Ελλάδα; Αναλύοντας σε ένα αρχικό επίπεδο δημοσιευμένες αφηγήσεις ανθρώπων κατά δήλωσή τους άθεων προκύπτουν ορισμένα αρχικά συμπεράσματα.
Κατ’ αρχάς πολλοί από τους σημερινούς άθεους μεγαλώνοντας σε ένα ορθόδοξο περιβάλλον υπέστησαν την άσκηση μορφών βίας και εξ αυτού του λόγου ήρθαν σε ρήξη με τη θρησκεία των γονέων τους. Οι περισσότεροι χαρακτηρίζουν τις οικογένειές τους τυπικές, αστικές-μικροαστικές, όχι πολύ θρησκευόμενες, με τη θρησκεία παρούσα, αλλά όχι κυρίαρχη. Σε αρκετές, πάντως, περιπτώσεις υπογραμμίζεται ο θρησκευτικός φανατισμός της οικογένειας και η σχετική επιβολή του. Ουσιαστικές είναι δύο παρατηρήσεις. Πρώτον, ότι αρκετά συχνά στις οικογένειες υπάρχουν πρόσωπα, τα οποία είτε είναι άθεοι είτε επικριτικοί έναντι της θρησκείας. Αυτό συνδέεται και με τη δεύτερη παρατήρηση ότι συνήθως η μητέρα είναι εκείνη η οποία αναλαμβάνει τη θρησκευτική διαπαιδαγώγηση του παιδιού, και είναι περισσότερο πιστή, ενώ ο πατέρας είναι εκείνος που συνήθως είναι αδιάφορος, με κριτική στάση ή άθεος.
Σε αρκετές αφηγήσεις καταγράφεται μια σαφής άσκηση φυσικής βίας, ιδίως στους μεγαλύτερης ηλικίας. Ξυλοδαρμοί στο σχολείο λόγω ερωτημάτων που δεν έπρεπε στο μάθημα των θρησκευτικών, κλωτσιές του πατέρα κάτω από το μεσημεριανό τραπέζι για τον ίδιο λόγο, χτύπημα του παπά στο χέρι. Επίσης, βιαιοπραγία από άλλους συμμαθητές, αλλά και απόρριψη από τον κοινωνικό περίγυρο. Η βία αυτη διαπιστώνεται και στο λεξιλόγιο που χρησιμοποιείται προκειμένου να περιγραφούν τα παιδικά τους χρόνια, ιδίως εντός των πιο πιστών οικογενειών: Κυριακάτικος εκκλησιασμός άνωθεν επιβεβλημένος, εξαναγκασμός, το κατηχητικό και η εξομολόγηση με έκαναν να ασφυκτιώ, ψυχαναγκασμός, δυσφορία, ψυχοφθόροι φόβοι, υποχρεωτική αποστήθιση του πιστεύω, άγριες προσπάθειες κατήχησης. Ηάσκηση βίας, βέβαια, δεν προέρχεται μόνο από την επιβολή των τυπικών της ορθοδοξίας, αλλά και από τη διδασκαλία της καθώς αρκετοί ανέφεραν θέματα, όπως φόβος για την κόλαση, μεταθανάτια τιμωρία, ενοχές για αυνανισμό.
Οι περισσότεροι εκ των αφηγούμενων έθεσαν τα πρώτα ερωτήματα αμφισβήτησης του θεού κατά την εφηβεία τους. Η αφορμή γι’ αυτό ήταν είτε ερεθίσματα από το περιβάλλον, λόγω της παρουσίας άθεων για παράδειγμα, είτε από την ίδια την παρατήρησή τους ιδίως σε σχέση με τη θρησκεία (π.χ. το ακριβό αμάξι του παπά, τα ψώνια με χρήματα από το παγκάρι, ο παχύς παπάς που διδάσκει τη νηστεία, ή ο παπάς που βλαστήμησε μέσα στην Εκκλησία). Το εφαλτήριο, όμως, και η κύρια αιτία της αμφισβήτησης και συχνά της ρήξης με τη θρησκεία και την πίστη ήταν η αναζήτηση και η μελέτη βιβλίων. Ιδίως η μελέτη της Αγ.Γραφής, περισσότερο της Π.Διαθήκης, που προκάλεσε σε πολλούς σοκ και αηδία, όπως λένε, για τη βία και το μίσος που περιγράφονται, ακόμα και με την ανοχή ή τη συμμετοχή του ίδιου του θεού. Από άλλα διαβάσματα αναφέρονται κατ’ εξοχήν ο Καζαντζάκης, η Λ.Ζωγράφου, και οι Λιαντίνης, Ντόκινς, Σαγκάν, Ασίμοφ, Νίτσε, Φόιερμπαχ, Φρόιντ, Μαρξ, Ράσελ, Ιουλιανός, Πορφύριος, Κέλσος, Ηράκλειτος, Επίκουρος, αλλά και πολλά επιστημονικά ντοκιμαντέρ.
Πού και τι πιστεύει, λοιπόν, αυτός που δεν πιστεύει; Όλοι έχουν απορρίψει οποιαδήποτε μεταφυσική/ υπερφυσική πίστη ή πεποίθηση. Τα βασικά χαρακτηριστικά των πεποιθήσεων τους είναι τα εξής: Κατ’ αρχάς δηλώνουν περισσότερο ελεύθεροι ως άνθρωποι. Τονίζουν ότι απολαμβάνουν τη ζωή τους εδώ στη γη μακριά από τη θρησκεία και τις επιβολές της. ‘Πιστεύουν’ στον ορθολογισμό και την επιστημονική έρευνα και τα επιτεύγματά της, στην αξιοποίηση του ανθρώπινου μυαλού και στη φύση, ενώ οι περισσότεροι τονίζουν τη διάθεση τους για κοινωνική προσφορά και αλληλεγγύη μεταξύ των ανθρώπων. Τέλος, σαφώς υποστηρίζουν την ηθική διάσταση της αθεΐας, υπογραμμίζοντας εμφατικά ότι δεν χρειάζονται κάποιον θεό-τιμωρό προκειμένου να κάνουν καλές πράξεις και να είναι ηθικές προσωπικότητες. Άλλωστε κατά τον Ου. Έκο, αυτός που δεν πιστεύει θεωρεί ότι κανείς δεν τον παρατηρεί από ψηλά και συνεπώς ξέρει ότι δεν υπάρχει κανείς που μπορεί να τον συγχωρέσει.
Οι παραπάνω διαπιστώσεις είναι μόνο αρχικές και σε κάθε περίπτωση η ολοκλήρωση αυτής της έρευνας θα μπορέσει να απαντήσει, και πάλι όχι οριστικά, στο ποιοι είναι οι άθεοι στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία. Εκείνο που προς το παρόν φαίνεται να εξακολουθεί να κυριαρχεί είναι μια αρνητική αντίληψη για τον άθεο τόσο σε εκκλησιαστικό όσο και σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Βεβαίως, οι αρνητικές αυτές αντιλήψεις έχουν αμβλυνθεί σε σχέση με το παρελθόν και ποιος ξέρει ίσως στο μέλλον η κοινωνία σταματήσει να θεωρεί τον άθεο σαν κάποιο εξωτικό και επικίνδυνο για την ηθική διαπαιδαγώγηση του κοινωνικού συνόλου τέρας.
*Αλέξανδρος Σακελλαρίου, δρ. Κοινωνιολογίας, Μετα-διδακτορικός ερευνητής, Πάντειο Πανεπιστήμιο, αναπληρωματικό μέλος του Δ.Σ. της Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και του Πολίτη.
Η αθεΐα και η συζήτηση περί αυτήν, όμως, δεν είναι κάτι καινούργιο
στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία. Εδώ και αρκετά χρόνια έχουν μεταφραστεί
και κυκλοφορήσει στα ελληνικά βιβλία γνωστών άθεων, όπως των R. Dawkins,
C. Hitchens, D. Dennett, S. Harris, και M. Onfray καθώς και η περίφημη
διαθήκη του αββά J. Meslier. Επιπλέον, τα τελευταία χρόνια για πρώτη
φορά στην ελληνική κοινωνία ιδρύθηκε και λειτουργεί Ένωση Αθέων κατά τα
πρότυπα των διεθνών οργανώσεων. Τέλος, αρκετά συχνά στον ημερήσιο τύπο
υπάρχουν άρθρα και αναφορές στη δράση των άθεων ανά τον κόσμο.
Βεβαίως, έχουν κυκλοφορήσει και βιβλία εναντίον της αθεΐας ή με κριτική στάση έναντι αυτής. Αξίζει να σημειωθεί ότι και παλαιότερα είχαν κυκλοφορήσει βιβλία και άρθρα σχετικά με την αθεΐα, ιδίως τη δεκαετία του 1970 στον απόηχο της δεκαετίας του ’60 και των σχετικών ζητήσεων περί εκκοσμίκευσης και ‘θανάτου του θεού’. Από τις πιο ενδιαφέρουσες πραγματεύσεις της αθεΐας βρίσκει κανείς στο μυθιστόρημα του Α. Τερζάκη, ‘Δίχως θεό’, το οποίο κυκλοφόρησε το 1951, δείγμα ότι το θέμα απασχολούσε την κοινωνία και παλαιότερα, αν και βεβαίως δεν ετίθετο με την ίδια ευκολία στον δημόσιο χώρο, όπως σήμερα, ιδίως στη μετεμφυλιακή Ελλάδα.
Η συζήτηση για την αθεΐα είναι πολύ εκτενής και οι έρευνες στο διεθνή χώρο αυξάνονται τα τελευταία χρόνια. Σήμερα συνηθίζεται να γίνεται λόγος σε ερευνητικό επίπεδο για δύο διακρίσεις και τέσσερις μορφές αθεΐας. Η πρώτη διακρίνει μεταξύ θεωρητικής και πρακτικής αθεΐας. Σύμφωνα με αυτή θεωρητικοί άθεοι είναι εκείνοι, οι οποίοι έχουν αναστοχαστεί και καταλήξει στην αθεΐα τους, είναι με άλλα λόγια πεπεισμένοι και υποστηρίζουν τις απόψεις τους με επιχειρήματα. Από την άλλη πλευρά πρακτικοί άθεοι θεωρούνται όσοι, ενώ τυπικά ανήκουν σε μια θρησκεία, εντούτοις ζουν μακριά από τις διδασκαλίες και τις πρακτικές της ή ακολουθούν τις πιο βασικές, αλλά τυπικά, στην ουσία, όμως, ζουν πλήρως κοσμικά και με άθεο τρόπο. Η δεύτερη διάκριση έχει να κάνει με την κοινωνική δράση των άθεων. Στην περίπτωση αυτή η αθεΐα διακρίνεται σε ενεργητική και παθητική. Ενεργητική αθεΐα, αφενός, ονομάζεται η οργανωμένη και πιο ακτιβιστική της μορφή σε ενώσεις και συλλόγους, που αναλαμβάνουν δράση στον δημόσιο χώρο, όπως οι διαφημίσεις υπέρ της αθεΐας που κατά καιρούς έχουν λάβει χώρα κυρίως στο εξωτερικό. Παθητική αθεΐα, αφετέρου, θεωρείται η μορφή εκείνη, η οποία δεν επιδιώκει τη δημόσια παρουσία της και εκφράζεται εξατομικευμένα ως προσωπική πεποίθηση και αντίληψη.
Επιπροσθέτως, πρέπει να τονιστεί ότι η αθεΐα, η έλλειψη πίστης, είναι τόσο παλιά όσο και η θρησκεία και η οποιαδήποτε πίστη σε μεταφυσικά ή υπερφυσικά όντα. Σχεδόν κάθε εποχή είχε τους άθεους της, αν και χρειάζεται προσοχή στον ορισμό του άθεου, διότι δεν είναι ο ίδιος σε κάθε εποχή. Για παράδειγμα δεν είναι εύκολο να χαρακτηρίσουμε άθεους τον Καζαντζάκη, τον Ροΐδη, τον Λασκαράτο και άλλους συγγραφείς, ή τον Δελμούζο και τον Γληνό, οι οποίοι ενδεχομένως να υπήρξαν επικριτικοί έναντι της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Χρειάζεται έρευνα σε βάθος πριν αποδοθούν οι αντίστοιχοι χαρακτηρισμοί όχι διότι είναι μειωτικοί, αλλά διότι μπορεί να μην ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας συνηθίζει να αποδίδει τον χαρακτηρισμό ‘άθεος’, με σαφές υποτιμητικό περιεχόμενο, σε όλους εκείνους που στέκονται κατά καιρούς κριτικά απέναντί της. Αρκεί να ανατρέξει κανείς στα πρακτικά της Ιεράς Συνόδου, για να διαπιστώσει ότι η αθεΐα εμφανίζεται ως απειλή για την Εκκλησία, αλλά και για το έθνος και την κοινωνία και φυσικά ταυτίζεται με τον κομμουνισμό. Το ίδιο προκύπτει και από την ανάγνωση του επίσημου εντύπου της, την ‘Εκκλησία’. Εκεί, ιδίως μετά την εγκαθίδρυση του κομμουνισμού στη Ρωσία υπάρχουν πάμπολλες αναφορές για τον κίνδυνο του υλισμού και του αθεϊσμού που απειλούν και την Ελλάδα και ιδίως τη νεολαία, δημιουργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο έναν ηθικο-θρησκευτικό πανικό. Και στα πιο πρόσφατα χρόνια πάντως, τις δεκαετίες του ’70 και του ’80, έχουν γραφτεί βιβλία για την αθεΐα από εκκλησιαστικούς και θεολογικούς κύκλους που υπογραμμίζουν τον κίνδυνο για την ελληνική κοινωνία και υποστηρίζουν ότι οι άθεοι είναι πνευματικά και ψυχικά διαταραγμένοι.
Όταν ανέφερα, λοιπόν, σε κάποιον γνωστό μου ότι έχω ξεκινήσει μια έρευνα για την αθεΐα στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία τα τελευταία δύο χρόνια, έρευνα που βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη, με ρώτησε με ύφος απορίας ‘μα υπάρχουν άθεοι στην Ελλάδα;’. Άθεοι προφανώς και υπάρχουν, απλώς μάλλον δεν είναι ορατοί στον δημόσιο χώρο, στον οποίο κυριαρχεί η Ορθόδοξη Εκκλησία και θρησκεία. Ποιοι είναι, όμως, οι άθεοι στη σύγχρονη Ελλάδα; Αναλύοντας σε ένα αρχικό επίπεδο δημοσιευμένες αφηγήσεις ανθρώπων κατά δήλωσή τους άθεων προκύπτουν ορισμένα αρχικά συμπεράσματα.
Κατ’ αρχάς πολλοί από τους σημερινούς άθεους μεγαλώνοντας σε ένα ορθόδοξο περιβάλλον υπέστησαν την άσκηση μορφών βίας και εξ αυτού του λόγου ήρθαν σε ρήξη με τη θρησκεία των γονέων τους. Οι περισσότεροι χαρακτηρίζουν τις οικογένειές τους τυπικές, αστικές-μικροαστικές, όχι πολύ θρησκευόμενες, με τη θρησκεία παρούσα, αλλά όχι κυρίαρχη. Σε αρκετές, πάντως, περιπτώσεις υπογραμμίζεται ο θρησκευτικός φανατισμός της οικογένειας και η σχετική επιβολή του. Ουσιαστικές είναι δύο παρατηρήσεις. Πρώτον, ότι αρκετά συχνά στις οικογένειες υπάρχουν πρόσωπα, τα οποία είτε είναι άθεοι είτε επικριτικοί έναντι της θρησκείας. Αυτό συνδέεται και με τη δεύτερη παρατήρηση ότι συνήθως η μητέρα είναι εκείνη η οποία αναλαμβάνει τη θρησκευτική διαπαιδαγώγηση του παιδιού, και είναι περισσότερο πιστή, ενώ ο πατέρας είναι εκείνος που συνήθως είναι αδιάφορος, με κριτική στάση ή άθεος.
Σε αρκετές αφηγήσεις καταγράφεται μια σαφής άσκηση φυσικής βίας, ιδίως στους μεγαλύτερης ηλικίας. Ξυλοδαρμοί στο σχολείο λόγω ερωτημάτων που δεν έπρεπε στο μάθημα των θρησκευτικών, κλωτσιές του πατέρα κάτω από το μεσημεριανό τραπέζι για τον ίδιο λόγο, χτύπημα του παπά στο χέρι. Επίσης, βιαιοπραγία από άλλους συμμαθητές, αλλά και απόρριψη από τον κοινωνικό περίγυρο. Η βία αυτη διαπιστώνεται και στο λεξιλόγιο που χρησιμοποιείται προκειμένου να περιγραφούν τα παιδικά τους χρόνια, ιδίως εντός των πιο πιστών οικογενειών: Κυριακάτικος εκκλησιασμός άνωθεν επιβεβλημένος, εξαναγκασμός, το κατηχητικό και η εξομολόγηση με έκαναν να ασφυκτιώ, ψυχαναγκασμός, δυσφορία, ψυχοφθόροι φόβοι, υποχρεωτική αποστήθιση του πιστεύω, άγριες προσπάθειες κατήχησης. Ηάσκηση βίας, βέβαια, δεν προέρχεται μόνο από την επιβολή των τυπικών της ορθοδοξίας, αλλά και από τη διδασκαλία της καθώς αρκετοί ανέφεραν θέματα, όπως φόβος για την κόλαση, μεταθανάτια τιμωρία, ενοχές για αυνανισμό.
Οι περισσότεροι εκ των αφηγούμενων έθεσαν τα πρώτα ερωτήματα αμφισβήτησης του θεού κατά την εφηβεία τους. Η αφορμή γι’ αυτό ήταν είτε ερεθίσματα από το περιβάλλον, λόγω της παρουσίας άθεων για παράδειγμα, είτε από την ίδια την παρατήρησή τους ιδίως σε σχέση με τη θρησκεία (π.χ. το ακριβό αμάξι του παπά, τα ψώνια με χρήματα από το παγκάρι, ο παχύς παπάς που διδάσκει τη νηστεία, ή ο παπάς που βλαστήμησε μέσα στην Εκκλησία). Το εφαλτήριο, όμως, και η κύρια αιτία της αμφισβήτησης και συχνά της ρήξης με τη θρησκεία και την πίστη ήταν η αναζήτηση και η μελέτη βιβλίων. Ιδίως η μελέτη της Αγ.Γραφής, περισσότερο της Π.Διαθήκης, που προκάλεσε σε πολλούς σοκ και αηδία, όπως λένε, για τη βία και το μίσος που περιγράφονται, ακόμα και με την ανοχή ή τη συμμετοχή του ίδιου του θεού. Από άλλα διαβάσματα αναφέρονται κατ’ εξοχήν ο Καζαντζάκης, η Λ.Ζωγράφου, και οι Λιαντίνης, Ντόκινς, Σαγκάν, Ασίμοφ, Νίτσε, Φόιερμπαχ, Φρόιντ, Μαρξ, Ράσελ, Ιουλιανός, Πορφύριος, Κέλσος, Ηράκλειτος, Επίκουρος, αλλά και πολλά επιστημονικά ντοκιμαντέρ.
Πού και τι πιστεύει, λοιπόν, αυτός που δεν πιστεύει; Όλοι έχουν απορρίψει οποιαδήποτε μεταφυσική/ υπερφυσική πίστη ή πεποίθηση. Τα βασικά χαρακτηριστικά των πεποιθήσεων τους είναι τα εξής: Κατ’ αρχάς δηλώνουν περισσότερο ελεύθεροι ως άνθρωποι. Τονίζουν ότι απολαμβάνουν τη ζωή τους εδώ στη γη μακριά από τη θρησκεία και τις επιβολές της. ‘Πιστεύουν’ στον ορθολογισμό και την επιστημονική έρευνα και τα επιτεύγματά της, στην αξιοποίηση του ανθρώπινου μυαλού και στη φύση, ενώ οι περισσότεροι τονίζουν τη διάθεση τους για κοινωνική προσφορά και αλληλεγγύη μεταξύ των ανθρώπων. Τέλος, σαφώς υποστηρίζουν την ηθική διάσταση της αθεΐας, υπογραμμίζοντας εμφατικά ότι δεν χρειάζονται κάποιον θεό-τιμωρό προκειμένου να κάνουν καλές πράξεις και να είναι ηθικές προσωπικότητες. Άλλωστε κατά τον Ου. Έκο, αυτός που δεν πιστεύει θεωρεί ότι κανείς δεν τον παρατηρεί από ψηλά και συνεπώς ξέρει ότι δεν υπάρχει κανείς που μπορεί να τον συγχωρέσει.
Οι παραπάνω διαπιστώσεις είναι μόνο αρχικές και σε κάθε περίπτωση η ολοκλήρωση αυτής της έρευνας θα μπορέσει να απαντήσει, και πάλι όχι οριστικά, στο ποιοι είναι οι άθεοι στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία. Εκείνο που προς το παρόν φαίνεται να εξακολουθεί να κυριαρχεί είναι μια αρνητική αντίληψη για τον άθεο τόσο σε εκκλησιαστικό όσο και σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Βεβαίως, οι αρνητικές αυτές αντιλήψεις έχουν αμβλυνθεί σε σχέση με το παρελθόν και ποιος ξέρει ίσως στο μέλλον η κοινωνία σταματήσει να θεωρεί τον άθεο σαν κάποιο εξωτικό και επικίνδυνο για την ηθική διαπαιδαγώγηση του κοινωνικού συνόλου τέρας.
*Αλέξανδρος Σακελλαρίου, δρ. Κοινωνιολογίας, Μετα-διδακτορικός ερευνητής, Πάντειο Πανεπιστήμιο, αναπληρωματικό μέλος του Δ.Σ. της Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και του Πολίτη.