«Εκλάπη ο κώδων»!
«Εκλάπη ο κώδων»!
Η είδηση έπεσε σαν κεραυνός στη μικρή αθηναϊκή κοινωνία τον Αύγουστο του 1895. Ο διευθυντής της Βουλής ανακοίνωσε πως «εκλάπη ο περιλάλητος κώδων, τον οποίον είχεν εξ Ευρώπης κομίσει ο κ. Βουδούρης». Ατέλειωτες ήταν οι συζητήσεις που είχαν γίνει όταν ο Βασίλειος Βουδούρης ως πρόεδρος της Βουλής (1892-1895) έφερε το νέο κουδούνι, που χρησίμευε για να επαναφέρει στην τάξη τους άτακτους και συχνά διαπληκτιζόμενους βουλευτές.
Έκλεψαν ακόμη και το υφασμάτινο κάλυμμά του. Το γεγονός πήρε διαστάσεις, έγινε καταγγελία στην Αστυνομία και την Εισαγγελία, και άρχισε το κυνηγητό για την ανακάλυψη του δράστη.
Όπως ήταν αναμενόμενο, άρχισαν και οι αστεϊσμοί από τις εφημερίδες. «Μέχρι και το κουδούνι της Βουλής έκλεψαν οι βουλευτές» έγραφε η μία, «αχ, και πώς θα συνεδριάζει το σώμα» σχολίαζε η άλλη.
Τα μάτια όλων στράφηκαν σε έναν Κρητικό πρώην υπάλληλο, ο οποίος είχε ήδη ταξιδέψει στο νησί του. Οι εικασίες τον ήθελαν να δωρίζει το κουδούνι «εξ υπερμέτρου φιλοπατρίας εις την Κρητικήν Βουλήν».
Όταν αποδείχθηκε αθώος, συνελήφθη άλλος υπάλληλος, ο Ιωάννης Επισκοπίδης, ο οποίος σύντομα απολύθηκε, αφού αποδείχθηκε η αθωότητά του.
«Ο ένοχος δεν ανεκαλύφθη εισέτι, εν τούτοις καταβάλλεται μεγάλη φροντίς», έγραφαν οι εφημερίδες, ενώ με την υπόθεση ασχολούνταν περισσότεροι από 32 άνδρες της Αστυνομίας, καθώς και τέσσερις ανώτατοι αξιωματικοί του Στρατού.
Είδε κι απόειδε λοιπόν ο πρόεδρος της Βουλής για να ηρεμήσει τα πνεύματα αλλά και τις εφημερίδες, που συνεχώς έγραφαν σχόλια. Και αφού οι έρευνες πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο, έσπευσε να παραγγείλει νέο κουδούνι, το οποίο έφθασε από το Παρίσι στα τέλη Νοεμβρίου. «Ο κώδων ούτος είναι καθ’ όλα όμοιος με τον κλαπέντα», έγραφαν οι εφημερίδες, προσθέτοντας πως κόστισε 180 χρυσά φράγκα. Πάντως ο κλέφτης του κουδουνιού δεν βρέθηκε!
1891: Τα χαμίνια… ξάφρισαν τα πόμολα από το σπίτι του πρωθυπουργού
Σε περιόδους οικονομικής κρίσης είναι σαφές ότι ακόμη και οι κλέφτες γίνονται… ευφάνταστοι για να επιβιώσουν. Έτσι, μια περίεργη μόδα εισήγαγαν οι μικροκλέφτες στην ελληνική πρωτεύουσα το 1891. Κυρίως δε, τα αποκαλούμενα χαμίνια, που κυρίως κατάγονταν από τη Μεσσηνία, είχαν κυριολεκτικά ρημάξει τα πόμολα από τις εξώπορτες, τα οποία ήταν αληθινά καλλιτεχνήματα.
Οι εφημερίδες της εποχής έσπευδαν να ορίσουν τι είναι οι «κλεφτοπομολάδες», γράφοντας ότι έτσι «καλούνται οι εξ επαγγέλματος περιφερόμενοι εις τα συνοικίας λωποδύται και, εν ελλείψει άλλου ευρήματος, αφαιρούντες επιτηδείως από τας εξωθύρας των οικιών τα πόμολα, ως τούτο συμβαίνει συχνότατα εις την συνοικίαν πέριξ του Σταθμού του Λαυρίου».
Αυτά ανέφεραν οι εφημερίδες τον Μάιο του 1891, όταν η αστυνομία κατάσχεσε δεκάδες πόμολα στα στέκια των μικρολωποδυτών. Συνήθως τα μπρούντζινα πόμολα, σκαλιστά και περίτεχνα, κατέληγαν στα «γύφτικα», όπως αποκαλούσαν τα σιδεράδικα που βρίσκονταν στη σημερινή περιοχή των Αγίων Ασωμάτων αλλά και στην οδό Ηφαίστου. Η αντίδραση ήταν άμεση και ήρθε από έναν «εφευρέτη» της εποχής, τον Αντώνη Ξακουστή, ο οποίος εφηύρε μέθοδο για να… τρομάζει τα κλεφτρόνια. Ούτε λίγο ούτε πολύ μεταδιδόταν ρεύμα χαμηλής έντασης στα πόμολα, ώστε να αιφνιδιάζεται ο απρόσκλητος επισκέπτης και να φεύγει. Ωστόσο, δεν πτοήθηκαν τα χαμίνια από την εφεύρεση και συνέχισαν κανονικά τη δράση τους. Μέχρι που έκαναν το μεγάλο λάθος να κλέψουν ακόμη και τα πόμολα από την εξώπορτα του πρωθυπουργού Θόδωρου Δηλιγιάννη! Το γεγονός θεωρήθηκε ύψιστη προσβολή για τα όργανα της Αστυνομίας, τα οποία θορυβήθηκαν από τη θρασύτητα των δραστών, ενώ τα σατιρικά έντυπα της εποχής φρόντισαν να διαπομπεύσουν τα όργανα της τάξης και να στηλιτεύσουν την ανικανότητά τους. Εντός είκοσι ημερών συνελήφθησαν περίπου δεκαπέντε χαμίνια, τα οποία δεν κλείστηκαν στις φυλακές. Στάλθηκαν πίσω στα χωριά τους και τους απαγορεύτηκε η επάνοδος στην πρωτεύουσα.
Οι ιστορίες αυτές προέρχονται από κείμενα του ιστορικού ερευνητή και δημοσιογράφου Λευτέρη Σκιαδά, εκδότη της εφημερίδας «ΜΙΚΡΟΣ ΡΩΜΗΟΣ», www.mikros-romios.gr, τηλ.: 210 3426833.