Του Δημήτρη Γιατζόγλου
«Το
μέτωπο στην Αριστερά θα είναι το μόνο ευκρινές και επαρκές: ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να
δυσφημιστεί ως τυχοδιωκτική και ανεύθυνη δύναμη, η ΔΗΜ.ΑΡ. να αποδομηθεί με
βάση τις αμφισημίες του πολιτικού της λόγου, το ΚΚΕ να απαξιωθεί ως γραφικός
αγιογράφος ενός μέλλοντος που δεν συνιστά κίνδυνο για το παρόν»
1. Σε άρθρο γραμμής της εφημερίδας «Το Βήμα» (25.3.2012) διατυπώθηκε με κυνική σαφήνεια η βούληση του κυρίαρχου πολιτικο-κοινωνικού μπλοκ για την οριοθέτηση του πλαισίου μέσα στο οποίο θα (πρέπει να) κινηθούν οι πολιτικές εξελίξεις κατά τη μετεκλογική περίοδο: «Οι προγραμματικές δηλώσεις της επόμενης κυβέρνησης έχουν ήδη ψηφιστεί από την (παρούσα) Βουλή. Το Μνημόνιο 2 είναι το πρόγραμμα της επόμενης τετραετίας. Μοναδική επιλογή (που εκκρεμεί) είναι το ποιος θα είναι ο ιδανικότερος εφαρμοστής του».
Οι βασικοί άξονες του προγράμματος είναι δεδομένοι: Εξουθενωτική λιτότητα για τον κόσμο της μισθωτής εργασίας. Απόλυτη συρρίκνωση της δημόσιας σφαίρας. Αυταρχική περιστολή της κοινωνικής και πολιτικής δημοκρατίας.
Σ’ αυτούς τους άξονες προστίθεται -προς το παρόν ως τίτλος ενός κεφαλαίου που δεν έχει ακόμα γραφτεί- το ιδεολόγημα της «ανάπτυξης», η νέα εθνική μας παραμυθία.
Η βούληση των κυρίαρχων δυνάμεων, διατυπωμένη στη γλώσσα του αναπόφευκτου, έχει επομένως προδιαγράψει και τον χαρακτήρα των εκλογών: Αυτό που πρέπει να εξασφαλιστεί με κάθε τίμημα είναι η πιστή εφαρμογή του Μνημονίου. Η πολιτική μορφή με την οποία θα επιτευχθεί ο στόχος είναι υπό διαμόρφωση.
2. Ο στρατηγικός σχεδιασμός των κυρίαρχων δυνάμεων στη χώρα μας και την Ευρώπη έχει προεξοφλήσει το κλείσιμο του ιστορικού κύκλου του παραδοσιακού δικομματισμού. Οι όποιες επιβιώσεις του (που έχουν να κάνουν με την ιστορικότητα και τη σχετική αυτονομία της πολιτικής διάταξης και τις αντιστάσεις ενός τμήματος του πολιτικού προσωπικού) δεν μπορούν να αντιστρέψουν την τάση. Οι εκλογές θα αποτελέσουν ένα ακόμα βήμα σε μια πορεία όπου η «δημιουργική καταστροφή» του υπάρχοντος πολιτικού συστήματος είναι προϋπόθεση για την ανάδυση του «νέου», το οποίο θα εγγυηθεί την -όσο γίνεται- απρόσκοπτη αναπαραγωγή του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού.
Από την άποψη αυτή, το πολιτικό παίγνιο μηδενικού αθροίσματος μεταξύ ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ. είναι δευτερεύουσας σημασίας. Αφορά την ανάδειξη του «ιδανικότερου» διαχειριστή. Ο μεγάλος στρατηγικός στόχος είναι να ολοκληρωθεί και να σταθεροποιηθεί το πείραμα της ριζικής μετάλλαξης της ελληνικής κοινωνίας και να λειτουργήσει ως γενικότερο πολιτικό και οικονομικό υπόδειγμα για ολόκληρη την Ευρώπη.
3. Την πολιτική διεύθυνση του εγχειρήματος είναι αδύνατο να την ασκήσουν αυτοδύναμα η Ν.Δ. ή το ΠΑΣΟΚ. Δεν διαθέτουν ούτε την προγραμματική και ιδεολογική εσωτερική συνοχή ούτε την αναγκαία ισχυρή πολιτική νομιμοποίηση στο κοινωνικό σώμα. Το στοίχημα είναι η συγκρότηση του «μεγάλου μνημονιακού συνασπισμού», του οποίου πρόπλασμα υπήρξε το πολιτικό άθροισμα που στήριξε την κυβέρνηση Παπαδήμου. Αυτός ο συνασπισμός, συναρθρωμένος με την «πολυδαίδαλη υπερδομή» του ΔΝΤ και του διευθυντηρίου της Ευρωζώνης (όπως αναλυτικά μίλησε γι' αυτήν ο Γ. Δραγασάκης σε πρόσφατο άρθρο του) θα αποτελέσει το πολιτικό υποκείμενο προσανατολισμού και ελέγχου των πολιτικών διαδικασιών στη χώρα. Και γύρω από αυτόν τον συνασπισμό θα διαμορφωθεί ένας αστερισμός υβριδικών πολιτικών μορφωμάτων που θα λειτουργούν ως «λελογισμένη» αντιπολίτευση και ως αναχώματα σε ανεπιθύμητες μετατοπίσεις προς τα αριστερά. Δεν θα αμφισβητούν όμως την αναγκαιότητα και τη νομιμότητα των μνημονίων.
4. Η υλοποίηση αυτού του σχεδιασμού δεν είναι δεδομένη και δεν θα είναι γραμμική. Θα πρέπει να υπερνικηθούν οι κοινωνικές αντιστάσεις, να ανακοπεί η αύξηση της πολιτικής επιρροής της Αριστεράς, να διευθετηθούν εσωτερικές αντιφάσεις και ανταγωνισμοί, να κατασκευαστεί το κατάλληλο μίγμα καταστολής - συναίνεσης - ιδεολογικού φενακισμού των λαϊκών μαζών.
Η υλοποίηση όμως θα επιχειρηθεί - με επιμονή και συστηματικότητα. Οι εκλογές θα αποτελέσουν την πρώτη δοκιμασία. Ο στόχος είναι προφανής: η βουλευτική πλειοψηφία των μνημονιακών δυνάμεων και στη συνέχεια η διαπραγμάτευση για το κυβερνητικό σχήμα. Για την επίτευξη του στόχου έχει ήδη στοιχηθεί ο γνωστός μας «στρατός της σωτηρίας»: Τα μεγάλα ΜΜΕ, οι μεγάλοι οικονομικοί παράγοντες, οι οργανικοί διανοούμενοι της «δημοκρατίας της ευθύνης», αναζητώντας την κατάλληλη εκδοχή της προεκλογικής ατζέντας, επιχειρώντας να ορίσουν το πιο πρόσφορο εκλογικό διακύβευμα. Αυτό δηλαδή που θα απέτρεπε την από τα αριστερά αποδόμηση του πολιτικού συστήματος.
5. Βενιζέλος και Σαμαράς είναι βεβαίως υποχρεωμένοι να τηρήσουν όλο το συμβατικό τελετουργικό τής μεταξύ τους αντιπαράθεσης, διεκδικώντας ο καθένας την ηγεμονία του χώρου της κεντροδεξιάς. Θα εξαντλήσουν τον πολυσυλλεκτισμό τους, προκειμένου να προσκομίσουν στη μετεκλογική διαπραγμάτευση τη μέγιστη δυνατή «προίκα». Θα επιχειρήσουν να εξουδετερώσουν τα αποσχιστικά πολιτικά μορφώματα που τεμαχίζουν τις παραδοσιακές παρατάξεις τους. Θα επιχειρήσουν να φιλοτεχνήσουν μια εικόνα για το μέλλον λιγότερο ζοφερή από την πραγματικότητα που συνδιαμόρφωσαν επιστρατεύοντας το φετίχ της ανάπτυξης. Κυρίως όμως θα επιτεθούν, ομονοώντας, στο «μέτωπο της δημαγωγίας», δηλαδή στην Αριστερά. Το μέτωπο στην Αριστερά θα είναι το μόνο ευκρινές και επαρκές: ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να δυσφημιστεί ως τυχοδιωκτική και ανεύθυνη δύναμη, η ΔΗΜ.ΑΡ. να αποδομηθεί με βάση τις αμφισημίες του πολιτικού της λόγου, το ΚΚΕ να απαξιωθεί ως γραφικός αγιογράφος ενός μέλλοντος που δεν συνιστά κίνδυνο για το παρόν.
Το ρεπερτόριο θα είναι ανεξάντλητο και οι εκπλήξεις δεν πρέπει να αποκλείονται. Το μέτωπο στην Αριστερά δεν είναι μόνο ένα σπασμωδικό μέτωπο φόβου. Αποτελεί ισχυρό ενοποιητικό πολιτικό στοιχείο της συγκρότησης του μεγάλου μνημονιακού συνασπισμού και βασικό άξονα για την αναδιαμόρφωση των κυρίαρχων ιδεολογικών στερεοτύπων.
6. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στο εκλογικό αποτέλεσμα θα αποτυπωθούν η κρίση, η απελπισία και η οργή που αυτή παράγει, οι τάσεις αποσύνθεσης του πολιτικού συστήματος, η ισχυροποίηση της Αριστεράς σε όλες τις εκδοχές της.
Θα αποτυπωθεί η συνολική διαδικασία μετάβασης, με όλες τις αντιφάσεις και τις μετατοπίσεις που τη συνοδεύουν. Αλλά η κατάληξη της μετάβασης θα παραμείνει ένα ζήτημα ανοιχτό. Η αίσια έκβαση του σχεδιασμού για την εμπέδωση του νεοφιλελεύθερου καπιταλιστικού υποδείγματος που κυοφορείται θα εξαρτηθεί από την αντίσταση, την ενεργή παρέμβαση, τις πρωτοβουλίες, την ταχύτητα, την πυκνότητα και την αποτελεσματικότητα των κινήσεων της Αριστεράς, από τη συγκατάθεση ή την εναντίωση της κοινωνίας.
Αφετηριακή προϋπόθεση είναι να κατανοήσουμε το μέγεθος του εγχειρήματος το οποίο θέλουν να προωθήσουν οι κυρίαρχες ταξικές και πολιτικές δυνάμεις.
7. Δεν έχουμε να κάνουμε με «εκσυγχρονιστικές» βελτιώσεις και προσαρμογές, με αλλαγές προσωρινές και μικρής κλίμακας. Έχουμε απέναντί μας το σχέδιο μιας γιγάντιας και περίπλοκης αναδιάρθρωσης του ελληνικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού -οικονομική, πολιτική, ιδεολογική. Οφείλουμε να αντιπαρατεθούμε στην επιχειρούμενη κατάργηση της έννοιας του μισθού, στη μετατροπή και αυτού ακόμα του κακέκτυπου κοινωνικού κράτους σε φιλόπτωχο ταμείο, στην κατάργηση κάθε ρυθμιστικής παρέμβασης στο πεδίο της εργασίας. Έχουμε υποχρέωση να αντιταχθούμε αδιάλλακτα στον «πολεμικό ορθολογισμό που επαναφέρει τη διαίρεση μεταξύ του έθνους των μοντέρνων και του έθνους των παρωχημένων, μεταξύ των πρωτοποριών της γνώσης και της διακυβέρνησης και όλων των υπολοίπων», σύμφωνα με τη διαυγή ανάλυση του Ν. Σεβαστάκη. Έχουμε το καθήκον να αντιμετωπίσουμε τις εκλογές ως το αφετηριακό πεδίο μιας ολικής ιδεολογικής σύγκρουσης. Το κύριο μέτωπο αυτής της σύγκρουσης δεν είναι η αυτονόητη απόρριψη του παρωχημένου εθνο-λαϊκισμού του κ. Σαμαρά. Το κύριο μέτωπο είναι απέναντι στους φανατικούς ζηλωτές, που επιχειρούν να κατασκευάσουν τον δικαιωτικό ιδεολογικό μανδύα του νεοφιλελεύθερου μονόδρομου, τον νέο «ορθό λόγο» του πιο χυδαίου οικονομισμού. Είναι απέναντι στον κ. Βενιζέλο, τους υπασπιστές και τους παρατρεχάμενούς τους.
8. Η αναμέτρηση με τον «μεγάλο μνημονιακό συνασπισμό» έχει ανάγκη από μια Αριστερά υψηλών απαιτήσεων και προδιαγραφών. Δεν αρκεί ούτε η εκφώνηση του «οράματος» ούτε ο επιλεκτικός μεταρρυθμισμός των μικροβελτιώσεων, εύκολα αναλώσιμων από την κυρίαρχη εξουσιαστική πράξη.
Σ’ αυτή την ιστορική στιγμή, ο ριζοσπαστικός αριστερός μεταρρυθμισμός έχει ανάγκη από μια αφετηριακή ρήξη: την απερίφραστη άρνηση και ακύρωση του 2ου Μνημονίου.
Χωρίς αυτήν, ο μονόδρομος είναι κλειδωμένος. Με αυτήν θα τροφοδοτηθεί μια προσπάθεια προγραμματικής ανανέωσης, πολιτικών πρωτοβουλιών, συμμαχιών που θα αποσταθεροποιήσουν το εγχείρημα των κυρίαρχων δυνάμεων. Με αυτήν μπορεί η απελπισία και η αγανάκτηση να μορφοποιηθούν σε μια νέα έμπνευση και δέσμευση.
Αν η Αριστερά στο σύνολό της δεσμευτεί σ’ αυτή την προοπτική, έστω και την ύστατη στιγμή, αν απευθυνθεί στην κοινωνία μ’ αυτό το μήνυμα, αν διεκδικήσει την κυβερνητική εξουσία, αν αποδεχθεί την πρόκληση ηγεμονίας που αναδεικνύει η συγκυρία, αν δοκιμάσει μια ενωτική ανασύνθεση των στρατηγικών διαφωνιών της (υπαρκτών ή προσχηματικών), θα έχει γίνει ένα πρώτο βήμα για τον νέο συνασπισμό εξουσίας που η κοινωνία έχει ανάγκη περισσότερο από ποτέ.
Αν αντίθετα εγκλωβιστεί στην αυταρέσκεια των αυξημένων εκλογικών ποσοστών, στην αμηχανία, στην ασάφεια των επιλογών, στον φόβο μπροστά στο ρίσκο, τα πράγματα θα γίνουν πολύ δύσκολα για όλους.