Στις 10 Δεκεμβρίου η Κολομβία απέκτησε τους δικούς της indignados. Η πλατεία Μπολίβαρ στο κέντρο της Μπογκοτά, περιστοιχισμένη από το Δημαρχείο και τα Δικαστήρια, καταλήφθηκε από διαδηλωτές που καλούσαν σε αλληλεγγύη με τον Γκουστάβο Πέτρο, δήμαρχο της κολομβιανής πρωτεύουσας, και ζητούσαν «Δημοκρατία και Ειρήνη». Ο εξηντάχρονος Πέτρο είχε βρεθεί μία μέρα νωρίτερα στο στόχαστρο του Γενικού Εισαγγελέα Αλεχάντρο Ορδόνιες, ο οποίος τον καθαίρεσε και του αφαίρεσε για 15 χρόνια, ουσιαστικά δηλαδή εφ' όρου ζωής, το δικαίωμά του να εκλεγεί σε οποιοδήποτε πολιτικό αξίωμα. Αφορμή στάθηκε η απόφαση του δημοκρατικά εκλεγμένου από το 2012 δημάρχου να αναθέσει αποκλειστικά στο Δημόσιο τη διαχείριση των απορριμμάτων της Μπογκοτά. Κάτι τέτοιο, όμως, σύμφωνα με τον Ορδόνιες, ήταν παράνομο καθώς παραβίαζε τον νόμο περί ανταγωνιστικότητας. Τα πραγματικά, όμως, αίτια της δίωξης είναι άλλα.


Ο Πέτρο δεν είναι ένας οποιοσδήποτε πολιτικός. Υπήρξε μέλος του αντάρτικου πόλης Μ-19 (Movimiento 19 de abril) και συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις του 1990 που οδήγησαν στην αποστράτευση και τον πλήρη αφοπλισμό της οργάνωσης. Όπως πολλοί συναγωνιστές του, ο Πέτρο πολιτεύτηκε τη δεκαετία του 1990, συμμετέχοντας στην ίδρυση του αριστερού κόμματος Polo Democrático και κατόπιν του Partido Progresista με το οποίο και εκλέχτηκε δήμαρχος. Καθαιρώντας τον Πέτρο, ο Ορδόνιες στέλνει καταρχάς σαφές μήνυμα στις FARC, τη σημαντικότερη ένοπλη οργάνωση της χώρας, που βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις με την κολομβιανή κυβέρνηση οι οποίες διεξάγονται στην Αβάνα. Ενώ αναμένεται να υπογραφεί στις αρχές του 2014 η συμφωνία αφοπλισμού των FARC με αντάλλαγμα την αμνηστία των μελών της οργάνωσης, ο Ορδόνιες, μέσω της καθαίρεσης του Πέτρο, κάνει ξεκάθαρο πως, παρά τις όποιες κυβερνητικές εγγυήσεις, όσοι συμμετείχαν έστω και περιστασιακά στο αντάρτικο δεν θα βρεθούν στο απυρόβλητο της δικαστικής εξουσίας.
Ωστόσο, στο στόχαστρο του Ορδόνιες είναι κυρίως ο νυν πρόεδρος της Δημοκρατίας και υποψήφιος στις προεδρικές εκλογές του 2014, Χουάν Μανουέλ Σάντος. Ο Σάντος εκλέχτηκε το 2010 με την ένθερμη υποστήριξη του προηγούμενου προέδρου, Άλβαρο Ουρίμπε. Μετά από δύο προεδρικές θητείες (2002-2010), ο Ουρίμπε δεν είχε δικαίωμα επανεκλογής το 2010 και ήλπιζε ότι ο Σάντος θα τον αντικαθιστούσε μέχρι το 2014, οπότε θα είχε και πάλι δικαίωμα να θέσει υποψηφιότητα για πρόεδρος. Μόλις, όμως, έφτασε στην εξουσία, ο Σάντος πήρε αποστάσεις από τον μέντορά του. Ο Ουρίμπε, που είχε στενές σχέσεις με τις ακροδεξιές παραστρατιωτικές οργανώσεις, υποστήριζε ότι ο μόνος τρόπος να ηττηθεί το αντάρτικο των FARC ήταν με στρατιωτικές επιχειρήσεις και καταστολή. Ο Σάντος, όμως, όχι μόνο επέλεξε την ειρηνική οδό της διαπραγμάτευσης με τις FARC, αλλά αποφάσισε να είναι και πάλι υποψήφιος το 2014, φράζοντας έτσι τον δρόμο στην επανεκλογή του Ουρίμπε.
Ο στενός φίλος και ομοϊδεάτης του πρώην προέδρου Αλεχάντρο Ορδόνιες γνώριζε πως η επιτυχής έκβαση των ειρηνευτικών συνομιλιών με τις FARC θα ήταν καθοριστική για την επανεκλογή του Σάντος. Η καθαίρεση λοιπόν του Πέτρο στόχευε να απομακρύνει τα μέλη των FARC από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων, γεγονός που θα ευνοούσε την υποψηφιότητα του Ουρίμπε.
Ο Πέτρο φαινόταν να είναι εύκολος στόχος. Μετά από έναν μόνο χρόνο στη δημαρχία της Μπογκοτά, είχε καταφέρει να απογοητεύσει ακόμα και τους πιο φανατικούς υποστηρικτές του. Η καθαίρεσή του, όμως, είχε το αντίθετο από το αναμενόμενο για τον Γενικό Εισαγγελέα αποτέλεσμα. Όχι μόνο πέτυχε το ακατόρθωτο -να εκτινάξει τη δημοτικότητα του Πέτρο-, αλλά, καθώς ο πολιτικός ελιγμός του Ορδόνιες έγινε άμεσα αντιληπτός, προκάλεσε συσπείρωση της Αριστεράς μετά από δεκαετίες και μαζική κινητοποίηση υπέρ των ειρηνικών διαπραγματεύσεων και της κυβέρνησης Σάντος.
Ευγενία Παλιεράκη διδάσκει Ιστορία στο Πανεπιστήμιο του Cergy-Pontoise