Εκατό χρόνια μετά τους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-13 που διπλασίασαν το ελληνικό κράτος, η κατάσταση της χώρας δεν προσφέρεται για επετειακούς πανηγυρισμούς, έστω κι αν στο τιμόνι της βρίσκεται ένας γνήσιος απόγονος της Πηνελόπης Δέλτα. |
Γράφει ο ΙΟΣ
Εκατό χρόνια μετά τους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-13 που διπλασίασαν το ελληνικό κράτος, η κατάσταση της χώρας δεν προσφέρεται για επετειακούς πανηγυρισμούς, έστω κι αν στο τιμόνι της βρίσκεται ένας γνήσιος απόγονος της Πηνελόπης Δέλτα. Μέσα στις συνθήκες της κρίσης, ακόμη και τα εκατοντάχρονα της κατάληψης της Θεσσαλονίκης απ΄ τον ελληνικό στρατό πέρασαν σχεδόν στα μουλωχτά, με μια πανηγυριώτικη παρέλαση φαντάρων που φορούσαν στολές εποχής και δυο επιστημονικά συνέδρια χαμηλών τόνων. Οσο για το «νόημα» της επετείου, αυτό συμπυκνώθηκε στο γνωστό στερεότυπο, σύμφωνα με το οποίο οι Ελληνες μεγαλουργούν όταν (και εφόσον) παραμένουν ενωμένοι. Στην πραγματικότητα, μια τέτοια σύμπνοια δεν υπήρξε το 1912-13 παρά μόνο στα φληναφήματα των (πολύ μεταγενέστερων) πανηγυρικών. Η πολιτικοστρατιωτική ηγεσία που διεξήγαγε τους Βαλκανικούς πολέμους ήταν αντίθετα βαθιά διχασμένη, καθώς έπρεπε να δώσει οριστική απάντηση στο εκκρεμές δίλημμα μισού αιώνα: άμεση απελευθέρωση μεγάλου μέρους των «αλύτρωτων αδελφών» (ουσιαστικά, των ελληνόγλωσσων χριστιανών Ηπείρου, Νότιας Μακεδονίας και νησιών) ή αναγκαστική παραμονή τους κάτω από οθωμανική κυριαρχία ώσπου, «πάλι με χρόνους και καιρούς», να καταστεί εφικτή η πλήρης υλοποίηση της Μεγάλης Ιδέας με την ενσωμάτωση της μισής Βαλκανικής (και Αυτοκρατορίας) στο ελληνικό βασίλειο; Οπως εξηγούμε σε άλλες στήλες, η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν ήταν τότε καθόλου αυτονόητη. Ο ρεαλιστής πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος επέλεξε το πρώτο, συμμαχώντας με τα υπόλοιπα χριστιανικά βαλκανικά κράτη εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, καταγγέλθηκε όμως από τους τότε ακραιφνείς εθνικιστές ως ένας μειοδότης που ξεπούλησε τα μακρόπνοα οράματα του Ελληνισμού για ένα ευτελές αντίτιμο. Η επιλογή του καθορίστηκε από τον πραγματικό συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ των εμπολέμων. Οι σύμμαχοι παρέταξαν συνολικά 693.000 στρατιώτες εναντίον 346.000 του οθωμανικού στρατού, απ” αυτούς όμως μόνο 130.000 ήταν Ελληνες έναντι 223.000 Σέρβων, 25.000 Μαυροβουνίων και 305.000 Βουλγάρων (ΓΕΣ/ΔΙΣ, «Επίτομη ιστορία των Βαλκανικών πολέμων», Αθήνα 1987, σ. 260). Η Ελλάδα συνέβαλε στη συμμαχική προσπάθεια κυρίως με την παρουσία του στόλου της, που εμπόδισε τους Οθωμανούς να μεταφέρουν ενισχύσεις από τη Μ. Ασία στα μέτωπα της Μακεδονίας και του Κοσσυφοπεδίου. Εχοντας πλήρη επίγνωση αυτής της πραγματικότητας, ο Βενιζέλος προτίμησε τη συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο χωρίς προκαθορισμένη διανομή της λείας, ποντάροντας στην υποτίμηση των ελληνικών δυνατοτήτων από εχθρούς και συμμάχους και στο γεγονός ότι οι Βούλγαροι θ” αντιμετώπιζαν, λόγω γεωγραφικής θέσης, τον κύριο όγκο του οθωμανικού στρατού στη Θράκη. Οι εξελίξεις τον δικαίωσαν, όχι όμως και οι εθνικιστές της εποχής. Το «κρέας» και η «σκιά» Το πρώτο κύμα αντιδράσεων ξεκινά με την κήρυξη του πολέμου, το φθινόπωρο του 1912, κι εκδηλώνεται με τη μορφή ενδοϋπηρεσιακής γκρίνιας. Φορείς του είναι κυρίως διπλωμάτες και πολιτικοί που λίγο νωρίτερα είχαν καθοδηγήσει τον Μακεδονικό Αγώνα και, παρά τον μεγαλοϊδεατισμό τους, διαφωνούν με την ελληνική συμμετοχή σ” έναν παμβαλκανικό απελευθερωτικό πόλεμο. Η αντίθεσή τους αυτή δεν έχει φυσικά καμιά σχέση με τις αυθόρμητες αντιπολεμικές διαθέσεις που συναντάμε σε μια (μικρή αρχικά) μερίδα φαντάρων ή ακόμη κι αξιωματικών. Αυτό που τους ενοχλεί είναι η «λάθος» επιλογή στρατοπέδου, η συμμαχία με τη Σερβία, το Μαυροβούνιο και κυρίως τη Βουλγαρία εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ντοπαρισμένοι από το αντισλαβικό μένος των προηγούμενων χρόνων και την άτυπη ελληνοτουρκική σύμπραξη κατά των κομιτατζήδων, οι περισσότεροι επιτελείς του Μακεδονικού Αγώνα θεωρούσαν τη μεσοπρόθεσμη ακεραιότητα του οθωμανικού κράτους αναγκαία προϋπόθεση για τη μακροπρόθεσμη υλοποίηση της Μεγάλης Ιδέας –ορισμένοι μάλιστα απ” αυτούς, όπως ο Ιων Δραγούμης κι ο Αθανάσιος Σουλιώτης-Νικολαΐδης, είχαν καταλήξει να θεωρούν μόνη λύση τον σταδιακό «εξελληνισμό» του. Η προοπτική διανομής των ευρωπαϊκών εδαφών της αυτοκρατορίας μεταξύ των Βαλκάνιων συμμάχων αντιμετωπιζόταν έτσι, όχι ως μια μερική ικανοποίηση των βλέψεων του ελληνικού αλυτρωτισμού, αλλά σαν η οριστική ταφόπλακα της Μεγάλης Ιδέας. Σύνδεσμος της Ελλάδας στο βουλγαρικό επιτελείο, ο Σουλιώτης καταγράφει ευθύς εξαρχής στο προσωπικό ημερολόγιό του τη στρατηγική διαφωνία του με τη Βαλκανική Συμμαχία: περνώντας από το Ζάγκρεμπ, σημειώνει πως «όταν είδα τόσους Σλαύους και εσυλλογίσθηκα έπειτα τους Σέρβους και τους Βουλγάρους και τους Ρώσσους και τα σλαυικά ονόματα της Πελοποννήσου, εσυλλογιζόμουν: Δεν ήλθαν εδώ οι πολιτικοί της Ελλάδος που μας διευθύνουν και δεν βλέπουν παρά μόνο την Αθήνα, όταν βιάζονται ν’ ανοίξουν στους Σλαύους τις πόρτες του Αιγαίου και να παίξουν του Εθνους την ψυχή «μετά των αλλοφύλων»» («Ημερολόγιον του πρώτου βαλκανικού πολέμου», Θεσ/νίκη 1962, σ. 1). Εξίσου κάθετη προς τις επιλογές της κυβέρνησης Βενιζέλου είναι η αντίθεση και του Ιωνα Δραγούμη, πολιτικού συμβούλου του διαδόχου (και αρχιστρατήγου) Κωνσταντίνου. Το πρόβλημα εδώ αφορά αρχικά τις ελληνικές κοινότητες των αστικών κέντρων που αναμένεται να περάσουν στα χέρια των Σέρβων ή των Βουλγάρων. «Ας ευχηθούμε ίνα η ζημία μας εκ του πολέμου του συμμαχικού ν αποβή όσον οίον τε μικροτέρα», γράφει στις 11 Δεκεμβρίου στον πατέρα του Στέφανο – βουλευτή, τέως πρωθυπουργό κι έναν από τους αρχιτέκτονες του ελληνικού αλυτρωτισμού στον μακεδονικό χώρο επί δεκαετίες. «Πολλάς ελπίδας δεν έχω ούτε διά τας Σέρρας ούτε διά το Μοναστήριον. […] Ανησυχώ διά τας διαπραγματεύσεις ως εκ της γνωστής αγνοίας υπό του Βενιζέλου των εξωτερικών δυνάμεων του έθνους και της τρομακτικής αυτού και αλογίστου υποχωρητικότητος». Σαφέστερος γίνεται στην επόμενη επιστολή του, δέκα μέρες αργότερα: «Ο πόλεμος δεν ήτο αναπόφευκτος, ως φαίνεται νομίζω, διότι άνευ ημών δεν θα κατέφευγον εις πόλεμον οι Σερβο-βούλγαροι. Αλλά και εάν ήτο αναπόφευκτος, ουδείς επίεζεν ημάς ώστε να τον αναλάβομεν αυθωρεί και άνευ προηγουμένης συνεννοήσεως επί πάντων θεμάτων και πάσης λεπτομερείας. Και αν καθίστατο αδύνατος η συνεννόησις προς τους συμμάχους, δεν θα εγίνετο ο πόλεμος. Ας μη εγίνετο. Το έθνος έμεινεν επί αιώνας μετά των Τούρκων, δεν θα εχάνετο ο κόσμος εάν επί τινα έτι χρόνον εξηκολούθει η συμβίωσις αύτη». Πεποίθηση του Ιωνα είναι πως η εθνική εξόρμηση υπαγορεύθηκε από μικροκομματικούς και μόνο λόγους: «Η αλήθεια είναι ότι τον πόλεμον απεφάσισεν ο Βενιζέλος ίνα πνίξη εν τοσούτω μεγάλω ζητήματι το μικρότερον Κρητικόν ζήτημα. Και πάλιν η Κρήτη παρέσυρεν ημάς, ίνα μη πέση η Κυβέρνησις. Αξιοθαύμαστος η αυτοθυσία των Ελλήνων πολιτικών!» Οταν γράφονταν τα παραπάνω, ο ελληνικός στρατός κατείχε ήδη τη Θεσσαλονίκη κι όλα τα εδάφη της ΝΔ Μακεδονίας μέχρι τη γραμμή Φλώρινα-Σούμποτσκο (σημ. Αριδαία), όλη σχεδόν την Ηπειρο (εκτός από τα πολιορκούμενα Γιάννενα), τη Χαλκιδική, ένα προγεφύρωμα στο Παγγαίο κι όλα τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Ο Στέφανος Δραγούμης είχε διοριστεί γενικός διοικητής Κρήτης, ενέργεια που επικύρωνε ντε φάκτο την ένωση της μεγαλονήσου. Ο σερβικός στρατός είχε φτάσει μέχρι Μοναστήρι-Γευγελή, ο βουλγαρικός μπροστά στην Κωνσταντινούπολη. Στη Μακεδονία η γραμμή διαχωρισμού ελληνικής και βουλγαρικής ζώνης ξεκινούσε από την Αλμωπία, διέσχιζε τα χωριά του Λαγκαδά και κατέληγε στις εκβολές του Στρυμόνα. Για τη μοιρασιά αυτών των (τύποις κοινών) κατακτήσεων είχαν ήδη αρχίσει διαπραγματεύσεις μεταξύ των συμμάχων, με βασικό κριτήριο τη συμβολή κάθε πλευράς στην πολεμική προσπάθεια και την επίτευξη μιας «γεωπολιτικής ισορροπίας» μεταξύ τους. Λάθος απελευθέρωση; Στην επιστολή της 21.12.1912, ο Ιων δεν διστάζει έτσι να κατηγορήσει τον Βενιζέλο ότι κακώς απελευθέρωσε τα νησιά του Αιγαίου, «ενώ προς βορράν ήτο ο κίνδυνος και η ανάγκη προβλέψεως»: «Η κατάληψις των νήσων, πλην του ότι απησχόλησε στρατεύματα κάλλιστα δυνάμενα να διατεθώσι προς βορράν (προς κατάληψιν Αυλώνος, Καβάλας, Δεδεαγάτς) παρέσχεν αμέσως αφορμήν εις τους Βουλγάρους προς απαίτησιν ανταλλαγμάτων εις βάρος ημών εν Μακεδονία και Θράκη». Το ίδιο σκεπτικό αναπτύσσει, με ακόμη μεγαλύτερη σαφήνεια, ένας ακόμη μακεδονομάχος διπλωμάτης: ο Δημήτριος Καλλέργης, πρόξενος στο Μοναστήρι το 1904 και ΥΠΕΞ το 1910. «Ως προς τας νήσους δεν δύναμαι να εννοήσω την μεγάλην σημασίαν ην φαίνονται αποδίδοντες εις την μετά της μητρός Ελλάδος ένωσιν», γράφει στις 25.12.1912 στον Στέφανο Δραγούμη. «Αι νήσοι θα μείνουν πάντοτε ελληνικαί. Θάττον ή βράδιον θα ενωθώσι μεθ” ημών. Διατί λοιπόν να επιμείνωμεν εις τοιούτον βαθμόν, όταν είναι εκ των προτέρων γνωστόν ότι θα μας αφαιρέσωσιν εκ Μακεδονίας ό,τι μας δώσουν από τας νήσους;». Βάσει αυτής της λογικής, ο επιστολογράφος κατηγορεί τον Βενιζέλο και τους ομοϊδεάτες του ότι «μόνον περί της πόλεως της Θεσσαλονίκης ομιλούσι, μόνον περί αυτής ενδιαφέρονται και θα ήσαν ευτυχείς εάν μόνον την πόλιν της Θεσσαλονίκης κατορθώσωμεν να λάβωμεν έστω και με ουδέτερον λιμένα». Η απελευθέρωση των νησιών, κατοικούμενων από 300.0000 Ελληνες, θεωρείται προϊόν αντεθνικού πολιτικαντισμού: «Ο κ. Βενιζέλος εν τοιαύτη περιπτώσει θα δυνηθή να είπη ότι ο αριθμός των νέων Ελλήνων υπηκόων είναι σχεδόν ίσος προς τον αριθμόν των νέων υπηκόων όν πρόκειται ν’ αποκτήση η Βουλγαρία, ο δ” απλοϊκός ελληνικός λαός, επί τω ακούσματι νέου τοιούτου σοφίσματος, θα τον χειροκροτήση». Ο Στέφανος Δραγούμης απαντά στις 4.2.1913, διαφωνώντας μόνο για τα κίνητρα του Βενιζέλου: «Η δικαιολογία ότι εκ του εφαρμοσθέντος σχεδίου εδιπλασιάσθη ο αριθμός των υπό το σκήπτρον του Βασιλέως ελευθέρων Ελλήνων, άδικον είναι να θεωρηθεί ως έργον υστεροβούλου πολιτικής υπαγορεύσεως. Διότι ατυχώς τούτο από αρχικής εμπνεύσεως υπήρξε το θεμελιώδες στήριγμα της ιδέας του καταρτίσαντος το όλον σχέδιον». Η επιλογή του κρητικού πολιτικού «εις το κρέας να θυσιάση την σκιάν», ν’ αποδεχτεί δηλαδή τη «διακοπή» της (φαντασιακής) εδαφικής «συνεχείας Μακεδονίας, Θράκης και Μ. Ασίας» με το ελληνικό κράτος με αντάλλαγμα τον «άμεσον διπλασιασμόν της δυνάμεως του ελευθέρου Βασιλείου δι” επεκτάσεως προς δυσμάς και νότον και μετρίως προς βορράν», χαρακτηρίζεται πάντως «κακόν όνειδος» και «ολίσθημα»: «Εις ημάς απολείπεται μόνον η ευχή να ίδωμεν όσον οίον τε εις το ελάχιστον περιοριζομένας τας μεγάλας ζημίας». Η ανεπιθύμητη Θράκη Αποφασισμένοι να μην αφήσουν τον ρεαλιστή πρωθυπουργό να σβήσει «διά μονοκονδυλιάς» το «θετικόν όνειρόν» τους ν” ανασυστήσουν το Βυζάντιο, οι βουκόλοι του ελληνικού εθνικισμού προχωρούν σε μια υπόγεια επικοινωνιακή καμπάνια επικεντρωμένη στην «εγκατάλειψη» των Ελλήνων της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης. «Είναι κοινόν μυστικόν ότι ο κ. Βενιζέλος είναι υποχωρητικός εις όλα απέναντι των Βουλγάρων», γράφει ο Ιων στον πατέρα του στις 7 Φεβρουαρίου. «Διά τούτο εκινήσαμεν τας εφημερίδας ίνα υποστηρίξωσι τα ελληνικά δίκαια επί των χωρών της Θράκης και Μακεδονίας ας παραχωρεί ασυζητητί ο πρώτος πολίτης της Ελλάδος εις τους Βουλγάρους, ήτοι επί των περιφερειών Σερρών, Δράμας, Καβάλας, Ξάνθης και της λοιπής Θράκης της κατειλημμένης υπό των απογόνων του Κρούμου». Η δράση αυτή βασίζεται στην εκτίμηση πως ο πρωθυπουργός είναι θρασύδειλος και «μόνον ο φόβος μη υπό της κοινής γνώμης αποδοκιμασθή δύναται να συγκρατήση αυτόν από του κατηφόρου». Αιχμή του δόρατος της καμπάνιας αποτελεί η κινητοποίηση του λόμπι των «αλύτρωτων ομογενών» από τα αστικά κέντρα της βουλγαρικής ζώνης, με «απόσπασιν διαμαρτυρήσεων» των ελληνικών κοινοτήτων και υποβολή υπομνημάτων στον διάδοχο Κωνσταντίνο. Με μεσολάβηση του Ιωνα, μια επιτροπή συναντά τον πρωθυπουργό και του εκθέτει «τον πόνον και τον φόβον 150.000 Ελλήνων γνησίων» ότι θα υπαχθούν «εις δουλείαν φρικωδεστέραν και της τουρκικής». Ο Βενιζέλος, ενημερώνει τον πατέρα Δραγούμη ο επικεφαλής Ιωάννης Δέλλιος (4.3), τους απάντησε «ότι ταύτα είναι ποιητικά και ότι τα πραγματικά είναι ότι οι Βούλγαροι παρέταξαν 350.000 στρατόν, οι Σέρβοι 250.000 ενώ ημείς 120.000 και τον στόλον, τον οποίον υπελόγισεν εις 60.000, και ότι κατ” ανάγκην θα ισχύση το δίκαιον του ισχυρωτέρου. Ηναγκάσθην τότε να τω είπω ότι οι πληθυσμοί των μερών εκείνων επί έτη αγωνισθέντες δεν είναι διατεθειμένοι να αφήσωσιν εαυτούς να τους διανείμωσιν ως αγέλην τινά κτηνών και ότι είναι υποχρεωμένοι να ανθιστώσιν. Ο κ. πρωθυπουργός εθύμωσεν ολίγον». Μια ερμηνεία αυτού του θυμού έδωσε η φιλοκυβερνητική «Εστία» (3.3), φωτογραφίζοντας προσωπικά τον Δέλλιο: ο Βενιζέλος, διαβάζουμε, κατανοεί «κάθε παράπονον, κάθε διαμαρτυρίαν και κάθε απειλήν ακόμη από μέρους των επί τόπου Ελλήνων, οι οποίοι υπέφεραν τα πάνδεινα μέχρι τούδε υπό την Τουρκικήν τυραννίαν και φοβούνται ότι δεν θα τελειώσουν τα βάσανά των. Του δίδουν όμως εις τα νεύρα όλοι οι εκ των υποδούλων μεν καταγόμενοι μερών, αλλά από αμνημονεύτων χρόνων εγκατεστημένοι εν Αθήναις, οι οποίοι παρέχουν εκ του ασφαλούς συμβουλάς και οδηγίας εξεγέρσεων εις τους εκεί, εκ των αποτελεσμάτων των οποίων μόνον οι άλλοι θα εξέλθουν ζημιωμένοι». Παράπλευρη συνέπεια της αντιπαράθεσης υπήρξε και η «μηνιαία παύσις» του Ιωνα από το ΥΠΕΞ. Σε μια διαμαρτυρόμενη θαυμάστριά του, ο πρωθυπουργός εξηγεί πως «αυτό το κομιτατζήδικο πνεύμα έφαγε τον τόπο» (Φ. Δραγούμης, «Ημερολόγιο 1912-1913», Αθήνα 1988, σ. 283). Στις 2 Μαρτίου 1913 η συζήτηση περνά από τα πολιτικά παρασκήνια στα κοινοβουλευτικά έδρανα και τον αθηναϊκό Τύπο, με αφορμή την κατάθεση υπομνήματος των «αλυτρώτων» στη Βουλή. Ο Βενιζέλος δέχεται ομαδικά πυρά αγορητών που τον κατηγορούν για μειοδοσία και τον απειλούν ότι «όχι μόνον εν τω ελευθέρω κράτει, αλλά και εν τω υποδούλω Ελληνισμώ θα υπάρξη αντίστασις ριζική και ανένδοτος». «Δεν επιθυμώ ως Ελλην εις την ιστορίαν ν” αναγραφή ότι πόλεις ελληνικαί εκουσίως απεδέχθησαν την βουλγαρικήν κυριαρχίαν και ότι δεν υπήρξε Βουλή ελληνική διαμαρτυρηθείσα διά την τοιαύτην κατάστασιν», διακηρύσσει χαρακτηριστικά ο βουλευτής Λακωνίας Πετροπουλάκης. Αντί ν” αναδιπλωθεί, ο Βενιζέλος αντεπιτίθεται: «Εξ ανάγκης», ξεκαθαρίζει, «θα περιέλθωσιν εις την κυριαρχίαν των συμμάχων πληθυσμοί ελληνικοί και μάλιστα πυκνοί». Υποστηρίζει, μάλιστα, πως αυτό επιβάλλεται για στρατηγικούς λόγους: ακόμη «και εάν μας έλεγον οι σύμμαχοι ότι είναι διατεθειμένοι να μας αφήσωσι να επεκτείνωμεν τα όριά μας προς τα εκεί, διά να περιλάβωμεν και τους ελληνικούς εκείνους πληθυσμούς, εγώ τουλάχιστον ως υπεύθυνος κυβέρνησις δεν θα εδεχόμην τοιαύτην χάραξιν ορίων ως λίαν επικίνδυνον, διότι η Ελλάς θα ήτο ασθενεστέρα κατά τοιούτον τρόπον εκτεινομένη παρά την θάλασσαν, άνευ σπονδυλικής στήλης, παρ” όσον θα ήτο εάν τα σύνορα αυτής εστρογγυλεύοντο κατ” άλλην διεύθυνσιν». Το μόνο που μπορεί να γίνει «περί του πληθυσμού εκείνου, είναι να ληφθή πρόνοια όπως διασωθή η εθνική αυτού συνείδησις». Κάθε άλλη επιλογή είναι εθνικά επικίνδυνη και οι Ελληνες των εν λόγω περιοχών δεν πρέπει «να γίνωσιν όργανα ενεργειών ανθρώπων οι οποίοι δύνανται μεν να άγωνται από πατριωτικάς διαθέσεις, αλλ” οι οποίοι είναι οι μάλλον επικίνδυνοι άνθρωποι διά τα εθνικά συμφέροντα, διότι αφήνουσι να οδηγώνται εν τη διαχειρίσει αυτών αποκλειστικώς και μόνον από την καρδίαν και θέτουσι εις δευτέραν μοίραν τον νουν». Συμπλέοντας με τον πρωθυπουργό, ο βουλευτής Αραβαντινός θα φροντίσει επίσης να θυμίσει στο σώμα πως, όσα δικαιώματα αναγνωριστούν στους Ελληνες της βουλγαρικής ζώνης, «είμεθα υποχρεωμένοι και ημείς να εφαρμόσωμεν διά τους [μειονοτικούς] πληθυσμούς εκείνους, οι οποίοι θα περιέλθωσιν εις ημάς». Οι δηλώσεις Βενιζέλου αντιμετωπίστηκαν ως εθνική προδοσία από τους πρωθυπουργούς του Μακεδονικού Αγώνα. «Ερχεται ο πρωθυπουργός της Ελλάδος, ο οποίος λέγει «και να μου δοθή η Θράκη, δεν την θέλω». Αυταί είναι αι διακηρύξεις του πρωθυπουργού, του ελευθερωτού του Ελληνισμού!», ξεσπάθωσε ο Γεώργιος Θεοτόκης, ενώ ο Δημήτριος Ράλλης τον κατηγόρησε πως «ου μόνον απεμπολεί τα δικαιώματα τα αναμφισβήτητα του μεγάλου εκείνου τμήματος του Ελληνισμού», αλλά «δεσμεύει και τας χείρας της Κυβερνήσεως απέναντι του φυσικού ημών εχθρού». Ακόμη οξύτερες ήταν οι επικρίσεις των εφημερίδων. Για «πρωθυπουργική αστοχία» έκανε λόγο η μετριοπαθής «Ακρόπολις», το «Σκριπ» διαπίστωσε πως ο Βενιζέλος εμφορείται από «ιδέαν ξένην προς τα εθνικά συμφέροντα», ενώ το «Εμπρός» -η ναυαρχίδα των μακεδονομάχων- κατήγγειλε «τον ιστορικόν και πολιτικόν αναρχισμόν» του πρωθυπουργού, που τον ώθησε να δώσει στη Βουλή «μάχην τείνουσαν προς τον αυτόν τούτον σκοπόν, υπέρ του οποίου μάχονται και οι Βούλγαροι». Τρεις μέρες μετά, η δολοφονία του βασιλιά Γεωργίου θ” αναβαθμίσει την εμβέλεια των αδιαλλάκτων, καθώς ο στρατηλάτης διάδοχός του ήδη από τον Δεκέμβριο ονειρευόταν τον τίτλο του «βουλγαροκτόνου». Το τζαμί της προδοσίας Από ιδιοτροπία της τύχης, μεγάλο μέρος των διεκδικήσεων των «ακραιφνών» έμελλε να ικανοποιηθεί τους επόμενους μήνες με το ξέσπασμα του Β΄ Βαλκανικού πολέμου, τη στρατιωτική ήττα της Βουλγαρίας και την υπογραφή της Συνθήκης του Βουκουρεστίου που έφερε τα σύνορα της Ελλάδας στον Νέστο. Η πρωτοβουλία γι” αυτή την εξέλιξη ανήκε στη νέα βουλγαρική κυβέρνηση του Στογιάν Ντάνεφ, που επιχείρησε να λύσει διά των όπλων τις διαφορές της με τη Σερβία και την Ελλάδα. Καθοριστικό ρόλο έπαιξε ωστόσο και η διπλωματική ευελιξία του Βενιζέλου, που συμμάχησε με τη Σερβία και τη Ρουμανία και δεν δίστασε να θυσιάσει άλλο ένα ταμπού του ελληνικού εθνικισμού, αναγνωρίζοντας την παρουσία ρουμανικής εθνικής μειονότητας μεταξύ των Βλάχων της ελληνικής επικράτειας. Θα υπέθετε κανείς πως η αίσια έκβαση (και) του δεύτερου πολέμου άμβλυνε κάπως τον «πατριωτισμόν της παρλαπίπας», όπως χαρακτήρισε τις επιδείξεις εθνικιστικής πλειοδοσίας η αθηναϊκή «Πατρίς» (3.11.1913). Αμ δε! Μόλις τα τελικά αποτελέσματα των πολέμων ήρθαν στις 9 Νοεμβρίου στη Βουλή για την επικύρωση της ελληνοτουρκικής συνθήκης των Αθηνών, ο Βενιζέλος στήθηκε ξανά στον τοίχο για τις «ανεπίτρεπτες παραχωρήσεις» του. Μία απ” αυτές αξίζει ιδιαίτερα να μνημονευτεί: η υποχρέωση του ελληνικού κράτους να οικοδομήσει πέντε τζαμιά στη Νότια Ελλάδα, το ένα απ” αυτά στην πρωτεύουσα. Το «αυγόν» και η «όρνιθα» Αντίθετα με ό,τι φανταζόμαστε σήμερα, στις αρχές του εικοστού αιώνα τα σενάρια της απελευθέρωσης των όμορων ελληνικών πληθυσμών της Νότιας Βαλκανικής και της οικοδόμησης μιας «ελληνικής αυτοκρατορίας» στη θέση της Οθωμανικής δεν θεωρούνταν συμπληρωματικά, με το πρώτο ν” αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση κι εφαλτήριο για το δεύτερο, αλλά ευθέως ανταγωνιστικά. Ο λόγος ήταν πολύ απλός. Η γεωγραφική έκταση που κατοικούνταν από συμπαγείς ελληνόφωνους πληθυσμούς, αδιαφιλονίκητους από τους υπόλοιπους βαλκανικούς εθνικισμούς, δεν ξεπερνούσε προς Βορρά τη γραμμή που συνέδεε τις εκβολές του Αλιάκμονα με τη Νάουσα, την Καστοριά και το Αργυρόκαστρο, με κάποιες αξιοσημείωτες αριθμητικά (αλλά γεωγραφικά απομονωμένες) νησίδες στις περιοχές της Χαλκιδικής, της Νιγρίτας, των Σερρών, του Παγγαίου, της Δράμας και της Ξάνθης. Οι υπόλοιπες ελληνόγλωσσες κοινότητες στις οποίες απέβλεπε η Μεγάλη Ιδέα βρίσκονταν πολύ μακριά για τις γεωπολιτικές δυνατότητες του ελληνικού κράτους: στην Ανατολική Θράκη, τη Μικρασία και τον Πόντο. Απαραίτητη προϋπόθεση για τη (μακροπρόθεσμη και αμφίβολη) ενσωμάτωση αυτών των μακρινών περιοχών στην ελληνική επικράτεια αποτελούσε η πάση θυσία διατήρηση της μεταξύ τους «εδαφικής συνέχειας», είτε με την απορρόφηση των ενδιάμεσων αλλόγλωσσων επαρχιών είτε με την «προσωρινή» παραμονή των τελευταίων στα χέρια του σουλτάνου ώσπου ν” αλλάξει ο ενδοβαλκανικός συσχετισμός δυνάμεων. Η παραμονή κάτω από κοινό καθεστώς όσο το δυνατόν περισσότερων «αμιγών Ελλήνων» (σύμφωνα με την ορολογία της εποχής) θεωρούνταν έτσι από μια σειρά επιτελικά στελέχη του ελληνικού κράτους κι εθνικισμού αναγκαίο κακό, προκειμένου να παραμείνει πειστική η διεκδίκηση των γειτονικών «μη αμιγώς ελληνικών» εδαφών. Σαφή δείγματα αυτής της πολιτικής έχουμε ήδη κατά τη μεγάλη Ανατολική κρίση της δεκαετίας του 1870, όταν για πρώτη φορά τέθηκε επί τάπητος το ενδεχόμενο διαμελισμού της αυτοκρατορίας σε μια σειρά βαλκανικά εθνικά κράτη. Τον Ιούλιο του 1878, ο βασικός πράκτορας της Ελλάδας στην Αλβανία, Επαμεινώνδας Μαυρομάτης, εξηγεί στον Ελληνα πρέσβη Νικόλαο Μαυροκορδάτο πως η παραχώρηση στην Ελλάδα της ελληνόφωνης Νότιας Ηπείρου (μέχρι τη γραμμή Μετσόβου-Καλαμά) είναι εθνικά ασύμφορη, καθώς έτσι «αφαιρείται μέγα μέρος του καθαρώς ελληνικού πληθυσμού Ηπείρου ή Αλβανίας και εξασθενείται επομένως ο υπολειπόμενος εν Αλβανία ελληνικός ή ελληνίζων πληθυσμός, όστις είναι ο κυριώτερος ημών τίτλος». Ενα χρόνο μετά, ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος μέμφεται με τη σειρά του όσους επιδιώκουν την άμεση προσάρτηση Ηπείρου και Θεσσαλίας, προτιμώντας «το σημερινόν αυγό» από την «αυριανή όρνιθα» (Καράβας 2006, σ. 38-9). Σύμφωνα με τον εθνικό μας ιστορικό (και ταυτόχρονα προϊστάμενο των αλυτρωτικών μηχανισμών του ελληνικού βασιλείου), προτιμότερη ήταν η βρετανική ιδέα μιας ημιαυτόνομης οθωμανικής επαρχίας με το όνομα «Δυτική Ρωμυλία», η οποία θα περιλάμβανε Μακεδονία, Θεσσαλία, Ηπειρο και Αλβανία ενώ, χάρη στα αυξημένα ποσοστά ελληνικού πληθυσμού, θα μπορούσε να διεκδικηθεί μελλοντικά ως σύνολο. Μέχρι τότε, οι «ομογενείς» κάτοικοί της έπρεπε βέβαια να ικανοποιηθούν με την ιστορική αποστολή τους ως εθνικά χρήσιμοι υπήκοοι του σουλτάνου. Η ίδια λογική διαπερνά σε μεγάλο βαθμό και την πολιτεία των μακεδονομάχων που ανέλαβαν την προστασία της οθωμανικής έννομης τάξης από την επαναστατική δράση των κομιτατζήδων, σε αγαστή συχνά σύμπραξη με τον οθωμανικό στρατό. Η δρομολόγηση του Μακεδονικού Αγώνα επενδύθηκε έτσι με αναλύσεις όπως αυτή του Κλεάνθη Νικολαΐδη στην «Ακρόπολι» (10.8.1903), σύμφωνα με την οποία «ο κλονισμός της Τουρκίας θα συνεπιφέρη και τον κλονισμόν της Ελλάδος, διότι μετά της Τουρκίας αποτελούμεν έν όλον», αφού «το Οσμανικόν κράτος είνε το αρχαίον Βυζάντιον υπό άλλον κυρίαρχον και άλλο όνομα» και απλώς «αντί μιας φυλής εξωτερικεύουσι το κράτος δύο. Οι Τούρκοι είνε οι κυρίαρχοι του Κράτους τούτου πολιτικώς, ημείς δε κοινωνικώς». Ημιεπίσημος προπαγανδιστής της εθνικής γραμμής, ο συντάκτης των παραπάνω γραμμών σιτιζόταν σε τακτική βάση από τα μυστικά κονδύλια του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών. ΔΙΑΒΑΣΤΕ Dotation Carnegie pour la Paix Internationale, «Enquête dans les Balkans» (Παρίσι 1914). Η κλασική έκθεση της Επιτροπής Κάρνεγκι για τα εγκλήματα πολέμου που διαπράχθηκαν στη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων. Διαυγής ανάλυση της αντιπαράθεσης ανάμεσα στους «ρεαλιστές» και «το κόμμα του πολέμου» σε Ελλάδα, Σερβία και Βουλγαρία. Γεώργιος Βεντήρης, «Η Ελλάς του 1910-1920» (Αθήνα 1970, εκδ. Ικαρος). Η κλασική βενιζελική αφήγηση της περιόδου, πρωτοδημοσιευμένη στα χρόνια του Μεσοπολέμου. Φίλιππος Δραγούμης, «Ημερολόγιο. Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912-13» (Αθήνα 1988, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα 1988). Προσωπικό ημερολόγιο του μικρότερου γιου της οικογένειας Δραγούμη, αποσπασμένου από το μέτωπο στο στρατηγείο του Κωνσταντίνου την εικοστή μέρα του πολέμου. Αποκαλυπτικό για τη συλλογιστική -και το ψυχοδιανοητικό επίπεδο- της αντιβενιζελικής εθνικοφροσύνης των ημερών. Helen Gardikas Katsiadakis, «Greece and the Balkan imbroglio. Greek foreign policy, 1911-1913» (Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, Αθήνα 1995). Λεπτομερής εξιστόρηση του διπλωματικού παρασκηνίου των Βαλκανικών πολέμων, με βάση ελληνικά και ξένα αρχεία. Σπύρος Καράβας, «Η Μεγάλη Βουλγαρία και η «μικρά ιδέα» εν έτει 1878» (περ. «Τα Ιστορικά», τχ. 44 [6.2006], σ. 3-42). Οι απαρχές της αντίληψης των Ελλήνων εθνικιστών της περιόδου, σύμφωνα με την οποία η απελευθέρωση των ελληνικών πληθυσμών της νότιας Βαλκανικής αποτελούσε ανεπιθύμητο υποκατάστατο και στρατηγική υποθήκευση της Μεγάλης Ιδέας. Πηγή: Ο Ιός |
Τετάρτη 2 Ιανουαρίου 2013
Posted by ΦΡΥΚΤΩΡΙΑ at Τετάρτη, Ιανουαρίου 02, 2013
Category: Ιστορία