Υπάρχει κάποιος που καταλαβαίνει τι ακριβώς γίνεται στο Κίεβο –και όχι μόνο- τις τελευταίες μέρες; Τι υπάρχει πίσω από τις διαδηλώσεις, τις συγκρούσεις, τις συγκεντρώσεις; Τι εξηγεί την ένταση της συμμετοχής στα γεγονότα μ’ όλη την φονική καταστολή;
Ξέρουμε πως ο φιλορώσος πρόεδρος Γιανουκόβιτς με τη παραστρατιωτική του αστυνομία, τη διαβόητη «Μπερκούτ», βρίσκονται, κατά πάσα πιθανότητα, πίσω από τις δολοφονίες διαδηλωτών από ελεύθερους σκοπευτές και σίγουρα διευθύνουν ένα όργιο καταστολής με τη σαφή παρότρυνση του Πούτιν. Γνωρίζουμε ακόμη πως ανάμεσα στους συγκεντρωμένους στην πλατεία Ανεξαρτησίας κεντρικό ρόλο παίζει ο ναζιστικός «Δεξιός Τομέας», ενώ οι αμερικανοί έχουν ιδιαίτερα στενές σχέσεις με το ακροδεξιό κοινοβουλευτικό κόμμα «Ελευθερία», που μέχρι πρόσφατα έφερε υπερηφάνως το όνομα «Εθνικοσοσιαλιστικό». Επιπλέον, οι αμερικανικές επιδιώξεις δεν ταυτίζονται με αυτές της ΕΕ και γι’ αυτό δεν βλέπουν με καθόλου καλό μάτι κάποια πιθανή συμμετοχή του αγαπημένου της Μέρκελ Βιτάλι Κλίτσκο σε μια κυβέρνηση.
Και, ξέροντάς τα αυτά, σχεδόν δεν ξέρουμε τίποτε. Ούτε για το κοινωνικό υπόστρωμα των γεγονότων –υπάρχει, αλήθεια;- ούτε και για το πολιτικό πρόσημο των αντιμαχόμενων. Πραγματικά, ποια είναι η ακριβής θέση της ουκρανικής Αριστεράς –το φιλορωσικό ΚΚ έχει 13% εκλογική δύναμη- στα συμβαίνοντα;
Το βέβαιο είναι πως η έμφαση στην ιμπεριαλιστική σύγκρουση στο Κίεβο, μεταξύ ποικίλων δυτικών και ρώσων, δεν είναι επαρκής, για να εξηγήσει τις εξελίξεις, οι οποίες είναι προφανές πως εμπλέκουν ένα πολύ μεγάλο αριθμό ανθρώπων. Γιατί, όπως και σε οποιαδήποτε σχετική περίπτωση, χωρίς τη γνώση των «εσωτερικών όρων» -και δεν αναφέρομαι εδώ στις κομματικές στάσεις και πρακτικές, κυρίως- διαφεύγει ο θεμελιώδης πυρήνας των πραγμάτων.
Ίσως να τον συλλάβουμε αυτόν τον πυρήνα, ίσως και όχι. Η έλλειψη αξιόπιστων αριστερών πηγών κάνει το έργο αυτό εξαιρετικά αμφίβολο.
Γι’ αυτό δεν θα επιχειρήσω τίποτε περισσότερο από μερικά σχόλια βασισμένα σε εικασίες.
Φαίνεται, λοιπόν, πως στην Ουκρανία σήμερα έχουμε μια ακραία πολιτική σύγκρουση, η οποία αντιπαραθέτει διάφορα «έθνη» εντός του ουκρανικού «έθνους», το ένα εναντίον του άλλου. Η σύγκρουση, μάλιστα, έχει ευθείες αναλογίες με περιπτώσεις από το παρελθόν, που αφορούσαν έθνη υπό κατασκευή. Η ελληνική περίπτωση, αμέσως μετά την Επανάσταση του ’21, είναι πολύ ενδεικτική. Τότε, όπως και τώρα, η πολιτική έκφραση της διαμάχης παίρνει τη μορφή των «ξενόφιλων» κομμάτων: από το αγγλικό, το γαλλικό και το ρωσικό κόμμα της μετεπαναστατικής Ελλάδας στο ρωσικό, το γερμανικό και το αμερικανικό κόμμα της σημερινής Ουκρανίας οι ομοιότητες είναι πραγματικά εντυπωσιακές.
Φαίνεται, επιπλέον, πως η Ουκρανία, που σημαίνει άκρη, έχει μια δυσκολία συλλογικού αυτοπροσδιορισμού, στο μέτρο που η άκρη για διαφορετικές μερίδες του πληθυσμού είναι άκρη διαφορετικού πράγματος. Η άκρη της Ρωσίας ή η άκρη της Αυστροουγγαρίας (Δύσης), έστω κι αν στη μεγαλύτερη διάρκεια της Ιστορίας μετά από την κατάλυση του πρώτου, μεσαιωνικού, κράτους των Ρως, με κέντρο το Κίεβο, δεν υπάρχει αμφιβολία πως επρόκειτο για το όριο της Ρωσίας.
Με αποτέλεσμα, το επινοημένο, όπως και όλα τα υπόλοιπα στον κόσμο, άλλωστε, ουκρανικό έθνος, να εμφανίζει κατασκευαστικά προβλήματα, που, ίσως, μαζί με πολλά άλλα, είναι μέρος της εξήγησης όσων συμβαίνουν εδώ και μερικά χρόνια και όχι μόνο τις τελευταίες μέρες.
Και, για να εξηγηθώ, παραπέμπω αναλυτικά στη Ρόζα Λούξεμπουργκ, ανοίγοντας και πάλι την συζήτηση σχετικά με τα «εθνικά ζητήματα», στο πλαίσιο της Αριστεράς, που, για κάποιο πραγματικά περίεργο λόγο, θεωρείται τελειωμένη με θέσφατο αναφοράς την θέση, που πήρε στην αρχή του προηγούμενου αιώνα ο Λένιν.
Η Λούξεμπουργκ, λοιπόν, στις σχετικές σελίδες της κριτικής που κάνει, εν βρασμώ, στη Ρωσική Επανάσταση[1], ισχυριζόμενη πως «τα εθνικά κινήματα αποτελούν σήμερα το μεγαλύτερο κίνδυνο για το διεθνή σοσιαλισμό», χρησιμοποιεί κατεξοχήν το παράδειγμα της Ουκρανίας. Και, όπως όλοι οι σοσιαλιστές της εποχής της, δεν φείδεται χαρακτηρισμών και επιθετικών εκφράσεων.
Να, τι λέει: «Η ρωσική Ουκρανία, στην αρχή του αιώνα, όταν οι ανοησίες του «ουκρανικού εθνικισμού» […] καθώς και τα παιδιαρίσματα του Λένιν για μια «Ανεξάρτητη Ουκρανία» δεν είχαν ακόμη εφευρεθεί, ήταν η ακρόπολη του ρωσικού επαναστατικού κινήματος […] Πώς έγινε […] να θριαμβεύσει η αντεπανάσταση; Το εθνικό κίνημα, ακριβώς, είναι αυτό που παρέλυσε το προλεταριάτο, με το γεγονός ότι το απέσπασε από τη Ρωσία και το παρέδωσε, στις χώρες της περιφέρειας, στην εθνική αστική τάξη […] Οι Μπολσεβίκοι, με την ηχηρή εθνικιστική τους φρασεολογία για το «δικαίωμα της αυτοδιάθεσης μέχρι και του αποχωρισμού σε κράτος», έδωσαν […] το πιο πολύτιμο και το πιο ευπρόσδεκτο πρόσχημα στην αστική τάξη όλων των παραμεθόριων χωρών για να υψώσει τη σημαία που ταίριαζε στις αντεπαναστατικές της επιδιώξεις […] Η καλύτερη απόδειξη γι’ αυτό είναι η Ουκρανία, που έπαιξε ένα τόσο μοιραίο ρόλο στις τύχες της Ρωσικής Επανάστασης. Ο ουκρανικός εθνικισμός [αντίθετα με τον τσέχικο, τον πολωνικό ή τον φινλανδικό] δεν ήταν παρά μια απλή ιδιοτροπία, μια μανία μερικών δωδεκάδων μικροαστών διανοουμένων, χωρίς τις παραμικρότερες ρίζες στις οικονομικές, πολιτικές και πνευματικές συνθήκες της χώρας, χωρίς καμιά ιστορική παράδοση. Η Ουκρανία δεν αποτέλεσε ποτέ ένα έθνος ή ένα κράτος με οποιονδήποτε εθνικό πολιτισμό, εκτός από την αντιδραστική ρομαντική ποίηση του Τσεβτσένκο […] Ένα εθνικό κίνημα χωρίς καθόλου ρίζες, που το πήραν στα σοβαρά, γίνεται έμβλημα και σημείο συγκέντρωσης για την αντεπανάσταση. Με αυτό το δίχως σπέρμα αυγό φτάσανε οι γερμανικές λόγχες ως το Μπρεστ Λιτόφσκ».
***
Με αφορμή τα συγκαιρινά σκέφτηκα να θυμίσω τα παραπάνω. Και προτείνω την ανάγνωση ολόκληρου του κειμένου της Ρόζας, που, βεβαίως, δεν είναι … παλαφράντζα, έστω κι αν δεν έχει πάντα και σε όλα δίκιο.
Ο λόγος είναι πως, σε αντίθεση με την άποψη πως πρόκειται για τελειωμένη συζήτηση, ισχυρίζομαι πως είναι μια συζήτηση χωρίς τελειωμό. Και, μάλιστα, μια συζήτηση που μας αφορά όλους.
Και γιατί η αστική τάξη είναι επαγγελματίας στο να κατασκευάζει περισπασμούς. Να το ξαναρωτήσω: μέσα στην άγρια κρίση, που βιώνει η ουκρανική κοινωνία, τι απασχολεί πολιτικά την εργατική της τάξη;
Και γιατί, στο πλαίσιο της τρομερής παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης που ζούμε, αυτά τα θέματα έρχονται συνεχώς στο επίκεντρο. Για την Αριστερά είναι εκ των ων ουκ άνευ η ανάγκη να σκύψει σοβαρά πάνω τους, στο μέτρο, που, όπως σημειώνει ο Ανουάρ Σέικ, «το διακύβευμα της εποχής είναι πώς θα έχουμε κοινωνική ανατροπή, ώστε να αντιμετωπίσουμε τις συνέπειες της κρίσης, χωρίς να οδηγηθούμε σε πολέμους»