Της Μαρίας Λούκα
Η Ιταλία σώθηκε, λένε οι αριθμοί. Η Ιταλία
είναι πια φτωχή, λέει η πραγματικότητα. Η Ρώμη μοιάζει μια γερασμένη
αιώνια πόλη, οι μισθοί κόβονται, το Δημόσιο συρρικνώνεται, οι πολιτικοί
μάχονται και η Aκροδεξιά ξυπνάει.
Ενας πρώην κομμουνιστής, φανατικός καπνιστής πούρων και θαυμαστής
του Πάπα Ιωάννη ΚΓ΄, ο Πιερ-Λουίτζι Μπερσάνι. Ενας μεγιστάνας φοροφυγάς,
επιρρεπής σε σεξουαλικά όργια, ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Ενας λαϊκιστής
κωμικός, με δικό του κόμμα, ο Πέπε Γκρίλο. Και ένας τεχνοκράτης
οικονομολόγος, ο Μάριο Μόντι. Πραγματικές φιγούρες, που συγκροτούν το
καρέ στο πόκερ της ιταλικής οικονομικής και πολιτικής, πλέον, κρίσης.
Στον ρόλο του εσαεί μπαλαντέρ, με δυνατότητες όμως να γυρίζει το
παιχνίδι, ο πανταχού παρών αιωνόβιος 86χρονος πρόεδρος της Ιταλικής
Δημοκρατίας, Τζόρτζιο Ναπολιτάνο.
Τη στιγμή που η ιταλική οικονομία είχε διαφύγει – προσωρινά, έστω –
της προσοχής των διεθνών οίκων αξιολόγησης, με τα επιτόκια των 10ετών
ομολόγων της να αποκλιμακώνονται στο 4,45% από το 7,56% προ Μόντι, η
Ιταλία επανήλθε δυναμικά σε πρωταγωνιστικό ρόλο στη σκηνή της ευρωπαϊκής
οικονομικής κρίσης. Η απόσυρση της εμπιστοσύνης του δεξιού Λαού της
Ελευθερίας από την κυβέρνηση Μόντι, η νεκρανάσταση του Σίλβιο
Μπερλουσκόνι και η πρόωρη προσφυγή στις κάλπες προκάλεσαν αναταραχή στις
αγορές και έκαναν τους σύγχρονους συνδαιτυμόνες του Αστερίξ να
αναφωνήσουν: «Μα είναι τρελοί αυτοί οι Ρωμαίοι;».
Η μεγάλη αντίθεση
Η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης βρίσκεται και επισήμως σε
ανοιχτή οικονομική και πολιτική κρίση, όχι την τελευταία εβδομάδα, ίσως
ούτε καν τον τελευταίο χρόνο. Η κρίση στην Ιταλία σοβούσε από καιρό, με
τις δομικές αδυναμίες της οικονομίας και την ανεπάρκεια του πολιτικού
προσωπικού της. Η κυβέρνηση Μόντι, με τα διαδοχικά πακέτα λιτότητας
ύψους 10,5 δισ. συν 4,5 δισ. για το 2012, 10,9 δισ. για το 2013 και 11,7
δισ. για το 2014, κατόρθωσε μεν να αποτρέψει την προσφυγή της χώρας
στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης, δεν απέτρεψε όμως την προσφυγή στις
εκλογές, επιβεβαιώνοντας για ακόμη μία φορά ότι η διαλεκτική οικονομίας
και πολιτικής είναι αναπόφευκτη και όποιος επιχειρεί να την παραβλέψει
κάνει απλώς κύκλους γύρω από τον εαυτό του.
Η πάλαι ποτέ μεγαλύτερη αυτοκρατορία της Ευρώπης διέπεται
οριζοντίως και καθέτως από αντιθέσεις. Από τη μία βρίσκεται η Ιταλία της
πολιτιστικής κληρονομιάς, της τουριστικής ανάπτυξης, της πρωτοπορίας
στη μόδα και στο ντιζάιν και από την άλλη η Ιταλία της φτώχειας και των
κοινωνικών ανισοτήτων, της Μαφίας, της διαφθοράς και των σκανδάλων. Η
έναρξη της ευρωπαϊκής οικονομικής κρίσης πυροδότησε την αναδίπλωση σε
αυτόν τον δεύτερο, χειρότερο, εαυτό της.
«Το πρόβλημα είναι η λιτότητα»
Η εγχώρια παραγωγή της χώρας είχε μια σταθερή πτωτική πορεία, με
τον ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης να κινείται στα ισχνά επίπεδα του 0,75% εδώ
και μια δεκαπενταετία. Στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης βρέθηκε το
αρκετά γνώριμο και σε εμάς ζήτημα της ανταγωνιστικότητας.
O Σέρτζιο Τσεζαράτο, καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της
Σιένα, εξηγεί στο ΒΗmagazino: «Η ιταλική εξαγωγική ανταγωνιστικότητα
έχει πολλά προβλήματα. Η εξαφάνιση των μεγάλων βιομηχανικών μονάδων
είναι σίγουρα ένα από αυτά. Από την άλλη, οι ιταλικές μικρομεσαίες
επιχειρήσεις και οι πολυσυζητημένες ιταλικές βιομηχανικές ζώνες έχουν
αποδειχθεί πολύ δυναμικές και ανθεκτικές. Ωστόσο, η χώρα έχει χάσει
μέρος της ανταγωνιστικότητάς της σε όρους τιμών προϊόντων και υπηρεσιών
μετά την Ευρωπαϊκή Νομισματική Ενοποίηση. Αυτό δεν υπήρξε αποτέλεσμα της
δυναμικής των μισθών, αλλά αποδίδεται στον μη ανταγωνιστικό τομέα των
υπηρεσιών και στον τομέα της αυτοαπασχόλησης. Το πολύ ισχυρό ευρώ σε
σχέση με το δολάριο και ο ανταγωνισμός με τις αναδυόμενες οικονομίες και
τις νεοεισαχθείσες χώρες στην ΕΕ είναι επιπρόσθετοι αρνητικοί
παράγοντες. Τέλος, η εμπορική πολιτική της Γερμανίας – η οποία συμπίεσε
τη ζήτηση στην εγχώρια αγορά της – δεν βοήθησαν τις ιταλικές εξαγωγές.
Ομως, το κύριο πρόβλημα αυτή τη στιγμή είναι η λιτότητα. Χωρίς πολιτικές
που να έχουν αποτέλεσμα τη γρήγορη ανάκαμψη της συνολικής ζήτησης σε
πανευρωπαϊκό επίπεδο, ολόκληροι κλάδοι της ιταλικής βιομηχανικής
παραγωγικής δυνατότητας θα εξαφανιστούν...».
Ο Τσεζαράτο συγκαταλέγεται μεταξύ των διανοουμένων που είναι
επικριτικοί στα προγράμματα λιτότητας που εφαρμόζονται στον ευρωπαϊκό
Νότο: «Η κρίση θα μπορούσε να επιλυθεί με μια σειρά συνεργατικών
οικονομικών και νομισματικών πολιτικών, αν αυτές υιοθετούνταν σε
πανευρωπαϊκό επίπεδο, συνοδευόμενες από έναν ισχυρό μηχανισμό επίλυσης
τραπεζικών κρίσεων, με έμφαση στις ισπανικές τράπεζες και ένα εγχείρημα
αναδιάρθρωσης και διαγραφής του χρέους της Ελλάδας, της Ιταλίας και της
Πορτογαλίας. Αλλά δεν υπάρχει τέτοια πολιτική βούληση, αφού, όπως
αναφέρθηκε, η παρούσα κρίση αποτελεί πρώτης τάξεως ευκαιρία για να
απαξιωθούν τα κοινωνικά και εργασιακά δικαιώματα στην περιφέρεια της
ευρωζώνης» υποστηρίζει.
Η περίπτωση Μόντι
Τις απόψεις του φαίνεται να συμμερίζονται αρκετοί Ιταλοί, αφού η
κυβέρνηση Μόντι υποχώρησε κατά 22 μονάδες σε δημοφιλία μέσα σε έναν
χρόνο, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ο ιταλός πρωθυπουργός χαίρει ακόμη
λαϊκής εμπιστοσύνης της τάξεως του 48%. Η κυβέρνηση μπορεί να μείωσε το
δημοσιονομικό έλλειμμα σε επίπεδα ανεκτά από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ,
στο 2,9% από 4,2% που το παρέλαβε, δεν ανέκοψε όμως τη δυναμική του
δημόσιου χρέους της χώρας, που αγγίζει τα 2,05 τρισ. και κατατάσσεται
στη δεύτερη θέση ως ποσοστό του ΑΕΠ μετά το ελληνικό. Η βιομηχανική
παραγωγή έχει μειωθεί κατά 1,7%, ενώ, σύμφωνα με τη «Wall Street
Journal», οι άμεσες ξένες επενδύσεις σε Ελλάδα, Ιταλία και Ισπανία έχουν
υποχωρήσει από το 2007 μέχρι σήμερα κατά 38%. Ειδικά το πρώτο εξάμηνο
του 2012 η ροή επενδυτικού κεφαλαίου από την Ιταλία ήταν 1,6 δισ.
Ανακούφιση, βέβαια, προκαλεί το γεγονός ότι το ιταλικό τραπεζικό
σύστημα φαίνεται πιο ανθεκτικό από το ισπανικό. Αυτή η παραδοχή των
ιταλών τραπεζιτών μένει να αποδειχθεί το 2013, οπότε αναμένεται οι
ιταλικές τράπεζες να βρεθούν στο μικροσκόπιο του ΔΝΤ, με αρνητική
παρακαταθήκη τις υποβαθμίσεις που υπέστησαν το καλοκαίρι 15 και 13
ιταλικές τράπεζες από τους οίκους Standard & Poor’s και Moody’s
αντιστοίχως. Ενώ, όσο και αν οι κτηματομεσίτες διατείνονται ότι δεν θα
σκάσει η φούσκα των ακινήτων όπως στην Ισπανία, τα 700.000 απούλητα
σπίτια είναι μάλλον κακός οιωνός.
Οι αριθμοί της κρίσης
Ο ιταλός υπουργός Οικονομικής Ανάπτυξης, Κοράντο Πασέρα, δήλωσε
πρόσφατα ότι από την οικονομική κρίση επηρεάζονται 28 εκατομμύρια
Ιταλοί, δηλαδή κάτι λιγότερο από τους μισούς κατοίκους της χώρας. Ηδη,
σύμφωνα με την ιταλική στατιστική αρχή, 3,4 εκατομμύρια ζουν σε καθεστώς
απόλυτης φτώχειας και άλλα 8 εκατομμύρια σε καθεστώς σχετικής φτώχειας,
ενώ το 18% των οικογενειών δήλωσε ότι κατά το πρώτο εξάμηνο δεν
κατάφερε να καλύψει τα τρέχοντα έξοδά του και τις φορολογικές
υποχρεώσεις. Σε αυτές τις συνθήκες, η διάσταση μεταξύ του πλούσιου Βορρά
και του φτωχού Νότου γίνεται ακόμη πιο έντονη.
Η οργάνωση Caritas, που έχει αυξήσει το 2012 την υλική βοήθεια προς
τους φτωχούς κατά 44,5%, εκτιμά ότι όταν στην επαρχία του Τρέντο κοντά
στις Αλπεις το 18% των οικογενειών δεν μπορεί να αντεπεξέλθει στα
απρόσμενα έξοδα, το αντίστοιχο ποσοστό στη Σικελία φτάνει το 48%. Στην
Καλαβρία, για παράδειγμα, χιλιάδες οικογένειες ζουν με κομμένο ρεύμα,
γιατί δεν έχουν να πληρώσουν. Σε αυτές τις γεωγραφικές περιοχές,
εξάλλου, συντελούνται και οι περισσότερες αυτοκτονίες από ανέργους ή
χρεοκοπημένους επιχειρηματίες. Τα στοιχεία της υπηρεσίας της Ευρωπαϊκής
Επιτροπής EURES είναι αφοπλιστικά. Το 2012 αυτοκτονεί ένας άνθρωπος κάθε
τέσσερις μέρες, το 2010 οι άνεργοι αυτόχειρες ανήλθαν σε 362 και οι
ελεύθεροι επαγγελματίες σε 336. Οι βουτιές στο κενό δημιούργησαν τη
μακάβρια ένωση «Λευκές χήρες», η οποία με σύνθημα «η Ιταλία δεν θέλει να
έχει το τέλος της Ελλάδας», πραγματοποιεί κινητοποιήσεις σε διάφορες
πόλεις διεκδικώντας την ηθική δικαίωση των συζύγων τους και τη στήριξη
των οικογενειών τους από το κράτος.
Η γερασμένη Αιώνια Πόλη
Ακόμη και η λάμψη της Αιώνιας Πόλης ξεθωριάζει λίγο από το γκρίζο
της κρίσης. Η ισχυρή τουριστική κίνηση, τα πομπώδη αρχιτεκτονικά
μνημεία, η έντονη νυχτερινή ζωή και οι λαμπερές βιτρίνες των οίκων
υψηλής αισθητικής δεν κάνουν ορατή την κρίση με την πρώτη ματιά. Οι
δρόμοι της Ρώμης δεν έχουν γεμίσει με ανοίκιαστα μαγαζιά και
ενεχυροδανειστήρια, όπως αυτοί της Μαδρίτης και της Αθήνας. Παρ’ όλα
αυτά, κάτω από τις επιγραφές του Armani ή του Valentino στη Via del
Corso, πληθαίνουν οι άνθρωποι που ζητούν βοήθεια, τα βλέμματα των Ιταλών
γίνονται πιο ανήσυχα, οι συζητήσεις τους έχουν σαν άξονα την αγωνία για
το μέλλον και οι ουρές στα συσσίτια των καθολικών οργανώσεων στην άλλη
πλευρά του Τίβερη μεγαλώνουν.
Η εμπορική κίνηση για το 2012 αναμένεται να είναι η χειρότερη των
τελευταίων δεκαετιών. Από το 1949 είχε να δει η Ρώμη τόσο χαμηλά επίπεδα
εμπορικής δραστηριότητας και οι Ιταλοί προσανατολίζονται στα διάσημα
Outlet της ιταλικής πρωτεύουσας, ανανεώνοντας το στυλ τους με επιλογές
από παλαιότερες σεζόν. Η αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών έχει μειωθεί
κατά 4,1%, ενώ υπολογίζεται ότι κάθε οικογένεια έχει επιβαρυνθεί
μεσοσταθμικά κατά 1.000 ευρώ από την αύξηση του κόστους ζωής και των
φόρων. Μόνο η αύξηση του ΦΠΑ στο 22% που αποφασίστηκε πρόσφατα θα
κοστίσει 227 ευρώ τον χρόνο σε νέους κάτω των 35 ετών που ζουν μόνοι και
284 ευρώ σε ζευγάρια με μικρά παιδιά.
Μέχρι και η Συνέλευση Καθολικών Επισκόπων της Ιταλίας ζήτησε να μη
γίνουν άλλες θυσίες από τις ιταλικές οικογένειες και να αναπτυχθούν
πολιτικές μείωσης φόρων. Στην Ιταλία, τουλάχιστον, τα φορολογικά βάρη
κατανεμήθηκαν και στην Εκκλησία μέσω της φορολόγησης ακινήτων με
εμπορικές χρήσεις. Οι Ιταλοί προσπαθούν να εξοικειωθούν με τη νέα
κατάσταση, αλλάζουν τις καταναλωτικές συνήθειες και τον τρόπο ζωής τους.
Για παράδειγμα, προκρίνουν φθηνότερους τρόπους μετακίνησης. Για πρώτη
φορά, το 2011, αγόρασαν περισσότερα ποδήλατα από ό,τι αυτοκίνητα.
Πουλήθηκαν 1,75 εκατ. ποδήλατα, συνολικά 2.000 παραπάνω από τον
αντίστοιχο αριθμό των νέων οχημάτων.
Η κρίση, βέβαια, δεν αποτυπώνεται μόνο στους στατιστικούς δείκτες
και στα μακροοικονομικά μεγέθη, αλλά κυρίως στις μεταβολές στο
κοινωνιοψυχολογικό προφίλ μιας κοινωνίας και συνήθως εξαντλεί το πιο
σημαντικό κεφάλαιό της, τη νέα γενιά. Αυτή η διαπίστωση ισχύει και για
την Ιταλία, με αποτέλεσμα να διαταράσσεται ο πιο σημαντικός πυλώνας του
κοινωνικού ιστού.
Οπως στις περισσότερες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, η οικογένεια
στην Ιταλία διαδραματίζει έναν ρόλο υποκατάστατο του ελλειμματικού
κοινωνικού κράτους. Οι περικοπές κοινωνικών δαπανών, οι μειώσεις στις
συντάξεις, η υψηλή νεανική ανεργία δοκιμάζουν τις αντοχές της ιταλικής
οικογένειας μέσα από ένα φάσμα ανασφάλειας και έντασης. Η ανεργία στην
Ιταλία φτάνει το 11%, στους νέους όμως ως 25 ετών αγγίζει το 36%. Ετσι,
το εγχείρημα της νεανικής στέγασης γίνεται ανέφικτο και οι νέοι
εγκλωβίζονται στο πατρικό τους μέχρι την ηλικία των 30 something. Ενας
στους πέντε απoφοίτους πανεπιστημίου δεν βρίσκει δουλειά και αυτοί που
έχουν αναζητήσει την τύχη τους εκτός συνόρων από το ξέσπασμα της κρίσης
μέχρι σήμερα υπολογίζονται σε 1,4 εκατ.
Καταλήψεις και πανεπιστήμια
Ο Φεντερίκο ντελ Τζιουντίσε, εθνικός αντιπρόσωπος των φοιτητών του
πανεπιστημίου, μιλάει στο ΒΗmagazino στο (υπό κατάληψη) Πανεπιστήμιο της
Ρώμης: «Εδώ και τέσσερα χρόνια, τα πανεπιστήμια βρίσκονται σε συνεχή
μεταρρύθμιση. Το διδακτικό προσωπικό έχει μειωθεί κατά 10%. Τα κονδύλια
για υποτροφίες και επιδοτήσεις σε σίτιση, στέγαση και συγκοινωνίες
μειώθηκαν δραματικά. Τα δίδακτρα αυξήθηκαν. Πολλοί φοιτητές αναγκάζονται
να δουλεύουν παράλληλα με τις σπουδές τους ή να διακόψουν τις σπουδές
τους. Είναι η πρώτη φορά μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο που ο αριθμός των
φοιτητών στην Ιταλία μειώθηκε. Το 20% εγκατέλειψε τις σπουδές του.
Αρκετοί, μόλις αποφοιτήσουν, φεύγουν για Αμερική ή Γερμανία. Εξάλλου, τα
κονδύλια για την έρευνα είναι πολύ λίγα και όποιος θέλει να κάνει
σοβαρή ερευνητική δουλειά φεύγει για το εξωτερικό».
Φοιτητές και μαθητές βγαίνουν διαρκώς στον δρόμο και συχνά
συγκρούονται με την Αστυνομία. Η Ελλάδα αποτελεί για αυτούς κατάρα και
ελπίδα συνάμα. «Παρακολουθούσαμε με προσήλωση τις εκλογές στην Ελλάδα
και ελπίζαμε ότι θα μπορούσε να προκύψει μια αλλαγή. Εμείς εμπνεόμαστε
από τους αγώνες στην Ελλάδα και την Ισπανία. Θέλουμε να είμαστε στο ίδιο
μέτωπο μαζί σας, σε μια Ευρώπη που θα προκρίνει τη συνεργασία και τη
δικαιοσύνη και όχι των ανταγωνισμό μεταξύ των κρατών» λέει ο Τζιουντίσε.
Η συρρίκνωση του Δημοσίου
Η βασική κατεύθυνση της κυβέρνησης Μόντι ήταν η συρρίκνωση του
δημόσιου τομέα, στον οποίο απασχολούνται 3,6 εκατομμύρια εργαζόμενοι. Ο
υπουργός Δημόσιας Διοίκησης, Φιλίπο Πατρόνι Γκρίφι, εξήγγειλε πρόσφατα
την απομάκρυνση 7.300 εξ αυτών ως υπεράριθμων. Βαρύ φορτίο των περικοπών
στις δημόσιες δαπάνες πληρώνει εκτός από την παιδεία και η δημόσια
υγεία, όπου προβλέπονται περικοπές ύψους 1,5 δισ. Το 2013 αναμένεται να
καταργηθούν 20.000 κλίνες στα δημόσια νοσοκομεία, μειώνοντας την
αναλογία σε 3,7 κλίνες από 4,7 ανά 1.000 κατοίκους. Το βασικότερο
πρόβλημα, όμως, είναι η μείωση του προσωπικού και ιδίως των γιατρών που
εργάζονται με συμβάσεις ορισμένου χρόνου και που σε ορισμένα τμήματα
νοσοκομείων αποτελούν την πλειονότητα.
Σε ασφυξία είναι και η τοπική αυτοδιοίκηση, όπου τα συνεχή σκάνδαλα
σπατάλης και υπεξαίρεσης αντιμετωπίστηκαν με ακόμη μεγαλύτερες μειώσεις
δαπανών από την κεντρική κυβέρνηση. Ούτως η άλλως, οι λέξεις «σκάνδαλο»
και «διαφθορά» είναι σχεδόν συνώνυμες με την τοπική και κεντρική
διοίκηση στην Ιταλία.
Η χώρα βρίσκεται στην 94η θέση της κατάταξης της Διεθνούς
Διαφάνειας, με 36 μονάδες, συναγωνιζόμενη τα επίπεδα διαφθοράς της
Τυνησίας. Το δημοσιονομικό κόστος της διαφθοράς, σύμφωνα με τις πλέον
μετριοπαθείς εκτιμήσεις, ανέρχεται στα 60 δισ. ετησίως. Το δε ξέπλυμα
του μαύρου χρήματος αντιστοιχεί στο 12% του ΑΕΠ. Η φοροδιαφυγή, από την
άλλη, αρχής γενομένης από τον πρώην πρωθυπουργό Σίλβιο Μπερλουσκόνι, ζει
και βασιλεύει. Οι υποθέσεις των Dolce & Gabbana με την απόκρυψη
εσόδων μέσω της υποτιμολόγησης της επωνυμίας τους κατά την πώληση στην
Gado και η λιγότερο γκλαμουράτη της Google Italia, με συνολικές
φορολογικές οφειλές ύψους 600 εκατ. ευρώ στο ιταλικό Δημόσιο, είναι
ενδεικτικές. Και το παράδοξο: Στην Ιταλία, όταν όλες οι πωλήσεις
παίρνουν την κατηφόρα, οι πωλήσεις της Porsche Cayenne αυξάνονται κατά
31,2% το διάστημα Ιανουαρίου - Νοεμβρίου.
Η «μαύρη Δευτέρα»
Ετσι, φτάσαμε στη «μαύρη Δευτέρα» της Ιταλίας. Oταν ο Μάριο Μόντι
παραλάμβανε στο Οσλο από κοινού με τους ευρωπαίους εταίρους το Νομπέλ
Ειρήνης, η Ρώμη ήταν πιο παγωμένη, το χρηματιστήριο του Μιλάνου έπεφτε,
ενώ τα spreads και τα ασφάλιστρα κινδύνου ακολουθούσαν αντίστροφη
πορεία. Ο «προφεσόρε» στηρίζεται από κεντρώα κόμματα όπως η Ενωση
Κέντρου, επιχειρηματικούς κύκλους, μεταξύ των οποίων και ο πρόεδρος της
Ferrari, Λούκα Κορντέρο ντι Μοντετζέμολο, και την ελίτ της Ευρωπαϊκής
Ενωσης.
Ανοίγει με πολύ αργούς ρυθμούς τα χαρτιά του, αλλά όσοι τον
γνωρίζουν καλά διαβεβαιώνουν ότι μετά τις εκλογές δεν θα επιστρέψει στο
Πανεπιστήμιο Μποκόνι. Η υποψηφιότητά του στις επερχόμενες εκλογές είναι
μάλλον δεδομένη. Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι, παρέα με την κατά μισό αιώνα
μικρότερη αρραβωνιαστικιά του, Φραντσέσκα Πασκάλε, ύστερα από ένα
διάστημα αδράνειας, φιγουράρει ξανά στα πρωτοσέλιδα των διεθνών ΜΜΕ με
σχολιασμό όχι και τόσο κολακευτικό. Ο Καβαλιέρε δεν σταματάει να
εκπλήσσει, με έναν όψιμο αντιστασιακό τόνο στις «γερμανοκεντρικές»
πολιτικές προκρίνει την προσωπική του ματαιοδοξία και ιδιοτέλεια εις
βάρος όχι απλώς του ιταλικού πολιτικού συστήματος, αλλά του ίδιου του
κόμματός του.
Ο λόγος που υποκίνησε την πρόωρη εκλογική αναμέτρηση είναι για να
σταματήσει τα ενδεχόμενα σενάρια διαδοχής του στον Λαό της Ελευθερίας
και κυρίως να μπλοκάρει νομοθετική πρωτοβουλία που θα απαγορεύει
υποψηφιότητα σε όσους έχουν καταδικαστεί για αδικήματα, διάταξη
φωτογραφική για τον πρώην πρωθυπουργό. Οι δημοσκοπήσεις δίνουν μια
ξεκάθαρη πρωτιά στο κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα.
Ο Στέφανο Φασίνα, υπεύθυνος οικονομικής πολιτικής του Δημοκρατικού
Κόμματος, λέει στο ΒΗmagazino: «Αναγνωρίζουμε ότι ο κ. Μόντι και η
κυβέρνησή του μπόρεσαν να αποκαταστήσουν τη διεθνή εικόνα της Ιταλίας
τον προηγούμενο χρόνο, βάζοντας την ιταλική οικονομία και τα δημόσια
οικονομικά και πάλι σε τάξη. Σήμερα, όμως, αντιμετωπίζουμε μια
διαφορετική φάση. Καθίσταται προφανές, όπως, άλλωστε, φαίνεται και από
την τελευταία πρόβλεψη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ότι η πολιτική της
λιτότητας στις χώρες της ευρωζώνης δεν είναι πλέον αποδοτική».
Ο Φασίνα περιγράφει τα βασικά στοιχεία που θα διαπερνούν μια
μελλοντική κυβέρνηση με κορμό το Δημοκρατικό Κόμμα: «Στις μεν Βρυξέλλες,
θα πρέπει να αλλάξουμε αυτή την ακολουθούμενη αυτοκαταστροφική πολιτική
λιτότητας και εσωτερικής υποτίμησης, στη δε Ρώμη θα πρέπει να
προωθήσουμε τις εσωτερικές μας μεταρρυθμίσεις. Το πρόγραμμά μας
στηρίζεται σε δύο πυλώνες: την αύξηση του γυναικείου εργατικού δυναμικού
στο 60% ως το 2020 και τη βελτίωση της παραγωγικής μας εξειδίκευσης.
Αυτοί οι δύο άξονες θα πρέπει να υποστηριχθούν περαιτέρω από μέτρα όπως:
επενδύσεις στην εκπαίδευση, στα σχολεία, στα πανεπιστήμια και στην
έρευνα, αναδιοργάνωση του δημόσιου τομέα σε επίπεδο κεντρικής διοίκησης
και τοπικής αυτοδιοίκησης, εκσυγχρονισμό των υποδομών, ισχυρότερη
προστασία της νέας γενιάς στην είσοδό της στην αγορά εργασίας,
στοχευμένες βιομηχανικές πολιτικές που να στηρίζουν τις ιδιομορφίες της
δομής των επιχειρήσεων στην Ιταλία, αλλά και κατάλληλες οικονομικές
πολιτικές που να μεταβιβάζουν τις φορολογικές επιβαρύνσεις από το
εισόδημα στις μη παραγωγικές προσόδους» και χαρακτηρίζει την Ελλάδα
«καλό παράδειγμα αποτυχίας των συνταγών της πολιτικής της λιτότητας».
Η ιταλική Χρυσή Αυγή
Στην αναμπουμπούλα, όμως, ο λύκος χαίρεται, κατά τη λαϊκή ρήση. Ο
«λύκος» στην Ιταλία αντλεί την έμπνευσή του από το φασιστικό παρελθόν
της χώρας. Η κληρονομιά του Μουσολίνι δεν έχει απωθηθεί εντελώς από τη
χώρα, πάλλεται στα διάσπαρτα απομεινάρια της μουσολινικής αρχιτεκτονικής
στα ξεχασμένα σημεία της πόλης, σε ογκώδεις οβελίσκους, ολυμπιακές
εγκαταστάσεις, στον σχηματισμό «Μ» ορισμένων σχολικών μονάδων. Κυρίως,
όμως, αναβιώνει μέσω διαφόρων νεοφασιστικών ομάδων που ενδυναμώνονται
από την αστάθεια της κρίσης και αρθρώνουν έναν λαϊκιστικό, αντιπολιτικό
και ξενοφοβικό λόγο.
Στοχοποιούν τους μετανάστες, που αντιπροσωπεύουν το 10% του
πληθυσμού της χώρας και παράγουν το 11% του ΑΕΠ της. Η CasaPound είναι
μάλλον από τις πιο ισχυρές εξτρεμιστικές οργανώσεις της ιταλικής άκρας
Δεξιάς, με μεγάλη διείσδυση στα σχολεία και σχέσεις με ορισμένους
θεσμικούς παράγοντες όπως ο δήμαρχος της Ρώμης – με ακροδεξιό παρελθόν –
Τζάνι Αλεμάνο. Η Forza Nuova και το MSE συμπληρώνουν τον αστερισμό. Η
Alba Dorata ιδρύθηκε πρόσφατα στη Βόρεια Λομβαρδία.
Ο Μάρκο Πάσκουα, αρχισυντάκτης της ιταλικής έκδοσης της «Huffington
Post», αποκάλυψε τη δημιουργία της ιταλικής Χρυσής Αυγής και μίλησε στο
ΒΗmagazino: «Η ομοφοβική και αντισημιτική βία και το μίσος, καθώς και ο
ρατσισμός απέναντι στους Ρομά και στους μετανάστες εξαπλώνονται
ανησυχητικά. Τα ακροδεξιά κόμματα, φυσικά, έχουν αρχίσει να κατηγορούν
την κυβέρνηση για το ότι επιτρέπει την είσοδο πολλών μεταναστών στη
χώρα. Αυτό είναι πολύ επικίνδυνο. Γιατί σηματοδοτεί το γεγονός ότι ο
ξένος καθίσταται ο εχθρός που πρέπει να κατανικηθεί. Ωστόσο, πιστεύω πως
θα εξακολουθούν να είναι αδύναμα αυτά τα κόμματα αν δεν ενώσουν τις
δυνάμεις τους: αυτή τη στιγμή υπάρχουν τουλάχιστον έξι σχετικά μεγάλα
ακροδεξιά κόμματα στην Ιταλία και επιπρόσθετα κάποια άλλα μικρότερα.
Τούτες τις ώρες, οι Ιταλοί φοβούνται για το μέλλον και αυτό δεν αφήνει
περιθώρια εφησυχασμού».
Η Ιταλία δεν κινδυνεύει – προς το παρόν τουλάχιστον – από τα άκρα
του πολιτικού της φάσματος. Από το Κέντρο κινδυνεύει, αυτό που την
κυβέρνησε όλα τα προηγούμενα χρόνια, ακυρώνοντας τις παραγωγικές
δυνατότητές τους και ταύτισε την εξουσία με τα προσωπικά του συμφέροντα,
γαντζώθηκε από αυτήν και έτσι γέννησε τον φόβο και τροφοδότησε τον
εξτρεμισμό των άκρων. Κάποιες εκατοντάδες χιλιόμετρα ανατολικά από τα
ιταλικά προβλήματα, στο δικό μας μυαλό, όλα αυτά θυμίζουν το φαινόμενο
που επιστημονικά ονομάστηκε «προμνησία». Ή, σε απλά γαλλικά, «déjà vu».
Πηγή:
Το Βήμα