ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΟΥΚΑΛΑ
Η ιστορική κρισιμότητα των επερχόμενων εκλογών είναι προφανής. Όλα συνηγορούν στο να πιστέψουμε πως για πρώτη φορά εδώ και μισό αιώνα, και μέσα σε εντελώς πρωτόγνωρες συνθήκες κρίσης, η Αριστερά βρίσκεται στα πρόθυρα της εξουσίας. Έτσι, όλες οι ιδεολογικές και στρατηγικές συνιστώσες της πολιτικής αντιπαράθεσης φωτίζονται με ένα νέο, κοσμοϊστορικό, θα έλεγα, χρώμα. Η έκβαση της εκλογικής αναμέτρησης ξεπερνά κατά πολύ τη συγκυρία. Ακόμα περισσότερο ίσως από τα καίρια ζητήματα της "διαπραγμάτευσης με τους εταίρους" σε έναν κλυδωνιζόμενο κόσμο, και της "εξόδου από την οικονομική κρίση", τίθεται το ζήτημα της μακροπρόθεσμης πορείας της χώρας.
Με αυτή την έννοια, το αίτημα της αυτοδυναμίας εξικνείται πολύ πέραν από τους όρους σχηματισμού της κυβέρνησης της επόμενης μέρας. Η μακρόπνοη αξιοπιστία της Αριστεράς συναρτάται από την ιστορική της δυνατότητα να επιδείξει την αναγκαία συνέπεια στις αρχές και τις ιδέες που καλείται να υπηρετήσει. Η υλοποίηση του προγράμματος της Θεσσαλονίκης δεν είναι παρά μια αναγκαία, ελάχιστη, προϋπόθεση για την επίτευξη αυτού του ιστορικού στόχου. Και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο στο σημείο αυτό δεν χωρούν εκπτώσεις. Η οικοδόμηση της νέας Ελλάδας προϋποθέτει ότι δεν θα υπάρξουν ούτε υπαναχωρήσεις ούτε αναστροφές.
Όμως, όσο αναγκαία και αν είναι, και όσο πιθανή και αν διαφαίνεται, η κοινοβουλευτική αυτοδυναμία δεν αρκεί από μόνη της. Η πλήρης ρήξη με τις καταστροφικές πολιτικές, που όλοι γνωρίζουμε, προϋποθέτει επιπλέον τη μακροπρόθεσμη θεαματική διεύρυνση της λαϊκής υποστήριξης και συναίνεσης σε ένα τεράστιο εγχείρημα κοινωνικής μεταρρύθμισης και ανατροπής. Το κρισιμότερο ανοιχτό ερώτημα αναφέρεται, λοιπόν, στην οικοδόμηση μιας νέας διαρκούς "δομικής" πλειοψηφίας που θα στηρίξει αυτήν την πορεία. Πράγματι, η δημοκρατική ανατροπή δεν είναι εφικτή παρά μόνον όταν έχει αρχίσει να περιβάλλεται με τον μανδύα του αυτονόητου. Μόνον όταν η ρήξη με την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων εμφανίζεται σαν μόνη λύση στα αδιέξοδα, είναι δυνατόν να ελπίζουμε ότι θα τα υπερβούμε. Είναι γεγονός ότι οι αναγκαίες κοινωνικές ανατροπές χρειάζονται επιμονή, υπομονή, αισιοδοξία και χρόνο. Και ο χρόνος αυτός δεν μπορεί να εξασφαλισθεί παρά μόνον αν επιτευχθούν ευρύτερες κοινωνικές συναινέσεις που υπερβαίνουν κατά πολύ την κοινοβουλευτική συγκυρία.
Υπό τους όρους αυτούς, αλλά μόνον υπό τους όρους αυτούς, όλα μπορεί να αλλάξουν, και θα αλλάξουν. Ο αναγκαίος μετασχηματισμός της κοινωνίας θα προκύψει από τη συνείδηση των μαζών, από τη βούληση ενός λαού που θα έχει ανακτήσει τη χαμένη συλλογική του αυτονομία. Κατ' ανάγκην λοιπόν, η πολιτικο-κομματική γεωγραφία θα μετατοπισθεί αποφασιστικά. Εξωθούμενες από την ίδια τη δύναμη των πραγμάτων, είτε το θέλουν είτε δεν το θέλουν, είτε το προβλέπουν είτε δεν μπορούν ακόμα καν να το διανοηθούν, ορισμένες τουλάχιστον πολιτικές δυνάμεις τού λεγόμενου δημοκρατικού "τόξου" θα εξωθηθούν στο να συμπράξουν σε ένα εθνικό εγχείρημα. Έτσι ακριβώς θα τεθεί το ζήτημα των μετεκλογικών "συμμαχιών". Δεν θα πρόκειται όμως για συμμαχίες "κορυφής", που πάντα εμπεριέχουν τα σπέρματα της ανατροπής τους, αλλά για συμμαχίες "βάσης" που προκύπτουν από την ίδια την εξελισσόμενη ιστορία. Σαράντα χρόνια μετά τη μεταπολίτευση, ανοίγει η πύλη για μιαν ευρύτερη εθνική και λαϊκή συναίνεση. Δεν έχουμε το δικαίωμα να την αφήσουμε και πάλι να κλείσει.
Η ιστορική κρισιμότητα των επερχόμενων εκλογών είναι προφανής. Όλα συνηγορούν στο να πιστέψουμε πως για πρώτη φορά εδώ και μισό αιώνα, και μέσα σε εντελώς πρωτόγνωρες συνθήκες κρίσης, η Αριστερά βρίσκεται στα πρόθυρα της εξουσίας. Έτσι, όλες οι ιδεολογικές και στρατηγικές συνιστώσες της πολιτικής αντιπαράθεσης φωτίζονται με ένα νέο, κοσμοϊστορικό, θα έλεγα, χρώμα. Η έκβαση της εκλογικής αναμέτρησης ξεπερνά κατά πολύ τη συγκυρία. Ακόμα περισσότερο ίσως από τα καίρια ζητήματα της "διαπραγμάτευσης με τους εταίρους" σε έναν κλυδωνιζόμενο κόσμο, και της "εξόδου από την οικονομική κρίση", τίθεται το ζήτημα της μακροπρόθεσμης πορείας της χώρας.
Με αυτή την έννοια, το αίτημα της αυτοδυναμίας εξικνείται πολύ πέραν από τους όρους σχηματισμού της κυβέρνησης της επόμενης μέρας. Η μακρόπνοη αξιοπιστία της Αριστεράς συναρτάται από την ιστορική της δυνατότητα να επιδείξει την αναγκαία συνέπεια στις αρχές και τις ιδέες που καλείται να υπηρετήσει. Η υλοποίηση του προγράμματος της Θεσσαλονίκης δεν είναι παρά μια αναγκαία, ελάχιστη, προϋπόθεση για την επίτευξη αυτού του ιστορικού στόχου. Και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο στο σημείο αυτό δεν χωρούν εκπτώσεις. Η οικοδόμηση της νέας Ελλάδας προϋποθέτει ότι δεν θα υπάρξουν ούτε υπαναχωρήσεις ούτε αναστροφές.
Όμως, όσο αναγκαία και αν είναι, και όσο πιθανή και αν διαφαίνεται, η κοινοβουλευτική αυτοδυναμία δεν αρκεί από μόνη της. Η πλήρης ρήξη με τις καταστροφικές πολιτικές, που όλοι γνωρίζουμε, προϋποθέτει επιπλέον τη μακροπρόθεσμη θεαματική διεύρυνση της λαϊκής υποστήριξης και συναίνεσης σε ένα τεράστιο εγχείρημα κοινωνικής μεταρρύθμισης και ανατροπής. Το κρισιμότερο ανοιχτό ερώτημα αναφέρεται, λοιπόν, στην οικοδόμηση μιας νέας διαρκούς "δομικής" πλειοψηφίας που θα στηρίξει αυτήν την πορεία. Πράγματι, η δημοκρατική ανατροπή δεν είναι εφικτή παρά μόνον όταν έχει αρχίσει να περιβάλλεται με τον μανδύα του αυτονόητου. Μόνον όταν η ρήξη με την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων εμφανίζεται σαν μόνη λύση στα αδιέξοδα, είναι δυνατόν να ελπίζουμε ότι θα τα υπερβούμε. Είναι γεγονός ότι οι αναγκαίες κοινωνικές ανατροπές χρειάζονται επιμονή, υπομονή, αισιοδοξία και χρόνο. Και ο χρόνος αυτός δεν μπορεί να εξασφαλισθεί παρά μόνον αν επιτευχθούν ευρύτερες κοινωνικές συναινέσεις που υπερβαίνουν κατά πολύ την κοινοβουλευτική συγκυρία.
Υπό τους όρους αυτούς, αλλά μόνον υπό τους όρους αυτούς, όλα μπορεί να αλλάξουν, και θα αλλάξουν. Ο αναγκαίος μετασχηματισμός της κοινωνίας θα προκύψει από τη συνείδηση των μαζών, από τη βούληση ενός λαού που θα έχει ανακτήσει τη χαμένη συλλογική του αυτονομία. Κατ' ανάγκην λοιπόν, η πολιτικο-κομματική γεωγραφία θα μετατοπισθεί αποφασιστικά. Εξωθούμενες από την ίδια τη δύναμη των πραγμάτων, είτε το θέλουν είτε δεν το θέλουν, είτε το προβλέπουν είτε δεν μπορούν ακόμα καν να το διανοηθούν, ορισμένες τουλάχιστον πολιτικές δυνάμεις τού λεγόμενου δημοκρατικού "τόξου" θα εξωθηθούν στο να συμπράξουν σε ένα εθνικό εγχείρημα. Έτσι ακριβώς θα τεθεί το ζήτημα των μετεκλογικών "συμμαχιών". Δεν θα πρόκειται όμως για συμμαχίες "κορυφής", που πάντα εμπεριέχουν τα σπέρματα της ανατροπής τους, αλλά για συμμαχίες "βάσης" που προκύπτουν από την ίδια την εξελισσόμενη ιστορία. Σαράντα χρόνια μετά τη μεταπολίτευση, ανοίγει η πύλη για μιαν ευρύτερη εθνική και λαϊκή συναίνεση. Δεν έχουμε το δικαίωμα να την αφήσουμε και πάλι να κλείσει.