ένα φως που δεν σβήνει ποτέ

Κυριακή 6 Ιουλίου 2014

 http://sarantakos.wordpress.com

Από την Πέμπτη 10 Ιουλίου και ως τις 19 του μηνός ανεβαίνει στο Ίδρυμα Μιχάλη Κακογιάννη δραματοποιημένη η “Αληθινή απολογία του Σωκράτη” του Κώστα Βάρναλη, σε σκηνοθεσία του Ένκε Φεζολλάρι και με τον Σταμάτη Κραουνάκη στον ρόλο του Σωκράτη. Το έργο του Βάρναλη έχει μορφή μονολόγου, οπότε έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς ακριβώς έγινε η δραματοποίηση, ωστόσο εδώ θα σταθώ περισσότερο στο κείμενο.
Το έργο του Βάρναλη εκδόθηκε στα τέλη του 1931, προς το τέλος δηλαδή της “δημιουργικής δεκαετίας”, για να χρησιμοποιήσουμε τον χαρακτηρισμό του Γιάννη Δάλλα, ο οποίος ονομάζει έτσι την περίοδο 1923-1933, αν δεν κάνω λάθος, κατά την οποία ο Βάρναλης έδωσε τα σημαντικότερα έργα του, δεκαετία που ολοκληρώθηκε με τη ριζικά αναθεωρημένη δεύτερη έκδοση του Φωτός που καίει (αυτήν που ξέρει δηλαδή ο σημερινός αναγνώστης).


Βέβαια, όπως και πολλά από τα έργα της δεκαετίας αυτής (Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική, Σκλάβοι πολιορκημένοι), έτσι και τα πρώτα τουλάχιστον σχεδιάσματα της “Αληθινής απολογίας” ο Βάρναλης τα σύνθεσε στη Γαλλία, στο Παρίσι ή στο φιλόξενο σπίτι του χαράκτη Γιάννη Κεφαλληνού στο χωριό Σεν Μαρ Λα Πιλ κοντά στην Τουρ.
Η Αληθινή απολογία του Σωκράτη χρησιμοποιεί το ιστορικό γεγονός της δίκης του Αθηναίου φιλόσοφου για να ασκήσει καταλυτική κριτική στην εκμετάλλευση και την ανελευθερία, χωρίς όμως να αγιογραφεί τον εξαθλιωμένο λαό. Η πρόζα του είναι εξαιρετικά δουλεμένη, ωστόσο το έργο έχει τέτοια ζωντάνια και τόση δροσιά που φαίνεται σαν να έχει γραφτεί μονομιάς. Ίσως πρόκειται για το τελειότερο δείγμα ανόθευτης δημοτικής γλώσσας στη λογοτεχνία μας, όπως και για το κορυφαίο έργο τσουχτερής, καταλυτικής σάτιρας -ενώ παράλληλα ο Βάρναλης δείχνει, χωρίς όμως να επιδεικνύει, τη σπάνια αρχαιομάθειά του.
Όπως σημειώνει ο Βάρναλης στον πρόλογο της τρίτης έκδοσης του έργου: “Η «Απολογία» γράφτηκε στα 1931 σαν ένα είδος διαμαρτυρίας ενάντια στην τοτεσινή «δημοκρατία» του ιδιωνύμου, του Καλπακιού και των διαφόρων στρατιωτικών κινημάτων, που είχανε κατακουρελιάσει τις συνταγματικές ελευθερίες του πολίτη κι είχανε διαφθείρει ολάκερο το δημόσιο βίο της χώρας και προετοιμάσει τη διχτατορία της 4ης Αυγούστου”. Πράγματι, η Απολογία έχει σαφέστατο πολιτικό μήνυμα, αλλά όχι λιγότερο ενδιαφέρον γι’ αυτό το λόγο.

Το εγχείρημα του Κραουνάκη περιμένω να το ακούσω και να το δω με μεγάλο ενδιαφέρον. Βέβαια, αν για τον σημερινό αναγνώστη το έργο έχει κάποιες (όχι πολλές) γλωσσικές δυσκολίες, αφού κάποιες λέξεις σπάνια ακούγονται σήμερα ή έχουν ξεχαστεί, η δυσκολία για τον ακροατή είναι μεγαλύτερη μια και δεν μπορεί να ανατρέξει σε λεξικά.
Έφτιαξα λοιπόν ένα μικρό γλωσσάρι, το οποίο πιθανώς θα συμπεριληφθεί και στο πρόγραμμα της παράστασης, με τις λέξεις που ίσως δυσκολέψουν κάποιους, και πρόσθεσα και κάποια πραγματολογικά στοιχεία, συνολικά καμιά σαρανταπενταριά λήμματα. Μου αρέσει να φτιάχνω τέτοια γλωσσάρια. Το κριτήριο για να συμπεριλάβω ή όχι μια λέξη στο γλωσσάρι ήταν καταρχήν να μην υπάρχει η λέξη στο ΛΚΝ, αν και το διεύρυνα κάπως κι έβαλα και μερικές λέξεις που τις έχει το λεξικό.
Αυτό που δεν έκανα, επειδή δεν είχα καιρό, αλλά που θα είχε ενδιαφέρον να το κάνει κάποιος, είναι να διαβάσω πλάι πλάι τις δυο απολογίες, την παλιά του Πλάτωνα και την νεότερη του Βάρναλη και να σημειώσω παράλληλα στοιχεία και αντιστοιχίες. Αυτό λείπει. Η έκδοση της Αληθινής Απολογίας που κυκλοφορεί στην αγορά από τον Κέδρο, ενώ είναι κομψότατη, με εικονογράφηση του Γιάννη Ρίτσου και παρόλο που περιέχει στην εισαγωγή μια επιστολή του Παλαμά και ένα άρθρο του Δ. Γληνού, δεν περιέχει ούτε λεξιλογικές, ούτε πραγματολογικές πληροφορίες, ούτε αντιστοιχίες με το πλατωνικό έργο.
Λοιπόν, αυτό είναι το μικρό γλωσσάρι της βαρναλικής Αληθινής απολογίας του Σωκράτη. Με πλάγια παρατίθεται (κάπως τσιγκούνικα) το απόσπασμα του έργου στο οποίο εμφανίζεται η λέξη του λήμματος.
(Οι αριθμοί σε παρένθεση παραπέμπουν στο μέρος και στην παράγραφο του έργου· π.χ. 1.2 = 1ο μέρος, 2η παράγραφος).
αγκαλά (1.2): αν και, μολονότι. Αγκαλά … ο θάνατος αντιλάλησε βαθύτερα μέσα στην ψυχή του…
Αγκούμπιο (3.16): Πιο γνωστή ως Γκούμπιο (Gubbio), πόλη της Ιταλίας κοντά στην Περούτζα· σύμφωνα με τον θρύλο, ο Άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης εξημέρωσε με το σημάδι του σταυρού και με τη δύναμη των λόγων του έναν φοβερό λύκο που λυμαινόταν την περιοχή. Ένας λύκος μοναχά, του Αγκούμπιο, τα κατάφερε να καλυτερέψει και να μην τρώγει κρέατα ζωντανά, μα… ραδίκια βραστά…
αλουποτινάζω (2.1): ταρακουνάω κάποιον πολύ δυνατά, όπως η αλεπού την κότα, όταν την έχει πιάσει, για να την αποτελειώσει.
Θυμόσαστε τι γούστο είχε, σαν αλουποτίναζε τους σοφιστάδες και τους κάλπηδες!…
αναχαράζω (3.12): αναμασώ, μηρυκάζω.
Αναχαράζω τις κουβέντες της ημέρας, τις βάζω σε τάξη.
άντζα (2.6): η γάμπα
…τους γάβγιζα και τους δάγκωνα τις άντζες…
αρσίζικος (3.23): αναίσχυντος, αισχρός, ξετσίπωτος· από τα τουρκικά (arsız).
με παρακινούσε να κακολογώ τους οχτρούς του και να λέω αρσίζικα χωρατά.
Ατζέμηδες (2.15): οι Πέρσες· αναχρονισμός του Βάρναλη (τούρκικο δάνειο).
αν, ανοίγοντας τις πόρτες της πολιτείας έμπαζα μέσα τους Παλιομωραΐτες, τους Ατζέμηδες κι όποιον άλλον κερατά…
άφτρα (4.13): άφθα, και εδώ ο αφθώδης πυρετός των βοοειδών.
αν ερήμαζε βλογιά τις όρνιθες, άφτρα τις γελάδες, σαρατζάς τ’ αλόγατα.
Βάραθρον (4.16): Βαθύ φυσικό όρυγμα όπου πετούσαν τα πτώματα των εξεγερμένων δούλων ή όσων είχαν καταδικαστεί σε θάνατο με στέρηση των ταφικών δικαιωμάτων. Ένα βάραθρο βρισκόταν στο λόφο των Νυμφών.
σέπονται ψοφίμια τούμπανα μέσα στο Βάραθρο, συντροφιά των σκοτωμένων σκλάβων.
δημοπίθηκος (1.10): αυτός που με κολακείες εξαπατά το λαό· λέξη του Αριστοφάνη (Βάτραχοι).
Είδατε ποτέ σας ρήτορα, που να ’ναι μονάχα «δημοπίθηκος»;
δίκαιον ουκ άλλο τι ή του κρείττονος συμφέρον (2.18): Απόσπασμα από την Πολιτεία του Πλάτωνα (338c). Το δίκαιο δεν είναι τίποτε άλλο παρά το συμφέρον του ισχυρότερου, άποψη που την υποστηρίζει ο Θρασύμαχος.
ζάβαλης (0.10): ο δυστυχής, ο ταλαίπωρος, ο φουκαράς, ο καημένος. Δάνειο από το τουρκικό zavallı που έχει παρόμοιες σημασίες. Ο ζάβαλης υποφέρει χωρίς να φταίει.
…μονάχοι φταίχτες οι τρεις παλιανθρώποι, που τονε κατατρέξανε το ζάβαλη.
ζακόνι (4.16): συνήθεια, έθιμο (σλαβικό δάνειο). Τη λέξη τη χρησιμοποιεί ο Βάρναλης και στο ποίημα Ο «καλός» λαός των Σκλάβων πολιορκημένων: Εδώ χάμου δυο κορφές: / το Ζακόνι κι οι Γραφές!
Όλα σας τα ζακόνια, γραμμένα κι άγραφα: φόβος των θεών, σεβασμός των νόμων….
ζαναέτι (1.8): ή ζαναχάτι: το επάγγελμα, η τέχνη. Δάνειο από τα τουρκικά (zanaat).
κρύφτηκε (…) ως που να πέσει το κάστρο και να γλιτώσει το πετσί του. Το ζαναέτι, βλέπεις, τον κάνει να λογαριάζει πιότερο τα πετσιά κι απ’ τον υπέρ πατρίδος θάνατο.
ζεύγλα, ζεύλα (1.13): το καμπύλο τμήμα του ζυγού (και συνεκδ. ο ζυγός) των υποζυγίων.
του ταίριαζε να βγάλει κέρατα και να φοράει τη ζέβγλα.
ικράμι (3.23): η περιποίηση. Δάνειο από τα τουρκικά (ikram).
Μου κάνανε μεγάλα ικράμια και μ’ ακούγανε με κατάνυξη και θαμασμό.
Ιτωνίδες πύλες (3.26): Πιο γνωστές ως Ιτώνιες πύλες, βρίσκονταν κοντά στο Ολυμπιείο, περίπου στη συμβολή της Συγγρού με τη Βουλιαγμένης. Αναφέρονται σε έργο που αποδίδεται στον Πλάτωνα.
…τραβούσα τοίχο-τοίχο στις Ιτωνίδες πύλες.
Κάβο Κολόνες (5.6): Το ακρωτήριο Σούνιο, από τον ναό του Ποσειδώνα.
από τις Κάβο Κολόνες ίσαμε τα Κούντουρα
καρίπικος (3.24): μάγκικος· καρίπικα τραγούδια, τα μάγκικα, τα βλάμικα, τα ρεμπέτικα. (Δάνειο από τα τουρκικά).
Γενήκαμε στουπί στο μεθύσι κι είπαμε ένα σωρό καρίπικα τραγούδια.
κοντραστάρω (2.18): αντικρούω, κοντράρω.
μα πρόλαβε και το διαλάλησε κείνος ο Πώλος και μ’ ανάγκασε να τόνε κοντραστάρω.
Κούντουρα (5.6): παλαιός οικισμός της Μεγαρίδας, βόρεια από τη Μάνδρα.
από τις Κάβο Κολόνες ίσαμε τα Κούντουρα
κρασοψυχιά, πιο σωστά κρασοψιχιά (3.12): ψωμί βουτηγμένο σε κρασί, το παραδοσιακό πρόγευμα των αγροτικών πληθυσμών μέχρι πρόσφατα.
Αφού μου φέρει την πρωινή μου κρασοψυχιά μέσα σ’ ένα πήλινο καφκί.
κράτει νόμου βίην τε και δίκην συναρμόσας (2.18): Απόσπασμα από την Αθηναίων πολιτεία του Αριστοτέλη (12.4.18): συνταιριάζοντας με τη δύναμη του νόμου τη βία με το δίκαιο, προκειμένου για τον Σόλωνα.
κύνα: Μα τον κύνα (3.26): συνηθισμένος όρκος των αρχαίων, που έτσι απέφευγαν να επικαλεστούν τους θεούς· ήταν ο αγαπημένος όρκος του Σωκράτη, υπάρχει και στην (κανονική) Απολογία του.
Καμιά φορά μου τύχαινε να πατήσω καμιά μαγαρισιά … «Μα τον Κύνα!» μουρμούριζα.
Λεψίνα (1.13): η Ελευσίνα.
Να κι ο Χοιρέας από τη Λεψίνα…
λουρίκι (5.7): θώρακας των στρατιωτών της βυζαντινής εποχής· δάνειο από τα λατινικά. Αναχρονισμός του Βάρναλη.
στις φάμπρικες, που φκιάνουνε σκουτάρια και λουρίκια του πολέμου
μαγιασίλι (2.1): έκζεμα
άλλος νάχει θέρμες, άλλος σπάσιμο, κι άλλος μαγιασίλι… ψώρα… χτικιό.
μαντινούτα (5.8): ερωμένη, ιδίως σπιτωμένη ερωμένη που τη συντηρεί πλούσιος αστός. Από τα ιταλικά (mantenuta).
μαντινούτες του γυναικωνίτη…
μίνα (5.7): στοά ορυχείου, κατ΄ επέκταση το ορυχείο. Δάνειο από ιταλ. mina. Τη λέξη τη χρησιμοποιεί ο Βάρναλης και στο ποίημα Η καμπάνα των Σκλάβων πολιορκημένων: Σε μίνες φόνισσες, μπουχές καζέρνες…
στα νταμάρια της Πεντέλης, στις μίνες του Δασκαλειού και του Λάβριου…
μπατανία, πατανία (3.12): μάλλινη φτηνή κουβέρτα που στρώνεται κάτω (τουρκ. bataniye). ξαπλωμένος στην αβλή πάνου σε στρατιωτικές μπατανίες και τσουβάλια.
Μπερτόλδος (2.5): Ήρωας ιταλικού λαϊκού μυθιστορήματος που διαβάστηκε πολύ στην Ελλάδα τους προηγούμενους αιώνες· χωριάτης άξεστος και κουτοπόνηρος.
Κι αν είσαστε κολλημένοι πεντακόσοι διαλεχτοί σοφοί (Σωκράτηδες να πούμε), δε θα κάνατε μισό Μπερτόλδο· όχι τώρα που ’σαστε πεντακόσοι Μπερτόλδοι.
ντρέτα, ντρίτα (4.11): ίσια (επίρρημα). Από τα ιταλικά (diritto).
όσο πιο στραβό το Κορόιδο, τόσο πιο ντρέτα πορπατεί.
ξύκικος, ξίκικος (1.13): ελλιποβαρής, λειψός (τουρκ. eksik).
να κοντρολάρουνε τα ζύγια των αλλωνών, μπας κι είναι ξύκικα!
ουρανίαν δι’ αιθέρα τεκνωθέντες (4.8): Απόσπασμα από τον Οιδίποδα τύραννο του Σοφοκλή (στ. 863), που αναφέρεται στους νόμους: γεννημένους μέσ’ στον αιθέρα τ’ ουρανού, κατά τη μετάφραση του Γρυπάρη.
πεχλιβάνης, μπεχλιβάνης (2.19): παλαιστής, ιδίως σε υπαίθριους αγώνες επίδειξης.
κείνοι πο ‘χουνε τα πιο γερά και γυμνασμένα κορμιά: οι πεχλιβάνηδες, ο Μίλων…
Πώλος (2.18): Σοφιστής, μαθητής του Γοργία όπως και ο Θρασύμαχος, υποστήριζε ότι υφίσταται το δίκαιο του ισχυροτέρου.
μα πρόλαβε και το διαλάλησε κείνος ο Πώλος και μ’ ανάγκασε να τόνε κοντραστάρω.
σαρατζάς (4.13): η ασθένεια μάλις των αλόγων.
αν ερήμαζε βλογιά τις όρνιθες, άφτρα τις γελάδες, σαρατζάς τ’ αλόγατα.
σημαδιακός (3.1): εδώ με την αρνητική σημασία του σημαδεμένου (άρα, κατά τη λαϊκή αντίληψη, μοχθηρού).
Τι περιμένεις από’ναν άνθρωπο σημαδιακό, στριμένονε και φαρμακόψυχο.
σιντεφένιος, σεντεφένιος (3.22): από σεντέφι (ή σιντέφι), που είναι το μάργαρο, η στιλπνή και ιριδίζουσα ουσία που καλύπτει το εσωτερικό των οστράκων πολλών μαλακίων. Από το τουρκ. sedef.
κατσαρά μαλλιά, σιντεφένια δόντια, χρυσά βραχιόλια και σκουλαρίκια
σουλιμάς (2.14): φτιασίδι, ψιμύθιο· αλλά και ο διχλωριούχος άργυρος, που χρησιμοποιείται ως αντισηπτικό ή δηλητήριο (τουρκ. sulama).
…θα ξαγοράζατε τους μαγέρους μου να ρίξουν σουλιμά στο φαγί μου
σταλοβολώ (3.9): καταβρέχω, ραντίζω· λέξη από τον Διάλογο του Σολωμού.
σταλοβολούσα παντού φαρμάκι και χολή.
σφαλάγγι (3.19): είδος δηλητηριώδους αράχνης· εδώ, μεταφορικά, για τις ενδόμυχες σκέψεις που τον βασανίζουν.
στο τέλος της απολογίας μου θα σας αμολήσω τα σφαλάγγια, που βράζουνε μέσα μου από καιρό.
ταμπάκης (1.8): βυρσοδέψης (από τουρκ. tabak).
Ποιος δε θαμπώνεται μπροστά στο μεγαλοδύναμο ταμπάκη τον Άνυτο;
τζελάτης (3.18): ο δήμιος, ο μπόγιας. Από τα τουρκικά (cellat).
Ποτές μου δεν πήγα να ψηφίσω· να διαλέγω μοναχός μου ποιος κλέφτης θα με κλέβει και ποιος τζελάτης θα με κόβει.
τσορμπατζής (3.20): πρόκριτος, δημογέροντας, κοτζάμπασης στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Δάνειο από τα τουρκικά (çorbacı).
Αφού ’ναι μεγάλος τσορμπατζής, είναι και μεγάλος στρατηγός.
χαροκόπι (4.11): ζωηρό γλέντι που διαρκεί πολύ.
έτσι ασφάλιζα το χαροκόπι των έξυπνων.

Popular Posts

Blog Archive

Download

Translate

ένα φως που δεν σβήνει ποτέ

ένα φως που δεν σβήνει ποτέ

Αναζήτηση του ιστολογίου

Copyright © ΦΡΥΚΤΩΡΙΑ | Powered by Blogger
Design by Dizzain Inc | Blogger Theme by Lasantha - PremiumBloggerTemplates.com