Οι αστρολόγοι λένε ότι, κατά το κινεζικό ωροσκόπιο, το 2014 είναι η χρονιά του αλόγου. Ακούγονται και θ' ακουστούν πλείστες βλακείες τα τελευταία εικοσιτετράωρα του 2013 γύρω απ' αυτό, με προορισμό την απογοητευμένη από τον «ορθολογισμό» και δεκτική στον σκοταδισμό κοινή γνώμη. Ας αγνοήσουμε, όμως, τον τσαρλατανισμό της αστρολογίας κι ας αξιοποιήσουμε απλώς τον συμβολισμό του πράγματος. Υποθέτουμε ότι το άλογο εκπροσωπεί την ταχύτητα, τη δύναμη, τη χάρη. Και δεν χρειάζεται προφητική ικανότητα για να εικάσει κάποιος ότι η ταχύτητα θα είναι βασικό χαρακτηριστικό των εξελίξεων του 2014. Ποια θα είναι η δύναμη και η «χάρη» τους δεν είναι ακόμη σαφές.


Μιλώντας για την καθημαγμένη Ελλάδα, ένα είναι προφανές: μια μεγάλη πολιτική αλλαγή βρίσκεται σε επιταχυνόμενη εξέλιξη. Κεντρικά της στοιχεία είναι η αποσύνθεση του καθεστώτος διακυβέρνησης, η εξάντληση των εφεδρειών του και η αδυναμία «παραγωγής» νέων, η ανατροπή της δημοσκοπικής «ισοπαλίας τρόμου» υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ. Μπορεί βάσιμα πια κανείς να υποθέσει ότι, αν δεν προκύψει κάτι δραματικά ευνοϊκό για τη συγκυβέρνηση ή κάτι συγκλονιστικά δυσμενές για την αξιωματική αντιπολίτευση, η εκλογική επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ θα διευρύνεται με γεωμετρική πρόοδο. Υπό προϋποθέσεις μπορεί να πάρει χαρακτηριστικά «πλημμυρίδας», ανάλογης με αυτή που το 1981 έφερε το ΠΑΣΟΚ μ' ένα θεαματικό άλμα στην εξουσία.
Υποθέτω ότι η ηγεσία και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ έχουν την πολιτική ψυχραιμία να αξιολογήσουν γιατί η επιρροή του κόμματος «θα τρέξει σαν άλογο». Ψυχολογικά και συναισθηματικά για ένα σημαντικό τμήμα της κοινωνίας είναι μια επιλογή προσδοκίας και ελπίδας. Αλλά για ένα άλλο μεγάλο τμήμα της είναι επιλογή απελπισίας ή έσχατης ελπίδας.
Πολιτικά και ιδεολογικά τα πράγματα είναι πιο σύνθετα. Η επιλογή ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι για όλους το ίδιο πράγμα. Υπάρχει ένα πυρήνας που βλέπει στον ΣΥΡΙΖΑ την ευκαιρία της Αριστεράς να προβάλει το εναλλακτικό μοντέλο εξουσίας στη χειρότερη μεταπολεμική κρίση της χώρας. Ακόμη και σ' αυτόν τον πυρήνα υπάρχουν βαθιές προγραμματικές διαφορές, ιδιαίτερα γύρω από το ζήτημα της σχέσης της χώρας με την Ε.Ε., αλλά υποθέτει κανείς ότι η προοπτική μιας νίκης λειτουργεί συνθετικά.
Ένας ευρύτερος κύκλος ψηφοφόρων βλέπει στον ΣΥΡΙΖΑ το υποκατάστατο του ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του '80 ή του '90. Κι αυτό είναι απολύτως φυσιολογικό, με δεδομένο ότι η εγκατάλειψή του ΠΑΣΟΚ σχεδόν από το 40% της κοινής γνώμης είναι το κυριότερο πολιτικό αποτύπωμα της κρίσης.
Υπάρχει ακόμη ένας ευρύς κύκλος ψηφοφόρων που προέρχονται από τη Δεξιά, από κατεστραμμένα ή πιεζόμενα στρώματα της μεσαίας αλλά και της μεγάλης επιχειρηματικότητας, ακόμη και πρόσωπα που έχουν θητεύσει σε καθεστωτικούς ρόλους, τα οποία -με ή χωρίς τυχοδιωκτισμό- βλέπουν στον ΣΥΡΙΖΑ μια φρέσκια δύναμη που θα αποδώσει στον εγχώριο καπιταλισμό μια κάποια «κανονικότητα», αντίστοιχη μ' αυτήν που (υποθέτουν ότι) διαθέτει η Γερμανία ή οι σκανδιναβικές χώρες και, κυρίως, που θα αποκαταστήσει μια ισορροπία στις σχέσεις με τους εταίρους, αντίστοιχη με αυτήν που είχε επιτύχει ο Α. Παπανδρέου με τις περίεργες, σταυροειδείς συμμαχίες του με ευρωπαϊκό Βορρά και Νότο.
Ανάμεσα στα αντικαπιταλιστικά οράματα της Αριστεράς και τις προσδοκίες για ανασυγκρότηση ενός «καθωσπρέπει ελληνικού καπιταλισμού» προφανώς υπάρχει άβυσσος. Ιδεολογική, πολιτική, κυρίως ταξική. Αλλά δεν υπάρχει τίποτα παράδοξο σ' αυτό. Το πολιτικό καθεστώς που μεσουράνησε για τέσσερις δεκαετίες έχει προ πολλού καταρρεύσει, ανεξάρτητα από τις προσπάθειες του σαμαροβενιζελισμού να κρατηθεί στην εξουσία. Έχει διαλυθεί η κοινωνική συμμαχία που το στήριζε, υπάρχει τρομακτικό κενό ηγεμονίας και ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται ως η δύναμη που τρέχει να το καλύψει.
Εκ των πραγμάτων ο ΣΥΡΙΖΑ προσελκύει την προσοχή ενός κοινωνικά και ιδεολογικά ετερόκλητου ακροατηρίου. Διαμορφώνει και διαμορφώνεται από τη σχέση του με δυνάμεις που έχουν αντιτιθέμενα συμφέροντα και επιδιώξεις. Αυτή η αμφίδρομη σχέση μπορεί να τον οδηγήσει δεξιότερα ή αριστερότερα, αλλά ο κυριότερος κίνδυνος που αντιμετωπίζει είναι να διαψεύσει ταυτόχρονα όλες τις ετερόκλητες προσδοκίες. Δηλαδή, να αποτύχει και να εξελιχθεί σε οδυνηρή παρένθεση, με μια χαοτική διαχείριση των μνημονιακών ερειπίων και μια αδυναμία να επιλύσει τις αντιθέσεις ανάμεσα σε ομάδες που προσβλέπουν σ' αυτόν όχι για τους ίδιους λόγους.
Ωστόσο, ανάμεσα στα αντιφατικά συμφέροντα που υποχρεούται να διαχειριστεί μια μελλοντική αριστερή κυβέρνηση υπάρχει ένα συνεκτικό στοιχείο. Η αποφασιστική στάση απέναντι στους δανειστές, στην τρόικα και στο αδίστακτο ευρωπαϊκό ιερατείο. Αν ο πρωταρχικός στόχος είναι η παραγωγική, κοινωνική και θεσμική ανασυγκρότηση της χώρας, η ανάκτηση της υπόστασής της ως κυρίαρχου κράτους, η επιβίωση του πληθυσμού σε συνθήκες ανθρωπιστικής κρίσης, δεν νοούνται όρια, αποκλεισμοί φετίχ και ταμπού στον «οδικό χάρτη» διαπραγματεύσεων και ρήξεων με τους δανειστές. Ακόμη κι αν οι ρήξεις αυτές ξαναφέρνουν στο προσκήνιο το αναπόδραστο δίλημμα για τη θέση της χώρας στο ευρώ και την Ε.Ε.