«…Η Κ, είναι κι αυτή μαζί με όσους, λιώνουν τα παπούτσια τους στη μέση
του δρόμου, ψάχνοντας τα υλικά για ένα κόκκινο σπίτι, που τους χωράει
όλους. Μα χωρίς παπούτσια, και χωρίς άλλη δύναμη, θα προφτάσουν αντ’
αυτού να συνεισφέρουν μερικές σελίδες ακόμη στο κόκκινο αλφαβητάρι της
ιστορίας: χώμα- αίμα- εθισμός- σύμβολο- σημαία-…» της Μαριλένας Καρρά
Σε κάποια συζήτηση περί ποίησης, στον χορό των ονομάτων και των υφολογικών παρατηρήσεων, η Κ. Γ. προτείνεται ως το επιχείρημα της «χαμηλής» τέχνης, έναντι της «υψηλής», της «αντι- τέχνης» έναντι της «κυρίαρχης κουλτούρας», του «λόγου του δρόμου», έναντι του «Λόγου με Λ κεφαλαίο».
Αν, όμως, η Κ δεν είναι ένα κατάλληλο επιχείρημα, αλλά από την άλλη, είναι μια πολεμική στον κυρίαρχο λόγο, με τις εκλεπτύνσεις του και τις ευγένειες του και τα κομπλιμέντα του και τις συστηματικά κατευθυνόμενες σκοπιμότητες του, τότε τι είναι ο λόγος της;
«Ο Λόγος είναι πράξη.»
Τα συρματοπλέγματα που είχε υψώσει η προηγούμενη γενιά μεταξύ τέχνης και ζωής, καταρρέουν. Πολιτική τέχνη είναι αυτή που συμμετέχει στο παιχνίδι των λόγων. Πολιτική είναι η σύγκρουση των λόγων στον δημόσιο χώρο.
«Χάθηκε η ζωή μου φίλε
μέσα σε κίτρινους ανθρώπους
βρώμικα τζάμια
κι ανιστόρητους συμβιβασμούς.»
Η Κ θα μιλήσει για σπατάλη. Για σπατάλη μέσα στα επαναλαμβανόμενα μοτίβα των ανθρώπινων σχέσεων, μέσα στα επαναλαμβανόμενα μοτίβα των δυτικών μεταπολεμικών κοινωνιών.
«Τρελαίνομαι μέσα στ” όνειρο το δικό μου
και των φίλων μου, με απανωτές νευρικές κρίσεις
υστερικά κλάματα, εμετούς από μεθύσια κι αηδία
απόπειρες αυτοκτονίας κι ανώφελες αποφάσεις
για μια άλλη ζωή.»
Εκεί. Εκεί, που η κανονικότητα της καθημερινότητας γίνεται Νόμος, και από την άλλη, ο «Χαμένος» χρόνος των αγώνων γίνεται όνειρο, με τίμημα το σκόρπισμα του εγώ.
«Κατσαρίδα! Έγινα κατσαρίδα!», θα φωνάξει αυτή που δεν την βλέπουν, αλλά μόνο την κοιτάζουν. Θα φωνάξει ο άλλος, ο ξένος, ο καταδιωκόμενος. Οι νόρμες είναι εκεί, κι εξαναγκάζουν το ανοίκειο σε «κατ’ οίκον περιορισμό».
«Οι θόρυβοι στις ταινίες και στα όνειρα είναι εκκωφαντικοί
μόνο στο φόβο και στη ζωή
οι πόρτες κλείνουν αθόρυβα πίσω.»
Ο φόβος είναι έξω από τη Ζωή. Το λευκό φως, που τυφλώνει και τρελαίνει είναι έξω από τη Ζωή. Η εξουσία είναι έξω από τη Ζωή. Η βία είναι έξω από τη Ζωή. Και όλα αυτά είναι πιο μέσα στη ζωή, απ’ οτιδήποτε άλλο. Τα φυλάει προσεχτικά και τα αναθρέφει στοργικά μέσα στη σιωπή που κουβαλάει η μοναξιά.
«Η μοναξιά
Η μοναξιά μας λέω… Για τη δική μας λέω
είναι τσεκούρι στα χέρια μας
που πάνω από τα κεφάλια σας γυρίζει γυρίζει γυρίζει γυρίζει.»
Ο εκκωφαντικός ήχος που ενυπάρχει στις ταινίες και στα όνειρα, ίδιο βουητό με την αέναη (επι)στροφή της σύγκρουσης. Το πορτραίτο του εξεγερμένου δεν μπορεί να ολοκληρωθεί χωρίς την εικόνα του πεδίου μάχης με την μοναξιά, απεναντίας τη ζητάει για να αποκρύψει τα χαρακτηριστικά του προσώπου του από τ’ αδιάκριτα βλέμματα.
«Γιατί δεν μ’ αφήνεις να γράψω;»
Θα μπορούσε, ίσως, να ρωτήσει κανείς: γιατί προτιμάς την κραυγή μου από την ομιλία μου; Πού πάει το κείμενο χωρίς τον αναγνώστη του; Γιατί στην απειρία του κομματιασμένου κόσμου δε χωράει αυτό το θραύσμα γραφής;
«ό, τι κι αν κάνετε, όσα κι αν δίνετε
τέτοιο άτιμο κόκκινο είναι το κόκκινο το δικό μας.»
Η Κ, είναι κι αυτή μαζί με όσους, λιώνουν τα παπούτσια τους στη μέση του δρόμου, ψάχνοντας τα υλικά για ένα κόκκινο σπίτι, που τους χωράει όλους. Μα χωρίς παπούτσια, και χωρίς άλλη δύναμη, θα προφτάσουν αντ’ αυτού να συνεισφέρουν μερικές σελίδες ακόμη στο κόκκινο αλφαβητάρι της ιστορίας: χώμα- αίμα- εθισμός- σύμβολο- σημαία-…
«Η ελευθερία μου είναι στις σόλες
των αλήτικων παπουτσιών μου.
Φέρνω τον κόσμο άνω κάτω.
Μπορώ να σεργιανίσω
ο, τι ώρα μου γουστάρει.»
Κάθε βήμα είναι το παράπτωμα ενός αλήτη σ’ έναν κόσμο που έχει μόνο ποινές κι ενοχές. Κάθε βήμα τοκίζει και τοκίζει την ποινή επ’ αόριστον. Η ελευθερία είναι αυθαιρεσία έναντι ενός συστήματος που τεμαχίζει τη σκέψη σε κατηγορίες, το λόγο σε popεκφράσεις, τη ζωή σε lifestyle. Κάθε βήμα επιτηρείται και κάθε ανεπιθύμητη (επανά)στάση μέσα σ’ αυτή την πόλη, τιμωρείται.
«Ένα πρωί
θ” ανοίξω την πόρτα
και θα χαθώ
με τ” όνειρο της επανάστασης
μες την απέραντη μοναξιά
των δρόμων πού θα καίγονται,
μες την απέραντη μοναξιά
των χάρτινων οδοφραγμάτων
με τον χαρακτηρισμό – μην τους πιστέψεις! -
Προβοκάτορας.»
Οι στιγμές του δούναι και του λαβείν- μέσα σ’ αυτό το όνειρο της επανάστασης- έχουν παρέλθει. Η μεταιχμιακή στιγμή που αγγίζει αυτή η συλλογική κίνηση αιωρείται έξω από τα όρια και τις υπάρχουσες ταξινομήσεις. Τους βάζει φωτιά και τα βλέπει να καίγονται.
Xit run
Σε κάποια συζήτηση περί ποίησης, στον χορό των ονομάτων και των υφολογικών παρατηρήσεων, η Κ. Γ. προτείνεται ως το επιχείρημα της «χαμηλής» τέχνης, έναντι της «υψηλής», της «αντι- τέχνης» έναντι της «κυρίαρχης κουλτούρας», του «λόγου του δρόμου», έναντι του «Λόγου με Λ κεφαλαίο».
Αν, όμως, η Κ δεν είναι ένα κατάλληλο επιχείρημα, αλλά από την άλλη, είναι μια πολεμική στον κυρίαρχο λόγο, με τις εκλεπτύνσεις του και τις ευγένειες του και τα κομπλιμέντα του και τις συστηματικά κατευθυνόμενες σκοπιμότητες του, τότε τι είναι ο λόγος της;
«Ο Λόγος είναι πράξη.»
Τα συρματοπλέγματα που είχε υψώσει η προηγούμενη γενιά μεταξύ τέχνης και ζωής, καταρρέουν. Πολιτική τέχνη είναι αυτή που συμμετέχει στο παιχνίδι των λόγων. Πολιτική είναι η σύγκρουση των λόγων στον δημόσιο χώρο.
«Χάθηκε η ζωή μου φίλε
μέσα σε κίτρινους ανθρώπους
βρώμικα τζάμια
κι ανιστόρητους συμβιβασμούς.»
Η Κ θα μιλήσει για σπατάλη. Για σπατάλη μέσα στα επαναλαμβανόμενα μοτίβα των ανθρώπινων σχέσεων, μέσα στα επαναλαμβανόμενα μοτίβα των δυτικών μεταπολεμικών κοινωνιών.
«Τρελαίνομαι μέσα στ” όνειρο το δικό μου
και των φίλων μου, με απανωτές νευρικές κρίσεις
υστερικά κλάματα, εμετούς από μεθύσια κι αηδία
απόπειρες αυτοκτονίας κι ανώφελες αποφάσεις
για μια άλλη ζωή.»
Εκεί. Εκεί, που η κανονικότητα της καθημερινότητας γίνεται Νόμος, και από την άλλη, ο «Χαμένος» χρόνος των αγώνων γίνεται όνειρο, με τίμημα το σκόρπισμα του εγώ.
«Κατσαρίδα! Έγινα κατσαρίδα!», θα φωνάξει αυτή που δεν την βλέπουν, αλλά μόνο την κοιτάζουν. Θα φωνάξει ο άλλος, ο ξένος, ο καταδιωκόμενος. Οι νόρμες είναι εκεί, κι εξαναγκάζουν το ανοίκειο σε «κατ’ οίκον περιορισμό».
«Οι θόρυβοι στις ταινίες και στα όνειρα είναι εκκωφαντικοί
μόνο στο φόβο και στη ζωή
οι πόρτες κλείνουν αθόρυβα πίσω.»
Ο φόβος είναι έξω από τη Ζωή. Το λευκό φως, που τυφλώνει και τρελαίνει είναι έξω από τη Ζωή. Η εξουσία είναι έξω από τη Ζωή. Η βία είναι έξω από τη Ζωή. Και όλα αυτά είναι πιο μέσα στη ζωή, απ’ οτιδήποτε άλλο. Τα φυλάει προσεχτικά και τα αναθρέφει στοργικά μέσα στη σιωπή που κουβαλάει η μοναξιά.
«Η μοναξιά
Η μοναξιά μας λέω… Για τη δική μας λέω
είναι τσεκούρι στα χέρια μας
που πάνω από τα κεφάλια σας γυρίζει γυρίζει γυρίζει γυρίζει.»
Ο εκκωφαντικός ήχος που ενυπάρχει στις ταινίες και στα όνειρα, ίδιο βουητό με την αέναη (επι)στροφή της σύγκρουσης. Το πορτραίτο του εξεγερμένου δεν μπορεί να ολοκληρωθεί χωρίς την εικόνα του πεδίου μάχης με την μοναξιά, απεναντίας τη ζητάει για να αποκρύψει τα χαρακτηριστικά του προσώπου του από τ’ αδιάκριτα βλέμματα.
«Γιατί δεν μ’ αφήνεις να γράψω;»
Θα μπορούσε, ίσως, να ρωτήσει κανείς: γιατί προτιμάς την κραυγή μου από την ομιλία μου; Πού πάει το κείμενο χωρίς τον αναγνώστη του; Γιατί στην απειρία του κομματιασμένου κόσμου δε χωράει αυτό το θραύσμα γραφής;
«ό, τι κι αν κάνετε, όσα κι αν δίνετε
τέτοιο άτιμο κόκκινο είναι το κόκκινο το δικό μας.»
Η Κ, είναι κι αυτή μαζί με όσους, λιώνουν τα παπούτσια τους στη μέση του δρόμου, ψάχνοντας τα υλικά για ένα κόκκινο σπίτι, που τους χωράει όλους. Μα χωρίς παπούτσια, και χωρίς άλλη δύναμη, θα προφτάσουν αντ’ αυτού να συνεισφέρουν μερικές σελίδες ακόμη στο κόκκινο αλφαβητάρι της ιστορίας: χώμα- αίμα- εθισμός- σύμβολο- σημαία-…
«Η ελευθερία μου είναι στις σόλες
των αλήτικων παπουτσιών μου.
Φέρνω τον κόσμο άνω κάτω.
Μπορώ να σεργιανίσω
ο, τι ώρα μου γουστάρει.»
Κάθε βήμα είναι το παράπτωμα ενός αλήτη σ’ έναν κόσμο που έχει μόνο ποινές κι ενοχές. Κάθε βήμα τοκίζει και τοκίζει την ποινή επ’ αόριστον. Η ελευθερία είναι αυθαιρεσία έναντι ενός συστήματος που τεμαχίζει τη σκέψη σε κατηγορίες, το λόγο σε popεκφράσεις, τη ζωή σε lifestyle. Κάθε βήμα επιτηρείται και κάθε ανεπιθύμητη (επανά)στάση μέσα σ’ αυτή την πόλη, τιμωρείται.
«Ένα πρωί
θ” ανοίξω την πόρτα
και θα χαθώ
με τ” όνειρο της επανάστασης
μες την απέραντη μοναξιά
των δρόμων πού θα καίγονται,
μες την απέραντη μοναξιά
των χάρτινων οδοφραγμάτων
με τον χαρακτηρισμό – μην τους πιστέψεις! -
Προβοκάτορας.»
Οι στιγμές του δούναι και του λαβείν- μέσα σ’ αυτό το όνειρο της επανάστασης- έχουν παρέλθει. Η μεταιχμιακή στιγμή που αγγίζει αυτή η συλλογική κίνηση αιωρείται έξω από τα όρια και τις υπάρχουσες ταξινομήσεις. Τους βάζει φωτιά και τα βλέπει να καίγονται.
Xit run