Για το Ζάλογγο, την πιο καλή σύνοψη των πηγών θα τη βρείτε σε άρθρο του Αλέξη Πολίτη, στο περιοδικό Πολίτης (2005), με τίτλο Ο “χορός του Ζαλόγγου”. Πληροφοριακοί πομποί, πομποί αναμετάδοσης, δέκτες πρόσληψης. Το άρθρο του Πολίτη δεν υπάρχει ονλάιν, και γι’ αυτό κανόνισα να το ανεβάσω εδώ
(και ευχαριστώ τη φίλη που το έστειλε και τον φίλο που το σουλούπωσε). Η
πρώτη πηγή για τα γεγονότα στο Ζάλογγο είναι ο Πρώσος περιηγητής
Μπαρτόλντι (Bartholdy) που βρέθηκε στα Γιάννενα την ίδια εποχή και γράφει:
“Καμιά εκατοστή απ’ αυτούς τους δυστυχισμένους είχαν αποτραβηχτεί στο
Μοναστήρι του Ζαλόγγου, βόρεια της Πρέβεζας. Τους επιτέθηκαν, επειδή
τάχα η τοποθεσία, όντας πολύ ισχυρή, μπορούσε να τους προσφέρει ένα
καινούργιο μέρος για ανασυγκροτηθούν, και η σφαγή ήταν φρικτή. Τριάντα
εννέα γυναίκες γκρεμίστηκαν ψηλά από τα βράχια με τα παιδιά τους, που
μερικά ήταν ακόμα στο βυζί”. Δεύτερος, ο Λικ (Leake), ο οποίος
επισκέφτηκε την Ήπειρο ενάμιση χρόνο αργότερα και μιλάει για 22 γυναίκες και 6 άντρες, προσθέτοντας ότι μερικές γυναίκες έρριξαν πρώτα τα παιδιά τους στο γκρεμό πριν πηδήξουν κι οι ίδιες.
Η πρώτη ελληνική πηγή που αναφέρεται στο περιστατικό, και η πρώτη αναφορά σε “χορό”, είναι ο Χριστόφορος Περραιβός ο οποίος το 1815, στη δεύτερη έκδοση της Ιστορίας του Σουλίου και της Πάργας, γράφει: “Τότε εγνώρισαν ο Κουτσιονίκας και ο Κίτσιο Μπότσαρης την συνηθισμένην αντιπληρωμήν οπού δίδει ο Βεζίρης εις τους πιστούς του προδότας, πλην η μετάνοια τότε ήτο ανωφελής. Άρχισαν μ’ όλον τούτο και αντεμάχοντο μεγαλοφύχως’ δεν είχαν όμως τα αναγκαία δια να τους αντισταθούν περισσότερον από δύο ημέρας. Αι γυναίκες δε κατά την δευτέραν ημέραν βλέπουσαι τούτην την κινδυνώδη περίστασιν, εσυνάχθησαν έως εξήκοντα επάνω εις ένα πετρώδη κρημνόν. Εκεί εσυμβουλεύθησαν [=συσκέφτηκαν] και απεφάσισαν ότι καλύτερα να ριφθούν κάτω από τον κρημνόν δια ν’ αποθάνουν, πάρεξ να παραδοθούν δια σκλάβες εις χείρας των Τουρκών. Όθεν αρπάξαντες (sic) με τας ιδίας χείρας τα άκακα αυτών βρέφη, τα έρριπτον κάτω από τον κρημνόν. Έπειτα αι μητέρες πιάνοντας μία με την άλλην τα χέρια τους άρχισαν και εχόρευαν, χορεύουσαι δε επηδούσαν ευχαρίστως μία κατόπιν της άλλης από τον κρημνόν. Μερικαί όμως δεν απέθανον, επειδή έπιπτον επάνω εις τα παιδία των και τους συντρόφους, των οποίων τα σώματα ήτον καρφωμένα επάνω εις τες μυτηρές πέτρες του κρημνού”.
Σαν ιστορική πηγή, ο Περραιβός θεωρείται αναξιόπιστος. Άλλωστε, στην επόμενη έκδοση του έργου του, πολλά χρόνια αργότερα, ο ίδιος έσπευσε να ανασκευάσει τα γραφόμενά του, παραλείποντας εντελώς τα περί χορού. Όμως, η πρώτη έκδοση, που μεταφράστηκε τα επόμενα χρόνια στα ιταλικά και τα αγγλικά, ήταν, όσο διαρκούσε η επανάσταση, το μοναδικό γραμμένο από Έλληνα έργο που μπορούσαν να συμβουλευτούν οι φιλέλληνες, κι έτσι το περιστατικό του χορού του Ζαλόγγου έγινε πολύ γνωστό διεθνώς. Από την ιταλική μετάφραση του Περραιβού πρέπει να αντλεί το υλικό του και ο Διονύσιος Σολωμός, ο οποίος αφιερώνει στο επεισόδιο τις στροφές 98-104 του Ύμνου προς την Ελευθερία. Η στροφή 101:
Τις εμάζωξε στο μέρος
του Τσαλόγγου το ακρινό
της ελευθεριάς ο έρως
και τις έμπνευσε χορό.
Ο τύπος “Τσαλόγγου” δείχνει ότι ο Σολωμός δεν είχε ακούσει από Έλληνες τα περί Ζαλόγγου αλλά τα διάβασε στα ιταλικά (Zalongo, προφ. Τσαλόνγκο).
Πρώτος που αμφισβήτησε ρητά τον χορό είναι ο Περικλής Ζερλέντης, ο οποίος το 1888 επισκέφτηκε το Ζάλογγο, ο μοναδικός ως τότε από όσους είχαν γράψει για το γεγονός, και πρόλαβε ζωντανή την αδελφή του Μαρκομπότσαρη καθώς και ένα από τα παιδιά που γλίτωσαν από την πτώση στο βάραθρο, τη Λάμπρω, το 1803 εφτά χρονών κορίτσι και τότε υπέργηρη μοναχή. Ο Ζερλέντης (εδώ, σε φριχτή καθαρεύουσα, το κείμενό του) θεωρεί ότι τα περί χορού “κατατακτέα εισίν εν τοις μυθεύμασιν”, και, μπροστά από την εποχή του, λέει ότι οι ένδοξες πράξεις δεν αμαυρώνονται από την πιστή και αληθινή περιγραφή τους. Για τα όσα συνέβησαν, ο Ζερλέντης δίνει μια κάπως διαφορετική εικόνα, χωρίς να αμφισβητεί ότι τουλάχιστον μερικοί Σουλιώτες προτίμησαν να πεθάνουν παρά να πιαστούν αιχμάλωτοι: “Έρριψαν πρώτον τα τέκνα αυτών κατά του φρικώδους βαράθρου, είτα δε διά της σπάθης μαχόμενοι, άνδρες και γυναίκες, έρριψαν εαυτούς και ούτοι επί των ασπαιρόντων πτωμάτων των φιλτάτων αυτών”. Ο Ζερλέντης γράφει ότι πολλοί σώθηκαν επειδή έπεσαν από το πλάι και τα ρούχα τους μπλέχτηκαν σε θάμνους ανακόπτοντας την πτώση, με αποτέλεσμα να πιαστούν αιχμάλωτοι, και μάλιστα τους μέμφεται επειδή προτίμησαν την αισχρή αιχμαλωσία από τον ένδοξο θάνατο, αλλά η αφήγησή του υποβάλλει σαφώς την ιδέα ότι δεν υπήρξαν λίγες απομονωμένες γυναίκες που έπεσαν στον γκρεμό αλλά ότι από ένα πλήθος γυναικών και αντρών άλλοι προτίμησαν να πέσουν στον γκρεμό για να μην αιχμαλωτιστούν, άλλοι προσπάθησαν να ξεφύγουν πολεμώντας κι άλλοι επιχείρησαν να διαφύγουν αλλά γκρεμίστηκαν και είτε σκοτώθηκαν είτε πιάστηκαν -κάποιοι λίγοι ασφαλώς θα ξέφυγαν, είτε μόνοι τους είτε με τη βοήθεια του εχθρού, όπως ο Φωτομάρας που είχε βλάμη τον τουρκαλβανό αρχηγό Μπεκίρ Τζογαδόρο, ενώ μερικά παιδάκια που έπεσαν πάνω σε κορμιά άλλων έζησαν, κι ένα από αυτά, κοριτσάκι, κατά την παράδοση, βρήκε καταφύγιο σε ένα σπίτι απ’ όπου πέρασε αργότερα ο Αλήπασας, και, κρυμμένο στη σοφίτα, κατούρησε τον Αλήπασα μη μπορώντας να συγκρατηθεί -εκδικούνται και τα παιδιά με τον τρόπο τους.
Στα τέλη του 19ου αιώνα – αρχές του 20ού γράφονται και θεατρικά έργα, όπως του η “εθνική τραγωδία” Ο χορός του Ζαλόγγου του Περεσιάδη (που είναι γνωστότερος ως συγγραφέας της Γκόλφως). Το τραγούδι που υποτίθεται ότι τραγουδούσαν οι Σουλιώτισσες στον χορό καταγράφεται πρώτη φορά το 1908, και είναι μίξη δημοτικών στίχων και λόγιων στοιχείων. Για παράδειγμα, σε δημοτικό της συλλογής του Πασόβ υπάρχει το δίστιχο “Έχετε γεια ψηλά βουνά κι εσείς χαμολαγκάδια / βρυσούλες με το κρύο νερό, τι εγώ μισεύω τώρα”. Έτσι, με τα χρόνια ο μύθος εδραιώνεται και τις επόμενες δεκαετίες περνάει στα παιδικά βιβλία και στα εικονογραφημένα περιοδικά (δείτε, ας πούμε, εδώ).
Στην εποχή που έπρεπε, ο μύθος έπαιξε το ρόλο του, κάνοντας τον αγώνα των εξεγερμένων Ελλήνων συμπαθή στην Ευρώπη. Αργότερα, έδωσε κουράγιο σε κάποιους που αντιμετώπισαν κατάματα και θαρρετά τον θάνατο: η μοναδική ίσως φορά που το τραγούδι “Έχετε γεια βρυσούλες” τραγουδήθηκε όχι σε σχολική γιορτή αλλά πραγματικά από μελλοθάνατους ήταν το 1947, ύστερα από την τραγωδία της Νιάλας, όταν η δασκάλα Βαγγελίτσα Κουσιάντζα έσυρε τον χορό “του Ζαλόγγου” μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα -οι στρατιώτες του αποσπάσματος αρνήθηκαν να πυροβολήσουν, αλλά βρέθηκαν άλλοι πρόθυμοι.
Στα επόμενα χρόνια, το Ζάλογγο έπαιξε κι έναν άλλο ρόλο, όταν χρησιμοποιήθηκε από τους ντόπιους πολιτικούς για να πείσει τους Έλληνες να υπομείνουν αγόγγυστα κι άλλες θυσίες. Το 1954 ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος είχε δηλώσει σχετικά με τις στρατιωτικές δαπάνες:«Δεν αντέχομεν αλλά δεν μειώνομεν τας δαπάνας… Εμείς έχομεν Ζάλογγα εις την ιστορίαν μας», δήλωση που οι γελοιογράφοι, με πρώτον τον Μποστ, δεν παρέλειπαν να του ξαναθυμίζουν για χρόνια μετά.
Σήμερα, δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποιος λόγος να συντηρείται ο μύθος και να θεωρείται εθνική μειοδοσία η αμφισβήτησή του. Θα δεχτώ πάντως την αντίρρηση ότι υπάρχουν πολύ σοβαρότερα επίκαιρα προβλήματα και ότι η αντιπαράθεση αυτή μπορεί να αποπροσανατολίζει -αν όμως η ιστορία είναι αρμοδιότητα των ιστορικών, όταν ένα ιστορικό θέμα έρχεται στην επικαιρότητα θα περίμενα από άλλους ιστορικούς να παρέμβουν στη συζήτηση, περίπου όπως έκαναν οι γλωσσολόγοι την εποχή της Φωνηεντιάδας. Θα χαρώ αν μου πείτε ότι τέτοια παρέμβαση υπήρξε τις τελευταίες μέρες και δεν την πήρα είδηση.
ΥΓ Για όσους αγανακτούν με την προσβολή του Ζαλόγγου, ας μάθουν να το λένε σωστά: το Ζάλογγο, όχι ο Ζάλογγος!
Η πρώτη ελληνική πηγή που αναφέρεται στο περιστατικό, και η πρώτη αναφορά σε “χορό”, είναι ο Χριστόφορος Περραιβός ο οποίος το 1815, στη δεύτερη έκδοση της Ιστορίας του Σουλίου και της Πάργας, γράφει: “Τότε εγνώρισαν ο Κουτσιονίκας και ο Κίτσιο Μπότσαρης την συνηθισμένην αντιπληρωμήν οπού δίδει ο Βεζίρης εις τους πιστούς του προδότας, πλην η μετάνοια τότε ήτο ανωφελής. Άρχισαν μ’ όλον τούτο και αντεμάχοντο μεγαλοφύχως’ δεν είχαν όμως τα αναγκαία δια να τους αντισταθούν περισσότερον από δύο ημέρας. Αι γυναίκες δε κατά την δευτέραν ημέραν βλέπουσαι τούτην την κινδυνώδη περίστασιν, εσυνάχθησαν έως εξήκοντα επάνω εις ένα πετρώδη κρημνόν. Εκεί εσυμβουλεύθησαν [=συσκέφτηκαν] και απεφάσισαν ότι καλύτερα να ριφθούν κάτω από τον κρημνόν δια ν’ αποθάνουν, πάρεξ να παραδοθούν δια σκλάβες εις χείρας των Τουρκών. Όθεν αρπάξαντες (sic) με τας ιδίας χείρας τα άκακα αυτών βρέφη, τα έρριπτον κάτω από τον κρημνόν. Έπειτα αι μητέρες πιάνοντας μία με την άλλην τα χέρια τους άρχισαν και εχόρευαν, χορεύουσαι δε επηδούσαν ευχαρίστως μία κατόπιν της άλλης από τον κρημνόν. Μερικαί όμως δεν απέθανον, επειδή έπιπτον επάνω εις τα παιδία των και τους συντρόφους, των οποίων τα σώματα ήτον καρφωμένα επάνω εις τες μυτηρές πέτρες του κρημνού”.
Σαν ιστορική πηγή, ο Περραιβός θεωρείται αναξιόπιστος. Άλλωστε, στην επόμενη έκδοση του έργου του, πολλά χρόνια αργότερα, ο ίδιος έσπευσε να ανασκευάσει τα γραφόμενά του, παραλείποντας εντελώς τα περί χορού. Όμως, η πρώτη έκδοση, που μεταφράστηκε τα επόμενα χρόνια στα ιταλικά και τα αγγλικά, ήταν, όσο διαρκούσε η επανάσταση, το μοναδικό γραμμένο από Έλληνα έργο που μπορούσαν να συμβουλευτούν οι φιλέλληνες, κι έτσι το περιστατικό του χορού του Ζαλόγγου έγινε πολύ γνωστό διεθνώς. Από την ιταλική μετάφραση του Περραιβού πρέπει να αντλεί το υλικό του και ο Διονύσιος Σολωμός, ο οποίος αφιερώνει στο επεισόδιο τις στροφές 98-104 του Ύμνου προς την Ελευθερία. Η στροφή 101:
Τις εμάζωξε στο μέρος
του Τσαλόγγου το ακρινό
της ελευθεριάς ο έρως
και τις έμπνευσε χορό.
Ο τύπος “Τσαλόγγου” δείχνει ότι ο Σολωμός δεν είχε ακούσει από Έλληνες τα περί Ζαλόγγου αλλά τα διάβασε στα ιταλικά (Zalongo, προφ. Τσαλόνγκο).
Πρώτος που αμφισβήτησε ρητά τον χορό είναι ο Περικλής Ζερλέντης, ο οποίος το 1888 επισκέφτηκε το Ζάλογγο, ο μοναδικός ως τότε από όσους είχαν γράψει για το γεγονός, και πρόλαβε ζωντανή την αδελφή του Μαρκομπότσαρη καθώς και ένα από τα παιδιά που γλίτωσαν από την πτώση στο βάραθρο, τη Λάμπρω, το 1803 εφτά χρονών κορίτσι και τότε υπέργηρη μοναχή. Ο Ζερλέντης (εδώ, σε φριχτή καθαρεύουσα, το κείμενό του) θεωρεί ότι τα περί χορού “κατατακτέα εισίν εν τοις μυθεύμασιν”, και, μπροστά από την εποχή του, λέει ότι οι ένδοξες πράξεις δεν αμαυρώνονται από την πιστή και αληθινή περιγραφή τους. Για τα όσα συνέβησαν, ο Ζερλέντης δίνει μια κάπως διαφορετική εικόνα, χωρίς να αμφισβητεί ότι τουλάχιστον μερικοί Σουλιώτες προτίμησαν να πεθάνουν παρά να πιαστούν αιχμάλωτοι: “Έρριψαν πρώτον τα τέκνα αυτών κατά του φρικώδους βαράθρου, είτα δε διά της σπάθης μαχόμενοι, άνδρες και γυναίκες, έρριψαν εαυτούς και ούτοι επί των ασπαιρόντων πτωμάτων των φιλτάτων αυτών”. Ο Ζερλέντης γράφει ότι πολλοί σώθηκαν επειδή έπεσαν από το πλάι και τα ρούχα τους μπλέχτηκαν σε θάμνους ανακόπτοντας την πτώση, με αποτέλεσμα να πιαστούν αιχμάλωτοι, και μάλιστα τους μέμφεται επειδή προτίμησαν την αισχρή αιχμαλωσία από τον ένδοξο θάνατο, αλλά η αφήγησή του υποβάλλει σαφώς την ιδέα ότι δεν υπήρξαν λίγες απομονωμένες γυναίκες που έπεσαν στον γκρεμό αλλά ότι από ένα πλήθος γυναικών και αντρών άλλοι προτίμησαν να πέσουν στον γκρεμό για να μην αιχμαλωτιστούν, άλλοι προσπάθησαν να ξεφύγουν πολεμώντας κι άλλοι επιχείρησαν να διαφύγουν αλλά γκρεμίστηκαν και είτε σκοτώθηκαν είτε πιάστηκαν -κάποιοι λίγοι ασφαλώς θα ξέφυγαν, είτε μόνοι τους είτε με τη βοήθεια του εχθρού, όπως ο Φωτομάρας που είχε βλάμη τον τουρκαλβανό αρχηγό Μπεκίρ Τζογαδόρο, ενώ μερικά παιδάκια που έπεσαν πάνω σε κορμιά άλλων έζησαν, κι ένα από αυτά, κοριτσάκι, κατά την παράδοση, βρήκε καταφύγιο σε ένα σπίτι απ’ όπου πέρασε αργότερα ο Αλήπασας, και, κρυμμένο στη σοφίτα, κατούρησε τον Αλήπασα μη μπορώντας να συγκρατηθεί -εκδικούνται και τα παιδιά με τον τρόπο τους.
Στα τέλη του 19ου αιώνα – αρχές του 20ού γράφονται και θεατρικά έργα, όπως του η “εθνική τραγωδία” Ο χορός του Ζαλόγγου του Περεσιάδη (που είναι γνωστότερος ως συγγραφέας της Γκόλφως). Το τραγούδι που υποτίθεται ότι τραγουδούσαν οι Σουλιώτισσες στον χορό καταγράφεται πρώτη φορά το 1908, και είναι μίξη δημοτικών στίχων και λόγιων στοιχείων. Για παράδειγμα, σε δημοτικό της συλλογής του Πασόβ υπάρχει το δίστιχο “Έχετε γεια ψηλά βουνά κι εσείς χαμολαγκάδια / βρυσούλες με το κρύο νερό, τι εγώ μισεύω τώρα”. Έτσι, με τα χρόνια ο μύθος εδραιώνεται και τις επόμενες δεκαετίες περνάει στα παιδικά βιβλία και στα εικονογραφημένα περιοδικά (δείτε, ας πούμε, εδώ).
Στην εποχή που έπρεπε, ο μύθος έπαιξε το ρόλο του, κάνοντας τον αγώνα των εξεγερμένων Ελλήνων συμπαθή στην Ευρώπη. Αργότερα, έδωσε κουράγιο σε κάποιους που αντιμετώπισαν κατάματα και θαρρετά τον θάνατο: η μοναδική ίσως φορά που το τραγούδι “Έχετε γεια βρυσούλες” τραγουδήθηκε όχι σε σχολική γιορτή αλλά πραγματικά από μελλοθάνατους ήταν το 1947, ύστερα από την τραγωδία της Νιάλας, όταν η δασκάλα Βαγγελίτσα Κουσιάντζα έσυρε τον χορό “του Ζαλόγγου” μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα -οι στρατιώτες του αποσπάσματος αρνήθηκαν να πυροβολήσουν, αλλά βρέθηκαν άλλοι πρόθυμοι.
Στα επόμενα χρόνια, το Ζάλογγο έπαιξε κι έναν άλλο ρόλο, όταν χρησιμοποιήθηκε από τους ντόπιους πολιτικούς για να πείσει τους Έλληνες να υπομείνουν αγόγγυστα κι άλλες θυσίες. Το 1954 ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος είχε δηλώσει σχετικά με τις στρατιωτικές δαπάνες:«Δεν αντέχομεν αλλά δεν μειώνομεν τας δαπάνας… Εμείς έχομεν Ζάλογγα εις την ιστορίαν μας», δήλωση που οι γελοιογράφοι, με πρώτον τον Μποστ, δεν παρέλειπαν να του ξαναθυμίζουν για χρόνια μετά.
Σήμερα, δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποιος λόγος να συντηρείται ο μύθος και να θεωρείται εθνική μειοδοσία η αμφισβήτησή του. Θα δεχτώ πάντως την αντίρρηση ότι υπάρχουν πολύ σοβαρότερα επίκαιρα προβλήματα και ότι η αντιπαράθεση αυτή μπορεί να αποπροσανατολίζει -αν όμως η ιστορία είναι αρμοδιότητα των ιστορικών, όταν ένα ιστορικό θέμα έρχεται στην επικαιρότητα θα περίμενα από άλλους ιστορικούς να παρέμβουν στη συζήτηση, περίπου όπως έκαναν οι γλωσσολόγοι την εποχή της Φωνηεντιάδας. Θα χαρώ αν μου πείτε ότι τέτοια παρέμβαση υπήρξε τις τελευταίες μέρες και δεν την πήρα είδηση.
ΥΓ Για όσους αγανακτούν με την προσβολή του Ζαλόγγου, ας μάθουν να το λένε σωστά: το Ζάλογγο, όχι ο Ζάλογγος!