Η πρόσφατη επίσκεψη του Αντώνη Σαμαρά στο Βερολίνο είχε σκοπό, όπως
πληροφορηθήκαμε, να εξασφαλίσει τη βοήθεια της Γερμανίας για το
πρόγραμμα ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας μετά το «τέλος του
Μνημονίου». Πράγμα προφανώς περιττό, αφού αυτό που τόνισε ο πρωθυπουργός
στη συνάντησή του με την Άνγκελα Μέρκελ ήταν ότι η ελληνική οικονομία
πηγαίνει θαυμάσια και τα προβλήματα είναι πίσω μας. Ήταν, επομένως,
λογικό από την πλευρά της να μην προσφέρει τίποτα παραπάνω από τσάι και
συμπάθεια...
Στο σχετικό ρεπορτάζ του "Βήματος" αναφέρεται ότι «η συζήτηση κύλησε ήρεμα, χωρίς σοβαρές διαφωνίες». Πράγμα επίσης λογικό για δύο συνομιλητές που συμφωνούν στα βασικά. Το ποια είναι τα βασικά μάς το θύμισε ο νέος υπουργός Οικονομικών στην απάντησή του στην ομιλία του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ στη ΔΕΘ: στην κρίση, λέει το ΥΠΟΙΚ, η ζήτηση δεν έχει σημασία. Αυτό που χρειάζεται να κάνει η χώρα είναι συνεχίσει, προωθεί τις κατάλληλες διαρθρωτικές αλλαγές α λα Σόιμπλε και να ακολουθεί κατά γράμμα το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής.
Εδώ υπάρχει μια προφανής λογική ανακολουθία. Η συνεχής μείωση της ζήτησης, ο φόβος, οι παγίδες χρέους στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα καλλιεργούν τέτοιου είδους συνθήκες στην οικονομία, ώστε στην πραγματικότητα καμία διαρθρωτική αλλαγή δεν μπορεί να προχωρήσει. Η Αριστερά επίσης πιστεύει ότι τα προβλήματα της Ελλάδας είναι διαρθρωτικά, αν και προτείνει ένα πολύ διαφορετικό σύνολο μέτρων για την παραγωγική ανασυγκρότηση που είναι αναγκαία. Αλλά πώς θα μπορούσαμε να είμαστε αδιάφοροι για τη ζήτηση, όταν τα στοιχεία δείχνουν μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος κατά 25% και την ανεργία να πλησιάζει το 30%;
Το υπ. Οικονομικών μιλά επίσης για την ανάγκη μείωσης της κατανάλωσης, συνδέοντας την τελευταία με τα διαρθρωτικά αίτια της κρίσης στην Ελλάδα. Το γεγονός ότι η κατανάλωση ως ποσοστό του ΑΕΠ παραμένει υψηλότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο -το βασικό επιχείρημα του υπουργείου δηλαδή- δεν ακυρώνει τη σημασία της ζήτησης. Η κατανάλωση παραμένει υψηλή ως ποσοστό του ΑΕΠ επειδή σε μια τόσο μεγάλη κρίση ο κόσμος προσπαθεί να διατηρήσει την κατανάλωσή σε βάρος των αποταμιεύσεων (που είναι σήμερα αρνητικές).
Βεβαίως οι επενδύσεις είναι χαμηλές, αλλά θα έρθουν ως αποτέλεσμα της ανάπτυξης. Και δεν μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη όταν ακολουθούνται πολιτικές λιτότητας, όταν πρέπει να επιτυγχάνονται τεράστια πρωτογενή πλεονάσματα -που αφαιρούν πόρους από την οικονομία- και όταν μειώνεται η κατανάλωση του ιδιωτικού τομέα. Όταν οι πολίτες και οι επιχειρήσεις προσπαθούν να αυξήσουν τις αποταμιεύσεις τους για να μειώσουν τα χρέη τους και ταυτόχρονα το κράτος κάνει το ίδιο, το αποτέλεσμα είναι η μείωση των εισοδημάτων χωρίς να αυξάνονται οι αποταμιεύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Το ζήτημα αυτό δεν αφορά, φυσικά, μόνο την ελληνική οικονομία. Σε πρόσφατο άρθρο του ο Paul de Grauwe αναλύει τη στασιμότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας αναφερόμενος στην εντελώς λανθασμένη διαχείριση της ζήτησης που κατέληξε στην ταυτόχρονη απομόχλευση και στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, η οποία καλλιέργησε το έδαφος για τον αποπληθωρισμό και το δεύτερο κύμα ύφεσης του 2012-13 (το πρώτο ήταν το 2007-08)1.
Φαίνεται όμως ότι τέτοιου είδους προβληματισμοί, που είναι πλέον διάχυτοι στην Ευρώπη μεταξύ των οικονομολόγων όλων των αποχρώσεων, δεν απασχολούν τον Γκίκα Χαρδούβελη. Το πρόβλημα μ' αυτό δεν είναι μόνο οικονομικό, είναι εξίσου, αν όχι περισσότερο, και πολιτικό. Σε πρόσφατες δηλώσεις του ο υπουργός Οικονομικών επέκρινε τη Γαλλία που το τελευταίο διάστημα προσπαθεί να διαπραγματευτεί τη χαλάρωση των δημοσιονομικών της στόχων προκειμένου να διαθέσει πόρους στην ανάκαμψη, δηλαδή στη ζήτηση.
Η στάση της Ελλάδας σε μια τέτοια διαδικασία δεν μπορεί να είναι η λογική του καλού παιδιού της παρέας που κάνει τα μαθήματά του χωρίς αντιρρήσεις. Σε μια συγκυρία που η πολιτική συζήτηση στην Ευρώπη ανοίγει με αυτούς τους όρους, η χώρα μας δεν μπορεί να μην συντάσσεται τουλάχιστον με τα μίνιμουμ. Όταν ακόμα και ο Μ. Ντράγκι τοποθετείται ανοιχτά, παρά το πρωτόκολλο του θεσμικού του ρόλου, υπέρ της δημοσιονομικής παρέμβασης, το ελάχιστο που πρέπει να κάνει ο υπουργός είναι να δείξει ότι κατανοεί το πρόβλημα.
Τουλάχιστον η ΕΚΤ, από τον Τρισέ στον Ντράγκι, από τη σταδιακή μείωση των επιτοκίων μέχρι το "whatever it takes" του Ιουλίου του 2013 και τις τελευταίες δηλώσεις του διοικητή της, δείχνει ότι κινείται (έστω και αργά) πάνω σε μια καμπύλη μάθησης. Η υποψία ότι το δικό μας υπ. Οικονομικών διαθέτει έστω μια τέτοια καμπύλη είναι μάλλον υπεραισιόδοξη...
1http://www.social-europe.eu/2014/09/public-investment/
Στο σχετικό ρεπορτάζ του "Βήματος" αναφέρεται ότι «η συζήτηση κύλησε ήρεμα, χωρίς σοβαρές διαφωνίες». Πράγμα επίσης λογικό για δύο συνομιλητές που συμφωνούν στα βασικά. Το ποια είναι τα βασικά μάς το θύμισε ο νέος υπουργός Οικονομικών στην απάντησή του στην ομιλία του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ στη ΔΕΘ: στην κρίση, λέει το ΥΠΟΙΚ, η ζήτηση δεν έχει σημασία. Αυτό που χρειάζεται να κάνει η χώρα είναι συνεχίσει, προωθεί τις κατάλληλες διαρθρωτικές αλλαγές α λα Σόιμπλε και να ακολουθεί κατά γράμμα το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής.
Εδώ υπάρχει μια προφανής λογική ανακολουθία. Η συνεχής μείωση της ζήτησης, ο φόβος, οι παγίδες χρέους στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα καλλιεργούν τέτοιου είδους συνθήκες στην οικονομία, ώστε στην πραγματικότητα καμία διαρθρωτική αλλαγή δεν μπορεί να προχωρήσει. Η Αριστερά επίσης πιστεύει ότι τα προβλήματα της Ελλάδας είναι διαρθρωτικά, αν και προτείνει ένα πολύ διαφορετικό σύνολο μέτρων για την παραγωγική ανασυγκρότηση που είναι αναγκαία. Αλλά πώς θα μπορούσαμε να είμαστε αδιάφοροι για τη ζήτηση, όταν τα στοιχεία δείχνουν μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος κατά 25% και την ανεργία να πλησιάζει το 30%;
Το υπ. Οικονομικών μιλά επίσης για την ανάγκη μείωσης της κατανάλωσης, συνδέοντας την τελευταία με τα διαρθρωτικά αίτια της κρίσης στην Ελλάδα. Το γεγονός ότι η κατανάλωση ως ποσοστό του ΑΕΠ παραμένει υψηλότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο -το βασικό επιχείρημα του υπουργείου δηλαδή- δεν ακυρώνει τη σημασία της ζήτησης. Η κατανάλωση παραμένει υψηλή ως ποσοστό του ΑΕΠ επειδή σε μια τόσο μεγάλη κρίση ο κόσμος προσπαθεί να διατηρήσει την κατανάλωσή σε βάρος των αποταμιεύσεων (που είναι σήμερα αρνητικές).
Βεβαίως οι επενδύσεις είναι χαμηλές, αλλά θα έρθουν ως αποτέλεσμα της ανάπτυξης. Και δεν μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη όταν ακολουθούνται πολιτικές λιτότητας, όταν πρέπει να επιτυγχάνονται τεράστια πρωτογενή πλεονάσματα -που αφαιρούν πόρους από την οικονομία- και όταν μειώνεται η κατανάλωση του ιδιωτικού τομέα. Όταν οι πολίτες και οι επιχειρήσεις προσπαθούν να αυξήσουν τις αποταμιεύσεις τους για να μειώσουν τα χρέη τους και ταυτόχρονα το κράτος κάνει το ίδιο, το αποτέλεσμα είναι η μείωση των εισοδημάτων χωρίς να αυξάνονται οι αποταμιεύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Το ζήτημα αυτό δεν αφορά, φυσικά, μόνο την ελληνική οικονομία. Σε πρόσφατο άρθρο του ο Paul de Grauwe αναλύει τη στασιμότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας αναφερόμενος στην εντελώς λανθασμένη διαχείριση της ζήτησης που κατέληξε στην ταυτόχρονη απομόχλευση και στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, η οποία καλλιέργησε το έδαφος για τον αποπληθωρισμό και το δεύτερο κύμα ύφεσης του 2012-13 (το πρώτο ήταν το 2007-08)1.
Φαίνεται όμως ότι τέτοιου είδους προβληματισμοί, που είναι πλέον διάχυτοι στην Ευρώπη μεταξύ των οικονομολόγων όλων των αποχρώσεων, δεν απασχολούν τον Γκίκα Χαρδούβελη. Το πρόβλημα μ' αυτό δεν είναι μόνο οικονομικό, είναι εξίσου, αν όχι περισσότερο, και πολιτικό. Σε πρόσφατες δηλώσεις του ο υπουργός Οικονομικών επέκρινε τη Γαλλία που το τελευταίο διάστημα προσπαθεί να διαπραγματευτεί τη χαλάρωση των δημοσιονομικών της στόχων προκειμένου να διαθέσει πόρους στην ανάκαμψη, δηλαδή στη ζήτηση.
Η στάση της Ελλάδας σε μια τέτοια διαδικασία δεν μπορεί να είναι η λογική του καλού παιδιού της παρέας που κάνει τα μαθήματά του χωρίς αντιρρήσεις. Σε μια συγκυρία που η πολιτική συζήτηση στην Ευρώπη ανοίγει με αυτούς τους όρους, η χώρα μας δεν μπορεί να μην συντάσσεται τουλάχιστον με τα μίνιμουμ. Όταν ακόμα και ο Μ. Ντράγκι τοποθετείται ανοιχτά, παρά το πρωτόκολλο του θεσμικού του ρόλου, υπέρ της δημοσιονομικής παρέμβασης, το ελάχιστο που πρέπει να κάνει ο υπουργός είναι να δείξει ότι κατανοεί το πρόβλημα.
Τουλάχιστον η ΕΚΤ, από τον Τρισέ στον Ντράγκι, από τη σταδιακή μείωση των επιτοκίων μέχρι το "whatever it takes" του Ιουλίου του 2013 και τις τελευταίες δηλώσεις του διοικητή της, δείχνει ότι κινείται (έστω και αργά) πάνω σε μια καμπύλη μάθησης. Η υποψία ότι το δικό μας υπ. Οικονομικών διαθέτει έστω μια τέτοια καμπύλη είναι μάλλον υπεραισιόδοξη...
1http://www.social-europe.eu/2014/09/public-investment/