του Σωτήρη Βαλντέν
Τους τελευταίους μήνες εκδηλώνονται πρωτοβουλίες για τη συγκρότηση μιας κεντροαριστεράς που «θα καλύπτει το κενό ανάμεσα στη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ». Πρωτοστατούν σ’ αυτές στελέχη και ομάδες που προέρχονται κυρίως από το μνημονιακό ΠΑΣΟΚ, καθώς και από τον προσκείμενο στη ΔΗΜΑΡ (εντός και εκτός της) «μεταρρυθμιστικό» χώρο. Το «υπόλοιπον» ΠΑΣΟΚ του Β. Βενιζέλου, εκδηλώνει κι αυτό έντονο ενδιαφέρον για τις κινήσεις αυτές, σε μια προσπάθεια να ανακόψει τη δική του διαλυτική πορεία. Αντίθετα, η ΔΗΜΑΡ φαίνεται να χάνει το ενδιαφέρον της, ίσως επειδή δεν επιθυμεί να δώσει σανίδα σωτηρίας στο ΠΑΣΟΚ, από το οποίο αντλεί και τον όγκο των οπαδών της.Ο υπογράφων υπήρξε και παραμένει θερμός οπαδός της «κεντροαριστεράς». Υποστηρίζω τη διαμόρφωση ενός ισχυρού σοσιαλδημοκρατικού/σοσιαλιστικού φιλοευρωπαϊκού πόλου, που να υπερβαίνει τις ιστορικές διαιρέσεις του εργατικού κινήματος και να αποτελεί μια σύγχρονη και αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης στην σήμερα κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη/συντηρητική. Ταυτόχρονα όμως είμαι πεπεισμένος ότι οι τρέχουσες πρωτοβουλίες στηρίζονται σε ξεπερασμένες παραστάσεις από το παρελθόν, είναι ψευδεπίγραφες και δεν έχουν πιθανότητες να πετύχουν τον διακηρυγμένο στόχο τους. Στην καλύτερη των περιπτώσεων θα παραγάγουν ένα κεντροδεξιό, όχι κεντροαριστερό σχήμα, στη χειρότερη δε -και πιο πιθανή- θα αποβούν πλήρως ατελέσφορες.
Τότε… (μια αυθεντικά σοσιαλδημοκρατική πολιτική)
Οι σημερινές πρωτοβουλίες εμπνέονται ως επί το πλείστον από το πολιτικό σχέδιο της κεντροαριστεράς της εποχής Σημίτη. Ποια ήταν όμως η κατάσταση τότε και ποιες είναι οι αναλογίες με το σήμερα;
Τότε η κεντροαριστερά είχε έναν κορμό της τάξης του 40% (το ΠΑΣΟΚ) και ένα δυνητικό πρόσθετο ακροατήριο προς τα αριστερά. Επρόκειτο δηλαδή για ένα πλειοψηφικό ή δυνάμει πλειοψηφικό ρεύμα στην ελληνική κοινωνία, με επίκεντρο το ΠΑΣΟΚ. Το μπλοκ αυτό αντιπαραθέτονταν σε μια περίπου ισοδύναμη κεντροδεξιά με την οποία διαγωνίζονταν για την εξουσία και το κέντρο. Στα αριστερά του είχε και έναν οιονεί περιθωριακό χώρο, υπό την ηγεμονία του ραγδαία επιστρέφοντος στον Στάλιν, ΚΚΕ. Το κεντροαριστερό μπλοκ είχε και ένα μείζονα εσωτερικό αντίπαλο, το «όλον ΠΑΣΟΚ», εξ ου και η επιτακτική ανάγκη στήριξής του και σε εκτός ΠΑΣΟΚ εκσυγχρονιστικές δυνάμεις. Είχε όμως το πανίσχυρο όπλο της κυβέρνησης υπό έναν μεταρρυθμιστή πρωθυπουργό, που καθιστούσε το εγχείρημα αν όχι εύκολο, πάντως ρεαλιστικό.
Αναμφίβολα, πολλές από τις μακρόχρονες παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας διατηρήθηκαν, ή και ορισμένες φορές εντάθηκαν, στη διάρκεια της σημιτικής οκταετίας (και σκέφτομαι εδώ ιδιαίτερα τη διαφθορά). Παράλληλα άνθισε τότε και ένας «γιάπικος» εκσυγχρονισμός, που οδήγησε μεταξύ άλλων και στην εύκολη και χωρίς αναστολές μεταπήδηση ενός σημαντικού αριθμού στελεχών του στον τεχνοκρατικό νεοφιλελευθερισμό.
Όμως καλό θα ήταν να θυμηθούμε πως οι μεγάλες επιτυχίες του σημιτικού εκσυγχρονισμού, πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο μιας πολιτικής αυθεντικά σοσιαλδημοκρατικής και μάλιστα «αριστερής», συγκρινόμενη με τη δυτικοευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Η «δημοσιονομική προσαρμογή» και η ένταξή μας στο ευρώ επιτεύχθηκε με την παράλληλη σημαντική αύξηση του βιοτικού επιπέδου του λαού. Το ειδικό βάρος του δημόσιου τομέα παρέμεινε στα υψηλά επίπεδα του ευρωπαϊκού κράτους προνοίας. Τα ελλείμματα περιορίστηκαν με την αύξηση των εσόδων και όχι τον περιορισμό των δαπανών. Αφήνω εδώ και τη σημαντική συμβολή της περιόδου αυτής στην προσπάθεια αποτοξίνωσης της χώρας από το νοσηρό εθνικισμό των προηγουμένων ετών, με τις πρωτοβουλίες στα ελληνο-τουρκικά, το κυπριακό και τα Βαλκάνια.
Όσοι λοιπόν εξισώνουν το (έστω και ημιτελές) εκσυγχρονιστικό εγχείρημα Σημίτη με τη σημερινή πολιτική της τρόικας, είτε για να υπερασπιστούν την τελευταία, είτε για να καταγγείλουν το πρώτο, πιστεύω πως διαστρεβλώνουν χονδροειδώς την πραγματικότητα. Το ίδιο και όσοι εξισώνουν τις αντιδράσεις στη μεταρρύθμιση λ.χ. Γιαννίτση, με αυτές προς τις σημερινές πολιτικές των μνημονίων. Είναι νομίζω φανερό ότι μια άβυσσος χωρίζει τις προσπάθειες παρεμπόδισης κάθε βήματος εκσυγχρονισμού στο πλαίσιο μιας σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής το 2002, από την αντίσταση στη νεοφιλελεύθερη λαίλαπα των μνημονίων σήμερα.
Ας θυμηθούμε δε και για λόγους ιστορικής δικαιοσύνης ότι ανάμεσα στους πολλούς λόγους που ανέκοψαν τον σημιτικό εκσυγχρονισμό, η στάση και δισταγμοί της τότε ανανεωτικής αριστεράς, με πολλούς από τους σημερινούς φανατικούς «μεταρρυθμιστές», δεν ήταν ο μικρότερος.
…και τώρα (η επανάληψη της ιστορίας ως φάρσας)
Σήμερα οι συνθήκες για τη συγκρότηση μιας ισχυρής κεντροαριστεράς διαφέρουν ριζικά και δυστυχώς το σημερινό εγχείρημα φέρνει στο νου τη γνωστή ρήση για την επανάληψη της ιστορίας ως φάρσας.
Πρώτον, δεν μιλούμε πλέον για ένα πλειοψηφικό μπλοκ, αλλά για μια εκλογική επιρροή που δύσκολα υπερβαίνει το 15%, ενώ ένα διπλάσιο 30% περίπου βρίσκεται στα αριστερά του χώρου αυτού υπό τον ΣΥΡΙΖΑ (χωρίς να συνυπολογίζω εδώ το ΚΚΕ). Είναι βέβαια θεμιτό να προσδοκά κανείς να επεκτείνει την επιρροή του και στο χώρο του ΣΥΡΙΖΑ, ελπίζοντας και επιδιώκοντας ο τελευταίος να «ξεφουσκώσει». Όμως ας μείνουμε εδώ στη διαπίστωση ότι «κυβερνώσα κεντροαριστερά» δεν νοείται πλέον χωρίς να έχουμε στην οθόνη μας -και μάλιστα σε κεντρική θέση- και το χώρο αυτό. Δυστυχώς στην τρέχουσα συζήτηση περί κεντροαριστεράς, ο ΣΥΡΙΖΑ ή απουσιάζει παντελώς, ή γίνεται αντικείμενο εξορκισμών.
Δεύτερον, ο κύριος αν όχι και ο μοναδικός αντίπαλος της προτεινόμενης κεντροαριστεράς, εκ των πραγμάτων είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, αφού όλες οι συνιστώσες τού υπό διαμόρφωση σχήματος βρίσκονται σε συμμαχία με τη δεξιά στο πλαίσιο της συγκυβέρνησης και μιας κάθετης πόλωσης λόγω μνημονίων. Όμως ιστορικό προηγούμενο συγκρότησης κεντροαριστεράς σε αντιπαράθεση όχι με τη δεξιά, αλλά με την αριστερά, δυσκολεύεται κανείς να βρει, μάλλον παγκοσμίως. Ακόμη και όταν η στρατηγική της κεντροαριστεράς είχε ως συστατικό της στοιχείο την αποδυνάμωση των εξ αριστερών της δυνάμεων (Γαλλία, δεκαετία ’70), η στρατηγική αυτή υλοποιήθηκε μέσα από την αντιπαράθεση προς τη δεξιά και σε συμμαχία με την (τότε κομμουνιστική) αριστερά.
Τρίτον, ποια μπορεί να είναι η πολιτική/προγραμματική βάση της νέας πρωτοβουλίας; Η συμμετοχή σε μια κυβέρνηση που υλοποιεί ένα βάρβαρα νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα καθιστά αδύνατη την ουσιαστική αποστασιοποίηση από το πρόγραμμα αυτό. Το «κεντροαριστερό» εγχείρημα πολύ δύσκολα θα βρει ένα ευρύ ακροατήριο που να στηρίζει ή να ανέχεται τις πολιτικές των μνημονίων.
Αυτός είναι εξάλλου και ο βαθύτερος λόγος της φθοράς και ακαταλληλότητας των επώνυμων στελεχών του ΠΑΣΟΚ που φιλοδοξούν να ηγηθούν του εγχειρήματος. Πέρα από την τραγική εικόνα των προσωπικών τους στρατηγικών που τους εμποδίζουν ακόμη και σήμερα να συνεργαστούν μεταξύ τους, πέρα από την εγγύτητά τους σε έναν χώρο από όπου αναδύεται έντονη δυσοσμία, στην ελληνική κοινωνία συμβολίζουν τους πιο πιστούς (κάποτε και ενθουσιώδεις) εφαρμοστές της πολιτικής των μνημονίων, πιο πιστούς κι από τη ΝΔ.
Από το ρεαλισμό στη μετάλλαξη
Οι υποστηρικτές της συγκυβέρνησης αναφέρουν συχνά ότι η επιλογή τους είναι αναγκαστική. Οι διεθνείς συσχετισμοί δεν επιτρέπουν την αμφισβήτηση των επιταγών της τρόικας, αφού κάτι τέτοιο θα οδηγούσε στην έξοδο από την Ευρώπη. Κατά τα άλλα, προσθέτουν, ούτε με τα μνημόνια συμφωνούν, ούτε με τον Σαμαρά. Η κατά κόρον εκβιαστική επανάληψη του επιχειρήματος αυτού για την απόσπαση ανοχής στα μνημόνια και σε κάθε πραγματικό ή κατασκευασμένο «προαπαιτούμενό» τους, το έχει καταστήσει όλο και λιγότερο πειστικό. Πολλώ μάλλον που η αξιοπιστία των περισσότερων που το προβάλλουν είναι μηδενική. Ωστόσο, δεν παύει να εκφράζει σε κάποιο βαθμό ένα πραγματικό δίλημμα. Ο ρεαλισμός απέναντι στο δίλημμα αυτό εξασφάλισε τον περασμένο Ιούνιο τη σημερινή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, έστω και αν χρειάστηκε να μεταμφιεστεί με παχιές υποσχέσεις περί επαναδιαπραγμάτευσης και απόρριψης νέων μέτρων.
Όμως, ο κυρίαρχος λόγος των πρωταγωνιστών του νέου κεντροαριστερού εγχειρήματος, δεν περιορίζεται στον παραπάνω ρεαλισμό. Στο όνομα ενός άκρατου και ανεπαρκώς προσδιορισμένου «μεταρρυθμισμού», προχωράει στην εκ βάθρων αλλοίωση και αναίρεση θεμελιωδών αξιών, αρχών και πολιτικών στις οποίες βασίζεται η αριστερά απανταχού της γης. Η «τόλμη» μετράται με το πόσο απομακρυνόμαστε από τα θεμέλια αυτά και από το πόσο προσεγγίζουμε τις αποτυχημένες κοινοτοπίες του νεοφιλελεύθερου λόγου της δεκαετίας του ’90. Μια ματιά στις πληθωρικές παρεμβάσεις σε «μεταρρυθμιστικές» ιστοσελίδες και στην αντίστοιχη αρθρογραφία στον τύπο, αρκεί για να πείσει ως προς την έκταση αυτής της εκτροπής.
Στο άκρο υπάρχουν όσοι ευθαρσώς δηλώνουν ότι η διάκριση αριστεράς/δεξιάς δεν έχει (πλέον;) νόημα και μας καλούν σε ένα πλατύ «μεταρρυθμιστικό» ή κεντρώο μέτωπο ή σχήμα, χωρίς ιδεολογικό πρόσημο, μαζί με τους φιλελευθέρους. Εδώ θα βρούμε και επώνυμους μεγαλοαστούς που με προκλητική κοινωνική αναλγησία προασπίζουν τα ταξικά τους συμφέροντα, διακηρύσσοντας ότι οι θυσίες (των άλλων) είναι «οδυνηρές, αλλά απαραίτητες».
Οι περισσότεροι πάντως, ανάγοντας τις καταβολές τους στη σημιτική παράδοση, δέχονται το πρόσημο της κεντροαριστεράς. Μάταια όμως θα αναζητήσει κανείς σε τι διαφέρει η νέα αυτή «κεντροαριστερά», από την κεντροδεξιά. Και δεν πρόκειται μόνο για την άμβλυνση κάθε κριτικής προς τα μνημόνια, την τρόικα, ακόμη και τον Σαμαρά και το κράτος της δεξιάς που ξαναχτίζει, την ίδια στιγμή που δεν παύουν να καταγγέλλουν επί παντός επιστητού τον ΣΥΡΙΖΑ.
Ας κάνει κανείς τον κόπο να μετρήσει τις παρεμβάσεις όπου επικρίνουν τον κρατισμό, τις συντεχνίες, το λαϊκισμό, την αριστερόστροφη «ανομία», τις «άκαιρες» ή υπερβολικές μαζικές κινητοποιήσεις. Ας μετρήσει και όσες προπαγανδίζουν τη «δημοσιονομική προσαρμογή», την «ανταγωνιστικότητα», τις ιδιωτικοποιήσεις, το «δικαίωμα της εργασίας» για τους απεργοσπάστες ή και την ισοπεδωτική ηθικολογία του «τα φάγαμε όλοι μαζί». Και ας τις συγκρίνει με τις (ελάχιστες) παρεμβάσεις για την ανεργία, την κάθετη μείωση των αποδοχών και την εξαθλίωση, την υπερφορολόγηση μισθωτών και συνταξιούχων, την ανακατανομή του εισοδήματος σε βάρος των εργαζομένων, την κατάργηση εργασιακών δικαιωμάτων, την περικοπή των κονδυλίων για παιδεία, υγεία και έρευνα, τη διακοπή των δημόσιων επενδύσεων, τον εξευτελισμό του κοινοβουλευτικού μας πολιτεύματος με τις πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, την υποστήριξη κινητοποιήσεων των εργαζομένων και τόσα άλλα.
Για τους κεντροαριστερούς μας «μεταρρυθμιστές», θα έλεγε κανείς ότι αυτή η δεύτερη θεματολογία είναι παλαιομοδίτικη, μυρίζει «λαϊκισμό» και Τσίπρα. Την αποφεύγουν όπως ο διάβολος το λιβάνι. Ακόμη και στη ρητορεία περί «ανάπτυξης» αποφεύγουν τη χάραξη διαχωριστικών γραμμών δεξιάς/αριστεράς, με αποτέλεσμα να παραμένουν στο απυρόβλητο οι συντηρητικές απόψεις που την βλέπουν να έρχεται κυρίως μέσα από την «ευελιξία» στην αγορά εργασίας και τη συμπίεση του εργατικού κόστους.
Ας μη γελιόμαστε. Η πολιτική ατζέντα των πρωταγωνιστών της νέας κεντροαριστεράς στη χώρα μας, σ’ όλον τον υπόλοιπο κόσμο αποτελεί την ατζέντα της (κεντρο)δεξιάς. Και η στάση τους αυτή αποτελεί κάτι περισσότερο από πολιτικές τοποθετήσεις. Πρόκειται πλέον για κοινωνικά αντανακλαστικά, βαθύτατα συντηρητικά. Γι’ αυτό και το εγχείρημα είναι ψευδεπίγραφο. Και σε μια Ελλάδα που στενάζει, όχι βέβαια κάτω από αριστερές πολιτικές, αλλά από τις επιπτώσεις της πιο ωμής επιδρομής της δεξιάς, είναι και προκλητικό.
Ανυπόστατες ενστάσεις
Στην παραπάνω κριτική διατυπώνονται τρεις ενστάσεις:
Επισημαίνεται κατ’ αρχάς ότι η ανανεωτική αριστερά (από τις ευρωκομμουνιστικές καταβολές της), όπως και ο σημιτικός εκσυγχρονισμός, δίδαξαν πως η αριστερά δεν μπορεί να «χαρίζει» στη δεξιά τις αξίες της φιλελεύθερης δημοκρατίας, της χρηστής διαχείρισης των δημοσίων οικονομικών και της υπεύθυνης δράσης των μαζικών κινημάτων. Εδώ όμως γίνεται η μεγάλη λαθροχειρία: άλλο η αναγκαία ενσωμάτωση των στοιχείων αυτών στο σχέδιο και τη στρατηγική της αριστεράς, και άλλο βέβαια η συρρίκνωση και συνόψιση της αριστεράς στα στοιχεία αυτά. Στη δεύτερη περίπτωση, εξαφανίζεται κάθε λόγος ύπαρξης μιας αριστεράς/κεντροαριστεράς, διακριτής από τη δεξιά. Φαίνεται πως όσοι επί δεκαετίες έχουν εθισθεί στη άσκηση εξουσίας «από τα πάνω», ή και αναλώνονταν σε σεχταριστικές διαμάχες με την δογματική αριστερά και τον λαϊκισμό, όσοι σήμερα είναι αφοσιωμένοι στην αδιέξοδη στήριξη των μνημονίων απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ, χάνουν συχνά την ικανότητα να κάνουν αυτήν την προφανή διάκριση.
Επικαλούνται επίσης μερικοί την ελληνική ιδιαιτερότητα: η οξύτητα της ελληνικής κρίσης και οι βαθιές της ρίζες, καθιστούν, λένε, άνευ νοήματος τις παραδοσιακές διαχωριστικές γραμμές. Όταν το καράβι βουλιάζει, δεν υπάρχουν πολλοί τρόποι να το σώσουμε. Το επιχείρημα αυτό έχει κάποια αξία απέναντι σε απόψεις του τύπου «λεφτά υπάρχουν», καθώς ασφαλώς μια σοβαρή κεντροαριστερά στην Ελλάδα σήμερα δεν μπορεί να αγνοεί τους τεράστιους περιορισμούς που επιβάλλει η καταστροφική μας κατάσταση. Κατά τα άλλα όμως, αποτελεί μια απλή επανάληψη του θατσερικού TINA (there is no alternative/δεν υπάρχει εναλλακτική λύση –εννοείται από τη φιλελεύθερη πολιτική).
Βρισκόμαστε άραγε υπό την αναγκαστική ομηρεία του νεοφιλελεύθερου μονόδρομου; Αυτή πάντως δεν είναι η άποψη της κεντροαριστεράς ανά την Ευρώπη και την Αμερική, που δεν παύει να καταφέρεται εναντίον της ακραίας λιτότητας και των άλλων χαρακτηριστικών της γερμανικής συντηρητικής πολιτικής και που ασκεί την κριτική αυτή ρητά και για την περίπτωση της Ελλάδας. Εξάλλου, στο ζήτημα αυτό επιβάλλεται, κατά τη γνώμη μου, μια ιδεολογική εντιμότητα: όποιος πιστεύει στην ΤΙΝΑ, δεν μπορεί ταυτόχρονα να επαγγέλλεται την κεντροαριστερά. Οφείλει ευθαρσώς να προσχωρήσει στο στρατόπεδο των «μεταρρυθμιστών» χωρίς πρόσημο. Η θεωρία ότι η αριστερά είναι μόνο για τους καλούς καιρούς, ηχεί ως εμπαιγμός σε μια χώρα όπου οι καιροί αυτοί ούτε που διαφαίνονται ακόμη στον ορίζοντα και με τις σημερινές πολιτικές ίσως να μην έρθουν και ποτέ.
Το τελευταίο ανάχωμα των ιδιόρρυθμων μνημονιακών «κεντροαριστερών» μας, είναι η αμφισβήτηση της αξιοπιστίας και της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Η τελευταία, υποστηρίζεται, πέρα από τα ωραία λόγια, στην πραγματικότητα ασκεί την ίδια περίπου πολιτική με τη δεξιά και άρα τα περί εναλλακτικών πολιτικών αποτελούν όνειρα θερινής νυκτός. Οι δυσκολίες που συναντά ο Ολάντ, φέρονται ως χαρακτηριστικό παράδειγμα, συχνά με μόλις αποκρυπτόμενη χαρά.
Ας σημειώσουμε καταρχάς την αντίφαση (και ειρωνεία) τού να προβάλλεται (ορθά) η πολιτική συγγένεια με την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία ως «ατού» απέναντι στην ευρωπαϊκή μοναξιά του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ταυτόχρονα να αμφισβητείται σχεδόν χαιρέκακα η αξιοπιστία αυτής της πολιτικής οικογένειας. Παραδόξως, οι κεντροαριστεροί «μεταρρυθμιστές» συναντούν εδώ όχι μόνο τους νεοφιλελεύθερους, αλλά και ορισμένους εκ των αριστερών ριζοσπαστών εναντίον των οποίων μαίνονται.
Βέβαια, πρόβλημα αξιοπιστίας και ταυτότητας για την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, υπάρχει. Τούτο προκύπτει αβίαστα από τη δυσκολία που συναντά στην αμφισβήτηση της συντηρητικής ηγεμονίας. Αναγνωρίζεται εξάλλου και στις έντονες εσωτερικές διεργασίες του χώρου. Όμως στους προβληματισμούς αυτούς κυριαρχεί η αυτοκριτική διάθεση απέναντι στην ταύτιση με την κεντροδεξιά, με τις υπερβολές του μπλερισμού, καθώς και η προσπάθεια επαναπροσδιορισμού προς τα «αριστερά» του προγραμματικού και ιδεολογικού στίγματος του χώρου. Αντίθετα, στη χώρα μας, φαίνεται να επιχειρείται η αναγέννηση της κεντροαριστεράς, με θέσεις και στάσεις που θα τρόμαζαν ακόμη και τους πλέον φανατικούς οπαδούς του Μπλερ.
Ας συνοψίσω: Το εγχείρημα δημιουργίας μιας νέας κεντροαριστεράς που επιχειρείται τον τελευταίο καιρό στη χώρα μας, παρουσιάζει μείζονα προβλήματα. Απευθύνεται σε ένα μικρό υποσύνολο του δυνητικού του ακροατηρίου, αντιπαρατιθέμενο κάθετα με τον κόσμο που θα αποτελούσε τον κορμό μιας κεντροαριστερής πλειοψηφίας. Οικοδομείται σε αντιπαράθεση προς την αριστερά και όχι τη δεξιά. Και διαμορφώνει μια πολιτική και προγραμματική πλατφόρμα και μια νοοτροπία χαρακτηριστική της κεντροδεξιάς, όχι της κεντροαριστεράς. Στην ευρύτερη κοινή γνώμη, το εγχείρημα αυτό γίνεται αντιληπτό ως εγχείρημα στήριξης των μνημονίων και της κυβέρνησης Σαμαρά και με ηγέτες τους πλέον ενθουσιώδεις οπαδούς των μνημονιακών πολιτικών, πλήρως συνυπεύθυνους για την πρόσφατη καταστροφική πορεία της χώρας και γι’ αυτό παντελώς αναξιόπιστους. Η πιθανότητα μια τέτοια πρωτοβουλία να οδηγήσει στη δημιουργία φορέα κεντροαριστερού, είναι, πιστεύω, μηδενική.
Προϋποθέσεις για μια πραγματική και μεγάλη κεντροαριστερά
Κατά τη γνώμη μου, σήμερα δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για τη δημιουργία ενός νέου κεντροαριστερού σχήματος, ούτε και για τη σύγκλιση και ένωση σ’ αυτό το πλαίσιο ΔΗΜΑΡ και ΠΑΣΟΚ. Η δημιουργία τέτοιων προϋποθέσεων δεν μπορεί παρά να αποτελεί μεσοπρόθεσμο σχέδιο, η υλοποίηση του οποίου έπεται μιας σειράς εξελίξεων, όχι απόλυτα ορατών σήμερα.
Δεν νομίζω πως το «υπόλοιπον» ΠΑΣΟΚ, ή τα προερχόμενα από το ΠΑΣΟΚ ηγετικά στελέχη μπορούν -τουλάχιστον σ’ αυτήν τη φάση- να παίξουν πρώτο ρόλο, για τους λόγους που εξηγήθηκαν παραπάνω. Είναι εξάλλου δύσκολο να ηγηθούν στην προσπάθεια αυτή στελέχη που συμπεριφέρονται ως ξεπεσμένες πριγκίπισσες, θεωρούν ότι η εξουσία τούς ανήκει δικαιωματικά και πως ο λαός τούς χρωστάει, μεταξύ άλλων και για τα μνημόνια που υπέγραψαν και υλοποίησαν. Δεν νομίζω επίσης πως το νέο σχήμα μπορεί να προκύψει από πολιτική παρθενογένεση, και ασφαλώς όχι από παρέες πρώην αριστερών διανοουμένων που σήμερα ανακαλύπτουν τον φιλελευθερισμό.
Η ΔΗΜΑΡ παραμένει ένας φορέας σχετικά άφθαρτος, που μπορεί να διεκδικήσει το ρόλο του πρωταγωνιστή στην προσπάθεια αυτή, στο βαθμό όμως που θα προβεί σε διορθωτικές κινήσεις σε σχέση με τη συγκυβέρνηση. Στην αντίθετη περίπτωση, η εκλογική της βάση θα συνεχίσει να μεταλλάσσεται, ωθώντας το κόμμα προς την κεντροδεξιά. Από την άποψη αυτή, η απόφαση της ηγεσίας της ΔΗΜΑΡ να απαγκιστρωθεί από τη διαδικασία ταχείας σύγκλισης με το βενιζελικό ΠΑΣΟΚ και τους μνημονιακούς δορυφόρους και κομήτες του, αποτελεί κίνηση προς τη σωστή κατεύθυνση, παρ’ όλο που (όπως το «παρόν» για το τρίτο μνημόνιο) έγινε χωρίς διαφάνεια και άκομψα, προκαλώντας ερωτήματα ως προς τα κίνητρα, τη σοβαρότητα και την εσωτερική λειτουργία του κόμματος. Πάντως, η καταγγελτική συγχορδία των απανταχού «μεταρρυθμιστών», που οραματίζονται μια ΔΗΜΑΡ «τολμηρή» στη στήριξη των μνημονίων, συνηγορεί μάλλον για το ορθόν της κίνησης.
Προϋπόθεση κατά τη γνώμη μου για τη δημιουργία κεντροαριστερού σχήματος, είναι η αυτονόμηση των φορέων του από τον θανάσιμο εναγκαλισμό των μνημονίων και της ιδεολογίας που τα εμπνέει. Πολιτικά, αυτό σημαίνει αποστασιοποίηση από τη συγκυβέρνηση Σαμαρά: αν είναι κατανοητό η κεντροαριστερά να παρέχει ανοχή ενόσω δεν διαφαίνεται εναλλακτικό φιλοευρωπαϊκό κυβερνητικό σχήμα, είναι εντελώς ακατανόητο να συμμετέχει στην υλοποίηση της βάρβαρης μνημονιακής πολιτικής, ανεχόμενη συν τοις άλλοις και τη νεοδημοκρατική παλινόρθωση στη σαμαρική εκδοχή της. Ακόμη δε πιο απαράδεκτο είναι να εσωτερικεύει τη συμμετοχή της, μετατοπίζοντας το ιδεολογικό της στίγμα προς τα δεξιά. Η αυτονόμηση, πολιτική και ιδεολογική, είναι απαραίτητη και απολύτως εφικτή, μπορεί δε να γίνει και δημιουργική αν περιλάβει και θετικές πολιτικές και προγραμματικές προτάσεις, με σαφές και ορατό αριστερό στίγμα. Με τη διεκδίκηση της ιδιοκτησίας μεγάλων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων με προοδευτικό πρόσημο, τόσο αναγκαίων σήμερα για τη χώρα μας.
Κρίσιμο, τέλος, στοιχείο για την πορεία προς μια μεγάλη κεντροαριστερά, είναι ο επαναπροσδιορισμός της στάσης απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ και τον κόσμο του.
Η πολιτική και ιδεολογική απόσταση μιας σύγχρονης ευρωπαϊκής κεντροαριστεράς από τον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ, παραμένει ασφαλώς μεγάλη. Ο ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να μην αποτελεί φερέγγυα κυβερνητική εναλλακτική λύση και αξιόπιστο ευρωπαϊκό συνομιλητή. Στο ιδεολογικό του φορτίο κυριαρχούν ακόμη οι περασμένες δεκαετίες. Και ορισμένες πλευρές της πολιτικής του παραμένουν τυχοδιωκτικές. Δεν αποκλείεται εξάλλου ο ΣΥΡΙΖΑ να αποτύχει να σταθεροποιηθεί ως μείζων πολιτικός φορέας, αν και δεν το θεωρώ πολύ πιθανό.
Ωστόσο, η πολιτική των εξορκισμών και της κάθετης αντιπαράθεσης απέναντι στο κόμμα αυτό, είναι κατά τη γνώμη μου απολύτως λαθεμένη, ακόμη και όταν τέτοιες στάσεις παρατηρούνται και από την άλλη πλευρά. Η αντιμετώπιση του ΣΥΡΙΖΑ αποκλειστικά ως μιας δύναμης ακινησίας, συντηρητισμού και διάλυσης, αποτελεί χονδροειδή υπεραπλούστευση. Υποτιμά την έκταση της φθοράς των κατεστημένων κομμάτων και τη δυναμική ανανέωσης του πολιτικού προσωπικού, ενώ κυριολεκτικά αντιστρέφει την ιεράρχηση των ευθυνών για τη σημερινή κατάσταση και την εφεξής πορεία της χώρας. Είναι απορίας άξιον πώς εκλεπτυσμένοι πολιτικοί και αναλυτές με καταβολές στην ανανεωτική αριστερά, που ανδρώθηκαν μέσα σε μια κουλτούρα που αποποιείται πρωτόλειες μορφές αντιπαραθέσεων και αναζητά πλατειές συναινέσεις και συμμαχίες, γίνονται θιασώτες μιας σαρωτικής αντι-ΣΥΡΙΖΑ εμπάθειας. Πολλώ μάλλον όταν, επί χρόνια και δεκαετίες, στήριζαν ή συνέπλεαν με το «όλον ΠΑΣΟΚ».
Κατά τη γνώμη μου, η σχέση της κεντροαριστεράς με τον ΣΥΡΙΖΑ περιλαμβάνει ασφαλώς την αντιπαλότητα, δεν μπορεί όμως να ανάγεται σ’ αυτήν. Οι δύο χώροι έχουν (ή πρέπει να έχουν) ιδεολογικοπολιτική συγγένεια, ασφαλώς μεγαλύτερη από αυτήν της κεντροαριστεράς με τη ΝΔ. Η κεντροαριστερά πρέπει να έχει ανοικτούς διαύλους επικοινωνίας και διαλόγου, όχι μόνο με τον κόσμο του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και με το ίδιο το κόμμα, μεγάλο μέρος των στελεχών και διανοουμένων του οποίου μοιράζεται πολλά με την κεντροαριστερά. Η θετική πορεία του ΣΥΡΙΖΑ (πρέπει να) ενδιαφέρει την κεντροαριστερά.
Σε τελευταία ανάλυση, το πλέον ρεαλιστικό μακροπρόθεσμο σενάριο για μια πλειοψηφική φιλοευρωπαϊκή δημοκρατική (κεντρο)αριστερά, δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει και τον χώρο ή και το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ, ίσως και ως κορμό της, άσχετα αν σήμερα δεν διαφαίνεται ακόμη το πώς. Εξάλλου, βραχυπρόθεσμα, οι φορείς της μελλοντικής νέας κεντροαριστεράς, πρέπει να έχουν ανοικτό το ενδεχόμενο κυβερνητικής συνεργασίας με τον ΣΥΡΙΖΑ, να ενδιαφέρονται για τις αναγκαίες προϋποθέσεις μιας τέτοιας συνεργασίας και να μην αντιμετωπίζουν την προοπτική του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση ως κατακλυσμό του Νώε.
Via : www.metarithmisi.gr