Ας κάνουμε μια προσπάθεια αναστοχασμού των τελευταίων 30 ετών μέσω του «παραδείγματος» των μεγάλων θρησκευτικών γιορτών. Οι μεγάλες γιορτές, όπως οργανώνονται στις μονοθεϊστικές θρησκείες, παρουσιάζουν, ανάμεσα σε άλλα, και το κοινό χαρακτηριστικό τής χωρίς προϋποθέσεις συμμετοχής: όλοι έχουν δικαίωμα στη γιορτή στον βαθμό που εκφράζουν έμπρακτα το αξιακό της πλαίσιο. Αυτό το απροϋπόθετο παίρνει μορφές συχνά άσχετες με το αξιακό φορτίο της γιορτής (π.χ. τα Χριστούγεννα κατάντησαν περίοδος όπου όλοι οφείλουν να καταναλώνουν). Εξίσου συχνά το απροϋπόθετο της συμμετοχής βιώνεται ως καταναγκασμός συμμετοχής και οδηγεί στην κατάθλιψη. Ας αφήσουμε προς στιγμήν τη θεολογική ή/και φιλοσοφική συζήτηση των λόγων ύπαρξης του απροϋπόθετου της συμμετοχής. Ας προσπεράσουμε επίσης τις όποιες αναζητήσεις των καταβολών του απροϋπόθετου της συμμετοχής (τον πραγματικό ή φανταστικό εξισωτισμό των προ-νεωτερικών κοινοτήτων κ.λπ.).


Έχουμε και λέμε: Από το 1981 έως το 1989 ήθελαν να μας πείσουν ότι γιορτάζαμε την ανάπτυξη της «Αλλαγής». Από το 1989 έως το 1996 ψάχναμε να βρούμε τι θα γιορτάσουμε. Από το 1996 έως τον Απρίλιο του 2010 ήθελαν να μας πείσουν ότι γιορτάζαμε τον «εκσυγχρονισμό» και το δόγμα της «ισχυρής Ελλάδας». Από τον Απρίλιο του 2010 στήθηκε μια διαφορετική επιχείρηση που προσομοιάζει με γιορτές κάθαρσης (φταίξαμε και πρέπει, μέσω της τιμωρίας, να επανορθώσουμε). Γεγονός είναι ότι σε όλες τις παραπάνω περιόδους οι εξουσιαστικοί μηχανισμοί προσπάθησαν ανεπιτυχώς να δημιουργήσουν την επίφαση του απροϋπόθετου της συμμετοχής. Η «Αλλαγή» μάς μίλησε για τη χωρίς προϋποθέσεις ενίσχυση της δημοκρατίας και της ισότητας. Πράγματι συνέβαλε στον εκδημοκρατισμό, αλλά ταυτόχρονα αναπαρήγαγε το πελατειακό σύστημα σε χρωματικά πράσινους τόνους. Ο «εκσυγχρονισμός» υποσχέθηκε την χωρίς προϋποθέσεις συμμετοχή στα καλούδια της αναπτυξιακής μεγέθυνσης. Δεν αμφιβάλλω για τις θετικές προθέσεις ορισμένων από όσους συμμετείχαν στο εγχείρημα του «εκσυγχρονισμού». Όλοι όμως κρίνονται εκ του αποτελέσματος... και αυτό πλέον το βιώνουμε.
Από τον Απρίλιο του 2010 βρισκόμαστε σε μια περίοδο όπου το απροϋπόθετο αναφέρεται σε μια τιμωρητική συμμετοχή. «Όλοι μαζί τα φάγαμε», άρα όλοι μαζί πρέπει να πληρώσουμε. Στην πραγματικότητα όμως πληρώνουν αυτοί που δεν «έφαγαν» ή «έφαγαν τα αποφάγια». Το χειρότερο από όλα είναι ότι την τρέχουσα περίοδο μας απαγορεύουν ακόμα και την έσχατη απροϋπόθετη γιορτή, τον θρήνο. Ο θρήνος είναι αδύνατος στον βαθμό που αποκρύπτονται οι απώλειες (μας μιλάνε για επιτυχίες!) και δεν μας επιτρέπεται να σχεδιάσουμε τη μετά τις απώλειες ζωές μας (μας λένε ότι δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική λύση).
Καμία, λοιπόν, από τις παραπάνω περιόδους δεν πληρούσε πραγματικά το κριτήριο της απροϋπόθετης συμμετοχής, άρα δεν ήταν γιορτές. Σήμερα είναι πλέον κυρίαρχη η εκτίμηση ότι σε πέντε το πολύ μήνες η Αριστερά θα κληθεί να κυβερνήσει τη χώρα. Το πρώτο και κυρίαρχο μέλημά της θα πρέπει να είναι η βασική ιδιότητα κάθε μεγάλης γιορτής: το απροϋπόθετο της συμμετοχής. Αυτό οφείλει η Αριστερά να το χτίζει από σήμερα ως πολιτική πρακτική. Απροϋπόθετο σημαίνει ότι η Αριστερά ανοίγεται πέρα από τα όρια στα οποία οι εξουσιαστικοί μηχανισμοί την είχαν για δεκαετίες περιορίσει. Σημαίνει ότι η Αριστερά δεν ζητά πιστοποιητικά φρονημάτων που αναφέρονται στο παρελθόν. Δεν κατασκευάζει, βάσει «αριστερών» κριτηρίων, ελέγχους «κόσμιας πολιτικής διαγωγής» του παρελθόντος. Ταυτόχρονα, όμως, όπως από την αρχή επισημάναμε, το απροϋπόθετο εδράζεται στην έμπρακτη έκφραση του κοινού σκοπού (αριστερή κυβέρνηση που θα δώσει νέες προοπτικές στους ανθρώπους αυτής της χώρας). Υπ' αυτήν την έννοια ο σκοπός αυτός αρμόζει σήμερα με τη δράση του «σοσιαλδημοκράτη» που είναι ενεργός στα κινήματα αλληλεγγύης. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ θα είναι μια γιορτή όλων των πολιτών αυτής της χώρας.
Γιώργος Αγγελόπουλος διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.