Το φάντασμα της «ανομίας»
Ενα φάντασμα πλανιέται ξανά τον τελευταίο καιρό πάνω από την πολιτική ζωή της χώρας: το φάντασμα της διαπλοκής της αξιωματικής αντιπολίτευσης με την πολιτική «ανομία». Μιλώντας στην Πολιτική Επιτροπή της Ν.Δ. στις 11 Οκτωβρίου, ο πρωθυπουργός ήταν κάτι παραπάνω από σαφής: ο πρόσφατος αντιναζιστικός οίστρος της κυβέρνησης δεν πρέπει καθόλου να ερμηνευτεί ως χαλάρωση του κύριου μετώπου απέναντι σ’ έναν ΣΥΡΙΖΑ που «παραλύει κάθε μέρα την πόλη», «μπλοκάρει νόμιμες επενδύσεις» και, με «το να αμφισβητεί κάθε επιτυχία της χώρας του, είναι σαν να καλλιεργεί την απελπισία και να σπρώχνει τον κόσμο στον εξτρεμισμό».
Παραδεχόμενος ότι μέχρι πρότινος από την κυβέρνησή του «έλειπε η πολιτική βούληση» ν’ αντιμετωπίσει τη ναζιστική βία, ο κ. Σαμαράς φρόντισε ταυτόχρονα να κρατήσει διακριτικές αποστάσεις από τη δίωξη της Χρυσής Αυγής: «Αν αποδειχθεί το κατηγορητήριο», δήλωσε, «και αν αποκαλυφθούν ως εγκληματική οργάνωση, θα υποστούν τις βαρύτατες συνέπειες». Δεν είχε όμως την παραμικρή επιφύλαξη για την εκ προοιμίου ενοχή τού αντίπερα «άκρου»: «Ορμητήρια εγκληματιών και κουκουλοφόρων εντοπίζονται και εξουδετερώνονται. Κάποιοι ενοχλούνται, κάποιοι γκρινιάζουν. Ας ενοχλούνται και ας γκρινιάζουν». Από την ομιλία του δεν έλειψε ούτε η μομφή για όσους «τρέχουν ομαδικά ως μάρτυρες υπεράσπισης σε δίκες δολοφόνων» – κι ας έχουν στην πραγματικότητα αθωωθεί δικαστικά όλοι σχεδόν οι φωτογραφιζόμενοι «συνήθεις ύποπτοι» από τις κατηγορίες που τους είχαν αρχικά αποδοθεί.
Με δεδομένη την πρωτοφανή ύφεση των κοινωνικών αντιστάσεων στη μνημονιακή πολιτική κατά την τελευταία χρονιά, είναι προφανές πως ο κ. Σαμαράς επιχειρεί να αποσπάσει προληπτικές δηλώσεις νομιμοφροσύνης από τον αντίπαλό του (έστω και με τη μορφή οργισμένων διαψεύσεων και καταγγελιών), έτσι ώστε οποιαδήποτε δυναμική εκδήλωση τέτοιας αντίστασης να είναι προκαταβολικά περιθωριοποιημένη και η καταστολή της να μην προσκρούσει σε θεσμικές επιπλοκές. Πρόκειται για μια στρατηγική που έχει εφαρμοστεί με μεγάλη επιτυχία από τον περασμένο Δεκέμβρη, όταν ο κ. Δένδιας «ανακατέλαβε» στρατιωτικά τη Βίλα Αμαλίας και η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, τρομαγμένη από τις κραυγές των Φαήλων ότι επιδιώκει… «εμφύλιο πόλεμο», έσπευσε να καταθέσει διαπιστευτήρια καλής συμπεριφοράς προς το εικονικό κοινό κάποιων απροσδιόριστων «νοικοκυραίων». Στάση που, αν μη τι άλλο, ενθάρρυνε τα επιτελεία της Ν.Δ. να κλιμακώσουν τις πιέσεις προς την ίδια κατεύθυνση. Μετά τα «άντρα της ανομίας», η σκυτάλη περνά τώρα στην πάταξη των αντιστεκόμενων τοπικών κοινωνιών, όπως αυτή προσωποποιείται στην προσπάθεια των κατοίκων της Χαλκιδικής να αποτρέψουν την καταστροφική λεηλασία του τόπου τους.
Σ’ ένα στρατηγικότερο επίπεδο, ορατός είναι ο στόχος να αποκοπεί η αξιωματική αντιπολίτευση από τις ρίζες της στα κοινωνικά κινήματα των τελευταίων χρόνων. Ετσι ώστε, αν ποτέ καταφέρει να φτάσει στην εξουσία, να έχει ήδη χάσει τον ριζοσπαστισμό που τη διακρίνει από τα άλλα κόμματα εξουσίας. Να στερηθεί δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ την προωθητική εκείνη δύναμη που τον έφερε από το 3% στο 27%: τη δυνατότητά του να εκφράσει, σε ακραίους και ταραγμένους καιρούς, όλους όσους η θεσμική βία των τραπεζιτών απειλεί με αφανισμό. Η δημοσκοπική καθήλωση του κόμματος, από τη στιγμή ακριβώς που προσανατόλισε τη ρητορική του σ’ ένα ανύπαρκτο πλέον κοινωνικό «κέντρο», αποτελεί εύγλωττο δείκτη για την αυτοπαγίδευση που εμπεριέχει μια τέτοια συμμόρφωση.
Η προϊστορία της στοχοποίησης του ΣΥΡΙΖΑ είναι άλλωστε πολλαπλά διδακτική για τις αντιφατικές επιπτώσεις της σε μια κοινωνία όλο και περισσότερο διχασμένη από τις πολιτικές που εφαρμόζονται εδώ και μια δεκαπενταετία. Με καθοριστική, φυσικά, τομή τη μνημονιακή βουτιά του 2010 στο κενό.
Τον καιρό της Γένοβας
Μια φορά κι έναν καιρό, ο Συνασπισμός αποτελούσε την ιδεώδη εκδοχή Αριστεράς για κάθε νοήμονα «κεντροδεξιό»: ακόμη κι όταν στους κόλπους του αναπτύσσονταν κάποιες ριζοσπαστικές απόψεις, η απουσία κοινωνικής γείωσης και η ελιτίστικη απέχθεια του στελεχικού δυναμικού του προς το «πεζοδρόμιο» απέκλειαν κάθε μετασχηματισμό αυτών των απόψεων σε συλλογικές διεκδικήσεις. Ετσι, στα θυελλώδη χρόνια της κυβέρνησης Μητσοτάκη (1990-93), ο ΣΥΝ υπήρξε όχι μόνον απών από τους κοινωνικούς αγώνες κατά του νεοφιλελευθερισμού, αλλά σε μια πρώτη φάση συμπορεύθηκε ακόμη και με τα εθνικιστικά συλλαλητήρια των κυβερνώντων, ειρωνευόμενος διά στόματος Κύρκου τους «Λακεδαιμονίους» αντιφρονούντες του ΚΚΕ και της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Παρά το μοντέρνο προφίλ του, το κόμμα στάθηκε ανίκανο κατά την πρώτη δεκαετία του βίου του ν’ αποκτήσει ακόμη και μια στοιχειώδη νεολαιίστικη οργάνωση.
Για τον εξωτερικό παρατηρητή, το πρώτο δείγμα αλλαγής αποτέλεσε η εμφάνιση ενός σχετικά μαζικού και συνθηματολογικά ριζοσπαστικού μπλοκ της Νεολαίας ΣΥΝ στο «Πολυτεχνείο» του 2000. Εικόνα που επιβεβαιώθηκε λίγους μήνες αργότερα, όταν οι ιταλικές αρχές απαγόρευσαν στα πούλμαν της ίδιας νεολαίας ν’ αποβιβαστούν εκεί για να μετάσχουν στο διεθνές συλλαλητήριο της Γένοβας ενάντια στη σύνοδο κορυφής του G8. Επικεφαλής της αποστολής ήταν ο –σχετικά άγνωστος τότε– γραμματέας της Ν. ΣΥΝ Αλέξης Τσίπρας κι από το κόμμα ο Χριστόφορος Παπαδόπουλος, μαζί με στελέχη της ΑΚΟΑ και του Δικτύου για τα Πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα. Η άρνηση των ανεπιθύμητων διαδηλωτών να εγκαταλείψουν τον καταπέλτη του πλοίου στο λιμάνι της Ανκόνας πατάχθηκε διά ροπάλου, με κάμποσους τραυματίες.
Οπως όλες οι αστυνομίες του κόσμου, οι καραμπινιέροι φρόντισαν να δικαιολογηθούν επικαλούμενοι τη βία της άλλης πλευράς: οι Ελληνες διαδηλωτές, ισχυρίστηκαν, «εκσφενδόνισαν χαρτιά, μπουκάλια, τραπέζια και καρέκλες» εναντίον τους, με αποτέλεσμα τον τραυματισμό δέκα οργάνων. Τα ελληνικά ΜΜΕ δεν εκτίμησαν όμως αυτήν την αποκάλυψη για τον βίαιο χαρακτήρα του Αλέξη και της παρέας του κι έσπευσαν να τους υπερασπιστούν απέναντι στον εξωτερικό εχθρό: «Φόρτσα ξύλο και τρομοκρατία σε βάρος Ελλήνων» είδε η πρώτη σελίδα των «Νέων» (20.7.01), ενώ η «Βραδυνή» αφιέρωσε το δικό της πρωτοσέλιδο στον «Ντούτσε Μπερλουσκόνι». Χάθηκε έτσι μια ιστορική ευκαιρία να εξουδετερωθεί έγκαιρα ο κίνδυνος που, πριν περάσει πολύς καιρός, θ’ απειλούσε την κοινωνική μας ειρήνη. Μοναδική εξαίρεση αποτέλεσε ο νεοδημοκράτης ευρωβουλευτής Γιάννης Μαρίνος, που από τις στήλες του «Βήματος» (30.9.01) υπεραμύνθηκε του δικαιώματος των εταίρων μας ν’ απελάσουν «εκείνους που τα σπάνε σε κάθε πορεία, που πετούν βόμβες μολότοφ, που γενικά βιαιοπραγούν» και οι οποίοι «έσπευσαν και στη Γένοβα για να εκτονωθούν κατά των “δολοφόνων Αμερικανών”, όπως έκαναν προ ημερών και στα γήπεδα ρεζιλεύοντας διεθνώς την Ελλάδα».
Το κόμμα των «ταραξιών»
Ούτε η δημιουργία του ΣΥΡΙΖΑ, εν όψει των εκλογών του 2004, προκάλεσε τη δέουσα επαγρύπνηση. Τα περισσότερα ΜΜΕ εξακολούθησαν να κάνουν λόγο για ΣΥΝ, αγνοώντας ουσιαστικά τις ελάσσονες συνιστώσες του σχήματος. Η αλλαγή έγινε αντιληπτή μόνο την άνοιξη του 2006, όταν η ηγεσία του Αλέκου Αλαβάνου δεν δίστασε να στηρίξει πολιτικά το μαχητικό κίνημα των φοιτητών ενάντια στον νόμο Γιαννάκου και της ευρύτερης πανεπιστημιακής κοινότητας ενάντια στην επικείμενη αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος, που προωθούσαν από κοινού Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ. Εκατοντάδες καταλήψεις πανεπιστημιακών σχολών και διαδηλώσεις πολλών χιλιάδων φοιτητών οδήγησαν τελικά σε υπαναχώρηση του Γιώργου Παπανδρέου, ακύρωση της συνταγματικής μεταρρύθμισης και αχρήστευση του νόμου.
Για την κυβέρνηση Καραμανλή και τα φιλικά προς αυτήν ΜΜΕ, ο ΣΥΡΙΖΑ μετατράπηκε εν μιά νυκτί σε «κόμμα των κουκουλοφόρων» και καθοδηγητικό κέντρο των «ταραξιών» που αναστάτωναν κάθε βδομάδα το κέντρο της Αθήνας. Πρωτοπόρος στο ξεσκέπασμα του κοινοβουλευτικού εσωτερικού εχθρού υπήρξε ο υπουργός Δημόσιας Τάξης Βύρων Πολύδωρας. Μια ομιλία του στη Βουλή (18.12.06) προσέφερε το έναυσμα για ένα επικοινωνιακό μπαράζ προς την ίδια κατεύθυνση κατά τους επόμενους μήνες.
Η προσήλωση βέβαια του κ. Πολύδωρα στη νομιμότητα και τη μη βία ήταν κομματάκι μονόπλευρη. Οπως αποκάλυψαν τα αμερικανικά έγγραφα που έφερε στο φως το Wikileaks, την ίδια ακριβώς εποχή (12.12.2006), ο πατριώτης υπουργός ζητούσε από τον συντονιστή αντιτρομοκρατίας της κυβέρνησης Μπους την ανάληψη «παράνομης επιχείρησης» (clandestine operation) των αμερικανικών υπηρεσιών εναντίον κάποιων μη κατονομαζόμενων ενοχλητικών αριστερών Ελλήνων δημοσιογράφων. Ευτυχώς για τα υποψήφια θύματα, το αίτημά του δεν εισακούστηκε.
Για την καθημερινή επικοινωνιακή διαχείριση αυτής της στοχοποίησης, αποκαλυπτικός είναι ο διάλογος του Γιάννη Πρετεντέρη με τον Δημήτρη Στρατούλη, στο κεντρικό δελτίο του MEGA την 8η Μαρτίου 2007. Τα ΜΑΤ μόλις είχαν αιματοκυλήσει μπροστά στη Βουλή το μεγαλύτερο πανεκπαιδευτικό συλλαλητήριο των ημερών, ο δε συνδικαλιστής του ΣΥΡΙΖΑ στηλίτευε τις «τρομακτικές ευθύνες του υπουργείου Δημόσιας Τάξης και της κυβέρνησης».
ΠΡΕΤΕΝΤΕΡΗΣ: Εσείς έχετε καμιά ευθύνη;
ΣΤΡΑΤΟΥΛΗΣ: Είναι ένα έργο το οποίο το βλέπουμε συνέχεια…
ΠΡΕΤΕΝΤΕΡΗΣ: Εσείς έχετε καμιά ευθύνη;
ΣΤΡΑΤΟΥΛΗΣ: …κι επαναλαμβάνεται. Στην πλάτη των φοιτητών, στην πλάτη του φοιτητικού κινήματος, στην πλάτη της Αριστεράς.
ΠΡΕΤΕΝΤΕΡΗΣ: Εσείς έχετε καμιά ευθύνη;
ΣΤΡΑΤΟΥΛΗΣ: Αντί να κουβεντιάζουμε για το νόμο –πλαίσιο που ψηφίστηκε απόψε και αύριο δεν θα εφαρμοστεί –και το ξέρουν όλοι, και δεν το λέει μόνο ο Συνασπισμός…
ΠΡΕΤΕΝΤΕΡΗΣ: Εσείς έχετε καμιά ευθύνη για όλα αυτά, κ. Στρατούλη;
ΣΤΡΑΤΟΥΛΗΣ: Πώς;
ΠΡΕΤΕΝΤΕΡΗΣ: Εσείς, προσωπικά και συλλογικά. Εχετε σκεφτεί αν έχετε καμιά ευθύνη για όλα αυτά;
ΣΤΡΑΤΟΥΛΗΣ: Καμία ευθύνη, κ. Πρετεντέρη.
ΠΡΕΤΕΝΤΕΡΗΣ: Καμία ευθύνη δεν έχετε;
ΣΤΡΑΤΟΥΛΗΣ: Τι ευθύνη να ’χουμε; Εμείς είμαστε ένα πολιτικό κόμμα…
ΠΡΕΤΕΝΤΕΡΗΣ: Το λέτε με ήσυχη συνείδηση αυτό;
ΣΤΡΑΤΟΥΛΗΣ: …που έγκαιρα εντοπίσαμε ότι υπάρχει εξέγερση της φοιτητικής νεολαίας…
ΠΡΕΤΕΝΤΕΡΗΣ: Το λέτε με ήσυχη τη συνείδησή σας;
ΣΤΡΑΤΟΥΛΗΣ: …ενάντια στο να γίνουν τα πανεπιστήμια επιχειρήσεις και σούπερ μάρκετ, και το στηρίξαμε.
ΠΡΕΤΕΝΤΕΡΗΣ: Το λέτε με ήσυχη τη συνείδησή σας, κ. Στρατούλη; Μη βγάζετε λόγο! Απαντήστε μου: Το λέτε με ήσυχη τη συνείδησή σας αυτό; Οταν κοιμάστε το βράδυ έχετε τη συνείδησή σας ήσυχη; Μ’ αυτό που συνέβη σήμερα στην Αθήνα;
Η επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του επόμενου Σεπτεμβρίου, όταν πρώτη φορά απομακρύνθηκε από το εκλογικό φράγμα του 3%, αποτέλεσε οδυνηρή έκπληξη για όσους είχαν συνηθίσει να ταυτίζουν τον ριζοσπαστισμό με το πολιτικό περιθώριο. Το διαπιστώνουμε, μεταξύ άλλων, από τις αυθόρμητες αντιδράσεις δημοσιογράφων και καλεσμένων του ΣΚΑΪ εκείνο το βράδυ, απέναντι σ’ ένα μάλλον μετριοπαθές στέλεχος του ΣΥΝ:
ΣΙΑ ΚΟΣΙΩΝΗ: Κύριε Βασιλόπουλε, θέλετε να απευθύνετε ερώτηση στον κ. Μπαλάφα;
ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ: Ναι, σας ευχαριστώ. Ηθελα να πω ότι τον τελευταίο χρόνο, καλώς ή κακώς, αληθώς ή όχι αληθώς, στη συνείδηση του κόσμου έχει αποτυπωθεί ότι ο Συνασπισμός είναι ο συνήγορος ή ο υποστηρικτής των κινητοποιήσεων της νεολαίας, των εργατικών κινητοποιήσεων, που, δυστυχώς, πολλές φορές κατέληξαν να είναι βίαιες. Με δεδομένο τώρα ότι ο Συνασπισμός έχει αυξήσει πάρα πολύ την κοινοβουλευτική του πλειοψηφία [sic], τη δύναμή του ή τη δυναμική του στην κοινωνία, θα πρέπει να έχουμε ένα δέος ότι ενδεχομένως -και με το γεγονός ότι η Ν.Δ. επιστρέφει στην κυβέρνηση- θα έχουμε βία στους δρόμους, στο κέντρο της Αθήνας; Φωτιές και ζημιές;
ΚΟΣΙΩΝΗ: Αυτό τώρα γιατί το συνδέετε κι εσείς τώρα με τον ΣΥΡΙΖΑ, όμως; Βάζετε φωτιές… (γελάκια) Κύριε Μπαλάφα, απαντήστε!
ΜΠΑΛΑΦΑΣ: Κοιτάξτε! Καταρχήν…
ΜΠΑΜΠΗΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ: Πολύς κόσμος αναρωτιέται αυτό: αν πήγατε από το τρία και κάτι στο πέντε και κάτι με τη μέθοδο αυτή που λέει ο καλεσμένος μας, πολλοί αναρωτιώνται εάν θα τη βρείτε τόσο καλή ώστε να συνεχίσετε με την ίδια.
Η απάντηση στο ερώτημα δόθηκε τον Δεκέμβριο του 2008, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ τάχθηκε ρητά με το μέρος της εξεγερμένης νέας γενιάς, διαχωριζόμενος φυσικά από τις τυφλές καταστροφές, στις οποίες επιδόθηκε μια μερίδα των διαδηλωτών. Η πολιτική αυτή κάλυψη που παρείχε στην εξέγερση προκάλεσε ρίγη αποτροπιασμού στους διαμορφωτές της κοινής γνώμης, καθώς τα γκάλοπ κατέγραφαν την υποστήριξη ενός 20% σχεδόν των ερωτηθέντων προς τις επιθέσεις σε τράπεζες κι αστυνομικά τμήματα.
Στο κεντρικό δελτίο της 10.12.08, ο Πρετεντέρης θα επιπλήξει έτσι τον πρόεδρο της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ για υπόθαλψη του χάους: «Κύριε Αλαβάνε, όταν βγαίνετε χθες και μόνο εσείς από τους πολιτικούς αρχηγούς ερμηνεύετε ό,τι συμβαίνει ως μία κοινωνική εξέγερση της νεολαίας, λέτε στα παιδιά, τους χρίζετε εξεγερμένους, τους χρίζετε επαναστάτες. Και μαζί μ’ αυτούς, έναν ολόκληρο κόσμο, ο οποίος μπαίνει από πίσω στις πορείες με τις κουκούλες και πάνε και διαλέγουνε γυαλιά στο πλιάτσικο. Αυτό σημαίνει το εξής, ότι νομιμοποιείτε μια σειρά από αντιδράσεις τις οποίες δεν ελέγχετε όλες».
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε το τηλεοπτικό στρίμωγμα και των υπόλοιπων στελεχών, είτε του κόμματος είτε της νεολαίας. Χαρακτηριστικό στιγμιότυπο από το βραδινό δελτίο του ALTER (20/12), μεταξύ δυο δημοσιογράφων και του γραμματέα σπουδάζουσας της Ν. ΣΥΝ, Νίκου Βαγδούτη:
ΞΕΝΑΚΗΣ: Ακούω λοιπόν και συγκρατώ αυτό που λέτε. Διαφωνείτε με κάθε μορφή βίας.
ΒΑΓΔΟΥΤΗΣ: Προφανώς. Είναι σαφές ότι διαφωνούμε με κάθε μορφή βίας…
ΞΕΝΑΚΗΣ: Χαίρομαι ιδιαίτερα που το λέτε.
ΒΑΓΔΟΥΤΗΣ: …αλλά αυτή τη στιγμή είναι επίσης σαφές ότι έχει συμπυκνωθεί μια οργή τόσων χρόνων από τη μεριά της νεολαίας. Το ζήτημα και το διακύβευμα είναι για την Αριστερά, και για την έκβαση και την εξέλιξη που θα έχει αυτή η οργή, αν αυτή η οργή θα γίνει πολιτική ανατροπής όλων αυτών των πολιτικών που μας έχουνε περιθωριοποιήσει τα τελευταία χρόνια και μας έχουνε στοχοποιήσει ως νεολαία, ή αυτή η οργή θα διοχετευθεί κατ’ έναν τελείως λανθασμένο τρόπο προς πέντε πέτρες, πέντε μολότοφ και προς τα σπασίματα μικρομάγαζων.
ΚΩΝΣΤΑΣ: Πολύ χαίρομαι για την τοποθέτησή σας, κ. Βαγδούτη, πραγματικά πολύ χαίρομαι.
ΒΑΓΔΟΥΤΗΣ: Εμείς θεωρούμε ότι η οργή αυτή είναι από τη μια φυσιολογική αλλά από την άλλη είναι εκτονωτική, για την έκβαση που θα έχει αυτό…
ΞΕΝΑΚΗΣ: Συγγνώμη. Συγγνώμη, γιατί ίσως χάρηκα περισσότερο απ’ ό,τι έπρεπε. Οταν λέτε εκτονωτική, τι εννοείτε;
Από τα γιαούρτια στο Προεδρικό
Μέσα στην επόμενη τριετία, ο ΣΥΡΙΖΑ παραλίγο να διαλυθεί από τη διπλή εσωτερική κρίση του 2009 (αποχώρηση του Αλέκου Αλαβάνου) και του 2010 (απόσχιση της ΔΗΜΑΡ). Στο προσκήνιο τον ξανάφερε τον Μάρτιο του 2011 ο Θόδωρος Πάγκαλος, αναγορεύοντάς τον σε ηθικό αυτουργό των αλλεπάλληλων αυθόρμητων προπηλακισμών που δέχονταν τότε διάφοροι κυβερνητικοί παράγοντες από αγανακτισμένους πολίτες σε όλη την επικράτεια. Σημείο τομής αποτέλεσε το πανηγυρικό γιαούρτωμα του αντιπροέδρου της κυβέρνησης στα Καλύβια (16.3.11), από κατοίκους της γειτονικής Κερατέας που αντιδρούσαν στην εγκατάσταση ΧΥΤΑ δίπλα στα σπίτια τους.
Ξαναδιαβάζοντας τις δηλώσεις Πάγκαλου, εντυπωσιάζεσαι από την αντοχή κάποιων στερεοτύπων αλλά και από την αδυναμία των κυβερνώντων να διαγνώσουν την πραγματική φύση των αντιδράσεων. «Οι γνωστοί μηχανισμοί του ΣΥΡΙΖΑ θέλουν να δημιουργήσουν κλίμα εμφυλίου πολέμου», κατήγγειλε ο αντιπρόεδρος στις 18.3, για να προειδοποιήσει την επομένη πως «η συστηματική και οργανωμένη στράτευση του ΣΥΡΙΖΑ στον δρόμο της ανομίας, της αυθαιρεσίας και της τρομοκράτησης των οπαδών της κυβέρνησης και του κυβερνώντος κόμματος οδηγεί μοιραία σε αντιδράσεις που δεν είναι δυνατόν να προβλεφθούν». Δυο μέρες μετά, θα ισχυριστεί πάλι στο MEGA πως ο ΣΥΡΙΖΑ… πληρώνει Αλβανούς για να κάνουν επεισόδια κι ότι ο Τσίπρας «με τις λέξεις που χρησιμοποιεί, οδηγεί στη δολοφονία του». Στο ίδιο μήκος κύματος, η σύζυγός του Χριστίνα Χριστοφάκη αναρωτιόταν ρητορικά στις φιλόξενες στήλες της «Real News» (20.3): «Είναι εικόνα, να ρίχνεις εκατοντάδες κοκτέιλ μολότοφ, που ο μηχανισμός του ΣΥΡΙΖΑ κατασκευάζει και αποθηκεύει, στην αστυνομία; Αυτή είναι η εικόνα που ταιριάζει στη χώρα μας;»
Οι άνθρωποι δεν είχαν προφανώς πάρει χαμπάρι τι ακριβώς συνέβαινε στη βάση της ελληνικής κοινωνίας και φρόντισαν να δώσουν πρόσωπο στη διάχυτη εκείνη απειλή. Ακολούθησαν οι πλατείες, η ψήφιση του «μεσοπρόθεσμου» μέσα στους καπνούς των δακρυγόνων, η παλλαϊκή γενική απεργία της 19.10.2011, η κατάρρευση της κυβέρνησης Παπανδρέου και ο σχηματισμός της τρικομματικής κυβέρνησης Παπαδήμου. Οι διπλές εκλογές του 2012 θα καταγράψουν την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ σε αξιωματική αντιπολίτευση, σε απόσταση αναπνοής από το πρώτο κόμμα.
Για τους στυλοβάτες της μνημονιακής πολιτικής, αυτό που προείχε τώρα ήταν η ενσωμάτωση των πρώην «ταραξιών» στο κυρίαρχο μοντέλο διακυβέρνησης. Η επιδίωξη αυτή θ’ αποτυπωθεί με τον πιο επίσημο τρόπο στα πρακτικά των συσκέψεων του προέδρου της Δημοκρατίας με τους πολιτικούς αρχηγούς μεταξύ των δυο εκλογικών αναμετρήσεων. Η συμμετοχή του ΣΥΡΙΖΑ σε μια οικουμενική κυβέρνηση, εξήγησε χωρίς περιστροφές εκεί ο κ. Βενιζέλος, συνιστά αναγκαία προϋπόθεση για την απονομιμοποίηση των αντιστάσεων στη μνημονιακή πολιτική: «Διότι εδώ θα υπάρχει μία κοινωνική –ας το πω έτσι– αντιπολίτευση δίπλα στην κοινοβουλευτική αντιπολίτευση και εμείς θα είμαστε μία εξαιρετικά αμήχανη κοινοβουλευτική συμπολίτευση». Ακόμη σαφέστερος ήταν, στην ίδια συνάντηση, ο Κάρολος Παπούλιας: «Θα έχεις ένα ΚΚΕ που θα κάνει τη δική του αντιπολίτευση, έναν ΣΥΡΙΖΑ που έχει τις δικές του τις απόψεις και τις οποίες μαχητικά τις κατεβάζει κάτω στην κοινωνία και συγκινεί περισσότερο ή λιγότερο στρώματα κοινωνικά τα οποία μεταφέρει σαν μαχητική αντιπολίτευση εναντίον των οποιωνδήποτε κυβερνητικών μέτρων. [...] Το σημαντικότερο για εμένα είναι να διευρύνουμε τη νομιμοποιητική βάση του εγχειρήματος που θα κάνουμε».
………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………….
Οι «καλοί» και οι «κακοί»
Αντίθετα από τον ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ συνήθως όχι μόνο δεν εγκαλείται για υπόθαλψη «της βίας», αλλά και αποσπά εύσημα από τους πολιτικούς του αντιπάλους για τον «σεβασμό» που οι διαδηλωτές του επιδεικνύουν κατά κανόνα σε ζητήματα δημόσιας τάξης. Από την πλευρά της, η ίδια κομματική ηγεσία φροντίζει άλλωστε συνήθως να παρέχει τα δέοντα διαπιστευτήρια νομιμοφροσύνης, όχι μόνο αποστασιοποιούμενη ρητά από τους κατά καιρούς «ταραξίες» αλλά και επιρρίπτοντας στους ενδοαριστερούς αντιπάλους της την ευθύνη για την υπόθαλψή τους. Χαρακτηριστική ήταν η στάση της Αλέκας Παπαρρήγα, όταν κατά την έξοδό της από το μέγαρο Μαξίμου το πρωί της 9ης Δεκεμβρίου 2008 κάλεσε on camera «την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ να σταματήσει να χαϊδεύει τα αυτιά των κουκουλοφόρων». Λίγες μέρες αργότερα, κατά τη συζήτηση στη Βουλή για τον προϋπολογισμό (21.12.2008), η ίδια θα φροντίσει να καθησυχάσει τους νοικοκυραίους πως, άμα έρθει ποτέ με χρόνους και καιρούς, «η πραγματική λαϊκή εξέγερση δεν πρόκειται να σπάσει ένα τζάμι».
Η έμπρακτη αυτή συμμόρφωση στους κανόνες του παιχνιδιού εξηγεί και τη διακριτική κατανόηση με την οποία παρακάμπτονται συνήθως οι προγραμματικές αναφορές του ΚΚΕ στον στρατηγικό στόχο της «δικτατορίας του προλεταριάτου». Ο τελευταίος εκλαμβάνεται περισσότερο ως συμβολικός φόρος τιμής στις «Γραφές», αν όχι ως βολική μετατροπή της επαγγελίας για κοινωνική αλλαγή σε αριστερό ισοδύναμο της χριστιανο – ορθόδοξης Δευτέρας Παρουσίας. Την ερμηνεία αυτή επιβεβαίωσε πανηγυρικά ακόμη και η γραμματέας του κόμματος, όταν στην περσινή θεσμική συνάντησή της με τον Κάρολο Παπούλια (13.5.2012) έβαλε στη θέση τους όσους «ξεσηκώνουν τον κόσμο» να διεκδικεί την επάνοδο στις προμνημονιακές ημέρες:
«Να περιμένει ο λαός ότι η ζωή του θα γυρίσει στο 2008 ή στο 2007 ή στο 2004 ή στο 2009, όχι», ξεκαθάρισε εκεί. «Ξέρω ότι αυτό δεν αρέσει όταν το λέμε, γιατί ο λαός θέλει να έχει μια ελπίδα. Αλλά πώς να καλλιεργήσεις αυταπάτες; Αυτές τις μέρες δηλαδή έχω ακούσει σημεία και τέρατα. Δεν είναι ανάγκη να είσαι οικονομολόγος για να καταλάβεις ότι δεν γίνονται αυτά που λένε. Σημεία και τέρατα! “Θα πάρω λεφτά από εκεί θα τα δώσω εκεί”. Αλλος λέει “θα φορολογήσω –ξέρω ’γώ– τις βίλες των εφοπλιστών”. Μα και να τις φορολογήσεις, δεν μαζεύεις λεφτά να γυρίσουν οι μισθοί στο 2009. [...] Αυτά που λέγονται είναι φοβερά και –μη νομίζετε– πιάνουν στον κόσμο, δυστυχώς. Ξέρετε τι θα γίνει όποιος μετά θα είναι κυβέρνηση; Ο καθένας θα ξεσηκώνεται και θα ζητά και θα έχει και δίκιο. Γι’ αυτό λέμε στον κόσμο ότι δεν μπορεί να αλλάξει η κατάσταση έτσι».
Αυτά όσον αφορά την κορυφή και μόνο. Γιατί στην πραγματικότητα οι υποστηρικτές της βίαιης πάταξης των κοινωνικών αντιστάσεων φροντίζουν, παρά την καταστατική μονολιθικότητα του κόμματος, να διακρίνουν κι εδώ τη νομιμόφρονα κεντρική ηγεσία από τις δυναμικές κοινωνικές της απολήξεις σε κρίσιμους τομείς, όπως η ναυτιλία. Οι μαχητικοί ναυτεργάτες του ΠΑΜΕ αποτελούν έτσι ένα ρεφρέν της καθεστωτικής τρομολαγνείας εξίσου σταθερό με την «υπόθαλψη της βίας» από τον ΣΥΡΙΖΑ. Κατά τις παραμονές μάλιστα της υπογραφής του πρώτου Μνημονίου, ο δυναμικός αγώνας της ΠΝΟ για την υπεράσπιση των εργασιακών δικαιωμάτων είχε αναδειχθεί από τα περισσότερα ΜΜΕ σε υπόδειγμα των «συντεχνιακών» πρακτικών και νοοτροπιών του παρελθόντος, η συντριβή των οποίων αποτελούσε -υποτίθεται- προϋπόθεση για να σωθούμε ως έθνος από τη χρεοκοπία.
…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………..
Διαβάστε
* Claire Solomon – Tania Palmieri (eds), «Springtime. The New Student Rebellions» (Λονδίνο 2011, εκδ. Verso). Το νέο κύμα νεανικών εξεγέρσεων, συμπεριλαμβανόμενων και των δικών μας φοιτητικών κινημάτων της τελευταίας δεκαετίας.
* Spyros Economides – Vassilis Monastiriotis (eds), «The Return of Street Politics? Essays on the December Crisis in Greece» (Λονδίνο 2009, εκδ. LSE – The Hellenic Observatory). Συλλογή δοκιμίων για τα Δεκεμβριανά του 2008, από φιλελεύθερους κυρίως Ελληνες πανεπιστημιακούς και δημοσιογράφους, ως επί το πλείστον εχθρικούς προς την εξέγερση.
Δείτε
* «Μη μου μιλάς για καλοκαίρια. Μάης-Ιούνης ’06». Κινηματικό ντοκιμαντέρ φοιτητών της Θεσσαλονίκης για την πρώτη φάση του πανεπιστημιακού κινήματος του 2006-07. Αποτύπωση του πολιτικού λόγου που δεν περνούσε στα τηλεοπτικά κανάλια και των μαζικών δημοκρατικών διεργασιών που η κυβερνητική προπαγάνδα συκοφαντούσε σαν «φυτώριο βίας». Η ίδια ομάδα γύρισε και το μικρότερο φιλμ «Μέρες ελληνικής δημοκρατίας (Αθήνα 8/3-12/3/2007)», για την κτηνώδη καταστολή της διαδήλωσης της 8ης Μαρτίου 2007.
* «Οργισμένος Δεκέμβρης» (2010). Συλλογικό ντοκιμαντέρ για τη νεανική έκρηξη του 2008, έργο μιας ομάδας κινηματογραφιστών από τη Θεσσαλονίκη (Ακης Κερσανίδης, Χρύσα Τζελέπη, Σταυρούλα Πουλημένη, Ερρίκος Καρανικόλας) που συγκροτήθηκε στη διάρκεια των γεγονότων.
* Κατερίνας Κιτίδη – Αρη Χατζηστεφάνου, «Catastroika» (2012). Η πολιτική του Μνημονίου ως τμήμα μιας στρατηγικής λεηλασίας του δημόσιου πλούτου και απαξίωσης της ανθρώπινης εργασίας που εφαρμόζεται σε παγκόσμια κλίμακα. (http://www.youtube.com/watch?v=txiI1e7yBBo)
ΦΟΡΕΙΣ ΤΟΥ ΙΟΥ: Τάσος Κωστόπουλος, Αντα Ψαρρά, Δημήτρης Ψαρράς ios@efsyn.gr