του Κωστή Χατζημιχάλη
Στις πόλεις και στις περιφέρειες οι
αριστερές και οι αριστεροί πολίτες ως άτομα και ως συλλογικότητες και η
Αριστερά ως οργανωμένο κίνημα αναμετρώνται
με τα καθημερινά προβλήματα, άλλοτε μεγάλα άλλοτε μικρά, το ίδιο όμως
σημαντικά. Οι πόλεις παράκτιες ή της ενδοχώρας και οι περιφέρειες
βουνίσιες, καμπίσιες ή νησιωτικές ήταν πάντα οι τόποι των αντιθέσεων,
των συγκρούσεων, της χαράς και της απογοήτευσης. Ήταν και είναι πάντα
εκεί σιωπηλές ώστε συχνά δεν τις παίρνουμε υπόψη, θεωρούμε ότι οι
πολιτικοί αγώνες απλώς συμβαίνουν κάπου και αυτό το κάπου αφορά μόνο
τους ειδικούς, τους ποιητές ή τους ζωγράφους. Η Αριστερά «της κεντρικής
πολιτικής σκηνής» τις θυμάται ουσιαστικά κάθε τέσσερα χρόνια, λίγο πριν
από τις δημοτικές και τις περιφερειακές εκλογές.
Υπάρχουν βέβαια οι εκλεγμένοι αριστεροί δήμαρχοι και τα κινήματα των πολιτών σε όλη τη χώρα που υπερασπίζονται τους τόπους τους από τη νεοφιλελεύθερη επέλαση, αλλά και τότε η «κεντρική» Αριστερά συχνά τελειώνει με ένα ψήφισμα συμπαράστασης ή μια επερώτηση στη Βουλή. Η έγνοια για την καθ' αυτή υπόσταση των πόλεων και των περιφερειών, για τα προβλήματα της καθημερινότητας, για την αποκέντρωση και τη συμμετοχή των πολιτών, εκεί όπου υποτίθεται ότι η Αριστερά αναμετριέται με τα οράματά της, σπάνια αποτελούν κεντρικό πεδίο ενδιαφέροντος, ιδίως τώρα που όλα τα σκεπάζει η κρίση. Έτσι, όταν πλησιάζουν οι τοπικές εκλογές βιαζόμαστε και όταν βιαζόμαστε κάνουμε λάθη.
Η έλλειψη κεντρικού πολιτικού ενδιαφέροντος για τις πόλεις και τις περιφέρειες δεν είναι μόνο ελληνικό πρόβλημα. Είναι γενικότερο και συνδέεται με την υποβάθμιση των αγώνων που συμβαίνουν στον χώρο και την αντιμετώπισή τους ως «δευτερευουσών αντιθέσεων», ενώ πρωτεύουσα παραμένει πάντα η ταξική αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας. Δεν αμφισβητώ ούτε στιγμή τη σημασία που πρέπει να έχει για την Αριστερά η ταξική σύγκρουση, μόνο που αυτή δεν εντοπίζεται μόνο στις εργασιακές σχέσεις και στους τόπους δουλειάς αλλά διαχέεται σε όλους τους τομείς της καθημερινής ζωής, στην οργάνωση του χώρου της πόλης, στις σχέσεις ανταλλαγής πόλης-υπαίθρου, στη διαχείριση περιβάλλοντος, στην υγεία, στη διατροφή, στην εκπαίδευση, στη διάθεση του ελεύθερου χρόνου και τόσα άλλα. Οι πόλεις και οι περιφέρειες είναι τα προνομιακά πεδία όπου όλα τα παραπάνω συντίθενται και, το κυριότερο, αποκτούν συχνά δια-ταξικότητα που βοηθά τους πολίτες με κοινά προβλήματα να συναντηθούν με άλλους/ες σε κοινούς αγώνες πέρα από ταξικές διαφορές, όπως έγινε πρόσφατα στις πλατείες και στη Χαλκιδική. Από τους πρώτους που είχαν εντοπίσει την κρισιμότητα αυτής της συνάντησης ήταν ο Αντόνιο Γκράμσι που έγραφε το 1919 στο «Avanti» (σε δική μου ελεύθερη μετάφραση): «...είναι καθήκον των εργατών να έχουν διπλή ένταξη: στο εργατικό συνδικάτο και στις επιτροπές γειτονιάς. Γιατί στις γειτονιές θα βρεθούν και με εκείνους που είτε δεν έχουν συνδικάτο να γραφτούν είτε δεν εργάζονται και σε αυτούς πρέπει να ρίξουν το βάρος τους οι κομμουνιστές....». Και συμπλήρωνε: «...γιατί αυτό θα είναι ένα καταπληκτικό σχολειό κοινωνικής εμπειρίας και διοικητικής ετοιμότητας».
Αυτό το «σχολειό κοινωνικής εμπειρίας και διοικητικής ετοιμότητας», ο Γκράμσι το οραματίζονταν να αναπτυχθεί πρώτα σε τοπικό επίπεδο, να «μάθουν» και να «βρεθούν» οι κομμουνιστές με τους/τις άλλους/ες στις γειτονιές και στις πόλεις της επαρχίας. Ωστόσο η γκραμσιανή τοπικότητα δεν είναι αυτόνομη και ανεξάρτητη όπως την οραματιζόταν η αναρχοσυνδικαλιστική παράδοση στην Ιταλία και στην Ισπανία. Οι πόλεις και οι περιφέρειες έχουν τη δική τους ταυτότητα, ελέγχονται από τοπικά ηγεμονικά μπλοκ εξουσίας και έχουν διαφορετικούς, συγκρουσιακούς ρόλους στο παραγωγικό σύστημα. Αλλά, κατέληγε ο Γκράμσι, καθήκον των κομμουνιστών είναι η διαταξική ενότητα προλεταρίων αγροτών και πολιτών και το ξεπέρασμα της άνισης ανάπτυξης με την καθοδήγηση του κόμματος και τις τοπικές επιτροπές οι οποίες γνωρίζουν τα τοπικά προβλήματα καλύτερα. Να αποφεύγουμε δηλαδή να υποτάσσουμε το ειδικό στο γενικό και το τοπικό στο κεντρικό, όπως δυστυχώς γίνεται τώρα που θυμηθήκαμε την τελευταία στιγμή τα προβλήματα των πόλεων και των περιφερειών.
* Ο Κωστής Χατζημιχάλης είναι συνταξιούχος πανεπιστημιακός
Υπάρχουν βέβαια οι εκλεγμένοι αριστεροί δήμαρχοι και τα κινήματα των πολιτών σε όλη τη χώρα που υπερασπίζονται τους τόπους τους από τη νεοφιλελεύθερη επέλαση, αλλά και τότε η «κεντρική» Αριστερά συχνά τελειώνει με ένα ψήφισμα συμπαράστασης ή μια επερώτηση στη Βουλή. Η έγνοια για την καθ' αυτή υπόσταση των πόλεων και των περιφερειών, για τα προβλήματα της καθημερινότητας, για την αποκέντρωση και τη συμμετοχή των πολιτών, εκεί όπου υποτίθεται ότι η Αριστερά αναμετριέται με τα οράματά της, σπάνια αποτελούν κεντρικό πεδίο ενδιαφέροντος, ιδίως τώρα που όλα τα σκεπάζει η κρίση. Έτσι, όταν πλησιάζουν οι τοπικές εκλογές βιαζόμαστε και όταν βιαζόμαστε κάνουμε λάθη.
Η έλλειψη κεντρικού πολιτικού ενδιαφέροντος για τις πόλεις και τις περιφέρειες δεν είναι μόνο ελληνικό πρόβλημα. Είναι γενικότερο και συνδέεται με την υποβάθμιση των αγώνων που συμβαίνουν στον χώρο και την αντιμετώπισή τους ως «δευτερευουσών αντιθέσεων», ενώ πρωτεύουσα παραμένει πάντα η ταξική αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας. Δεν αμφισβητώ ούτε στιγμή τη σημασία που πρέπει να έχει για την Αριστερά η ταξική σύγκρουση, μόνο που αυτή δεν εντοπίζεται μόνο στις εργασιακές σχέσεις και στους τόπους δουλειάς αλλά διαχέεται σε όλους τους τομείς της καθημερινής ζωής, στην οργάνωση του χώρου της πόλης, στις σχέσεις ανταλλαγής πόλης-υπαίθρου, στη διαχείριση περιβάλλοντος, στην υγεία, στη διατροφή, στην εκπαίδευση, στη διάθεση του ελεύθερου χρόνου και τόσα άλλα. Οι πόλεις και οι περιφέρειες είναι τα προνομιακά πεδία όπου όλα τα παραπάνω συντίθενται και, το κυριότερο, αποκτούν συχνά δια-ταξικότητα που βοηθά τους πολίτες με κοινά προβλήματα να συναντηθούν με άλλους/ες σε κοινούς αγώνες πέρα από ταξικές διαφορές, όπως έγινε πρόσφατα στις πλατείες και στη Χαλκιδική. Από τους πρώτους που είχαν εντοπίσει την κρισιμότητα αυτής της συνάντησης ήταν ο Αντόνιο Γκράμσι που έγραφε το 1919 στο «Avanti» (σε δική μου ελεύθερη μετάφραση): «...είναι καθήκον των εργατών να έχουν διπλή ένταξη: στο εργατικό συνδικάτο και στις επιτροπές γειτονιάς. Γιατί στις γειτονιές θα βρεθούν και με εκείνους που είτε δεν έχουν συνδικάτο να γραφτούν είτε δεν εργάζονται και σε αυτούς πρέπει να ρίξουν το βάρος τους οι κομμουνιστές....». Και συμπλήρωνε: «...γιατί αυτό θα είναι ένα καταπληκτικό σχολειό κοινωνικής εμπειρίας και διοικητικής ετοιμότητας».
Αυτό το «σχολειό κοινωνικής εμπειρίας και διοικητικής ετοιμότητας», ο Γκράμσι το οραματίζονταν να αναπτυχθεί πρώτα σε τοπικό επίπεδο, να «μάθουν» και να «βρεθούν» οι κομμουνιστές με τους/τις άλλους/ες στις γειτονιές και στις πόλεις της επαρχίας. Ωστόσο η γκραμσιανή τοπικότητα δεν είναι αυτόνομη και ανεξάρτητη όπως την οραματιζόταν η αναρχοσυνδικαλιστική παράδοση στην Ιταλία και στην Ισπανία. Οι πόλεις και οι περιφέρειες έχουν τη δική τους ταυτότητα, ελέγχονται από τοπικά ηγεμονικά μπλοκ εξουσίας και έχουν διαφορετικούς, συγκρουσιακούς ρόλους στο παραγωγικό σύστημα. Αλλά, κατέληγε ο Γκράμσι, καθήκον των κομμουνιστών είναι η διαταξική ενότητα προλεταρίων αγροτών και πολιτών και το ξεπέρασμα της άνισης ανάπτυξης με την καθοδήγηση του κόμματος και τις τοπικές επιτροπές οι οποίες γνωρίζουν τα τοπικά προβλήματα καλύτερα. Να αποφεύγουμε δηλαδή να υποτάσσουμε το ειδικό στο γενικό και το τοπικό στο κεντρικό, όπως δυστυχώς γίνεται τώρα που θυμηθήκαμε την τελευταία στιγμή τα προβλήματα των πόλεων και των περιφερειών.
* Ο Κωστής Χατζημιχάλης είναι συνταξιούχος πανεπιστημιακός