του Δημήτρη Γιατζόγλου
"...Ο
δημόσιος διάλογος για τη μεγάλη δημοκρατική, προοδευτική συμμαχία, στην
οποία αναφέρθηκε ο Τσίπρας, δεν μπορεί να έχει ως αφετηρία τις αφυψηλού
νουθεσίες προς τον ΣΥΡΙΖΑ για στροφή στην "υπευθυνότητα", την
"ωριμότητα" και τον "ρεαλισμό" ή τον ιδεολογικό πατερναλισμό που
επιχειρεί να "διεγείρει" διαχωριστικές γραμμές στο εσωτερικό του. Έχει
απλώς ένα προφανές προαπαιτούμενο: την απόρριψη της νεοφιλελεύθερης
ατζέντας του σωτηριολογικού μονόδρομου..."
Ο ΣΥΡΙΖΑ εγκαθίσταται στο πολιτικό πεδίο ως ο κεντρικός πόλος αναφοράς του αριστερού - προοδευτικού χώρου. Το αποδέχονται (έστω και με βαριά καρδιά) ακόμα και όσοι θεωρούσαν την εκρηκτική αύξηση της πολιτικής του απήχησης ως βραχύβιο πυροτέχνημα.
Η υπό εξέλιξη, από το 2010, πολιτική αναμέτρηση πολώνεται, όλο και περισσότερο, ως αναμέτρηση Αριστεράς - Δεξιάς, γύρω από την όποια συγκροτούνται ευρύτερες παρατάξεις. Η τάση δεν αναιρείται από την υπαρκτή πολιτική και κοινωνική ρευστότητα. Επιβεβαιώνεται. Μορφοποιείται έξω από το κέλυφος του παραδοσιακού, αστικού πολιτικού διπολισμού.
Σε ολόκληρη την παρούσα ιστορική φάση, το πρόβλημα της επιλογής πόλου για τις δυνάμεις που αυτοτοποθετούνται στο πεδίο της ευρύτερης Αριστεράς θα επανέρχεται διαρκώς, απογυμνωμένο από προσχήματα. Η απάντηση δεν μπορεί να αναβάλλεται συνεχώς στο όνομα της πολυπλοκότητας των διακυβευμάτων. Η "πολυπλοκότητα" δεν είναι το σκοτάδι που μέσα του όλες οι γάτες είναι μαύρες.
Ο δημόσιος διάλογος για τη μεγάλη δημοκρατική, προοδευτική συμμαχία, στην οποία αναφέρθηκε ο Τσίπρας, δεν μπορεί να έχει ως αφετηρία τις αφυψηλού νουθεσίες προς τον ΣΥΡΙΖΑ για στροφή στην "υπευθυνότητα", την "ωριμότητα" και τον "ρεαλισμό" ή τον ιδεολογικό πατερναλισμό που επιχειρεί να "διεγείρει" διαχωριστικές γραμμές στο εσωτερικό του. Έχει απλώς ένα προφανές προαπαιτούμενο: την απόρριψη της νεοφιλελεύθερης ατζέντας του σωτηριολογικού μονόδρομου.
Ο ΣΥΡΙΖΑ σταθεροποιεί και διευρύνει τους δεσμούς του με τις υποτελείς κοινωνικές δυνάμεις. Αυτό το κάνει κυρίως μέσω της κεντρικής πολιτικής του γραμμής, την οποία απευθύνει στο σύνολο της κοινωνίας. Αλλά για να αποκτήσουν οι δεσμοί αυτοί οργανικότητα και ιστορικό βάθος, είναι υποχρεωμένος να μην αφήσει το έργο της ριζοσπαστικής αναμόρφωσης της κοινωνικής συνείδησης στον αυτόματο πιλότο της γενικής πολιτικής του απεύθυνσης.
Είμαστε υποχρεωμένοι να ξεκινήσουμε από τα αυτονόητα: Η δεσπόζουσα αντίθεση της συγκυρίας, όπως αυτή συμπυκνώνεται στο πολιτικό επίπεδο, και η πολιτική απάντηση ως προς αυτήν δεν διαχέονται γραμμικά και δεν αναπαράγονται αυτούσιες σε όλα τα επίπεδα και σε όλους τους χώρους. Η πρόσληψή τους δεν είναι ομογενής. Διαμεσολαβείται από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε χώρου και επιπέδου. Διαθλάται μέσα από επιμέρους ειδικά συμφέροντα.
Έτσι, λοιπόν, η αυτονόητη, διαρκής παρέμβαση σε επίπεδα όπως αυτά των συνδικάτων και της Αυτοδιοίκησης έχει ανάγκη από έναν πιο σύνθετο σχεδιασμό και από μια ανανεωμένη οπτική. Και για να γίνει πιο συγκεκριμένο αυτό το σημείο, ας μου επιτραπεί μια παρέκβαση σε σχέση με την αυτοδιοικητική μάχη που δώσαμε, παίρνοντας ως βάση μια ανάλυση του Χρ. Βερναρδάκη, αμέσως μετά τον πρώτο γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών, καταγράφοντας κάποιες επισημάνσεις:
Οι συσπειρώσεις στον χώρο της Αυτοδιοίκησης αποτύπωσαν μια μη πλήρη αντιστοίχηση με την κεντρική κομματική διάταξη. Επιβεβαιώθηκε μια τάση -σχετικής έστω- αυτονόμησης των πολιτικών συμμαχιών σε τοπικό επίπεδο από την κεντρική πολιτική σκηνή.
Η δική μας Αριστερά δεν μπορεί να παρεμβαίνει στην Αυτοδιοίκηση με όρους προηγούμενων δεκαετιών, εκφωνώντας δηλαδή τη γενική γραμμή, συμβατικά "εμπλουτισμένη" με τις γνωστές προσαρμογές στην τοπικότητα. Πρέπει να δούμε με ποιους τρόπους τα τοπικά κέντρα άσκησης εξουσίας αναπαράγουν και σταθεροποιούν ή αμφισβητούν και αποσταθεροποιούν τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις. Πρέπει να εντοπίσουμε τα σημεία εκείνα στα οποία συμπυκνώνονται και αναδεικνύονται αντίπαλες οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές στρατηγικές.
Αν είναι έτσι, τότε απαιτείται από τις δυνάμεις μας στην Τ.Α. γνώση, προγραμματική εμβάθυνση, παραγωγή στελεχών, μαζικά δημοκρατικά σχήματα, εξειδικευμένες προτεραιότητες υπέρ των λαϊκών στρωμάτων.
Για μας, λοιπόν, η συγκυρία και η ιστορική φάση ανοίγουν σε όλο της το εύρος και τη συνθετότητα της στρατηγικής του δημοκρατικού δρόμου. Μας επιβάλλουν να εκφράσουμε προγραμματικά τον ριζοσπαστισμό μας και όχι βεβαίως να παραιτηθούμε από αυτόν. Υποδεικνύουν πεδία διαλόγου και με άλλες δυνάμεις, που σήμερα ακινητοποιούνται μέσα στον κλοιό των ιδεολογημάτων της προσαρμογής ή της παραίτησης από την εναλλακτικότητα.
Οι προκλήσεις δεν απευθύνονται μόνο στον ΣΥΡΙΖΑ. Απευθύνονται σε ολόκληρο τον κόσμο της Αριστεράς. Δεν μπορούμε να ζητήσουμε απ' αυτόν τον κόσμο να παραιτηθεί από την πίστη του στις δικές του καταγωγικές ταυτότητες. Από τις δικές του ευαισθησίες, από ιδεολογικά προτάγματα για τα οποία έδωσε μάχες. Από τις αμφιβολίες, τις αντιρρήσεις, την κριτική που μας ασκεί. Δικαιούμαστε όμως να του ζητήσουμε να οριοθετήσουμε από κοινού τις διαχωριστικές μας γραμμές από τους σημερινούς καταστροφείς των κοινωνιών. Από τούς καιροσκόπους επιβήτορες της εξουσίας. Από την καπιταλιστική βαρβαρότητα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ εγκαθίσταται στο πολιτικό πεδίο ως ο κεντρικός πόλος αναφοράς του αριστερού - προοδευτικού χώρου. Το αποδέχονται (έστω και με βαριά καρδιά) ακόμα και όσοι θεωρούσαν την εκρηκτική αύξηση της πολιτικής του απήχησης ως βραχύβιο πυροτέχνημα.
Η υπό εξέλιξη, από το 2010, πολιτική αναμέτρηση πολώνεται, όλο και περισσότερο, ως αναμέτρηση Αριστεράς - Δεξιάς, γύρω από την όποια συγκροτούνται ευρύτερες παρατάξεις. Η τάση δεν αναιρείται από την υπαρκτή πολιτική και κοινωνική ρευστότητα. Επιβεβαιώνεται. Μορφοποιείται έξω από το κέλυφος του παραδοσιακού, αστικού πολιτικού διπολισμού.
Σε ολόκληρη την παρούσα ιστορική φάση, το πρόβλημα της επιλογής πόλου για τις δυνάμεις που αυτοτοποθετούνται στο πεδίο της ευρύτερης Αριστεράς θα επανέρχεται διαρκώς, απογυμνωμένο από προσχήματα. Η απάντηση δεν μπορεί να αναβάλλεται συνεχώς στο όνομα της πολυπλοκότητας των διακυβευμάτων. Η "πολυπλοκότητα" δεν είναι το σκοτάδι που μέσα του όλες οι γάτες είναι μαύρες.
Ο δημόσιος διάλογος για τη μεγάλη δημοκρατική, προοδευτική συμμαχία, στην οποία αναφέρθηκε ο Τσίπρας, δεν μπορεί να έχει ως αφετηρία τις αφυψηλού νουθεσίες προς τον ΣΥΡΙΖΑ για στροφή στην "υπευθυνότητα", την "ωριμότητα" και τον "ρεαλισμό" ή τον ιδεολογικό πατερναλισμό που επιχειρεί να "διεγείρει" διαχωριστικές γραμμές στο εσωτερικό του. Έχει απλώς ένα προφανές προαπαιτούμενο: την απόρριψη της νεοφιλελεύθερης ατζέντας του σωτηριολογικού μονόδρομου.
Ο ΣΥΡΙΖΑ σταθεροποιεί και διευρύνει τους δεσμούς του με τις υποτελείς κοινωνικές δυνάμεις. Αυτό το κάνει κυρίως μέσω της κεντρικής πολιτικής του γραμμής, την οποία απευθύνει στο σύνολο της κοινωνίας. Αλλά για να αποκτήσουν οι δεσμοί αυτοί οργανικότητα και ιστορικό βάθος, είναι υποχρεωμένος να μην αφήσει το έργο της ριζοσπαστικής αναμόρφωσης της κοινωνικής συνείδησης στον αυτόματο πιλότο της γενικής πολιτικής του απεύθυνσης.
Είμαστε υποχρεωμένοι να ξεκινήσουμε από τα αυτονόητα: Η δεσπόζουσα αντίθεση της συγκυρίας, όπως αυτή συμπυκνώνεται στο πολιτικό επίπεδο, και η πολιτική απάντηση ως προς αυτήν δεν διαχέονται γραμμικά και δεν αναπαράγονται αυτούσιες σε όλα τα επίπεδα και σε όλους τους χώρους. Η πρόσληψή τους δεν είναι ομογενής. Διαμεσολαβείται από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε χώρου και επιπέδου. Διαθλάται μέσα από επιμέρους ειδικά συμφέροντα.
Έτσι, λοιπόν, η αυτονόητη, διαρκής παρέμβαση σε επίπεδα όπως αυτά των συνδικάτων και της Αυτοδιοίκησης έχει ανάγκη από έναν πιο σύνθετο σχεδιασμό και από μια ανανεωμένη οπτική. Και για να γίνει πιο συγκεκριμένο αυτό το σημείο, ας μου επιτραπεί μια παρέκβαση σε σχέση με την αυτοδιοικητική μάχη που δώσαμε, παίρνοντας ως βάση μια ανάλυση του Χρ. Βερναρδάκη, αμέσως μετά τον πρώτο γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών, καταγράφοντας κάποιες επισημάνσεις:
Οι συσπειρώσεις στον χώρο της Αυτοδιοίκησης αποτύπωσαν μια μη πλήρη αντιστοίχηση με την κεντρική κομματική διάταξη. Επιβεβαιώθηκε μια τάση -σχετικής έστω- αυτονόμησης των πολιτικών συμμαχιών σε τοπικό επίπεδο από την κεντρική πολιτική σκηνή.
Η δική μας Αριστερά δεν μπορεί να παρεμβαίνει στην Αυτοδιοίκηση με όρους προηγούμενων δεκαετιών, εκφωνώντας δηλαδή τη γενική γραμμή, συμβατικά "εμπλουτισμένη" με τις γνωστές προσαρμογές στην τοπικότητα. Πρέπει να δούμε με ποιους τρόπους τα τοπικά κέντρα άσκησης εξουσίας αναπαράγουν και σταθεροποιούν ή αμφισβητούν και αποσταθεροποιούν τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις. Πρέπει να εντοπίσουμε τα σημεία εκείνα στα οποία συμπυκνώνονται και αναδεικνύονται αντίπαλες οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές στρατηγικές.
Αν είναι έτσι, τότε απαιτείται από τις δυνάμεις μας στην Τ.Α. γνώση, προγραμματική εμβάθυνση, παραγωγή στελεχών, μαζικά δημοκρατικά σχήματα, εξειδικευμένες προτεραιότητες υπέρ των λαϊκών στρωμάτων.
Για μας, λοιπόν, η συγκυρία και η ιστορική φάση ανοίγουν σε όλο της το εύρος και τη συνθετότητα της στρατηγικής του δημοκρατικού δρόμου. Μας επιβάλλουν να εκφράσουμε προγραμματικά τον ριζοσπαστισμό μας και όχι βεβαίως να παραιτηθούμε από αυτόν. Υποδεικνύουν πεδία διαλόγου και με άλλες δυνάμεις, που σήμερα ακινητοποιούνται μέσα στον κλοιό των ιδεολογημάτων της προσαρμογής ή της παραίτησης από την εναλλακτικότητα.
Οι προκλήσεις δεν απευθύνονται μόνο στον ΣΥΡΙΖΑ. Απευθύνονται σε ολόκληρο τον κόσμο της Αριστεράς. Δεν μπορούμε να ζητήσουμε απ' αυτόν τον κόσμο να παραιτηθεί από την πίστη του στις δικές του καταγωγικές ταυτότητες. Από τις δικές του ευαισθησίες, από ιδεολογικά προτάγματα για τα οποία έδωσε μάχες. Από τις αμφιβολίες, τις αντιρρήσεις, την κριτική που μας ασκεί. Δικαιούμαστε όμως να του ζητήσουμε να οριοθετήσουμε από κοινού τις διαχωριστικές μας γραμμές από τους σημερινούς καταστροφείς των κοινωνιών. Από τούς καιροσκόπους επιβήτορες της εξουσίας. Από την καπιταλιστική βαρβαρότητα.