Από την Αυγή της Κυριακής
Ο Αντώνης Σαμαράς, σε κάθε ευκαιρία,
γιορτή και σχόλη, επικαλείται τη βοήθεια του Θεού και της Παναγιάς.
Μέχρι που θα μπορούσε κανείς να πιστέψει ότι η αποστολή τούτης της
κυβέρνησης και το θέλημα του Υψίστου αποτελούν ένα και το αυτό. Την ίδια
στιγμή όμως, ο Αντ. Σαμαράς, αξιοποιώντας τον συμβολισμό που εκπέμπει ο
υπουργός Οικονομικών, συνομιλεί και με ένα πολύ διαφορετικό κοινό: με
εκείνους οι οποίοι, όπως έγραφε προσφάτως ο Σωτήρης Βαλντέν, έχουν
ταυτίσει τις μεταρρυθμίσεις με την αποφασιστική τήρηση του μνημονιακού
χρονοδιαγράμματος. Αυτό το δεύτερο ακροατήριο προβάλλει στον
«τεχνοκρατικό ρεαλισμό» του υπουργού Οικονομικών ένα χαμένο άρωμα
αστικής σοβαρότητας.
Είναι άδηλο το αν ο προσευχόμενος Σαμαράς
εισακούεται από τον λαϊκό κόσμο στον οποίο κυρίως απευθύνονται τα
«βόηθα, Παναγιά». Βλέπουμε όμως πως η ιδέα του μοντέρνου και
μεταρρυθμιστή πρωθυπουργού αγγίζει ευαίσθητες χορδές μέχρι και σε έναν
κόσμο που δήλωνε μέχρι πρότινος αλλεργικός στον «εθνικολαϊκισμό».
Το θέμα παρουσιάζει ενδιαφέρον για τις
αλλαγές στην ιδεολογική ατμόσφαιρα οι οποίες συντελούνται τελευταία. Και
αυτό επειδή τα δυο στιλ Σαμαρά, πέρα από μια ιδιοσυγκρασία,
υπαινίσσονται ευρύτερες επιδιώξεις: το διπλό ύφος δεν δείχνει μόνο τον
άνθρωπο, αλλά την κατεύθυνση της επιδιωκόμενης ιδεολογικής ανασύνθεσης.
Προφανώς αυτό που θέλει να ανασυνθέσει ο Αντώνης Σαμαράς είναι η
ελληνική δεξιά παράταξη. Οι άλλοι ωστόσο, όσοι δηλαδή ελκύονται από τον
εκσυγχρονιστικό συμβολισμό, προσπερνούν τούτη τη σκληρή αλήθεια
ψάχνοντας περισσότερο την επιβεβαίωση μιας εμμονής. Μοιράζουν πια τις
συμπάθειες ή τις αντιπάθειές τους με κύριο μέλημα την ανάσχεση του
ΣΥΡΙΖΑ τον οποίον αντιμετωπίζουν περίπου ως θεομηνία. Χάνοντας, συχνά,
κάθε ορθολογική αίσθηση, παρά τα καθημερινά εγκώμια στον ορθολογισμό.
Προφανώς, η έλξη ανθρώπων οι οποίοι
διατείνονται ότι ανήκουν στην Κεντροαριστερά για έναν πολιτικό της
συντηρητικής Δεξιάς δεν είναι μοναδική και δεν μεταφράζει παρόμοια
ψυχολογικά και πολιτικά κίνητρα. Πριν από λίγα χρόνια, ο Νικολά Σαρκοζί
αναζήτησε στηρίγματα και αρωγούς σε διάφορες προσωπικότητες της
ευρύτερης γαλλικής σοσιαλδημοκρατίας. Σήμερα όμως από όλη αυτή την
ιστορία δεν έχει μείνει τίποτα εκτός από μια γαλλική Δεξιά σπαρασσόμενη
μεταξύ των διαφόρων «εγώ», γεγονός που λιπαίνει τις μηχανές της Μαρίν
Λεπέν για τη δική της ακροδεξιά ανασύνθεση.
Στη δική μας περίπτωση, πάντως, παρατηρεί
κανείς ένα είδος πολιτικού στραβισμού. Έχει κανείς την εντύπωση ότι οι
όψιμοι εγκωμιαστές του Έλληνα πρωθυπουργού μιλούν και γράφουν αφαιρώντας
από το κάδρο ολόκληρα κομμάτια της τρέχουσας πολιτικής και κοινωνικής
πραγματικότητας: σαν να μην υφίσταται πια στη χώρα μια βαθιά Δεξιά, παρά
μόνο κάποιοι συμπαθείς και μοντέρνοι και κάποιοι λιγότερο συμπαθείς
κρατικοί και κομματικοί αξιωματούχοι.
Σε τελική ανάλυση όμως, ο εξωραϊσμός του
Αντ. Σαμαρά συμβάλλει στη δημιουργία ενός νέου δημόσιου ύφους: της
πολιτικής των ευσεβών πόθων, που συνδυάζονται με πολλές ανησυχητικές
αποσιωπήσεις.