Του Νίκου Σεβαστάκη


Τα τελευταία χρόνια είναι στη μόδα οι κατεδαφίσεις. Ο Μάης του ΄68 δεν θα μπορούσε να λείψει από αυτό το προσκλητήριο της απόρριψης και της απογύμνωσης. Το πνεύμα του Μάη θεωρήθηκε, κυρίως στην ίδια τη Γαλλία, μήτρα κακότυχων παρεκκλίσεων της σύγχρονης κουλτούρας και ιδεολογίας. Η κρίση του σχολείου, η εκκόλαψη του καταναλωτικού εγώ και η υπονόμευση των γονεϊκών προτύπων χρεώθηκαν εκεί. Η κουλτούρα του Μάη ταυτίστηκε, εκ των υστέρων, με τους εγωισμούς των τέκνων του μεταπολεμικού θαύματος, με την αποθέωση της επιθυμίας σε κοινωνίες που γνωρίζουν μόνο από δικαιώματα και παραμελούν καθήκοντα και υποχρεώσεις. Το ΄68 έγινε εν τέλει συνώνυμο της καθήλωσης στον παιδισμό, της επιτρεπτικότητας, της περιφρόνησης στο παρελθόν και στους θεσμούς.


Δεν έλειψε φυσικά ο σοβαρός κριτικός στοχασμός για την κληρονομιά του Μάη. Πώς θα μπορούσε κανείς να αγνοήσει τη συμβολή εκείνων των χρόνων στην κριτική της αντιδημοκρατικής τεχνοκρατίας και των νέων μορφών πολιτισμικής χειραγώγησης; Αλλά η κατεδάφιση προτιμά πάντα τις καρικατούρες και τα στερεότυπα. Μένει κατά κανόνα στις αρνητικές πλευρές συγχέοντας για παράδειγμα, την κουλτούρα του Μάη με την κατοπινή ένοπλη βία. Φυσικά, μια ορισμένη κριτική στο πνεύμα του Μάη έθεσε, πολλά χρόνια πριν, το ζήτημα των ορίων. Κυρίως των ορίων ανάμεσα στην πολιτική και στην αισθητική. Η κριτική αυτή έλαβε υπόψη της το γεγονός ότι η κριτική της κυριαρχίας μπορεί να γεννήσει νέες ποικιλίες αυταρχισμού και ότι η ριζοσπαστική αποθέωση της βούλησης οδήγησε συχνά σε τραγικά πολιτικά και προσωπικά αδιέξοδα. Φέρνοντας στο νου τις παθολογίες του κατοπινού αριστερισμού, αλλά και της αντικουλτούρας, θα δώσουμε δίκιο σε αυτή την κριτική.
Σαρανταπέντε χρόνια αργότερα, βρισκόμαστε όμως σε μια πολύ διαφορετική κατάσταση. Από μια άποψη, στο άλλο άκρο. Το πνεύμα του Μάη περιείχε μια διάθεση υπέρβασης μαζί με την πίστη στη βούληση και στους ατομικούς / συλλογικούς πειραματισμούς. Ήταν η μεταφυσική της ελευθερίας με τα καλά και τα κακά της. Τώρα κυριαρχεί το σύνδρομο της αυτοσυντήρησης και της έμφοβης ανασφάλειας. Από τον μύθο τού «όλα είναι δυνατά» περάσαμε στη δοξασία ότι τα περισσότερα είναι ανέφικτα. Το βασικότερο: οι ευρωπαϊκές κοινωνίες φαίνεται να μην διαθέτουν κινητήριες ιδέες. Κολυμπούν στην κατάθλιψη, στη μετριότητα των φιλοδοξιών, στις στατιστικές της μιζέριας. Η ακροδεξιά δημαγωγία σηκώνει παντού κεφάλι. Η απουσία έμπνευσης για την υπέρβαση της κρίσης και η συρρίκνωση της πολιτικής φαντασίας έχουν φτάσει στα όριά τους. Βγήκε προχθές ο υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας δηλώνοντας ότι έλαβε τέλος το δόγμα της λιτότητας και αυτό ακούστηκε σε κάποιους σαν «ανευθυνότητα». Και είναι τέτοια η δογματική στένωση της σκέψης που λίγο έλειψε να κατηγορηθεί και ο Μπαρόζο ως «ουτοπιστής», επειδή ψέλλισε κάποια λόγια εναντίον της λιτότητας.
Ο ρεαλισμός λειτουργεί ως Ιανός. Στην ευπρόσδεκτη εκδοχή του είναι διαύγεια και εξοικείωση με τη δυσκολία. Στη στενόμυαλη και άνυδρη κυριαρχία του, υπό το κράτος της κρίσης, υποθηκεύει τις δημιουργικές ελευθερίες των ανθρώπων μέσα στην Ιστορία. Και μαζί με την ελευθερία, απαγορεύει ουσιαστικά στην πολιτική το δικαίωμα της επινόησης.