Η ελληνική κυβέρνηση βρίσκεται σε συμπληγάδες. Από τη μια έχει να
αντιμετωπίσει τις δυνάμεις της Ευρωδεξιάς, που δεν θέλουν επ' ουδενί ο
ΣΥΡΙΖΑ να αποτελέσει εναλλακτικό παράδειγμα, και από την άλλη βρίσκεται
αντιμέτωπη με την κριτική των δυνάμεων της δραχμής. Οι δυνάμεις αυτές
δεν πρέπει να τσουβαλιάζονται, καθώς έχουν μεγάλες διαφορές μεταξύ τους,
αλλά και στο εσωτερικό τους. Στην πράξη, όμως, αντιπολιτεύονται την
κυβερνητική επιλογή για λύση εντός της Ευρωζώνης με όρους αμοιβαιότητας.
Οι δυνάμεις της Ευρωδεξιάς έχουν σχεδόν προφανείς λόγους να αντιτίθενται στη νέα κυβέρνηση. Οι εκλογές στην Ισπανία και την Πορτογαλία θα μπορούσαν να μεταβάλουν το πολιτικό τοπίο προς προοδευτικότερες κατευθύνσεις. Οι δυνάμεις της Ευρωδεξιάς στις χώρες αυτές συμπλέουν με την τιμωρητική γραμμή της λιτότητας του Βερολίνου, όπως και η Ν.Δ. στη χώρα μας, με στόχο να αποτρέψουν την επέκταση του "ιού ΣΥΡΙΖΑ". Προσβλέπουν σε "αριστερή παρένθεση", κάτω από το βάρος της σκληρής στάσης του Βερολίνου και των συμμάχων του.
Η επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ να κινηθεί στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, να αναζητήσει συμμαχίες και να συνυπολογίσει τους συσχετισμούς δύναμης, δίνει τη δυνατότητα στη νέα κυβέρνηση να κερδίσει χρόνο φέρνοντας πιο κοντά την κορύφωση των διαπραγματεύσεων με τις επερχόμενες πολιτικές εξελίξεις σε Ισπανία και Πορτογαλία. Ταυτόχρονα η κυβέρνηση παίρνει υπόψη τη σημασία που έχει η "ποσοτική χαλάρωση" για χώρες όπως η Ιταλία και η Γαλλία.
Η πολυπλοκότητα των συμμαχιών εντός της Ευρωζώνης, που στον Βορρά παραπέμπει και σε συμμαχίες με ιστορικό βάθος του Βερολίνου με "τα ορφανά του Στάλιν", τροφοδοτεί στο εσωτερικό μέτωπο τη γραμμή της δραχμής, η οποία, ακριβώς επειδή στηρίζεται σε απλούς συλλογισμούς, αδυνατεί να κατανοήσει και να αξιοποιήσει τις περίπλοκες σχέσεις του ευρωπαϊκού και περιφερειακού συστήματος ισχύος. Η εμμονή σε έναν εθνικό απομονωτισμό κερδίζει έδαφος στο όνομα του απεγκλωβισμού από την παγίδα χρέους και λιτότητας, την οποία ταυτίζει, ώς έναν βαθμό σωστά, με τις αγκυλώσεις του ενιαίου νομίσματος.
Η γραμμή της δραχμής, παρότι έχει δεξιά και αριστερά πολιτικά χαρακτηριστικά, ευκρινώς διακρινόμενα μεταξύ τους, ενέχει ένα κοινό στοιχείο: Ουσιαστικά υποβαθμίζει τη σημασία της εφαρμοζόμενης πολιτικής, παρότι την καταγγέλλει, ανάγοντάς τη σχεδόν εξ ολοκλήρου στις αγκυλώσεις του ευρώ. Ακόμη ταυτίζει το ενιαίο νόμισμα με την πολιτική της Ευρωδεξιάς χαρίζοντας το ευρωπαϊκό εγχείρημα στις συντηρητικές δυνάμεις.
Αυτό το στρατηγικό λάθος, συντηρητικό στη σύλληψή του, οδηγεί δυνάμεις της Αριστεράς σε έναν ιστορικό αναχρονισμό, τον οποίο μάλιστα νομίζουν πως αποφεύγουν επειδή καταγγέλλουν τη σύνδεση του νομίσματος με τη νεοσυντηρητική πολιτική. Οδηγούνται έτσι σε γραμμή εθνικού απομονωτισμού στον φαύλο κύκλο: εθνικό νόμισμα, υποτίμηση, δασμοί, εμπορικοί πόλεμοι, που στο παρελθόν είχε δραματικά αποτελέσματα.
Πώς μπορεί να εξιδανικεύεται η γραμμή αυτή με μια ρητορική σύγκρουσης με τα συμφέροντα; Αξίζει να επισημανθεί στο σημείο αυτό ότι οι πιο σοβαρές αντιλήψεις περί προσφυγής στο εθνικό νόμισμα (βλέπε άποψη Φλάσμπεργκ - Λαπαβίτσα) προϋποθέτουν αλλαγές, πιθανότατα δυσκολότερες στην Ευρωζώνη. Πώς μπορεί να υπάρξει συμφωνημένη έξοδος από την Ευρωζώνη περισσότερων της μίας χωρών, με συμφωνημένη ισοτιμία του νέου εθνικού νομίσματος και έλεγχο στην κίνηση των κεφαλαίων με μονομερή καταγγελία του δημοσίου χρέους και ταυτοχρόνως συνέχιση της ροής κονδυλίων από τα διαρθρωτικά ταμεία; Έλυσε κάποιος αυτή την εξίσωση και δεν πήρε Νόμπελ;
Αυτό δεν σημαίνει πως η γραμμή της αμοιβαίας συμφωνίας που προωθεί η κυβέρνηση είναι εύκολη υπόθεση, χωρίς αντιφάσεις και περιορισμούς, εσωτερικούς και εξωτερικούς. Ούτε σημαίνει πως η προσφυγή σε εθνικό νόμισμα είναι δογματικά απορριπτέα. Όταν κάνεις μια επιλογή, την υπηρετείς μέχρι τέλους, διαφορετικά σπέρνεις τη σύγχυση και πλήττεις την αξιοπιστία σου εν μέσω μιας ιστορικών διαστάσεων μάχης.
Οι δυνάμεις της Ευρωδεξιάς έχουν σχεδόν προφανείς λόγους να αντιτίθενται στη νέα κυβέρνηση. Οι εκλογές στην Ισπανία και την Πορτογαλία θα μπορούσαν να μεταβάλουν το πολιτικό τοπίο προς προοδευτικότερες κατευθύνσεις. Οι δυνάμεις της Ευρωδεξιάς στις χώρες αυτές συμπλέουν με την τιμωρητική γραμμή της λιτότητας του Βερολίνου, όπως και η Ν.Δ. στη χώρα μας, με στόχο να αποτρέψουν την επέκταση του "ιού ΣΥΡΙΖΑ". Προσβλέπουν σε "αριστερή παρένθεση", κάτω από το βάρος της σκληρής στάσης του Βερολίνου και των συμμάχων του.
Η επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ να κινηθεί στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, να αναζητήσει συμμαχίες και να συνυπολογίσει τους συσχετισμούς δύναμης, δίνει τη δυνατότητα στη νέα κυβέρνηση να κερδίσει χρόνο φέρνοντας πιο κοντά την κορύφωση των διαπραγματεύσεων με τις επερχόμενες πολιτικές εξελίξεις σε Ισπανία και Πορτογαλία. Ταυτόχρονα η κυβέρνηση παίρνει υπόψη τη σημασία που έχει η "ποσοτική χαλάρωση" για χώρες όπως η Ιταλία και η Γαλλία.
Η πολυπλοκότητα των συμμαχιών εντός της Ευρωζώνης, που στον Βορρά παραπέμπει και σε συμμαχίες με ιστορικό βάθος του Βερολίνου με "τα ορφανά του Στάλιν", τροφοδοτεί στο εσωτερικό μέτωπο τη γραμμή της δραχμής, η οποία, ακριβώς επειδή στηρίζεται σε απλούς συλλογισμούς, αδυνατεί να κατανοήσει και να αξιοποιήσει τις περίπλοκες σχέσεις του ευρωπαϊκού και περιφερειακού συστήματος ισχύος. Η εμμονή σε έναν εθνικό απομονωτισμό κερδίζει έδαφος στο όνομα του απεγκλωβισμού από την παγίδα χρέους και λιτότητας, την οποία ταυτίζει, ώς έναν βαθμό σωστά, με τις αγκυλώσεις του ενιαίου νομίσματος.
Η γραμμή της δραχμής, παρότι έχει δεξιά και αριστερά πολιτικά χαρακτηριστικά, ευκρινώς διακρινόμενα μεταξύ τους, ενέχει ένα κοινό στοιχείο: Ουσιαστικά υποβαθμίζει τη σημασία της εφαρμοζόμενης πολιτικής, παρότι την καταγγέλλει, ανάγοντάς τη σχεδόν εξ ολοκλήρου στις αγκυλώσεις του ευρώ. Ακόμη ταυτίζει το ενιαίο νόμισμα με την πολιτική της Ευρωδεξιάς χαρίζοντας το ευρωπαϊκό εγχείρημα στις συντηρητικές δυνάμεις.
Αυτό το στρατηγικό λάθος, συντηρητικό στη σύλληψή του, οδηγεί δυνάμεις της Αριστεράς σε έναν ιστορικό αναχρονισμό, τον οποίο μάλιστα νομίζουν πως αποφεύγουν επειδή καταγγέλλουν τη σύνδεση του νομίσματος με τη νεοσυντηρητική πολιτική. Οδηγούνται έτσι σε γραμμή εθνικού απομονωτισμού στον φαύλο κύκλο: εθνικό νόμισμα, υποτίμηση, δασμοί, εμπορικοί πόλεμοι, που στο παρελθόν είχε δραματικά αποτελέσματα.
Πώς μπορεί να εξιδανικεύεται η γραμμή αυτή με μια ρητορική σύγκρουσης με τα συμφέροντα; Αξίζει να επισημανθεί στο σημείο αυτό ότι οι πιο σοβαρές αντιλήψεις περί προσφυγής στο εθνικό νόμισμα (βλέπε άποψη Φλάσμπεργκ - Λαπαβίτσα) προϋποθέτουν αλλαγές, πιθανότατα δυσκολότερες στην Ευρωζώνη. Πώς μπορεί να υπάρξει συμφωνημένη έξοδος από την Ευρωζώνη περισσότερων της μίας χωρών, με συμφωνημένη ισοτιμία του νέου εθνικού νομίσματος και έλεγχο στην κίνηση των κεφαλαίων με μονομερή καταγγελία του δημοσίου χρέους και ταυτοχρόνως συνέχιση της ροής κονδυλίων από τα διαρθρωτικά ταμεία; Έλυσε κάποιος αυτή την εξίσωση και δεν πήρε Νόμπελ;
Αυτό δεν σημαίνει πως η γραμμή της αμοιβαίας συμφωνίας που προωθεί η κυβέρνηση είναι εύκολη υπόθεση, χωρίς αντιφάσεις και περιορισμούς, εσωτερικούς και εξωτερικούς. Ούτε σημαίνει πως η προσφυγή σε εθνικό νόμισμα είναι δογματικά απορριπτέα. Όταν κάνεις μια επιλογή, την υπηρετείς μέχρι τέλους, διαφορετικά σπέρνεις τη σύγχυση και πλήττεις την αξιοπιστία σου εν μέσω μιας ιστορικών διαστάσεων μάχης.