Των Lisa Kings, Aleksandra Ålund, Carl-Ulrik Schierup
Στις 13 Μαΐου, η σουηδική αστυνομία πυροβόλησε και σκότωσε ένα 69χρονο σε ένα από τα προάστια της Στοκχόλμης. Έξι ημέρες αργότερα, και ενώ η σουηδική ομάδα χόκεϊ επί πάγου είχε επικρατήσει της Ελβετίας στο παγκόσμιο πρωτάθλημα, κατέφθασαν οι πρώτες αναφορές που έκαναν λόγο για μια βίαιη εξέγερση που ξέσπασε στην πρωτεύουσα. Ο τραγικός θάνατος, καθώς και οι υποψίες χρήσης περιττής βίας της αστυνομίας έχουν αναγνωριστεί, εκ των υστέρων βέβαια, ως η σπίθα που άναψε τις φλόγες.
Η εξέγερση εξαπλώθηκε αρχικά σε διάφορες περιοχές της Στοκχόλμης, και σε άλλες πόλεις στη συνέχεια. Τώρα, μετά από μια βδομάδα και κάτι, η δυναμική της φαίνεται να έχει εξασθενίσει, παρ΄ όλα αυτά η δημόσια συζήτηση σχετικά με τα αίτια που την πυροδότησαν συνεχίζεται.
Σε διεθνές επίπεδο, η Σουηδία είναι περισσότερο γνωστή ως η επιτομή ενός κράτους σοσιαλδημοκρατικού συστήματος κοινωνικής πρόνοιας. [1] Ωστόσο, προσεκτικοί παρατηρητές έχουν επισημάνει αλλαγές στην οικονομία της Σουηδίας. Στην αρχή του έτους ο Economist εξέδωσε ένα ειδικό αφιέρωμα για τις σκανδιναβικές χώρες, επαινώντας την «ήρεμη επανάσταση» μείωσης των δημοσίων δαπανών, μείωσης των εταιρικών φορολογικών βαρών και την καθιέρωση συλλογικά χρηματοδοτούμενων αλλά ιδιωτικά διαρθρωμένων κοινωνικών υπηρεσιών. Σε αυτό το πλαίσιο, προσδιόρισε τη Σουηδία, μαζί με τους γείτονές της, ως «το επόμενο μεγάλο μοντέλο». [2]
Μέσα στη Σουηδία, η συζήτηση ήταν σημαντικά διαφοροποιημένη [3]. Μετά την ακμή της σοσιαλδημοκρατίας, από το 1950 έως το 1970, η τάση μείωσης των ανισοτήτων αντιστράφηκε και η εισοδηματική ανισότητα αυξήθηκε σταθερά από τα μέσα της δεκαετίας του 1990. [4] Η εξέλιξη αυτή ξεκίνησε κάτω από την ηγεμονία των σοσιαλδημοκρατών, αλλά εντάθηκε κατά τη διάρκεια της τρέχουσας κεντροδεξίας κυβέρνησης συνασπισμού. Σήμερα, η Σουηδία, αν και εξακολουθεί να ακολουθεί μια πολιτική τυπικά εξισωτική, έχει την ταχύτερα αναπτυσσόμενη κοινωνική ανισότητα στις χώρες του ΟΟΣΑ. [5]
Σουηδικά προάστια
Οι εξελίξεις αυτές σχετίζονται με την κατάτμηση των οικιστικών περιοχών. Όσοι ζουν σε περιθωριοποιημένες περιοχές μεγάλων πόλεων, και ιδίως όσον αφορά νέους με μεταναστευτικό υπόβαθρο, έχουν πληγεί περισσότερο. Όπως υποστηρίζει ο κοινωνιολόγος Louc Wacquant, προκειμένου να κατανοήσουμε τη μέθοδο της περιθωριοποίησης στις πόλεις θα πρέπει να «τις ενσωμάτωσουμε σε ένα ιστορικό πλαίσιο ταξικών, πολιτειακών και χωρικών χαρακτηριστικών, κάθε κοινωνίας σε μια δεδομένη εποχή». [6] Στις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο ο όρος «προάστια» υποδηλώνει συνήθως μια αστική αποσυμφόρηση, τη χαμηλότερη οικιστική πυκνότητα και την κυριότητα ιδιωτικής κατοικίας. Στη Σουηδία και τη Γαλλία, αντίθετα, προάστια (στα σουηδικά “förorten” και στα γαλλικά “banlieu”) υποδηλώνει οικιστικές περιοχές μεγάλης κλίμακας, στα προάστια της μητροπολιτικής περιοχής. Στη Σουηδία, στα τέλη του 1960 και στις αρχές της δεκαετίας του 1970, ένα φιλόδοξο πρόγραμμα στέγασης (Miljonprogrammet- «Το πρόγραμμα του ενός εκατομμυρίου Κατοικιών») επεδίωξε να παράσχει στέγαση - οικονομικά προσιτή - σε πολίτες με χαμηλά εισοδήματα. Μεγάλα συγκροτήματα κατασκευάστηκαν στην ανεκμετάλλευτη προαστιακή γη, όπως το Ροζενγκαρντ του Μάλμε και στο Χούσμπι και Ρίνκενμπι στη Στοκχόλμη. Ωστόσο, αυτό που επεδίωκε να αποτελέσει το αποκορύφωμα της σουηδικής νεωτερικότητας, σύντομα κατέληξε να συμβολίζει τις αδυναμίες της σύγχρονης κοινωνικής μηχανικής. [7]
Από τη δεκαετία του 1990, οι προαστιακές περιοχές έχουν μετατραπεί από «μικτές γειτονιές» σε περιοχές που κατοικούνται κατά κύριο λόγο από πληθυσμό που έχει στιγματιστεί ως «μεταναστευτικός». Αυτή η συγκέντρωση των μεταναστευτικών νοικοκυριών σε περιθωριοποιημένες γειτονιές δεν μπορεί να εξηγηθεί απλώς και μόνο με τη διάρκεια της παραμονής τους στη χώρα ή την κοινωνικο-οικονομική τους κατάσταση, ιδίως στην περίπτωση των μη ευρωπαϊκών ομάδων μεταναστών. [8] Πρόκειται περισσότερο για ένα ακόμα παράγοντα διάκρισης σε διάφορους τομείς της κοινωνίας των πολιτών. Τα δείγματα κινητικότητας στην αγορά στέγης υπογραμμίζουν τη φυλετική διάσταση της ανισότητας και του διαχωρισμού στη Σουηδία: τα νοικοκυριά με σουηδική εθνοτική καταγωγή τείνουν να μετακινούνται σε προάστια με υψηλότερο κοινωνικό κύρος, κυρίως μεσοαστικές περιοχές, ενώ τα νοικοκυριά με μεταναστευτική καταγωγή τείνουν να μετακινούνται σε χαμηλού κοινωνικού κύρους περιοχές. [9] Το αποτέλεσμα είναι ότι ο χωροταξικός διαχωρισμός δημιουργεί περιθωριοποιήσεις στην αγορά εργασίας και σε συνδυασμό με τον δημόσιο στιγματισμό δημιουργεί σημαντικά κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα, όπως η διάβρωση των εκπαιδευτικών υποδομών. [10]
Από την κοινωνική πρόνοια στη ρύθμιση της αγοράς εργασίας
Τόσο το κράτος όσο και οι δήμοι επεδίωξαν με διάφορα μέσα τη βελτίωση αυτών των τάσεων. Η «νέα μητροπολιτική πολιτική» (Storstadssatsningen), εισήχθη στα τέλη της δεκαετίας του 1990, επέβαλε μια εκτεταμένη συνεργασία μεταξύ των δημόσιων φορέων της οικονομικής πολιτικής και της κοινωνίας των πολιτών για την καταπολέμηση του αστικού διαχωρισμού και της κοινωνική περιθωριοποίησης. Ωστόσο, σημαντικές αλλαγές στην αστική πολιτική έχουν πραγματοποιηθεί από το 2000: από την «ευημερία» στη «ρύθμιση της αγοράς εργασίας», από το δημόσιο τομέα και την κοινωνική συνεργατικότητα στις συμπράξεις με όρους αγοράς, από το «διαχωρισμό» στον «κοινωνικό αποκλεισμό», και από την κατανόηση της περιθωριοποίησης, όσον αφορά την θεσμικές και δομικές της αιτίες, σε μια τάση εξέτασης εξατομικευμένων προβλημάτων και λύσεων. [11] Αυτό συνέβη σε συνδυασμό με μια αναδυόμενη πολιτική τιτλοποίησεων, και την αύξηση της παρουσίασης των προαστίων ως λίκνο του θρησκευτικού φονταμενταλισμού και απειλής για τη δημοκρατία και τις φιλελεύθερες αξίες. [12] Αποτυπώνοντας την εξέλιξη αυτή, ο Ove Sernhede υποστηρίζει ότι θέματα που αναγνωρίζονται ως «προβλήματα», θα αντιμετωπίζονταν μέσω των μέτρων κοινωνικής πολιτικής κατά τη δεκαετία του 1970, ενώ τώρα αντιμετωπίζονται ως θέματα που χρίζουν της επέμβασης της αστυνομίας. [13]
Αναδυόμενες κινητοποιήσεις της βάσης
Μεγάλες κινητοποιήσεις βάσης της αστικής νεολαίας έχουν αναδειχθεί ως αντίθεση σε αυτές τις εξελίξεις, οι οποίες πολύ συνειδητά συνδέουν τα ζητήματα της χωροταξικής και κοινωνικής αδικίας. Αυτό που τους ενώνει είναι τα “förorten” (προάστια). Χρησιμοποιούν το “förorten” για να σχηματίσουν μια συλλογική ταυτότητα και να καλλιεργήσουν μια συνείδηση για να αντιταχθούν σε εκείνες τις μεθόδους οι οποίες παράγουν ανισότητες, διαχωρισμό, ρατσισμό, καθώς και στην «μεταρρύθμιση», των κοινωνικών δομών πρόνοιας στις πόλεις της Σουηδίας. Η Εκπαίδευση μέσω ατομικής βοήθειας, οι ομάδες εργασίας, τα σεμινάρια κινηματογράφου και η οργάνωση ανοιχτών συζητήσεων, όλα προσανατολισμένα προς τη νεολαία, είναι τα βασικά στοιχεία των δραστηριοτήτων τους. Δίνουν επίσης το παρόν σε δημόσιες διαδηλώσεις και διασκέψεις για ζητήματα πόλης. Μία τέτοια ομάδα ακτιβιστών είναι η Megafonen («μεγάφωνο»), η οποία δημιουργήθηκε στο Χούσμπι, εκεί όπου η πρόσφατη βία ξεκίνησε.
H ομάδα Megafonen έχει αναλάβει καθήκοντα εκπροσώπου της νεολαίας των προαστίων σε σχέση με τις βίαιες εξεγέρσεις της περασμένης εβδομάδας, εμμένοντας στην προβολή των γεγονότων με έναν ευρύτερο ορίζοντα. Ωστόσο, αυτός ο αυτοεπιβαλλόμενος ρόλος μαζί με προσπάθειές να προσδοθεί συγκεκριμένη απόχρωση στις δημόσιες συζητήσεις σχετικά με τις ταραχές, επισημαίνοντας το πολιτικό-οικονομικό υπόβαθρο για την έκρηξή τους, έχουν δημιουργήσει υποψίες. Στο εθνικό ραδιόφωνο, η αστυνομία προέβη σε ανυπόστατες κατηγορίες για την ομάδα Megafonen, υποστηρίζοντας οτι αυτή συμμετείχε ενεργά στην εξέγερση. Η ιστοσελίδα του ραδιοφώνου αναγκάστηκε αργότερα να δημοσιεύσει μια διόρθωση.
Η δημόσια και μιντιακή αμφιθυμία απέναντι στη Μεγκαφόνεν αντικατοπτρίζει διαρκείς ροπές προς την περιθωριοποίηση οργανώσεων που παλεύουν για την αλλαγή και τον διάλογο στην αστική περιφέρεια της Σουηδίας. Αυτή η επιλεκτική κώφωση-μαζί με τα χρόνια της λιτότητας, τη «μεταρρύθμιση» του κράτους πρόνοιας και την οικονομική πόλωση, είναι ο βασικός λόγος για τον οποίο οι πρόσφατες αστικές εξεγέρσεις δεν ήταν έκπληξη, ακόμη και στη Σουηδία.
Σημειώσεις
[1] Esping-Andersen, G. The Three Worlds of Welfare Capitalism, Princeton: Princeton University Press, 1990.
[2] The Economist, 2-8 Φεβρουαρίου 2013.
[3] E.g Schierup, C-U. & Ålund, A. “The end of Swedish exceptionalism? Citizenship, neoliberalism and the politics of exclusion,” Race & Class 53(1), 2011, σ. 45-64.
[4] Johansson, M. Inkomst och ojämlikhet i Sverige 1951-2002, Stockholm: Institutet för framtidsstudier, 2006.
[5] OECD. Divided we stand: Why inequality keeps rising, 2011.
[6] Wacquant, L. Urban outcasts: a comparative sociology of advanced marginality, Cambridge: Polity, 2008, p. 2.
[7] Hall, P. Cities in civilization: culture, innovation, and urban order, London: Weidenfeld & Nicolson, 1998.
[8] Molina, I. Stadens rasifiering: etnisk boendesegregation i folkhemmet, Uppsala: Uppsala universitet; Kulturgeografiska institutionen, 1997.
[9] Andersson, R. "Rörligheten i de utsatta bostadsområdena,” στο Hemort Sverige (επιμ), Integrationsverket, Norrköping: Integrationsverket, 2000.
[10] SOU. 2000:39. Välfärd och skola. Antologi från Kommittén Välfärdsbokslut. Stockholm: Fritze.
[11] Stigendal, M. "Segregation som blev utanförskap,” Invandrare & minoriteter 12(1), 2012, pp. 5-9.
[12] Όπως παρουσιάζεται στο: Ranstorp, M. & Dos Santos, J. Hot mot demokrati och värdegrund: en lägesbild från Malmö, Stockholm: Centrum för Asymmetriska Hot och TerrorismStudier, 2009. Försvarshögskolan, Report, 28 Jan 2009.
[13] Sernhede, O. “School, Youth Culture and Territorial Stigmatization,” Young 19, 2011, σ. 159-180.
Μετάφραση: Γιώργος Νιαουνάκης
Πηγή: Νew Left Project
Στις 13 Μαΐου, η σουηδική αστυνομία πυροβόλησε και σκότωσε ένα 69χρονο σε ένα από τα προάστια της Στοκχόλμης. Έξι ημέρες αργότερα, και ενώ η σουηδική ομάδα χόκεϊ επί πάγου είχε επικρατήσει της Ελβετίας στο παγκόσμιο πρωτάθλημα, κατέφθασαν οι πρώτες αναφορές που έκαναν λόγο για μια βίαιη εξέγερση που ξέσπασε στην πρωτεύουσα. Ο τραγικός θάνατος, καθώς και οι υποψίες χρήσης περιττής βίας της αστυνομίας έχουν αναγνωριστεί, εκ των υστέρων βέβαια, ως η σπίθα που άναψε τις φλόγες.
Η εξέγερση εξαπλώθηκε αρχικά σε διάφορες περιοχές της Στοκχόλμης, και σε άλλες πόλεις στη συνέχεια. Τώρα, μετά από μια βδομάδα και κάτι, η δυναμική της φαίνεται να έχει εξασθενίσει, παρ΄ όλα αυτά η δημόσια συζήτηση σχετικά με τα αίτια που την πυροδότησαν συνεχίζεται.
Σε διεθνές επίπεδο, η Σουηδία είναι περισσότερο γνωστή ως η επιτομή ενός κράτους σοσιαλδημοκρατικού συστήματος κοινωνικής πρόνοιας. [1] Ωστόσο, προσεκτικοί παρατηρητές έχουν επισημάνει αλλαγές στην οικονομία της Σουηδίας. Στην αρχή του έτους ο Economist εξέδωσε ένα ειδικό αφιέρωμα για τις σκανδιναβικές χώρες, επαινώντας την «ήρεμη επανάσταση» μείωσης των δημοσίων δαπανών, μείωσης των εταιρικών φορολογικών βαρών και την καθιέρωση συλλογικά χρηματοδοτούμενων αλλά ιδιωτικά διαρθρωμένων κοινωνικών υπηρεσιών. Σε αυτό το πλαίσιο, προσδιόρισε τη Σουηδία, μαζί με τους γείτονές της, ως «το επόμενο μεγάλο μοντέλο». [2]
Μέσα στη Σουηδία, η συζήτηση ήταν σημαντικά διαφοροποιημένη [3]. Μετά την ακμή της σοσιαλδημοκρατίας, από το 1950 έως το 1970, η τάση μείωσης των ανισοτήτων αντιστράφηκε και η εισοδηματική ανισότητα αυξήθηκε σταθερά από τα μέσα της δεκαετίας του 1990. [4] Η εξέλιξη αυτή ξεκίνησε κάτω από την ηγεμονία των σοσιαλδημοκρατών, αλλά εντάθηκε κατά τη διάρκεια της τρέχουσας κεντροδεξίας κυβέρνησης συνασπισμού. Σήμερα, η Σουηδία, αν και εξακολουθεί να ακολουθεί μια πολιτική τυπικά εξισωτική, έχει την ταχύτερα αναπτυσσόμενη κοινωνική ανισότητα στις χώρες του ΟΟΣΑ. [5]
Σουηδικά προάστια
Οι εξελίξεις αυτές σχετίζονται με την κατάτμηση των οικιστικών περιοχών. Όσοι ζουν σε περιθωριοποιημένες περιοχές μεγάλων πόλεων, και ιδίως όσον αφορά νέους με μεταναστευτικό υπόβαθρο, έχουν πληγεί περισσότερο. Όπως υποστηρίζει ο κοινωνιολόγος Louc Wacquant, προκειμένου να κατανοήσουμε τη μέθοδο της περιθωριοποίησης στις πόλεις θα πρέπει να «τις ενσωμάτωσουμε σε ένα ιστορικό πλαίσιο ταξικών, πολιτειακών και χωρικών χαρακτηριστικών, κάθε κοινωνίας σε μια δεδομένη εποχή». [6] Στις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο ο όρος «προάστια» υποδηλώνει συνήθως μια αστική αποσυμφόρηση, τη χαμηλότερη οικιστική πυκνότητα και την κυριότητα ιδιωτικής κατοικίας. Στη Σουηδία και τη Γαλλία, αντίθετα, προάστια (στα σουηδικά “förorten” και στα γαλλικά “banlieu”) υποδηλώνει οικιστικές περιοχές μεγάλης κλίμακας, στα προάστια της μητροπολιτικής περιοχής. Στη Σουηδία, στα τέλη του 1960 και στις αρχές της δεκαετίας του 1970, ένα φιλόδοξο πρόγραμμα στέγασης (Miljonprogrammet- «Το πρόγραμμα του ενός εκατομμυρίου Κατοικιών») επεδίωξε να παράσχει στέγαση - οικονομικά προσιτή - σε πολίτες με χαμηλά εισοδήματα. Μεγάλα συγκροτήματα κατασκευάστηκαν στην ανεκμετάλλευτη προαστιακή γη, όπως το Ροζενγκαρντ του Μάλμε και στο Χούσμπι και Ρίνκενμπι στη Στοκχόλμη. Ωστόσο, αυτό που επεδίωκε να αποτελέσει το αποκορύφωμα της σουηδικής νεωτερικότητας, σύντομα κατέληξε να συμβολίζει τις αδυναμίες της σύγχρονης κοινωνικής μηχανικής. [7]
Από τη δεκαετία του 1990, οι προαστιακές περιοχές έχουν μετατραπεί από «μικτές γειτονιές» σε περιοχές που κατοικούνται κατά κύριο λόγο από πληθυσμό που έχει στιγματιστεί ως «μεταναστευτικός». Αυτή η συγκέντρωση των μεταναστευτικών νοικοκυριών σε περιθωριοποιημένες γειτονιές δεν μπορεί να εξηγηθεί απλώς και μόνο με τη διάρκεια της παραμονής τους στη χώρα ή την κοινωνικο-οικονομική τους κατάσταση, ιδίως στην περίπτωση των μη ευρωπαϊκών ομάδων μεταναστών. [8] Πρόκειται περισσότερο για ένα ακόμα παράγοντα διάκρισης σε διάφορους τομείς της κοινωνίας των πολιτών. Τα δείγματα κινητικότητας στην αγορά στέγης υπογραμμίζουν τη φυλετική διάσταση της ανισότητας και του διαχωρισμού στη Σουηδία: τα νοικοκυριά με σουηδική εθνοτική καταγωγή τείνουν να μετακινούνται σε προάστια με υψηλότερο κοινωνικό κύρος, κυρίως μεσοαστικές περιοχές, ενώ τα νοικοκυριά με μεταναστευτική καταγωγή τείνουν να μετακινούνται σε χαμηλού κοινωνικού κύρους περιοχές. [9] Το αποτέλεσμα είναι ότι ο χωροταξικός διαχωρισμός δημιουργεί περιθωριοποιήσεις στην αγορά εργασίας και σε συνδυασμό με τον δημόσιο στιγματισμό δημιουργεί σημαντικά κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα, όπως η διάβρωση των εκπαιδευτικών υποδομών. [10]
Από την κοινωνική πρόνοια στη ρύθμιση της αγοράς εργασίας
Τόσο το κράτος όσο και οι δήμοι επεδίωξαν με διάφορα μέσα τη βελτίωση αυτών των τάσεων. Η «νέα μητροπολιτική πολιτική» (Storstadssatsningen), εισήχθη στα τέλη της δεκαετίας του 1990, επέβαλε μια εκτεταμένη συνεργασία μεταξύ των δημόσιων φορέων της οικονομικής πολιτικής και της κοινωνίας των πολιτών για την καταπολέμηση του αστικού διαχωρισμού και της κοινωνική περιθωριοποίησης. Ωστόσο, σημαντικές αλλαγές στην αστική πολιτική έχουν πραγματοποιηθεί από το 2000: από την «ευημερία» στη «ρύθμιση της αγοράς εργασίας», από το δημόσιο τομέα και την κοινωνική συνεργατικότητα στις συμπράξεις με όρους αγοράς, από το «διαχωρισμό» στον «κοινωνικό αποκλεισμό», και από την κατανόηση της περιθωριοποίησης, όσον αφορά την θεσμικές και δομικές της αιτίες, σε μια τάση εξέτασης εξατομικευμένων προβλημάτων και λύσεων. [11] Αυτό συνέβη σε συνδυασμό με μια αναδυόμενη πολιτική τιτλοποίησεων, και την αύξηση της παρουσίασης των προαστίων ως λίκνο του θρησκευτικού φονταμενταλισμού και απειλής για τη δημοκρατία και τις φιλελεύθερες αξίες. [12] Αποτυπώνοντας την εξέλιξη αυτή, ο Ove Sernhede υποστηρίζει ότι θέματα που αναγνωρίζονται ως «προβλήματα», θα αντιμετωπίζονταν μέσω των μέτρων κοινωνικής πολιτικής κατά τη δεκαετία του 1970, ενώ τώρα αντιμετωπίζονται ως θέματα που χρίζουν της επέμβασης της αστυνομίας. [13]
Αναδυόμενες κινητοποιήσεις της βάσης
Μεγάλες κινητοποιήσεις βάσης της αστικής νεολαίας έχουν αναδειχθεί ως αντίθεση σε αυτές τις εξελίξεις, οι οποίες πολύ συνειδητά συνδέουν τα ζητήματα της χωροταξικής και κοινωνικής αδικίας. Αυτό που τους ενώνει είναι τα “förorten” (προάστια). Χρησιμοποιούν το “förorten” για να σχηματίσουν μια συλλογική ταυτότητα και να καλλιεργήσουν μια συνείδηση για να αντιταχθούν σε εκείνες τις μεθόδους οι οποίες παράγουν ανισότητες, διαχωρισμό, ρατσισμό, καθώς και στην «μεταρρύθμιση», των κοινωνικών δομών πρόνοιας στις πόλεις της Σουηδίας. Η Εκπαίδευση μέσω ατομικής βοήθειας, οι ομάδες εργασίας, τα σεμινάρια κινηματογράφου και η οργάνωση ανοιχτών συζητήσεων, όλα προσανατολισμένα προς τη νεολαία, είναι τα βασικά στοιχεία των δραστηριοτήτων τους. Δίνουν επίσης το παρόν σε δημόσιες διαδηλώσεις και διασκέψεις για ζητήματα πόλης. Μία τέτοια ομάδα ακτιβιστών είναι η Megafonen («μεγάφωνο»), η οποία δημιουργήθηκε στο Χούσμπι, εκεί όπου η πρόσφατη βία ξεκίνησε.
H ομάδα Megafonen έχει αναλάβει καθήκοντα εκπροσώπου της νεολαίας των προαστίων σε σχέση με τις βίαιες εξεγέρσεις της περασμένης εβδομάδας, εμμένοντας στην προβολή των γεγονότων με έναν ευρύτερο ορίζοντα. Ωστόσο, αυτός ο αυτοεπιβαλλόμενος ρόλος μαζί με προσπάθειές να προσδοθεί συγκεκριμένη απόχρωση στις δημόσιες συζητήσεις σχετικά με τις ταραχές, επισημαίνοντας το πολιτικό-οικονομικό υπόβαθρο για την έκρηξή τους, έχουν δημιουργήσει υποψίες. Στο εθνικό ραδιόφωνο, η αστυνομία προέβη σε ανυπόστατες κατηγορίες για την ομάδα Megafonen, υποστηρίζοντας οτι αυτή συμμετείχε ενεργά στην εξέγερση. Η ιστοσελίδα του ραδιοφώνου αναγκάστηκε αργότερα να δημοσιεύσει μια διόρθωση.
Η δημόσια και μιντιακή αμφιθυμία απέναντι στη Μεγκαφόνεν αντικατοπτρίζει διαρκείς ροπές προς την περιθωριοποίηση οργανώσεων που παλεύουν για την αλλαγή και τον διάλογο στην αστική περιφέρεια της Σουηδίας. Αυτή η επιλεκτική κώφωση-μαζί με τα χρόνια της λιτότητας, τη «μεταρρύθμιση» του κράτους πρόνοιας και την οικονομική πόλωση, είναι ο βασικός λόγος για τον οποίο οι πρόσφατες αστικές εξεγέρσεις δεν ήταν έκπληξη, ακόμη και στη Σουηδία.
Σημειώσεις
[1] Esping-Andersen, G. The Three Worlds of Welfare Capitalism, Princeton: Princeton University Press, 1990.
[2] The Economist, 2-8 Φεβρουαρίου 2013.
[3] E.g Schierup, C-U. & Ålund, A. “The end of Swedish exceptionalism? Citizenship, neoliberalism and the politics of exclusion,” Race & Class 53(1), 2011, σ. 45-64.
[4] Johansson, M. Inkomst och ojämlikhet i Sverige 1951-2002, Stockholm: Institutet för framtidsstudier, 2006.
[5] OECD. Divided we stand: Why inequality keeps rising, 2011.
[6] Wacquant, L. Urban outcasts: a comparative sociology of advanced marginality, Cambridge: Polity, 2008, p. 2.
[7] Hall, P. Cities in civilization: culture, innovation, and urban order, London: Weidenfeld & Nicolson, 1998.
[8] Molina, I. Stadens rasifiering: etnisk boendesegregation i folkhemmet, Uppsala: Uppsala universitet; Kulturgeografiska institutionen, 1997.
[9] Andersson, R. "Rörligheten i de utsatta bostadsområdena,” στο Hemort Sverige (επιμ), Integrationsverket, Norrköping: Integrationsverket, 2000.
[10] SOU. 2000:39. Välfärd och skola. Antologi från Kommittén Välfärdsbokslut. Stockholm: Fritze.
[11] Stigendal, M. "Segregation som blev utanförskap,” Invandrare & minoriteter 12(1), 2012, pp. 5-9.
[12] Όπως παρουσιάζεται στο: Ranstorp, M. & Dos Santos, J. Hot mot demokrati och värdegrund: en lägesbild från Malmö, Stockholm: Centrum för Asymmetriska Hot och TerrorismStudier, 2009. Försvarshögskolan, Report, 28 Jan 2009.
[13] Sernhede, O. “School, Youth Culture and Territorial Stigmatization,” Young 19, 2011, σ. 159-180.
Μετάφραση: Γιώργος Νιαουνάκης
Πηγή: Νew Left Project