Λίγο πολύ, όλοι οι Έλληνες γνωρίζουν (ή τουλάχιστον οι περισσότεροι) ότι ο Λόρδος Βύρων άφησε την τελευταία του πνοή στο Μεσολόγγι, όπου είχε φτάσει αρχές του 1824 για να συμπαρασταθεί έμπρακτα στον αγώνα των Ελλήνων για την ελευθερία και την εθνική τους ανεξαρτησία
Δεν θα είχε, λοιπόν, ιδιαίτερο ενδιαφέρον ένα άρθρο για τον Μπάιρον στο Μεσολόγγι, αν δεν καταπιανόταν με πτυχές της δράσης του, άγνωστες στο ευρύ κοινό.

Ας αρχίσουμε από το γεγονός ότι ο Λόρδος Βύρων αποβιβάστηκε στο Μεσολόγγι στις 4 Ιανουαρίου 1824, προερχόμενος από την Κεφαλλονιά, η οποία ήταν υπό βρετανική διοίκηση (όπως και όλα τα Επτάνησα), από το 1809, και έτσι είχε εξασφαλίσει πολλές δυνατότητες για την προετοιμασία του δεύτερου (και τελευταίου) ταξιδιού του στην ηπειρωτική Ελλάδα.


Στην Κεφαλλονιά ο Λόρδος Βύρων διέμεινε στα Μεταξάτα και είχε φτάσει στο νησί τον Ιούνιο 1823 από την Ιταλία (τη Γένοβα, για την ακρίβεια) όπου είχε δράσει σχεδόν έξι χρόνια μέσα από το επαναστατικό κίνημα των Καρμπονάρων, άλλη άγνωστη στο ευρύ κοινό πτυχή της ζωής και δράσης του κορυφαίου των φιλελλήνων.
Η επαναστατημένη Ελλάδα δοκιμαζόταν την περίοδο εκείνη από τις έριδες και τις συγκρούσεις ανάμεσα στα διάφορα κέντρα της Επανάστασης, που καθένα επιδίωκε να προσεταιριστεί τον Μπάιρον, κάτι που ο ίδιος απέφυγε για να μην ταυτιστεί με καμία πλευρά των αντιμαχομένων, όπως προκύπτει «Από το Ημερολόγιο της Κεφαλλονιάς» καθώς και από επιστολές που είχε στείλει σε ομοϊδεάτες και φίλους του, καθώς και σε στελέχη του Φιλελληνικού Κομιτάτου του Λονδίνου.
Ιδού ένα απόσπασμα από το «Ημερολόγιο της Κεφαλλονιάς»:
«Καθώς ήρθα εδώ για να υποστηρίξω όχι μία φατρία αλλά ένα έθνος, και για να συνεργαστώ με τίμιους ανθρώπους και όχι με κερδοσκόπους ή καταχραστές (κατηγορίες που ανταλλάσσονται καθημερινά ανάμεσα στους Έλληνες), θα χρειαστεί πολλή περίσκεψη για ν' αποφύγω τη μομφή ότι μεροληπτώ».
Από τα Μεταξάτα είχε κάνει ενέργειες να συναντήσει τον Μάρκο Μπότσαρη. Έγραφε σχετικά στις 11 Σεπτεμβρίου 1823 προς τον στενό του φίλο John Hobhouse «λίγο μετά την άφιξή μου, έβαλα κάποιον να γράψει στον Μάρκο Μπότσαρη στην Ακαρνανία και ξοδεύοντας ένα σημαντικό ποσό έστειλα το γράμμα με ένα μικρό καΐκι που διέσπασε τον αποκλεισμό. Μου απάντησε εκφράζοντας την επιθυμία του να περάσω απέναντι και δηλώνοντας ότι σκόπευε να δώσει μάχη με τους Τούρκους την άλλη μέρα (μετά την ημερομηνία της επιστολής του), πράγμα που έκανε και σκοτώθηκε, αλλά η παράταξή του νίκησε και ο ίδιος σύμφωνα με όλες τις πληροφορίες έδειξε εξαιρετική γενναιότητα ώσπου τραυματίστηκε θανάσιμα».
Εξαιρετικά ενδιαφέρουσες ήταν και οι επιστολές (δύο για την ακρίβεια) που έστειλε ο Μπάιρον από την Κεφαλλονιά προς τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, τον οποίο είχε γνωρίσει στην Ιταλία μέσω του Πέρσυ Σέλλεϋ και της Μαίρη Σέλλεϋ.
Στην πρώτη εξ αυτών, με ημερομηνία 1 Οκτωβρίου 1823 εξέφραζε την κατανόησή του για τις συγκρούσεις των Ελλήνων, γράφοντας: «Δεν είναι παράδοξο, βεβαίως, ότι αφυπνίζονται αντιθέσεις σε μια επαναστατημένη χώρα που μόλις απαλλάχτηκε από τόσο μακροχρόνια και βάρβαρη τυραννία».
Πιο κάτω,επισήμαινε «τις συνέπειες που μπορεί να φέρει αυτή η διχόνοια, τα πλεονεκτήματα και τις ευκαιρίες που μπορεί να προσφέρει στους βάρβαρους δυνάστες σας, την ψύχρανση που θα προκαλέσει σε όλους όσους ενδιαφέρονται για τον Αγώνα σας, δηλαδή σε όλους τους φίλους του Διαφωτισμού και της Ανθρωπότητας...».
Στη δεύτερη επιστολή προς τον Μαυροκορδάτο, με ημερομηνία 2 Δεκεμβρίου 1823 έγραφε μεταξύ άλλων: «Θλίβομαι βαθύτατα ακούγοντας ότι οι εσωτερικές έριδες της Ελλάδας συνεχίζονται - και αυτό σε μια στιγμή που η πατρίδα σας θα μπορούσε να θριαμβεύσει παντού, όπως έχει θριαμβεύσει σε μερικούς τομείς.

Η Ελλάδα είναι τώρα αντιμέτωπη με τρεις λύσεις: να κατακτήσει την ελευθερία της ή να γίνει κτήση των ηγεμόνων της Ευρώπης ή τουρκική επαρχία. Τώρα μπορεί να διαλέξει ανάμεσα στις τρεις. Αλλά ο εμφύλιος πόλεμος δεν μπορεί να οδηγήσει παρά στις δύο τελευταίες. Αν η Ελλάδα ζηλεύει την τύχη της Βλαχίας και της Κριμαίας, μπορεί να την έχει αύριο. Αν της Ιταλίας, μεθαύριο. Αν όμως θέλει να γίνει για πάντα ελεύθερη, αληθινή και ανεξάρτητη, καλά θα κάνει ν' αποφασίσει τώρα, αλλιώς δεν θα έχει ποτέ πια αυτή την ευκαιρία. Πιστέψτε στην απεριόριστη εκτίμηση και στον σεβασμό μου».
Ανησυχούσε λοιπόν ο Λόρδος Βύρων αλλά δεν έχανε ούτε στιγμή την προσήλωσή του στην ιδέα της ανεξαρτησίας των Ελλήνων. «Τρέφω ελπίδες ότι ο Αγώνας θα θριαμβεύσει», έγραφε στον φίλο του Τhomas Moore στις 27 Δεκεμβρίου 1823.
Παρά τις δυσκολίες, τελικά έφυγε για το Μεσολόγγι όπου έτυχε ενθουσιώδους υποδοχής από τις εκεί ελληνικές Αρχές και τον λαό. Δεν καθυστέρησε ούτε στιγμή να αναλάβει δράση. Εκεί οργάνωσε ένα στρατιωτικό σώμα από Σουλιώτες, του οποίου τη συντήρηση ανέλαβε ο ίδιος ενώ στήριξε οικονομικά και την έκδοση της εφημερίδας «Ελληνικά Χρονικά» με διευθυντή τον Eλβετό Μeyer.
Εκεί γιόρτασε και την 36η επέτειο των γενεθλίων του γράφοντας το τελευταίο ποίημά του με τίτλο «Σήμερα έκλεισα τα 36 χρόνια μου».
Δεν περιοριζόταν όμως η δράση του Λόρδου Βύρωνα στα του Απελευθερωτικού Αγώνα. Καταπιανόταν και με ανθρωπιστικές υποθέσεις, όπως η απελευθέρωση αιχμαλώτων, απευθυνόμενος από το Μεσολόγγι για τον σκοπό αυτό τόσο στις οθωμανικές όσο και στις βρετανικές αρχές, εννοείται και στις ελληνικές.
Το κλίμα του Μεσολογγίου και οι έγνοιες του είχαν αρνητικές επιπτώσεις και στην υγεία του. Αρρώστησε βαριά, έπεσε στο κρεβάτι, αρνήθηκε τις συμβουλές των γιατρών του να φύγει για θεραπεία στην Αγγλία για να μην εγκαταλείψει το μετερίζι του Αγώνα. Πέθανε -στην ουσία θυσιάστηκε- ανήμερα το Πάσχα, 19 Απριλίου 1824, πυροδοτώντας με τον θάνατό του νέο κύμα φιλελληνισμού σε όλη την Ευρώπη και ευρύτερα.
* Ο Πάνος Τριγάζης είναι πρόεδρος του Συνδέσμου «Μπάιρον» για τον Φιλελληνισμό και τον Πολιτισμό