Η επαπειλούμενη απεργία των καθηγητών στις πανελλαδικές εξετάσεις έχει ευαισθητοποιήσει (!) το σύνολο του καθεστωτικού πολιτικού και μιντιακού προσωπικού και το έχει τάξει, για άλλη μια φορά, στην υπεράσπιση της κοινωνίας και ιδίως των τρυφερών βλαστών της. Το γεγονός πως η ανεργία των νέων, ως αποτέλεσμα των, επιλεγμένων από την πολιτική ελίτ και την άρχουσα τάξη, πολιτικών «υπέρβασης» της κρίσης θα φθάσει σύντομα το 70%, με το τυχερό υπόλοιπο -πλην των δικών τους ευαίσθητων γόνων- να εργάζεται σε συνθήκες εργασιακής και μισθολογικής γαλέρας είναι, προφανώς, «άλλο θέμα».
Στο κείμενο αυτό θα αφήσω εκτός σχολιασμού όλα τα θέματα της σχετικής συζήτησης, επιλέγοντας να αναφερθώ μόνο σε αυτό που θεωρείται από τους παπαγάλους του συστήματος το αδύνατο σημείο της επιχειρηματολογίας των εκπαιδευτικών συνδικάτων και αφορά το διδακτικό ωράριο.
Λέω, λοιπόν, με σαφήνεια, πως οι εκπαιδευτικοί έχουν πολλά επιχειρήματα όχι μόνο για να αντισταθούν στην επιχειρούμενη αύξηση του ωραρίου διδασκαλίας, αλλά και να επιδιώξουν τη μείωσή του. Και δεν είναι μόνο τα προφανή. Ότι, δηλαδή, ο μέσος ευρωπαϊκός όρος του διδακτικού ωραρίου είναι χαμηλότερος του ελληνικού αντίστοιχου - χαρακτηριστικά, στο «εκπαιδευτικό θαύμα», που σύμφωνα με όλους τους επίσημους, καθεστωτικούς, δηλαδή, οργανισμούς, αποτελεί η Φινλανδία, το διδακτικό ωράριο στο γυμνάσιο είναι 13-17 ώρες και στο λύκειο 11-17! [1].
Ότι, επιπλέον, η μία διδακτική ώρα αντιστοιχεί σε τρεις ώρες συνήθους δουλειάς γραφείου ή ότι στις ώρες εργασίας θα πρέπει να συμπεριλαμβάνεται και η διόρθωση εργασιών στο σπίτι, καθώς και η πολύωρη καθημερινή προετοιμασία του εκπαιδευτικού, που θέλει να είναι επαρκής στο έργο του - ειδικά στην Ελλάδα, όπου η διαχρονική πολιτική Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ εξαφάνισε ολοκληρωτικά οιαδήποτε συστηματική δομή επιμόρφωσης υφίστατο.
Δεν είναι, ακόμη, μόνο το γεγονός ότι, πέρα από το διδακτικό ωράριο, οι εκπαιδευτικοί επιβαρύνονται με μεγάλο διοικητικό έργο, το οποίο θα έπρεπε να προσφέρεται από ειδικό διοικητικό προσωπικό, όπως συμβαίνει στο σύνολο, σχεδόν, της Ευρώπης και όχι μόνο. Κι ας ειπωθεί εδώ πως η όλη επιχειρηματολογία, κυρίως της ΔΗΜ.ΑΡ., περί των αποσπάσεων εκπαιδευτικών δεν λέει πως το πολύ μεγάλο ποσοστό τους -90%;- αφορά την κεντρική και τις περιφερειακές διοικήσεις του υπουργείου, που σε ένα κανονικό κράτος θα κάλυπταν τις ανάγκες τους με πραγματικό διοικητικό προσωπικό.
Είναι και το δεδομένο ότι όλα τα προηγούμενα θα πρέπει να συνυπολογίζονται με την εισοδηματική τους κατάσταση, η οποία ήδη προ κρίσης -το 2008- τους τοποθετούσε στη θέση των χειρότερα αμειβομένων σε ολόκληρη την Ευρωζώνη [2] - όπως μας ενημερώνει, μάλιστα, η Ρ. Βαρέλα στην «Αυγή» της 4ης Μαΐου, οι μισθοί τους είναι οι μισοί σε σχέση με αυτούς των Πορτογάλων συναδέλφων τους. Έπειτα, μάλιστα, από τις συντριπτικές περικοπές των Μνημονίων φαίνεται να έχουν αμοιβές χαμηλότερες και από αυτές των Μεξικανών συναδέλφων τους, διαβιώντας σε μια χώρα με πολύ μεγαλύτερο ΑΕΠ κατά κεφαλήν από αυτό του Μεξικού.
Αν σ΄ αυτό προστεθεί το γεγονός πως οι Έλληνες εκπαιδευτικοί βρίσκονται σε εξαιρετικά δυσμενή θέση σε σχέση με τους υπόλοιπους εργαζομένους αντίστοιχων μορφωτικών προσόντων, η εικόνα ολοκληρώνεται [3].
Η πολιτική οικονομία του ζητήματος
Εκτός, λοιπόν, των προηγουμένων γνωστών σε όσους στοιχειωδώς ξέρουν από αυτά, θέλω να προσθέσω και μερικά ακόμη επιχειρήματα, που συνδέονται με τα ζητήματα της δημοσιονομικής, μακροοικονομικής και εργασιακής πολιτικής.
Ας ξεκινήσω με έναν αναγκαίο υπολογισμό. Τα στοιχεία δείχνουν πως οι καθηγητές της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης αποτελούν το 2,3% περίπου του απασχολούμενου συνολικά δυναμικού της χώρας. Την ίδια στιγμή, όμως, καρπώνονται με τους μεικτούς μισθούς τους μόλις το 0,8% του παραγόμενου εγχώριου προϊόντος. Οι αριθμοί, όπως μπορεί ο καθένας να καταλάβει, είναι συντριπτικοί και δείχνουν ανάγλυφα τη δεινή θέση των Ελλήνων εκπαιδευτικών.
Επιπλέον, όμως, δείχνουν πως μια γενναία αύξηση του εκπαιδευτικού προσωπικού, που θα προέκυπτε ως αποτέλεσμα σειράς βελτιωτικών παρεμβάσεων στη δομή και τη λειτουργία των σχολείων (όπως τη μείωση του αριθμού των μαθητών ανά τμήμα, με προφανείς τις θετικές παιδαγωγικές επιπτώσεις), μαζί και της μείωσης του διδακτικού ωραρίου θα είχε ασήμαντη δημοσιονομική επίπτωση: η αύξηση κατά 50% του προσωπικού θα σήμαινε αύξηση των δημοσίων δαπανών μόλις κατά 0.4% [4], σε μια χώρα που έχει τις χαμηλότερες με διαφορά, στο όριο του αίσχους, δημόσιες εκπαιδευτικές δαπάνες στην Ευρώπη. Την ίδια στιγμή επέρχεται τριπλάσια ποσοστιαία μείωση της συνολικής ανεργίας.
Να, λοιπόν, πώς η μείωση του διδακτικού ωραρίου συνιστά μια εκπληκτικά δυναμική αντιανεργιακή πολιτική προς όφελος των αποφοίτων των καθηγητικών σχολών, νέων με εξαιρετικά μορφωτικά προσόντα, των οποίων η αξιοποίηση θα είχε πολλαπλές θετικές επιπτώσεις για την ελληνική κοινωνία. Και, μάλιστα, με απειροελάχιστο δημοσιονομικό κόστος.
Υπάρχει, όμως, και κάτι ακόμη που θα πρέπει να σημειωθεί γιατί σπανίως επισημαίνεται. Οι πιο αποτελεσματικές δημόσιες δαπάνες, με επιπλέον αναπτυξιακές και αντιανεργιακές επιπτώσεις, είναι, χωρίς καμιά αμφιβολία, οι δαπάνες για πρόσληψη προσωπικού στο Δημόσιο. Όπως αποδεικνύει με μεγάλη πειστικότητα ο Γιώργος Σταμάτης [5], οι δαπάνες αυτές «αυξάνουν άμεσα την απασχόληση και μειώνουν άμεσα την ανεργία. Και μέσω της ζήτησης για καταναλωτικά αγαθά, την οποία αναπτύσσουν αυτοί οι νεοπροσληφθέντες στο Δημόσιο, αυξάνουν το εθνικό προϊόν και συνεπώς αυξάνουν έτσι και έμμεσα την απασχόληση -την απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, ο οποίος παράγει αυτά τα καταναλωτικά αγαθά- και συνεπώς μειώνουν και έμμεσα την ανεργία». Το γεγονός πως οι καπιταλιστές και το κράτος τους δεν προκρίνουν μια τέτοια επιλογή είναι ταξικά απολύτως εξηγήσιμο, δεν το κάνει, ωστόσο, «δημοσιονομικά ορθολογικό» και «αναγκαίο», όπως οι παπαγάλοι ισχυρίζονται.
Ας μην απολογούμαστε, λοιπόν. Και σ΄ αυτό εμείς είμαστε που έχουμε όλο το δίκιο με το μέρος μας.
_________________________
Σημειώσεις
[1]. Γενικότερα για τη φινλανδική εκπαίδευση, η οποία τα τελευταία τριάντα χρόνια βελτιώθηκε ραγδαία εφαρμόζοντας πρακτικές που είναι πολύ κοντύτερα στις προτάσεις της ΟΛΜΕ, απ΄ ό,τι αυτές του νεοφιλελεύθερου ελληνικού κράτους: Pasi Sahlberg, Φινλανδικά Μαθήματα, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη, 2013 - ιδίως τον πρόλογο του Γιώργου Τσιάκαλου.
[2]. Για αναλυτική περιγραφή βλέπε: Πράγμα 11-Η δημόσια εκπαίδευση... από το βιβλίο: Χ. Λάσκος - Ε. Τσακαλώτος, 22 Πράγματα που μας λένε για την ελληνική κρίση και δεν είναι έτσι, ΚΨΜ, Αθήνα, 2012, σελ. 128-135.
[3]. όπ.π. σελ. 130.
[4]. Που, επιπλέον, θα μπορούσε, με τη σωστή διαμόρφωση του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος, να ελαφρύνει σημαντικότατα τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς από τις υπέρογκες ιδιωτικές εκπαιδευτικές δαπάνες.
[5]. Γ. Σταμάτης, Περί Νεοφιλελευθερισμού, ΚΨΜ, Αθήνα, σελ. 41-54.