του Χρ. Γεωργούλα - ΕΠΟΧΗ
Η χρησιμοποίηση του όρου «αποστασία» στην Ελλάδα μετά το 1965 δεν μπορεί να γίνει με ουδέτερο τρόπο. Ο όρος, που έχει από μόνος του αρνητικό πρόσημο ως αρνητική μεταστροφή απόψεων στη νεότερη πολιτική ιστορία της Ελλάδας συνδέεται με την εγκατάλειψη μιας προοδευτικής τοποθέτησης (της αντιμοναρχικής και αντιδεξιάς πολιτικής της Ένωσης Κέντρου) και της μετακίνησης στο στρατόπεδο των δυνάμεων που λειτούργησαν ως ανάχωμα στην πίεση για εκδημοκρατισμό και εκσυγχρονισμό της πολιτικής ζωής.
Αυτό το στοιχείο έκριναν, η σημερινή ηγεσία του ΠΑΣΟΚ και το συγκεκριμένο συγκρότημα του τύπου που ενεργεί ως στήριγμά της, ότι τους επιτρέπει να χρησιμοποιήσουν επικοινωνιακά τον όρο «αποστασία», προκειμένου να αποτρέψουν τα αποτελέσματα της έκκλησης του ΣΥΡΙΖΑ προς τους βουλευτές να πάψουν πια να ψηφίζουν τα καταστροφικά για την οικονομία και την κοινωνία μνημονιακά μέτρα: όποιος επηρεαστεί από την έκκληση αυτή, υποτίθεται ότι ταυτίζεται με τους αποστάτες που εγκατέλειψαν την προοδευτική Ένωση Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου, για να συνεργαστούν με την ΕΡΕ και τα ανάκτορα, που εκπροσωπούν τη συντήρηση, την αντίδραση.
Επιπλέον, η επιλογή τους να χρησιμοποιήσουν τον όρο «αποστασία», στηρίζεται και σε μία ακόμα λαθροχειρία. Η επίθεση που δέχτηκε τότε η κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου, αποσκοπούσε, διά της απόσπασης βουλευτών, στη στήριξη άλλης κυβέρνησης, δεξιότερου και βασιλικότερου προσανατολισμού από τη νόμιμη, από την ίδια βουλή και όχι με προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία. Σήμερα, αυτό που ζητάει ο ΣΥΡΙΖΑ επίμονα, δεν είναι καλύτερα μαγειρέματα στην υπάρχουσα βουλή. Ζητάει προσφυγή στις κάλπες, γιατί διαπιστώνουμε όλοι, πέραν των άλλων, διάσταση μεταξύ ασκούμενης πολιτικής και λαϊκής θέλησης.
Προχειρότητα και πανικός
Η επιλογή τους να καταφύγουν σε τέτοιου είδους λαθροχειρίες είναι αποτέλεσμα πρόχειρης ανάλυσης, που προδίδει πανικό. Για δύο, τουλάχιστον, λόγους: πρώτον, γιατί με ελάχιστη προσπάθεια αντιλαμβάνεται ο καθένας ότι πρόκειται για πλήρη αντιστροφή της σημερινής πραγματικότητας και, δεύτερον, γιατί η συνειρμική αποτελεσματικότητά της αφορά κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, πολύ μικρό τμήμα του πληθυσμού, τους άνω των 65, και μάλιστα τους εξ αυτών συντηρητικούς. Ο πνιγμένος, όμως, από τα μαλλιά του πιάνεται…
Φωνάζει ο κλέφτης...
Δυστυχώς για τη σημερινή ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, που θέλει να εμφανίζεται ως κληρονόμος της Ένωσης Κέντρου, είναι η ίδια που επέλεξε ως σανίδα σωτηρίας όχι μόνο την καταστροφική πολιτική των μνημονίων, αλλά και τη συνεργασία με την πιο δεξιά εκδοχή της ΝΔ, προκειμένου να διασώσει τη μνημονιακή πολιτική και τον εαυτό της. Την επομένη, μάλιστα, μιας εκλογικής αναμέτρησης, κατά την οποία διακήρυττε σε όλους τους τόνους ότι δεν πρόκειται να συνεργαστεί με τη ΝΔ! Ισχυρισμό που δεν τον πρόβαλε μόνο ως προεκλογικό πυροτέχνημα αλλά επιχείρησε να τον αξιοποιήσει και μετεκλογικά, με το πρόσχημα της κυβέρνησης «εθνικής σωτηρίας». Στην οποία κατάφερε –εκβιαστικά σε μεγάλο βαθμό– να σύρει τη ΔΗΜΑΡ και επιχείρησε να εμπλέξει και τον ΣΥΡΙΖΑ.
Η πολιτική αποστασία, συνεπώς, έχει ήδη συντελεστεί με επιλογή και ευθύνη της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ. Όσο κι αν ψάξει κανείς, δεν θα βρει ίχνος αντίστασης σ’ αυτή την τεράστια οπισθοδρόμηση που συνιστά η μνημονιακή πολιτική. Αντίθετα, βλέπουμε την αποδοχή και τη στήριξή της, σε συνεργασία με τη ΝΔ. Γι’ αυτό και προκαλεί μάλλον γέλιο η προσπάθεια της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ και των διαπλεκόμενων επικοινωνιακών στηριγμάτων της να εμφανιστούν ως αντιστεκόμενοι, που τους υπονομεύουν οι αντιδραστικές δυνάμεις.
Γι’ αυτό, επίσης, δεν φαίνεται να εξασφαλίζει και τα αναμενόμενα από την πλευρά της αντανακλαστικά των βουλευτών του ΠΑΣΟΚ. Μέχρι στιγμής, το κλίμα στην κοινοβουλευτική ομάδα και στο κόμμα γενικότερα δεν επιτρέπει στην ηγεσία να ισχυριστεί ότι έδρεψε καρπούς χρησιμοποιώντας το άστοχο εύρημα της αποστασίας. Η αναβολή της, για λόγους υγείας του κ. Βενιζέλου (που όλοι του ευχόμαστε περαστικά), μάλλον απέτρεψε, για την ώρα, δυσμενείς εξελίξεις. Η χρησιμοποίηση του όρου «αποστασία» προκάλεσε την εκδήλωση των διαφωνιών ως προς το μόνιμο πια προσανατολισμό της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ στην πρόσδεσή της στη ΝΔ.
Κυοφορούνται ανατροπές
Στελέχη του κόμματος και της κοινοβουλευτικής ομάδας βρήκαν την ευκαιρία να διατυπώσουν δημόσια τη διαφωνία τους και να προτείνουν ριζικό αναπροσανατολισμό, με σκοπό την προσέγγιση με τον ΣΥΡΙΖΑ (Ντόλιος, Πανάρετος κ.λπ.). Αυτό τον κίνδυνο αντιλαμβάνεται ο κ. Βενιζέλος και οι διαπλεκόμενοι συνεργάτες του και επιχειρούν να διαμορφώσουν ατμόσφαιρα «εχθρικής περικύκλωσης».
Αυτές ακριβώς οι εξελίξεις, από την άλλη, δείχνουν πόσο επιφανειακός και υστερόβουλος ήταν ο χειρισμός του προβλήματος εκ μέρους της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ. Είναι προφανές ότι το πολιτικό όφελος για τον ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν πολύ σημαντικό, αν η έκκλησή του προκαλούσε μια μονιμότερη ανατροπή προσανατολισμού συνολικά στο ΠΑΣΟΚ και όχι κάποιες ευκαιριακές «αποστασίες». Θα ήταν μονιμότερο όφελος για την ριζοσπαστική αριστερά, αλλά και για την κοινωνία, η ύπαρξη μιας ακόμα αντιμνημονιακής δύναμης, σταθερά προσανατολισμένης στη συνεργασία με το σύνολο της αριστεράς στο χώρο του σοσιαλδημοκρατικού κέντρου. Μόνο που αυτό δεν μπορεί να γίνει με το να αλλάξει ο Μανωλιός βάζοντας τα ρούχα του αλλιώς. Χρειάζεται σοβαρή και σε βάθος συζήτησης γι’ αυτό που ο ΣΥΡΙΖΑ ονομάζει κυβέρνηση της αριστεράς με βασικό πυρήνα τον ίδιο και στηριγμένη στην πιο πλατιά κοινωνική και πολιτική συσπείρωση δυνάμεων.
Είναι προφανές ότι υπάρχουν πρόσωπα και πολιτικές δυνάμεις στο χώρο του κέντρου, που θα ήθελαν για λόγους και μόνο αυτοσυντήρησης και πολιτικής επιβίωσης, να περιοριστούν σε επιφανειακές αλλαγές, σε ένα πολιτικό λίφτιγκ, προκειμένου να αποφύγουν τώρα τα δύσκολα – και ύστερα βλέπουμε. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ διολισθήσει για ευκαιριακούς λόγους σε μια τέτοια λογική, τότε θα έχει διαπράξει ατόπημα πολύ σοβαρότερο από αυτό για το οποίο τον κατηγορεί με άσφαιρα πυρά ο κ. Βενιζέλος.
Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ;
Ένα κόμμα της αριστεράς, που κατάφερε με την πολιτική του, το πρόγραμμά του και το ανατρεπτικό του όραμα να βρεθεί στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης και να διεκδικεί επάξια την ανάδειξή του στην κυβέρνηση, θα όφειλε να γνωρίζει ποια είναι η δύναμή του: είναι η αναμέτρηση με τα δύσκολα και μονιμότερα και όχι η προσχώρηση στις ευκολίες και τις ευκαιρίες. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει τη δυνατότητα, και οι λαϊκές τάξεις μπορούν να του δώσουν τη δύναμη, να αλλάξει ριζικά το πολιτικό σκηνικό. Το βασικό βήμα με την κατάρρευση του δικομματικού παιχνιδιού και την ευνοϊκή για την αριστερά αναδιάταξη των πολιτικών συσχετισμών έγινε. Η επιρροή της ριζοσπαστικής αριστεράς μπορεί τώρα να αποδειχθεί ικανή να επηρεάσει αποφασιστικά τον προσανατολισμό και άλλων πολιτικών δυνάμεων. Γιατί η πολιτική περίοδος που περνάμε, θέτει σε όλους το κρίσιμο ερώτημα: «Με ποιους θα πας και ποιους θ’ αφήσεις;»
Διάφοροι πολιτικοί και αναλυτές της ευκολίας και της ευκαιρίας έχουν έτοιμη τη λύση: θα κάνει μερικά βήματα προς το «ρεαλισμό» ο ΣΥΡΙΖΑ και θα συναντηθεί με την «κεντροαριστερά». Το στοίχημα, όμως, είναι να μπορέσει ο ΣΥΡΙΖΑ να μεταφέρει συνολικά την πολιτική σκηνή αριστερά, το ίδιο και τους συσχετισμούς στην κοινωνία. Για πρώτη φορά στη μεταπολεμική Ελλάδα μια δύναμη της αριστεράς έχει τη δυνατότητα να το καταφέρει. Αυτή η αναμέτρηση αξίζει τον κόπο.
Χ. Γεωργούλας
Η χρησιμοποίηση του όρου «αποστασία» στην Ελλάδα μετά το 1965 δεν μπορεί να γίνει με ουδέτερο τρόπο. Ο όρος, που έχει από μόνος του αρνητικό πρόσημο ως αρνητική μεταστροφή απόψεων στη νεότερη πολιτική ιστορία της Ελλάδας συνδέεται με την εγκατάλειψη μιας προοδευτικής τοποθέτησης (της αντιμοναρχικής και αντιδεξιάς πολιτικής της Ένωσης Κέντρου) και της μετακίνησης στο στρατόπεδο των δυνάμεων που λειτούργησαν ως ανάχωμα στην πίεση για εκδημοκρατισμό και εκσυγχρονισμό της πολιτικής ζωής.
Αυτό το στοιχείο έκριναν, η σημερινή ηγεσία του ΠΑΣΟΚ και το συγκεκριμένο συγκρότημα του τύπου που ενεργεί ως στήριγμά της, ότι τους επιτρέπει να χρησιμοποιήσουν επικοινωνιακά τον όρο «αποστασία», προκειμένου να αποτρέψουν τα αποτελέσματα της έκκλησης του ΣΥΡΙΖΑ προς τους βουλευτές να πάψουν πια να ψηφίζουν τα καταστροφικά για την οικονομία και την κοινωνία μνημονιακά μέτρα: όποιος επηρεαστεί από την έκκληση αυτή, υποτίθεται ότι ταυτίζεται με τους αποστάτες που εγκατέλειψαν την προοδευτική Ένωση Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου, για να συνεργαστούν με την ΕΡΕ και τα ανάκτορα, που εκπροσωπούν τη συντήρηση, την αντίδραση.
Επιπλέον, η επιλογή τους να χρησιμοποιήσουν τον όρο «αποστασία», στηρίζεται και σε μία ακόμα λαθροχειρία. Η επίθεση που δέχτηκε τότε η κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου, αποσκοπούσε, διά της απόσπασης βουλευτών, στη στήριξη άλλης κυβέρνησης, δεξιότερου και βασιλικότερου προσανατολισμού από τη νόμιμη, από την ίδια βουλή και όχι με προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία. Σήμερα, αυτό που ζητάει ο ΣΥΡΙΖΑ επίμονα, δεν είναι καλύτερα μαγειρέματα στην υπάρχουσα βουλή. Ζητάει προσφυγή στις κάλπες, γιατί διαπιστώνουμε όλοι, πέραν των άλλων, διάσταση μεταξύ ασκούμενης πολιτικής και λαϊκής θέλησης.
Προχειρότητα και πανικός
Η επιλογή τους να καταφύγουν σε τέτοιου είδους λαθροχειρίες είναι αποτέλεσμα πρόχειρης ανάλυσης, που προδίδει πανικό. Για δύο, τουλάχιστον, λόγους: πρώτον, γιατί με ελάχιστη προσπάθεια αντιλαμβάνεται ο καθένας ότι πρόκειται για πλήρη αντιστροφή της σημερινής πραγματικότητας και, δεύτερον, γιατί η συνειρμική αποτελεσματικότητά της αφορά κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, πολύ μικρό τμήμα του πληθυσμού, τους άνω των 65, και μάλιστα τους εξ αυτών συντηρητικούς. Ο πνιγμένος, όμως, από τα μαλλιά του πιάνεται…
Φωνάζει ο κλέφτης...
Δυστυχώς για τη σημερινή ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, που θέλει να εμφανίζεται ως κληρονόμος της Ένωσης Κέντρου, είναι η ίδια που επέλεξε ως σανίδα σωτηρίας όχι μόνο την καταστροφική πολιτική των μνημονίων, αλλά και τη συνεργασία με την πιο δεξιά εκδοχή της ΝΔ, προκειμένου να διασώσει τη μνημονιακή πολιτική και τον εαυτό της. Την επομένη, μάλιστα, μιας εκλογικής αναμέτρησης, κατά την οποία διακήρυττε σε όλους τους τόνους ότι δεν πρόκειται να συνεργαστεί με τη ΝΔ! Ισχυρισμό που δεν τον πρόβαλε μόνο ως προεκλογικό πυροτέχνημα αλλά επιχείρησε να τον αξιοποιήσει και μετεκλογικά, με το πρόσχημα της κυβέρνησης «εθνικής σωτηρίας». Στην οποία κατάφερε –εκβιαστικά σε μεγάλο βαθμό– να σύρει τη ΔΗΜΑΡ και επιχείρησε να εμπλέξει και τον ΣΥΡΙΖΑ.
Η πολιτική αποστασία, συνεπώς, έχει ήδη συντελεστεί με επιλογή και ευθύνη της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ. Όσο κι αν ψάξει κανείς, δεν θα βρει ίχνος αντίστασης σ’ αυτή την τεράστια οπισθοδρόμηση που συνιστά η μνημονιακή πολιτική. Αντίθετα, βλέπουμε την αποδοχή και τη στήριξή της, σε συνεργασία με τη ΝΔ. Γι’ αυτό και προκαλεί μάλλον γέλιο η προσπάθεια της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ και των διαπλεκόμενων επικοινωνιακών στηριγμάτων της να εμφανιστούν ως αντιστεκόμενοι, που τους υπονομεύουν οι αντιδραστικές δυνάμεις.
Γι’ αυτό, επίσης, δεν φαίνεται να εξασφαλίζει και τα αναμενόμενα από την πλευρά της αντανακλαστικά των βουλευτών του ΠΑΣΟΚ. Μέχρι στιγμής, το κλίμα στην κοινοβουλευτική ομάδα και στο κόμμα γενικότερα δεν επιτρέπει στην ηγεσία να ισχυριστεί ότι έδρεψε καρπούς χρησιμοποιώντας το άστοχο εύρημα της αποστασίας. Η αναβολή της, για λόγους υγείας του κ. Βενιζέλου (που όλοι του ευχόμαστε περαστικά), μάλλον απέτρεψε, για την ώρα, δυσμενείς εξελίξεις. Η χρησιμοποίηση του όρου «αποστασία» προκάλεσε την εκδήλωση των διαφωνιών ως προς το μόνιμο πια προσανατολισμό της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ στην πρόσδεσή της στη ΝΔ.
Κυοφορούνται ανατροπές
Στελέχη του κόμματος και της κοινοβουλευτικής ομάδας βρήκαν την ευκαιρία να διατυπώσουν δημόσια τη διαφωνία τους και να προτείνουν ριζικό αναπροσανατολισμό, με σκοπό την προσέγγιση με τον ΣΥΡΙΖΑ (Ντόλιος, Πανάρετος κ.λπ.). Αυτό τον κίνδυνο αντιλαμβάνεται ο κ. Βενιζέλος και οι διαπλεκόμενοι συνεργάτες του και επιχειρούν να διαμορφώσουν ατμόσφαιρα «εχθρικής περικύκλωσης».
Αυτές ακριβώς οι εξελίξεις, από την άλλη, δείχνουν πόσο επιφανειακός και υστερόβουλος ήταν ο χειρισμός του προβλήματος εκ μέρους της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ. Είναι προφανές ότι το πολιτικό όφελος για τον ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν πολύ σημαντικό, αν η έκκλησή του προκαλούσε μια μονιμότερη ανατροπή προσανατολισμού συνολικά στο ΠΑΣΟΚ και όχι κάποιες ευκαιριακές «αποστασίες». Θα ήταν μονιμότερο όφελος για την ριζοσπαστική αριστερά, αλλά και για την κοινωνία, η ύπαρξη μιας ακόμα αντιμνημονιακής δύναμης, σταθερά προσανατολισμένης στη συνεργασία με το σύνολο της αριστεράς στο χώρο του σοσιαλδημοκρατικού κέντρου. Μόνο που αυτό δεν μπορεί να γίνει με το να αλλάξει ο Μανωλιός βάζοντας τα ρούχα του αλλιώς. Χρειάζεται σοβαρή και σε βάθος συζήτησης γι’ αυτό που ο ΣΥΡΙΖΑ ονομάζει κυβέρνηση της αριστεράς με βασικό πυρήνα τον ίδιο και στηριγμένη στην πιο πλατιά κοινωνική και πολιτική συσπείρωση δυνάμεων.
Είναι προφανές ότι υπάρχουν πρόσωπα και πολιτικές δυνάμεις στο χώρο του κέντρου, που θα ήθελαν για λόγους και μόνο αυτοσυντήρησης και πολιτικής επιβίωσης, να περιοριστούν σε επιφανειακές αλλαγές, σε ένα πολιτικό λίφτιγκ, προκειμένου να αποφύγουν τώρα τα δύσκολα – και ύστερα βλέπουμε. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ διολισθήσει για ευκαιριακούς λόγους σε μια τέτοια λογική, τότε θα έχει διαπράξει ατόπημα πολύ σοβαρότερο από αυτό για το οποίο τον κατηγορεί με άσφαιρα πυρά ο κ. Βενιζέλος.
Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ;
Ένα κόμμα της αριστεράς, που κατάφερε με την πολιτική του, το πρόγραμμά του και το ανατρεπτικό του όραμα να βρεθεί στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης και να διεκδικεί επάξια την ανάδειξή του στην κυβέρνηση, θα όφειλε να γνωρίζει ποια είναι η δύναμή του: είναι η αναμέτρηση με τα δύσκολα και μονιμότερα και όχι η προσχώρηση στις ευκολίες και τις ευκαιρίες. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει τη δυνατότητα, και οι λαϊκές τάξεις μπορούν να του δώσουν τη δύναμη, να αλλάξει ριζικά το πολιτικό σκηνικό. Το βασικό βήμα με την κατάρρευση του δικομματικού παιχνιδιού και την ευνοϊκή για την αριστερά αναδιάταξη των πολιτικών συσχετισμών έγινε. Η επιρροή της ριζοσπαστικής αριστεράς μπορεί τώρα να αποδειχθεί ικανή να επηρεάσει αποφασιστικά τον προσανατολισμό και άλλων πολιτικών δυνάμεων. Γιατί η πολιτική περίοδος που περνάμε, θέτει σε όλους το κρίσιμο ερώτημα: «Με ποιους θα πας και ποιους θ’ αφήσεις;»
Διάφοροι πολιτικοί και αναλυτές της ευκολίας και της ευκαιρίας έχουν έτοιμη τη λύση: θα κάνει μερικά βήματα προς το «ρεαλισμό» ο ΣΥΡΙΖΑ και θα συναντηθεί με την «κεντροαριστερά». Το στοίχημα, όμως, είναι να μπορέσει ο ΣΥΡΙΖΑ να μεταφέρει συνολικά την πολιτική σκηνή αριστερά, το ίδιο και τους συσχετισμούς στην κοινωνία. Για πρώτη φορά στη μεταπολεμική Ελλάδα μια δύναμη της αριστεράς έχει τη δυνατότητα να το καταφέρει. Αυτή η αναμέτρηση αξίζει τον κόπο.
Χ. Γεωργούλας