Στο
δεύτερο μέρος του άρθρου του ο Μισέλ Ισόν καταπιάνεται με
ζητήματα εκ πρώτης όψεως πιο «γαλλικά», όπως είναι η ανάγκη
διαφοροποίησης των αριστερών υποστηρικτών της εξόδου από
το ευρώ σε σχέση με το Εθνικό Μέτωπο της Λεπέν, που επίσης
υποστηρίζει την έξοδο.
Στην πραγματικότητα, όμως, θίγει ζητήματα που αφορούν όλες τις ευρωπαϊκές χώρες και τις αριστερές δυνάμεις μέσα σε αυτές, ανεξάρτητα από τη στάση που κρατούν, για την ώρα, τα ακροδεξιά κόμματα έναντι του ευρώ και της ΕΕ σε κάθε χώρα. Γιατί το πραγματικό πρόβλημα, όπως επισημαίνει, είναι η επεξεργασία και προβολή μιας αριστερής εναλλακτικής ευρωπαϊκής στρατηγικής σε ρήξη με την υπό νεοφιλελεύθερη κυριαρχία Ευρώπη, και με στόχο την ανασυγκρότησή της σε νέα βάση.
Αυτή τη στρατηγική επιδίωξη δεν μπορεί η αριστερά να την εκχωρήσει με κανένα τρόπο σε άλλες δυνάμεις.
Διαβάστε εδώ το πρώτο μέρος.
Πώς θα διαφοροποιηθούμε από το Εθνικό Μέτωπο.
Το Εθνικό Μέτωπο (ΕΜ) προβάλει την έξοδο από το ευρώ ως κεντρικό άξονα του πολιτικού του προγράμματος και αυτή η συνεύρεση είναι φυσικά ένα πρόβλημα. Πρέπει να τεθεί αυτό το ερώτημα χωρίς να γίνουν άκαιρες ταυτίσεις, αλλά πρέπει να τεθεί. Και να μην αρκεστούμε σε μια εύκολη απάντηση: τελικά το ΕΜ είχε καλέσει να ψηφίσουμε «όχι» για την ευρωπαϊκή Συνταγματική Συνθήκη, αλλά δεν οδηγήθηκε η ριζοσπαστική αριστερά στο να ψηφίσει ναι ή να απέχει. Αυτός ο παραλληλισμός όμως δεν ισχύει, γιατί “το όχι της αριστεράς” προέβαλε ένα άλλο σχέδιο για την Ευρώπη. Οι αριστεροί οπαδοί της εξόδου από το ευρώ έχουν, αντίθετα, εγκαταλείψει τις “ευρωπαϊστικές” ψευδαισθήσεις και μας καλούν “να τελειώνουμε με την Ευρώπη”, για να χρησιμοποιήσουμε τον ατυχή τίτλο μιας συλλογικής έκδοσης.
Είμαστε υποχρεωμένοι να διαπιστώσουμε ότι οι προσπάθειες διαφοροποίησης με το ΕΜ, έχουν μεγάλες αδυναμίες, για έναν ουσιαστικό λόγο, τον οποίο πρέπει να τονίσουμε από την αρχή. Κάθε σχέδιο κοινωνικού μετασχηματισμού με συνοχή, προτείνει στόχους και μέσα για την υλοποίησή τους. Ο αριστερός λόγος για την έξοδο από το ευρώ κάνει ένα μεγάλο λάθος αντιστρέφοντας τους στόχους και τα μέσα. Η έξοδος από το ευρώ εμφανίζεται ως προϋπόθεση που επιτρέπει να προκύψουν στη συνέχεια πολλά εναλλακτικά σχέδια. Σ’αυτές τις συνθήκες είναι πολύ δύσκολο να διαφοροποιηθεί κανείς σε σχέση με το πρόγραμμα του ΕΜ.
Το πρόβλημα αυτό αναδεικνύεται από τον τρόπο που ο Σαπίρ σχολιάζει το σχέδιο εξόδου από το ευρώ του ΕΜ. Δεν το θεωρεί “σκανδαλώδες” και καταγγέλει περισσότερο τον “ερασιτεχνισμό” του. Η κριτική του αφορά στην ουσία τον τρόπο υλοποίησης: ανάγκη ελέγχου των κεφαλαίων και των ισοτιμιών, εγκαθίδρυση “τραπεζικών και χρηματοπιστωτικών διακοπών”, ή ακόμα “προσωρινή διακοπή όλων των διασυνοριακών συναλλαγών”. Από το σχέδιο του ΕΜ λείπουν μέτρα όπως η δημιουργία ενός “δημόσιου πιστωτικού πόλου”, ενός άλλου πόλου για την χρηματοδότηση των ΜΜΕ, ή και ο διαχωρισμός των τραπεζών. Λείπει επίσης η αναβιομηχάνιση και η αποδυνάμωση του χρηματοπιστωτικού τομέα. Σχετικά με το τελευταίο σημείο “το πρόγραμμα του ΕΜ είναι πολύ δειλό και τουλάχιστον διφορούμενο”. Συμπέρασμα: “προς το παρόν το πρόγραμμα αυτό δεν αποτελεί μια πραγματική εναλλακτική κατεύθυνση, πράγμα που δεν σημαίνει ότι μια τέτοια εναλλακτική δεν είναι δυνατή”.
Ο Φρεντερίκ Λορντόν έχει φυσικά κατανοήσει - και έχει πιθανώς ενοχληθεί από - τη γειτνίαση με τις θέσεις του ΕΜ σχετικά με το ευρωπαϊκό ζήτημα. Δημοσίευσε πρόσφατα στο μπλογκ του ένα κείμενο, του οποίου ο τίτλος φαινόταν να υπόσχεται ότι θα εξηγήσει τις διαφορές μεταξύ των σχεδίων. Το άρθρο ξεκινάει με μερικές ρητορικές κατηγορίες κατά της κριτικής αριστεράς, που “για να μη τροφοδοτήσει κατηγορίες περί εθνικής αναδίπλωσης’ εγκαταλείπει κάθε ιδέα της οποιαδήποτε αμφισβήτησης του ελεύθερου εμπορίου”. Ο Λορντόν προτείνει “να σκεφτεί κάποια αντίμετρα χρησιμοποιώντας τα ίδια μέσα που χρησιμοποιεί το ΕΜ”.
Σε μια συζήτηση με τον Λορντόν, ο Εμάνουελ Τοντ δηλώνει ότι “η προτεραιότητα για τη γαλλική αριστερά” είναι “να οικοδομήσει έναν ισχυρό λόγο για το έθνος, να επανεφεύρει ένα αριστερό όραμα για το έθνος (που θα παραμερίσει το συρρικνωμένο έθνος του ΕΜ”. Και διευκρινίζει έτσι το στόχο: “Εμείς οι Γάλλοι, έχουμε ανάγκη να ξαναβρεθούμε μεταξύ μας, με την παλιά καλή μας πάλη των τάξεων, με την εκπληκτική πολιτισμική μας ποικιλία, με το κράτος μας, και το νόμισμά μας. Πρέπει να αντλήσουμε από τις παραδόσεις μας και από την ιστορία μας ό,τι χρειαζόμαστε για να τα βγάλουμε πέρα”.
Αυτή η διατύπωση του Τοντ σχετικά με την “παλιά καλή μας πάλη των τάξεων” αφορά ένα επαναλαμβανόμενο θέμα: το έθνος αποτελεί τον κατάλληλο χώρο για να αναπτυχθεί μια πάλη των τάξεων “ελεύθερη” και “όχι παραμορφωμένη” από την παγκοσμιοποίηση. Αλλά πρόκειται για παράλογες διατυπώσεις από δύο απόψεις: πρώτα γιατί η πάλη των τάξεων έχει μεταφερθεί σε ένα διακρατικό επίπεδο, παντού στον κόσμο και όχι μόνο στη ζώνη του ευρώ, λόγω μιας διεθνοποίησης του κεφαλαίου που δεν θα διαγραφεί με μια μονοκονδυλιά με την έξοδο από το ευρώ. Και μετά, γιατί δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί παρά με τη μορφή μιας υποχώρησης του κεφαλαίου στο εθνικό κεφάλαιο: το εθνικό συμφέρον θα δικαιολογούσε τότε το μπλοκάρισμα των μισθών και των κοινωνικών δαπανών, για την υπεράσπιση του “παλιού καλού” νομίσματός μας.
Από τον εθνικό χώρο θα αντεπιτεθούμε καλύτερα.
Αυτό το “τέχνασμα της διεθνιστικής λογικής” υποστηρίζεται και από τον Σεντρίκ Ντιράν σε ένα βιβλίο το οποίο συντόνισε: “Ενώ οι κυρίαρχες τάξεις είναι πολύ καλά οργανωμένες και συντονισμένες σε ευρωπαϊκή (και ευρύτερα διεθνή) κλίμακα, τα κοινωνικά κινήματα και οι οργανώσεις της αριστεράς παραμένουν διασπασμένα γεωγραφικά, και βαθύτατα ενταγμένα στους ρυθμούς των εθνικών τους χώρων. Δεν διαθέτουν θεσμικά εργαλεία για να ενταχθούν στο ευρωπαϊκό στρατηγικό πεδίο, οι μισθωτοί δεν επηρεάζουν με κανένα τρόπο τη ατζέντα της ολοκλήρωσης, που άρα δεν μπορεί παρά να είναι δυσμενής γι’ αυτούς. Πρέπει επομένως να αναζητηθεί μια μορφή ρήξης με την ΕΕ, πράγμα που σημαίνει με αυτόματο τρόπο, να επιλεγεί μια νέα επικέντρωση – τουλάχιστον προσωρινά – σε έναν εθνικό χώρο ορισμού των οικονομικών και κοινωνικών πολιτικών”.
Αυτή η τοποθέτηση δεν σημαίνει ότι ο συγγραφέας υποστηρίζει την έξοδο από το ευρώ, καθώς γράφει επίσης: “Η εγκατάλειψη του ευρώ εμφανίζεται ως Η λύση: η αναπροσαρμογή των συναλλαγματικών ισοτιμιών απορροφά υποτίθεται τις διαφορές ανταγωνιστικότητας και ευνοεί την επανεκκίνηση της δραστηριότητας. Μια τέτοια λογική εθνικής αναδίπλωσης, ακόμα κι όταν δεν εγγράφεται στην ξενοφοβική λογική της άκρας δεξιάς, είναι επικίνδυνη, γιατί τείνει να υποκαταστήσει τις κοινωνικές συγκρούσεις με τις αντιθέσεις μεταξύ λαών”. Ο συνδυασμός αυτών των δύο αποσπασμάτων αρκεί για να φανεί η απουσία συνοχής, που τελικά αντανακλά την κακοφωνία των διαφόρων κειμένων που συγκεντρώνονται στον τόμο με τίτλο “Να τελειώνουμε με την Ευρώπη”.
Αναδίπλωση ή ρήξη;
Μπορούμε να συμφωνήσουμε με το σημείο αφετηρίας: η πάλη των τάξεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι άνιση. Αλλά ο Σ. Ντιράν κάνει το αποφασιστικό λάθος να υποδείξει ότι η αναδίπλωση στον εθνικό χώρο θα επιτρέψει από μόνη της να καταργηθεί το “ευρωπαϊκό στρατηγικό πεδίο”. Αυτό όμως δεν ισχύει και η επικέντρωση στον εθνικό χώρο ή η ρήξη με την ΕΕ δεν θα είχε νόημα, παρά αν μπορούσε να αξιοποιηθεί για να επηρεάσει το ευρωπαϊκό πεδίο με μια στρατηγική επέκτασης (των κοινωνικών και πολιτικών αγώνων). Πρόκειται για τη διαφορά ανάμεσα σε μια στρατηγική αναδίπλωσης και μια στρατηγική ρήξης.
Η αναδίπλωση βασίζεται στην υπόθεση μιας άμεσης και συνολικής αποδέσμευσης ανάμεσα στο εθνικό πεδίο και το ευρωπαϊκό πεδίο, που θα επέτρεπε να καταργηθούν οι εξωτερικές πιέσεις. Αυτή είναι η θεωρία του Σ. Ντιράν, όταν γράφει ότι “η Ευρώπη δεν είναι το κύριο ζήτημα για την κοινωνική και πολιτική αριστερά. Το πρόβλημά τους δεν είναι να αναλάβουν την εξεύρεση μιας λύσης για την ΕΕ. Το ουσιαστικό είναι να ξεκινήσει κανείς από το πρωτεύον στο πλαίσιο της οικονομικής κρίσης – τη μαζική ανεργία”. Μια τέτοια στάση δεν είναι αμφισβητήσιμη ως “εθνική αναδίπλωση” – και θα μπορούσαμε να μην υποστούμε όλες αυτές τις εκθέσεις ιδεών γύρω από την έννοια του έθνους – αλλά γιατί η υπόθεση στην οποία βασίζεται είναι εσφαλμένη. Η εγκατάλειψη του ευρωπαϊκού στρατηγικού πεδίου ή ο ισχυρισμός ότι μπορεί κανείς να αποδεσμευθεί απ’ αυτό, δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε εθνικιστικές εμπλοκές, αν απουσιάζει η διάσταση της επέκτασης.
Για να είναι συνεκτικό, ένα αριστερό πρόγραμμα εξόδου από το ευρώ θα έπρεπε να συγκροτηθεί με τον εξής τρόπο. Πρώτα να ανακοινώσει τους στόχους του, για παράδειγμα: τη ριζική αλλαγή στην κατανομή των εισοδημάτων. Στη συνέχεια να αποδείξει ότι αυτός ο στόχος δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς έξοδο από το ευρώ. Και στη συνέχεια να υιοθετήσει ένα σύνθημα που θα μπορούσε να είναι: “να βγούμε από το ευρώ για να πληρώσουν οι πλούσιοι”. Αλλά ο λόγος των αριστερών οπαδών της εξόδου από το ευρώ δεν αποδεικνύει την αναγκαιότητά της, δεν μας λέει τι θα επέτρεπε, και οδηγείται τελικά στο εξής σύνθημα: “Για να βγούμε από την κρίση, να βγούμε από το ευρώ”. Πρόκειται για μια απλή διατύπωση, κατανοητή, αλλά το πρόβλημα είναι ότι νομιμοποιεί στην πράξη το απλοϊκό θεώρημα του Εθνικού Μετώπου: “Να βγούμε από το ευρώ, για να είναι όλα δυνατά”.
Αντίθετα, μια στρατηγική ρήξης και επέκτασης θα έπρεπε να συνδυάζει τη ρήξη με την προβολή ενός σχεδίου ανασυγκρότησης της Ευρώπης. Μπορεί να παρουσιαστεί χάρη στο σχήμα που προτείνουν οι συγγραφείς του μανιφέστου Τι να κάνουμε με το χρέος και το ευρώ;
Τα “καλά” μέτρα υιοθετούνται μονομερώς, όπως για παράδειγμα η απόρριψη της λιτότητας ή η φορολόγηση των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών.
Συνοδεύονται από μέτρα προστατευτικά, όπως ο έλεγχος των κεφαλαίων. Η υιοθέτηση σε εθνικό επίπεδο πολιτικών που είναι αντίθετες με τους ευρωπαϊκούς κανόνες, εμπεριέχει ένα πολιτικό ρίσκο, που πρέπει κανείς να πάρει υπόψη του. Η απάντηση βρίσκεται στη λογική της επέκτασης, ώστε να τα μέτρα αυτά (όπως η δημοσιονομική ανάκαμψη ή η φορολογία των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών) να υιοθετούνται και από άλλα κράτη μέλη.
Κυριαρχία και κυριαρχισμός
Πίσω από αυτές τις ασάφειες υπάρχει μια βασική σύγχυση μεταξύ λαϊκής (ή δημοκρατικής) κυριαρχίας και εθνικής κυριαρχίας. Υπάρχουν όμως κυρίαρχα και δικτατορικά κράτη. Υπάρχει επίσης και η δυνατότητα άσκησης της εθνικής κυριαρχίας στο όνομα της λαϊκής κυριαρχίας. Αλλά ούτε ο Θαπατέρο, ούτε ο Παπανδρέου επέλεξαν το δρόμο που θα τους οδηγούσε να πουν εν θερμώ: “Δεν μπορούμε να πληρώσουμε το χρέος και θα πάψουμε να το κάνουμε. Ας συζητήσουμε”. Και ο Ολάντ εγκατέλειψε από την αρχή την προσπάθεια να οικοδομήσει ένα συσχετισμό κατά του ορντοφιλελευθερισμού της Μέρκελ βασιζόμενος στις χώρες του Νότου. Το ζήτημα δεν είναι επομένως ο βαθμός “κυριαρχισμού” αυτών των κυβερνήσεων, αλλά η ταξική τους φύση και η υποταγή τους στα συμφέροντα του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού.
Η κοσμοθεωρία των αριστερών οπαδών της εξόδου από το ευρώ είναι κατά βάθος απλοϊκή: υπάρχουν εθνικές οντότητες – που δεν έχουν ως προοπτική τη διάλυσή τους στο εσωτερικό μιας ευρωπαϊκής ταυτότητας – οι οποίες υποτάσσονται σε μια δικτατορία των αγορών, που είναι κατά κάποιο τρόπο εξωτερική ως προς αυτές. Και η έξοδος από το ευρώ θα επέτρεπε από μόνη της να την αποτινάξουν. Δεν θα υπήρχε πλέον στο εσωτερικό της κάθε χώρας που απελευθερώνεται από τις πιέσεις του χρηματοπιστωτικού τομέα, η ανάγκη ρήξης με τον καπιταλισμό, τουλάχιστον με νεοφιλελεύθερα χαρακτηριστικά. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, τα μερίσματα που εισπράττουν οι μέτοχοι, αντιστοιχούν στο 13% της μάζας των μισθών. Πώς όμως μπορεί να εγγυηθεί η έξοδος από το ευρώ ότι αυτή η μεταφορά εισοδήματος θα φθάσει ξανά στο 4%, όπου βρισκόταν κατά τη δεκαετία του 80;
Το ερώτημα που τίθεται επομένως είναι αν ο “κυριαρχισμός της αριστεράς”, τον οποίο υποστηρίζουν οι οπαδοί της εξόδου από το ευρώ, μπορεί να υπάρξει. Είναι προφανές για τον Λορντόν ότι “ο κυριαρχισμός της αριστεράς διαφοροποιείται εύκολα από τον κυριαρχισμό της δεξιάς, καθώς ο τελευταίος προσεγγίζεται ως κυριαρχία του ‘έθνους’, όταν ο πρώτος διεκδικεί να νομιμοποιήσει την κυριαρχία του ‘λαού’”. Όπως είδαμε, αυτή διαφοροποίηση παραμένει συγκεχυμένη χωρίς μια ταξική προσέγγιση που λαμβάνει υπόψη τους εσωτερικούς κοινωνικούς συσχετισμούς.
Αλλά ο Σαπίρ πάει πιό μακριά αρνούμενος αυτή τη διαφοροποίηση: “Αρνούμαι την ιδέα ότι μπορεί να υπάρξει ένας κυριαρχισμός της ‘δεξιάς’ ή της ‘αριστεράς’. Υπάρχει ο κυριαρχισμός ως προϋπόθεση για την ύπαρξη μιας δημοκρατικής σκέψης, και οι ιδεολογίες που αρνούνται την κυριαρχία και επομένως in fine τη δημοκρατία”. Με δυο λόγια, “δεν υπάρχει επομένως αντίθεση ανάμεσα στον κυριαρχισμό της δεξιάς και της αριστεράς. Υπάρχει μόνο ένας κυριαρχισμός” και ανάμεσα στις δύο αντιλήψεις για το έθνος “δεν υπάρχει από λειτουργική άποψη μια ριζική διαφορά ανάμεσα στις δύο σε αυτό το επίπεδο της ανάλυσης”.
Οι επιπτώσεις του αδιαφοροποίητου κυριαρχισμού
Δεν πρέπει επομένως να μας εκπλήσσει το ότι ο “κυριαρχισμός της αριστεράς” δυσκολεύεται να επιβληθεί και να διαφοροποιηθεί από τον κυριαρχισμό γενικώς. Και υπάρχουν φυσικά πολιτικές επιπτώσεις. Στην κριτική του του βιβλίου που επιμελήθηκε ο Σ. Ντιράν, ο Σαπίρ του προσάπτει ότι δεν προσφέρει “καμμία ένδειξη σε σχέση με τη δυνατότητα ενός νέου ιστορικού μπλοκ, που θα μπορούσε να είναι φορέας μιας εξόδου από το ευρώ, σε εθνικό επίπεδο και μιας μεγάλων διαστάσεων ανασυγκρότησης των ευρωπαϊκών θεσμών, σε διεθνές επίπεδο. Και διατυπώνει τη δική του υπόθεση σχετικά με αυτό το σημείο: “Το ιστορικό μπλόκ που θα μπορούσε να είναι φορέας μιας τέτοιας πολιτικής, βρίσκεται σε μια διαδικασία συγκρότησης. Δεν έχει όμως ξεκαθαριστεί αν θα ηγεμονεύσουν οι δυνάμεις που εκπροσωπούν μια πραγματική αριστερά ή μια λαϊκιστική δεξιά με βοναπαρτιστικές τάσεις”.
Αυτά τα σχόλια αποκαλύπτουν για άλλη μια φορά μια διπλή αντίφαση. Από τη μια μεριά, ενώ οι αριστεροί οπαδοί της εξόδου από το ευρώ την θεωρούν κεντρικό και ιδρυτικό στοιχείο του πολιτικού τους σχεδίου, εγκαταλείπουν στην πράξη τον ανασχηματισμό των ευρωπαϊκών θεσμών, καταγγέλλοντάς τον, όπως είδαμε, με κάθε τρόπο και θεωρώντας τον μια αφηρημένη ψευδαίσθηση. Από την άλλη, μια τέτοια εγκατάλειψη ισοδυναμεί με την κατάργηση στοιχείων διαφοροποίησης (το ταξικό περιεχόμενο του προγράμματος και ένα άλλο σχέδιο για την Ευρώπη), που θα τους επέτρεπαν να ισχυριστούν ότι μπορούν να κατακτήσουν μια ηγεμονική θέση σε ένα ‘ιστορικό μπλοκ υπό συγκρότηση’, του οποίου ο μόνος κοινός παρονομαστής είναι τελικά η έξοδος από το ευρώ.
Ο Σερζ Χαλιμί εκφράζει πολύ καλά την ανάγκη μιας προγραμματικής διαφοροποίησης και αναδεικνύει τους κινδύνους που εμπεριέχει η υποτίμησή της: “Η έξοδος από το ευρώ, όπως σε κάποιο βαθμό και ο προστατευτισμός, θα βασιζόταν σε μια πολιτική συμμαχία των κακών και των καλών, στο εσωτερικό της οποίας οι πρώτοι υπερισχύουν προς το παρόν. Ο οικουμενικός μισθός, η περικοπή του χρέους και η φορολογική αναδιανομή θα επέτρεπε μια εξίσου ευρεία, αν όχι ευρύτερη, συσπείρωση παραμερίζοντας όμως τους ανεπιθύμητους συμμάχους”.
Κάλυψη του στρατηγικού κενού
Αντί για συμπεράσματα μπορεί κανείς να διατυπώσει τρεις αρχές στις οποίες θα μπορούσε να βασιστεί η πολιτική της ριζοσπαστικής αριστεράς στην Ευρώπη.
Πρώτη αρχή: Η έξοδος από το ευρώ δεν αποκλείεται a priori σε καμμία περίπτωση, αλλά πρόκειται για ένα αποτρεπτικό όπλο, με σκοπό την οικοδόμηση ενός συσχετισμού σε ευρωπαϊκή κλίμακα, που δεν πρέπει να προβάλλεται ως πρωταρχικό μέτρο που καθορίζει όλα τα άλλα.
Δεύτερη αρχή: Κάθε εναλλακτικό σχέδιο πρέπει να συνδυάζει μια μονομερή ρήξη με την υπαρκτή Ευρώπη και την προώθηση ενός σχεδίου συνεργατικής ανοικοδόμησης της Ευρώπης.
Τρίτη αρχή: Η ρήξη με τον ευρωφιλελευθερισμό δεν έχει νόημα παρά μόνο στο όνομα ενός προγράμματος ρήξης με τη νεοφιλελεύθερη τάξη πραγμάτων στο εσωτερικό της κάθε χώρας.
Η εφαρμογή αυτών των αρχών θα επέτρεπε να προχωρήσουμε σε πολλά μέτωπα και να στηρίξουμε τη νομιμοποίηση ενός εναλλακτικού σχεδίου σε δύο βάσεις, σε ένα περιεχόμενο που υποστηρίζει τις ελπίδες της πλειοψηφίας των λαών σε κάθε χώρα, και στη συνεργατική διάσταση σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Το ταξικό περιεχόμενο ενός τέτοιου προγράμματος θα επέτρεπε να διαφοροποιηθούμε καθαρά σε σχέση με τις θέσεις της άκρας δεξιάς και να επιτύχουμε το συντονισμό των αγώνων σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Πηγή: Εποχή
Στην πραγματικότητα, όμως, θίγει ζητήματα που αφορούν όλες τις ευρωπαϊκές χώρες και τις αριστερές δυνάμεις μέσα σε αυτές, ανεξάρτητα από τη στάση που κρατούν, για την ώρα, τα ακροδεξιά κόμματα έναντι του ευρώ και της ΕΕ σε κάθε χώρα. Γιατί το πραγματικό πρόβλημα, όπως επισημαίνει, είναι η επεξεργασία και προβολή μιας αριστερής εναλλακτικής ευρωπαϊκής στρατηγικής σε ρήξη με την υπό νεοφιλελεύθερη κυριαρχία Ευρώπη, και με στόχο την ανασυγκρότησή της σε νέα βάση.
Αυτή τη στρατηγική επιδίωξη δεν μπορεί η αριστερά να την εκχωρήσει με κανένα τρόπο σε άλλες δυνάμεις.
Διαβάστε εδώ το πρώτο μέρος.
Πώς θα διαφοροποιηθούμε από το Εθνικό Μέτωπο.
Το Εθνικό Μέτωπο (ΕΜ) προβάλει την έξοδο από το ευρώ ως κεντρικό άξονα του πολιτικού του προγράμματος και αυτή η συνεύρεση είναι φυσικά ένα πρόβλημα. Πρέπει να τεθεί αυτό το ερώτημα χωρίς να γίνουν άκαιρες ταυτίσεις, αλλά πρέπει να τεθεί. Και να μην αρκεστούμε σε μια εύκολη απάντηση: τελικά το ΕΜ είχε καλέσει να ψηφίσουμε «όχι» για την ευρωπαϊκή Συνταγματική Συνθήκη, αλλά δεν οδηγήθηκε η ριζοσπαστική αριστερά στο να ψηφίσει ναι ή να απέχει. Αυτός ο παραλληλισμός όμως δεν ισχύει, γιατί “το όχι της αριστεράς” προέβαλε ένα άλλο σχέδιο για την Ευρώπη. Οι αριστεροί οπαδοί της εξόδου από το ευρώ έχουν, αντίθετα, εγκαταλείψει τις “ευρωπαϊστικές” ψευδαισθήσεις και μας καλούν “να τελειώνουμε με την Ευρώπη”, για να χρησιμοποιήσουμε τον ατυχή τίτλο μιας συλλογικής έκδοσης.
Είμαστε υποχρεωμένοι να διαπιστώσουμε ότι οι προσπάθειες διαφοροποίησης με το ΕΜ, έχουν μεγάλες αδυναμίες, για έναν ουσιαστικό λόγο, τον οποίο πρέπει να τονίσουμε από την αρχή. Κάθε σχέδιο κοινωνικού μετασχηματισμού με συνοχή, προτείνει στόχους και μέσα για την υλοποίησή τους. Ο αριστερός λόγος για την έξοδο από το ευρώ κάνει ένα μεγάλο λάθος αντιστρέφοντας τους στόχους και τα μέσα. Η έξοδος από το ευρώ εμφανίζεται ως προϋπόθεση που επιτρέπει να προκύψουν στη συνέχεια πολλά εναλλακτικά σχέδια. Σ’αυτές τις συνθήκες είναι πολύ δύσκολο να διαφοροποιηθεί κανείς σε σχέση με το πρόγραμμα του ΕΜ.
Το πρόβλημα αυτό αναδεικνύεται από τον τρόπο που ο Σαπίρ σχολιάζει το σχέδιο εξόδου από το ευρώ του ΕΜ. Δεν το θεωρεί “σκανδαλώδες” και καταγγέλει περισσότερο τον “ερασιτεχνισμό” του. Η κριτική του αφορά στην ουσία τον τρόπο υλοποίησης: ανάγκη ελέγχου των κεφαλαίων και των ισοτιμιών, εγκαθίδρυση “τραπεζικών και χρηματοπιστωτικών διακοπών”, ή ακόμα “προσωρινή διακοπή όλων των διασυνοριακών συναλλαγών”. Από το σχέδιο του ΕΜ λείπουν μέτρα όπως η δημιουργία ενός “δημόσιου πιστωτικού πόλου”, ενός άλλου πόλου για την χρηματοδότηση των ΜΜΕ, ή και ο διαχωρισμός των τραπεζών. Λείπει επίσης η αναβιομηχάνιση και η αποδυνάμωση του χρηματοπιστωτικού τομέα. Σχετικά με το τελευταίο σημείο “το πρόγραμμα του ΕΜ είναι πολύ δειλό και τουλάχιστον διφορούμενο”. Συμπέρασμα: “προς το παρόν το πρόγραμμα αυτό δεν αποτελεί μια πραγματική εναλλακτική κατεύθυνση, πράγμα που δεν σημαίνει ότι μια τέτοια εναλλακτική δεν είναι δυνατή”.
Ο Φρεντερίκ Λορντόν έχει φυσικά κατανοήσει - και έχει πιθανώς ενοχληθεί από - τη γειτνίαση με τις θέσεις του ΕΜ σχετικά με το ευρωπαϊκό ζήτημα. Δημοσίευσε πρόσφατα στο μπλογκ του ένα κείμενο, του οποίου ο τίτλος φαινόταν να υπόσχεται ότι θα εξηγήσει τις διαφορές μεταξύ των σχεδίων. Το άρθρο ξεκινάει με μερικές ρητορικές κατηγορίες κατά της κριτικής αριστεράς, που “για να μη τροφοδοτήσει κατηγορίες περί εθνικής αναδίπλωσης’ εγκαταλείπει κάθε ιδέα της οποιαδήποτε αμφισβήτησης του ελεύθερου εμπορίου”. Ο Λορντόν προτείνει “να σκεφτεί κάποια αντίμετρα χρησιμοποιώντας τα ίδια μέσα που χρησιμοποιεί το ΕΜ”.
Σε μια συζήτηση με τον Λορντόν, ο Εμάνουελ Τοντ δηλώνει ότι “η προτεραιότητα για τη γαλλική αριστερά” είναι “να οικοδομήσει έναν ισχυρό λόγο για το έθνος, να επανεφεύρει ένα αριστερό όραμα για το έθνος (που θα παραμερίσει το συρρικνωμένο έθνος του ΕΜ”. Και διευκρινίζει έτσι το στόχο: “Εμείς οι Γάλλοι, έχουμε ανάγκη να ξαναβρεθούμε μεταξύ μας, με την παλιά καλή μας πάλη των τάξεων, με την εκπληκτική πολιτισμική μας ποικιλία, με το κράτος μας, και το νόμισμά μας. Πρέπει να αντλήσουμε από τις παραδόσεις μας και από την ιστορία μας ό,τι χρειαζόμαστε για να τα βγάλουμε πέρα”.
Αυτή η διατύπωση του Τοντ σχετικά με την “παλιά καλή μας πάλη των τάξεων” αφορά ένα επαναλαμβανόμενο θέμα: το έθνος αποτελεί τον κατάλληλο χώρο για να αναπτυχθεί μια πάλη των τάξεων “ελεύθερη” και “όχι παραμορφωμένη” από την παγκοσμιοποίηση. Αλλά πρόκειται για παράλογες διατυπώσεις από δύο απόψεις: πρώτα γιατί η πάλη των τάξεων έχει μεταφερθεί σε ένα διακρατικό επίπεδο, παντού στον κόσμο και όχι μόνο στη ζώνη του ευρώ, λόγω μιας διεθνοποίησης του κεφαλαίου που δεν θα διαγραφεί με μια μονοκονδυλιά με την έξοδο από το ευρώ. Και μετά, γιατί δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί παρά με τη μορφή μιας υποχώρησης του κεφαλαίου στο εθνικό κεφάλαιο: το εθνικό συμφέρον θα δικαιολογούσε τότε το μπλοκάρισμα των μισθών και των κοινωνικών δαπανών, για την υπεράσπιση του “παλιού καλού” νομίσματός μας.
Από τον εθνικό χώρο θα αντεπιτεθούμε καλύτερα.
Αυτό το “τέχνασμα της διεθνιστικής λογικής” υποστηρίζεται και από τον Σεντρίκ Ντιράν σε ένα βιβλίο το οποίο συντόνισε: “Ενώ οι κυρίαρχες τάξεις είναι πολύ καλά οργανωμένες και συντονισμένες σε ευρωπαϊκή (και ευρύτερα διεθνή) κλίμακα, τα κοινωνικά κινήματα και οι οργανώσεις της αριστεράς παραμένουν διασπασμένα γεωγραφικά, και βαθύτατα ενταγμένα στους ρυθμούς των εθνικών τους χώρων. Δεν διαθέτουν θεσμικά εργαλεία για να ενταχθούν στο ευρωπαϊκό στρατηγικό πεδίο, οι μισθωτοί δεν επηρεάζουν με κανένα τρόπο τη ατζέντα της ολοκλήρωσης, που άρα δεν μπορεί παρά να είναι δυσμενής γι’ αυτούς. Πρέπει επομένως να αναζητηθεί μια μορφή ρήξης με την ΕΕ, πράγμα που σημαίνει με αυτόματο τρόπο, να επιλεγεί μια νέα επικέντρωση – τουλάχιστον προσωρινά – σε έναν εθνικό χώρο ορισμού των οικονομικών και κοινωνικών πολιτικών”.
Αυτή η τοποθέτηση δεν σημαίνει ότι ο συγγραφέας υποστηρίζει την έξοδο από το ευρώ, καθώς γράφει επίσης: “Η εγκατάλειψη του ευρώ εμφανίζεται ως Η λύση: η αναπροσαρμογή των συναλλαγματικών ισοτιμιών απορροφά υποτίθεται τις διαφορές ανταγωνιστικότητας και ευνοεί την επανεκκίνηση της δραστηριότητας. Μια τέτοια λογική εθνικής αναδίπλωσης, ακόμα κι όταν δεν εγγράφεται στην ξενοφοβική λογική της άκρας δεξιάς, είναι επικίνδυνη, γιατί τείνει να υποκαταστήσει τις κοινωνικές συγκρούσεις με τις αντιθέσεις μεταξύ λαών”. Ο συνδυασμός αυτών των δύο αποσπασμάτων αρκεί για να φανεί η απουσία συνοχής, που τελικά αντανακλά την κακοφωνία των διαφόρων κειμένων που συγκεντρώνονται στον τόμο με τίτλο “Να τελειώνουμε με την Ευρώπη”.
Αναδίπλωση ή ρήξη;
Μπορούμε να συμφωνήσουμε με το σημείο αφετηρίας: η πάλη των τάξεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι άνιση. Αλλά ο Σ. Ντιράν κάνει το αποφασιστικό λάθος να υποδείξει ότι η αναδίπλωση στον εθνικό χώρο θα επιτρέψει από μόνη της να καταργηθεί το “ευρωπαϊκό στρατηγικό πεδίο”. Αυτό όμως δεν ισχύει και η επικέντρωση στον εθνικό χώρο ή η ρήξη με την ΕΕ δεν θα είχε νόημα, παρά αν μπορούσε να αξιοποιηθεί για να επηρεάσει το ευρωπαϊκό πεδίο με μια στρατηγική επέκτασης (των κοινωνικών και πολιτικών αγώνων). Πρόκειται για τη διαφορά ανάμεσα σε μια στρατηγική αναδίπλωσης και μια στρατηγική ρήξης.
Η αναδίπλωση βασίζεται στην υπόθεση μιας άμεσης και συνολικής αποδέσμευσης ανάμεσα στο εθνικό πεδίο και το ευρωπαϊκό πεδίο, που θα επέτρεπε να καταργηθούν οι εξωτερικές πιέσεις. Αυτή είναι η θεωρία του Σ. Ντιράν, όταν γράφει ότι “η Ευρώπη δεν είναι το κύριο ζήτημα για την κοινωνική και πολιτική αριστερά. Το πρόβλημά τους δεν είναι να αναλάβουν την εξεύρεση μιας λύσης για την ΕΕ. Το ουσιαστικό είναι να ξεκινήσει κανείς από το πρωτεύον στο πλαίσιο της οικονομικής κρίσης – τη μαζική ανεργία”. Μια τέτοια στάση δεν είναι αμφισβητήσιμη ως “εθνική αναδίπλωση” – και θα μπορούσαμε να μην υποστούμε όλες αυτές τις εκθέσεις ιδεών γύρω από την έννοια του έθνους – αλλά γιατί η υπόθεση στην οποία βασίζεται είναι εσφαλμένη. Η εγκατάλειψη του ευρωπαϊκού στρατηγικού πεδίου ή ο ισχυρισμός ότι μπορεί κανείς να αποδεσμευθεί απ’ αυτό, δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε εθνικιστικές εμπλοκές, αν απουσιάζει η διάσταση της επέκτασης.
Για να είναι συνεκτικό, ένα αριστερό πρόγραμμα εξόδου από το ευρώ θα έπρεπε να συγκροτηθεί με τον εξής τρόπο. Πρώτα να ανακοινώσει τους στόχους του, για παράδειγμα: τη ριζική αλλαγή στην κατανομή των εισοδημάτων. Στη συνέχεια να αποδείξει ότι αυτός ο στόχος δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς έξοδο από το ευρώ. Και στη συνέχεια να υιοθετήσει ένα σύνθημα που θα μπορούσε να είναι: “να βγούμε από το ευρώ για να πληρώσουν οι πλούσιοι”. Αλλά ο λόγος των αριστερών οπαδών της εξόδου από το ευρώ δεν αποδεικνύει την αναγκαιότητά της, δεν μας λέει τι θα επέτρεπε, και οδηγείται τελικά στο εξής σύνθημα: “Για να βγούμε από την κρίση, να βγούμε από το ευρώ”. Πρόκειται για μια απλή διατύπωση, κατανοητή, αλλά το πρόβλημα είναι ότι νομιμοποιεί στην πράξη το απλοϊκό θεώρημα του Εθνικού Μετώπου: “Να βγούμε από το ευρώ, για να είναι όλα δυνατά”.
Αντίθετα, μια στρατηγική ρήξης και επέκτασης θα έπρεπε να συνδυάζει τη ρήξη με την προβολή ενός σχεδίου ανασυγκρότησης της Ευρώπης. Μπορεί να παρουσιαστεί χάρη στο σχήμα που προτείνουν οι συγγραφείς του μανιφέστου Τι να κάνουμε με το χρέος και το ευρώ;
Τα “καλά” μέτρα υιοθετούνται μονομερώς, όπως για παράδειγμα η απόρριψη της λιτότητας ή η φορολόγηση των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών.
Συνοδεύονται από μέτρα προστατευτικά, όπως ο έλεγχος των κεφαλαίων. Η υιοθέτηση σε εθνικό επίπεδο πολιτικών που είναι αντίθετες με τους ευρωπαϊκούς κανόνες, εμπεριέχει ένα πολιτικό ρίσκο, που πρέπει κανείς να πάρει υπόψη του. Η απάντηση βρίσκεται στη λογική της επέκτασης, ώστε να τα μέτρα αυτά (όπως η δημοσιονομική ανάκαμψη ή η φορολογία των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών) να υιοθετούνται και από άλλα κράτη μέλη.
Κυριαρχία και κυριαρχισμός
Πίσω από αυτές τις ασάφειες υπάρχει μια βασική σύγχυση μεταξύ λαϊκής (ή δημοκρατικής) κυριαρχίας και εθνικής κυριαρχίας. Υπάρχουν όμως κυρίαρχα και δικτατορικά κράτη. Υπάρχει επίσης και η δυνατότητα άσκησης της εθνικής κυριαρχίας στο όνομα της λαϊκής κυριαρχίας. Αλλά ούτε ο Θαπατέρο, ούτε ο Παπανδρέου επέλεξαν το δρόμο που θα τους οδηγούσε να πουν εν θερμώ: “Δεν μπορούμε να πληρώσουμε το χρέος και θα πάψουμε να το κάνουμε. Ας συζητήσουμε”. Και ο Ολάντ εγκατέλειψε από την αρχή την προσπάθεια να οικοδομήσει ένα συσχετισμό κατά του ορντοφιλελευθερισμού της Μέρκελ βασιζόμενος στις χώρες του Νότου. Το ζήτημα δεν είναι επομένως ο βαθμός “κυριαρχισμού” αυτών των κυβερνήσεων, αλλά η ταξική τους φύση και η υποταγή τους στα συμφέροντα του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού.
Η κοσμοθεωρία των αριστερών οπαδών της εξόδου από το ευρώ είναι κατά βάθος απλοϊκή: υπάρχουν εθνικές οντότητες – που δεν έχουν ως προοπτική τη διάλυσή τους στο εσωτερικό μιας ευρωπαϊκής ταυτότητας – οι οποίες υποτάσσονται σε μια δικτατορία των αγορών, που είναι κατά κάποιο τρόπο εξωτερική ως προς αυτές. Και η έξοδος από το ευρώ θα επέτρεπε από μόνη της να την αποτινάξουν. Δεν θα υπήρχε πλέον στο εσωτερικό της κάθε χώρας που απελευθερώνεται από τις πιέσεις του χρηματοπιστωτικού τομέα, η ανάγκη ρήξης με τον καπιταλισμό, τουλάχιστον με νεοφιλελεύθερα χαρακτηριστικά. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, τα μερίσματα που εισπράττουν οι μέτοχοι, αντιστοιχούν στο 13% της μάζας των μισθών. Πώς όμως μπορεί να εγγυηθεί η έξοδος από το ευρώ ότι αυτή η μεταφορά εισοδήματος θα φθάσει ξανά στο 4%, όπου βρισκόταν κατά τη δεκαετία του 80;
Το ερώτημα που τίθεται επομένως είναι αν ο “κυριαρχισμός της αριστεράς”, τον οποίο υποστηρίζουν οι οπαδοί της εξόδου από το ευρώ, μπορεί να υπάρξει. Είναι προφανές για τον Λορντόν ότι “ο κυριαρχισμός της αριστεράς διαφοροποιείται εύκολα από τον κυριαρχισμό της δεξιάς, καθώς ο τελευταίος προσεγγίζεται ως κυριαρχία του ‘έθνους’, όταν ο πρώτος διεκδικεί να νομιμοποιήσει την κυριαρχία του ‘λαού’”. Όπως είδαμε, αυτή διαφοροποίηση παραμένει συγκεχυμένη χωρίς μια ταξική προσέγγιση που λαμβάνει υπόψη τους εσωτερικούς κοινωνικούς συσχετισμούς.
Αλλά ο Σαπίρ πάει πιό μακριά αρνούμενος αυτή τη διαφοροποίηση: “Αρνούμαι την ιδέα ότι μπορεί να υπάρξει ένας κυριαρχισμός της ‘δεξιάς’ ή της ‘αριστεράς’. Υπάρχει ο κυριαρχισμός ως προϋπόθεση για την ύπαρξη μιας δημοκρατικής σκέψης, και οι ιδεολογίες που αρνούνται την κυριαρχία και επομένως in fine τη δημοκρατία”. Με δυο λόγια, “δεν υπάρχει επομένως αντίθεση ανάμεσα στον κυριαρχισμό της δεξιάς και της αριστεράς. Υπάρχει μόνο ένας κυριαρχισμός” και ανάμεσα στις δύο αντιλήψεις για το έθνος “δεν υπάρχει από λειτουργική άποψη μια ριζική διαφορά ανάμεσα στις δύο σε αυτό το επίπεδο της ανάλυσης”.
Οι επιπτώσεις του αδιαφοροποίητου κυριαρχισμού
Δεν πρέπει επομένως να μας εκπλήσσει το ότι ο “κυριαρχισμός της αριστεράς” δυσκολεύεται να επιβληθεί και να διαφοροποιηθεί από τον κυριαρχισμό γενικώς. Και υπάρχουν φυσικά πολιτικές επιπτώσεις. Στην κριτική του του βιβλίου που επιμελήθηκε ο Σ. Ντιράν, ο Σαπίρ του προσάπτει ότι δεν προσφέρει “καμμία ένδειξη σε σχέση με τη δυνατότητα ενός νέου ιστορικού μπλοκ, που θα μπορούσε να είναι φορέας μιας εξόδου από το ευρώ, σε εθνικό επίπεδο και μιας μεγάλων διαστάσεων ανασυγκρότησης των ευρωπαϊκών θεσμών, σε διεθνές επίπεδο. Και διατυπώνει τη δική του υπόθεση σχετικά με αυτό το σημείο: “Το ιστορικό μπλόκ που θα μπορούσε να είναι φορέας μιας τέτοιας πολιτικής, βρίσκεται σε μια διαδικασία συγκρότησης. Δεν έχει όμως ξεκαθαριστεί αν θα ηγεμονεύσουν οι δυνάμεις που εκπροσωπούν μια πραγματική αριστερά ή μια λαϊκιστική δεξιά με βοναπαρτιστικές τάσεις”.
Αυτά τα σχόλια αποκαλύπτουν για άλλη μια φορά μια διπλή αντίφαση. Από τη μια μεριά, ενώ οι αριστεροί οπαδοί της εξόδου από το ευρώ την θεωρούν κεντρικό και ιδρυτικό στοιχείο του πολιτικού τους σχεδίου, εγκαταλείπουν στην πράξη τον ανασχηματισμό των ευρωπαϊκών θεσμών, καταγγέλλοντάς τον, όπως είδαμε, με κάθε τρόπο και θεωρώντας τον μια αφηρημένη ψευδαίσθηση. Από την άλλη, μια τέτοια εγκατάλειψη ισοδυναμεί με την κατάργηση στοιχείων διαφοροποίησης (το ταξικό περιεχόμενο του προγράμματος και ένα άλλο σχέδιο για την Ευρώπη), που θα τους επέτρεπαν να ισχυριστούν ότι μπορούν να κατακτήσουν μια ηγεμονική θέση σε ένα ‘ιστορικό μπλοκ υπό συγκρότηση’, του οποίου ο μόνος κοινός παρονομαστής είναι τελικά η έξοδος από το ευρώ.
Ο Σερζ Χαλιμί εκφράζει πολύ καλά την ανάγκη μιας προγραμματικής διαφοροποίησης και αναδεικνύει τους κινδύνους που εμπεριέχει η υποτίμησή της: “Η έξοδος από το ευρώ, όπως σε κάποιο βαθμό και ο προστατευτισμός, θα βασιζόταν σε μια πολιτική συμμαχία των κακών και των καλών, στο εσωτερικό της οποίας οι πρώτοι υπερισχύουν προς το παρόν. Ο οικουμενικός μισθός, η περικοπή του χρέους και η φορολογική αναδιανομή θα επέτρεπε μια εξίσου ευρεία, αν όχι ευρύτερη, συσπείρωση παραμερίζοντας όμως τους ανεπιθύμητους συμμάχους”.
Κάλυψη του στρατηγικού κενού
Αντί για συμπεράσματα μπορεί κανείς να διατυπώσει τρεις αρχές στις οποίες θα μπορούσε να βασιστεί η πολιτική της ριζοσπαστικής αριστεράς στην Ευρώπη.
Πρώτη αρχή: Η έξοδος από το ευρώ δεν αποκλείεται a priori σε καμμία περίπτωση, αλλά πρόκειται για ένα αποτρεπτικό όπλο, με σκοπό την οικοδόμηση ενός συσχετισμού σε ευρωπαϊκή κλίμακα, που δεν πρέπει να προβάλλεται ως πρωταρχικό μέτρο που καθορίζει όλα τα άλλα.
Δεύτερη αρχή: Κάθε εναλλακτικό σχέδιο πρέπει να συνδυάζει μια μονομερή ρήξη με την υπαρκτή Ευρώπη και την προώθηση ενός σχεδίου συνεργατικής ανοικοδόμησης της Ευρώπης.
Τρίτη αρχή: Η ρήξη με τον ευρωφιλελευθερισμό δεν έχει νόημα παρά μόνο στο όνομα ενός προγράμματος ρήξης με τη νεοφιλελεύθερη τάξη πραγμάτων στο εσωτερικό της κάθε χώρας.
Η εφαρμογή αυτών των αρχών θα επέτρεπε να προχωρήσουμε σε πολλά μέτωπα και να στηρίξουμε τη νομιμοποίηση ενός εναλλακτικού σχεδίου σε δύο βάσεις, σε ένα περιεχόμενο που υποστηρίζει τις ελπίδες της πλειοψηφίας των λαών σε κάθε χώρα, και στη συνεργατική διάσταση σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Το ταξικό περιεχόμενο ενός τέτοιου προγράμματος θα επέτρεπε να διαφοροποιηθούμε καθαρά σε σχέση με τις θέσεις της άκρας δεξιάς και να επιτύχουμε το συντονισμό των αγώνων σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Πηγή: Εποχή