Του
Μπερνάρ Κασέν*
Μπορεί να αναπτυχθεί ένα αριστερό εναλλακτικό πολιτικό σχέδιο για την Ευρώπη στο πλαίσιο που διαμορφώνουν οι σημερινοί θεσμοί της ΕΕ; Σ’ αυτό το κρίσιμο για το μέλλον της ευρωπαϊκής ηπείρου ερώτημα επιχειρεί να απαντήσει ο Μπερνάρ Κασέν, καθηγητής του Ινστιτούτου Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Παρί –VII.
Είναι, άραγε, εφικτή μια Ευρώπη αριστερή, δηλαδή πραγματικά δημοκρατική, κοινωνική, αλληλέγγυα και οικολογική, που έχει ξεκόψει οριστικά από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές; Υπάρχουν πολλοί λόγοι που μας κάνουν να σκεφτούμε ότι ο Φρανσουά Ολάντ δεν το πίστεψε ποτέ. Στις 6 Μαΐου 1992, απλός βουλευτής τότε, από το βήμα της εθνοσυνέλευσης δήλωνε: «Επειδή έχουμε αποδεχθεί την παγκοσμιοποίηση, υποβαλλόμαστε σήμερα σε καταναγκασμούς νομισματικούς, δημοσιονομικούς, οικονομικούς. Η μόνη συζήτηση που έχει νόημα στο εξής, είναι περί του αν αποδεχόμαστε ή δεν αποδεχόμαστε τους κανόνες του διεθνούς καπιταλισμού. Αν μπούμε στο παιχνίδι της παγκοσμιοποίησης, τότε αυτοί οι οικονομικοί, νομισματικοί και, επικουρικώς, ευρωπαϊκοί καταναγκασμοί είναι επιβεβλημένοι». Με άλλα λόγια, η ευρωπαϊκή οικοδόμηση δεν θα μπορούσε παρά να είναι ένα υποσύνολο της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης.
Είκοσι χρόνια αργότερα, αφού έχει γίνει πια πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας, όταν υπόσχεται ότι θα «αναπροσανατολίσει» αυτή την οικοδόμηση, γνωρίζει ότι αυτό μόνο οριακά μπορεί να γίνει… Η παραμικρή απόπειρα «αναπροσανατολισμού» σκοντάφτει πράγματι πάνω σε όλα τα ιδεολογικά και θεσμικά δεδομένα της ΕΕ. Δεν πρόκειται μόνο για τις συνθήκες που εγκαθιδρύουν τον «ελεύθερο και ανόθευτο ανταγωνισμό» ως οργανωτική αρχή για όλες τις πολιτικές. Πρόκειται και για τη συγκεκριμένη μετάφρασή τους σε δεκάδες χιλιάδες σελίδες «ευρωπαϊκού κεκτημένου»: οδηγίες, ρυθμίσεις, αποφάσεις. Οι φιλελεύθεροι άλλωστε το λένε ξεκάθαρα. Όπως αναγνωρίζει ένας από τους πιο φλύαρους από αυτούς, ο κ. Ελί Κοέν, «το σύνολο των πολιτικών, της αγοράς αντιπροσωπεύει τον καταναγκασμό που επινόησαν οι χώρες μέλη της ΕΕ, και ειδικότερα τα λατινογενή κράτη (Γαλλία, Ισπανία, Ιταλία) για να αλλάξουν την πολιτική τους στους προστατευμένους τομείς, όπου ο συνδικαλισμός ήταν ακόμη ισχυρός και το πολιτικό κονσένσους απαγόρευε στην πράξη τις μείζονες προσαρμογές». Δεν θα μπορούσε κανείς να είναι πιο σαφής…
Είναι, λοιπόν, λογικό να ισχυρίζεται κάποιος ότι θα αναπτύξει ένα αριστερό πολιτικό σχέδιο μέσα στο πλαίσιο των σημερινών δομών της ΕΕ, από τη στιγμή που αυτές οι δομές έχουν επινοηθεί ακριβώς για να αποκλείσουν αυτό το ενδεχόμενο; Αν απαντήσουμε αρνητικά σ’ αυτό το ερώτημα, προκύπτει λογικά το εξής συμπέρασμα: πρέπει να αλλάξουν οι συνθήκες που έχουν υπογραφεί, και μάλιστα εκ θεμελίων. Πώς μπορεί, όμως, να αλλάξει έστω και μία παράγραφος των συνθηκών; Απάντηση: χρησιμοποιώντας τις ρήτρες αναθεώρησης που εμπεριέχουν. Ωστόσο, οι ρήτρες, με το σημερινό καθεστώς, προβλέπουν τον κανόνα της ομοφωνίας… Αρκεί, λοιπόν, έστω και μία κυβέρνηση από τα 27 κράτη μέλη της ΕΕ να πει «όχι» στην αλλαγή, για να μπλοκάρει κάθε διαδικασία αναθεώρησης που θα πρότεινε ένα άλλο κράτος, το οποίο δεν θα συμφωνούσε μ’ αυτή.
Θεσμικός αποκλεισμός των αλλαγών
Πλην μερικών εξαιρέσεων, όποιες διαφορές κι αν έχουν, κόμματα, κινήματα και ηγεσίες που αυτοπροσδιορίζονται αριστερά, κλείνουν τα μάτια σ’ αυτόν το θεσμικό αποκλεισμό. Εξακολουθούν να επιχειρηματολογούν –τουλάχιστον δημόσια– ωσάν να ήταν δυνατόν, σε μια Ένωση των 27 και σύντομα των 30 και πλέον μελών, να υιοθετηθεί μια νέα συνθήκη, που θα βασιζόταν σε διαφορετικές αρχές απ’ ό,τι η συνθήκη της Λισαβόνας. Για τους σοσιαλδημοκράτες ηγέτες ο «αναπροσανατολισμός» που υποσχέθηκε ο κ. Ολάντ, θα μπορούσε να συμβεί μέσω μιας διαπραγμάτευσης με κυβερνήσεις που αρχικά ήταν εχθρικές στην προσθήκη κάποιου ίχνους κοινωνικής χροιάς. Έτσι, το σύμφωνο για την ανάπτυξη και την απασχόληση, που υιοθετήθηκε με πρωτοβουλία του κ. Ολάντ από τους 27 τον περασμένο Ιούνιο, που θεωρήθηκε ότι θα έστρεφε τη συνθήκη προς τη σταθεροποίηση, το συντονισμό και τη διακυβέρνηση, υπήρξε μια πολιτική διευθέτηση χωρίς υποχρεωτικό χαρακτήρα.
Άλλα ρεύματα σκέψης, που στη Γαλλία τα συναντούμε στο Μέτωτο της Αριστεράς –παρότι όλες οι συνιστώσες του δεν συμφωνούν σ’ αυτό το θέμα– και στους Πράσινους, υποστηρίζουν ότι θα έπρεπε να στηριχτούμε σ’ ένα ισχυρό αναδυόμενο κοινωνικό κίνημα πανευρωπαϊκό, προκειμένου να επαναθεμελιώσουμε την ΕΕ σε προοδευτικές βάσεις. Ως μέτρο-κλειδί σ’ αυτή την προοπτική προτείνεται μια γενναία αύξηση του κοινοτικού προϋπολογισμού (που σήμερα αντιπροσωπεύει μόλις το 1% του ΑΕΠ της Ένωσης), η οποία θα επέτρεπε την πραγματοποίηση χρηματοδοτικών προγραμμάτων με στόχο τη σύγκλιση των οικονομιών και των κοινωνικών δεδομένων των κρατών μελών, και την εξουδετέρωση κάθε μορφής ενδοκοινοτικού ντάμπιγκ.
Απουσία ευρωπαϊκών δημόσιου χώρου
Το πρόβλημα είναι ότι αυτό το μεγάλο άλμα προς έναν «αριστερό φεντεραλισμό» αναδεικνύεται ουτοπικό στον ορατό ορίζοντα. Και όχι μόνο λόγω του θεσμικού πλαισίου που μόλις περιγράψαμε. Είναι λυπηρό, αλλά, για την ώρα, στον ευρωπαϊκό χώρο δεν υπάρχουν παρά νησίδες ευρωπαϊκού δημόσιου χώρου. Η έννοια του ευρωπαϊκού κοινωνικού κινήματος δεν στηρίζεται σε μια συγκεκριμένη πραγματικότητα.
Τελευταία, η Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία Συνδικάτων έχει πάρει βέβαια κάποιες αποστάσεις από τον ευρωπαϊκό νεοφιλελευθερισμό –τοποθετήθηκε αρνητικά στη συνθήκη για τη σταθερότητα, το συντονισμό και τη διακυβέρνηση– αλλά εξαιτίας της ετερογένειάς της δεν γίνεται αιχμή του δόρατος μιας γενικευμένης λαϊκής κινητοποίησης εναντίον των σημερινών μορφών ευρωπαϊκής οικοδόμησης. Μια δοκιμασία της αποφασιστικότητάς της θα έχουμε στη γενική συνέλευσή της, στις 17 Οκτωβρίου*, όπου ορισμένα μέλη της (κυρίως τα ισπανικά συνδικάτα) επιθυμούν να ληφθεί απόφαση για μεγάλες διαδηλώσεις εναντίον της λιτότητας σε όλες τις πρωτεύουσες, πριν από τη σύνοδο του Δεκεμβρίου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.
Όσο για το ενδεχόμενο μιας σημαντικής αύξησης του κοινοτικού προϋπολογισμού, αποκλείεται από τις κυβερνήσεις που αναζητούν πυρετωδώς τρόπους να κάνουν οικονομίες στους δικούς τους προϋπολογισμούς, αλλά –σίγουρα– και από τους ευρωπαϊκούς πληθυσμούς, που γίνονται όλο και πιο εχθρικοί σε οτιδήποτε έρχεται από τις Βρυξέλλες. Το να κάνουμε σαν να ήταν δυνατόν να υπάρξει μια νέα συνθήκη «αριστερή», χωρίς η απόπειρα αυτή να σκοντάψει στο σημερινό θεσμικό πλαίσιο, πλησιάζει σε μια μορφή ψευδαίσθησης.
Ανυπάκουες κυβερνήσεις
Υπάρχει, όμως, και μια άλλη δυνατότητα, που περνάει μέσα από τις κάλπες: σε κάποια χώρα, αν η λαϊκή ψήφος δώσει μια συγκεκριμένη εντολή, η κυβέρνηση που θα προκύψει μπορεί να προχωρήσει σε ρήξη με τις πολιτικές της Ένωσης και, ενεργώντας μέσα στο ίδιο κίνημα, να εφαρμόσει νέες αρχές στο εσωτερικό και στις σχέσεις με τρίτες ευρωπαϊκές χώρες. Μια τέτοια στάση ανυπακοής προς την Ένωση (χωρίς αναγκαστικά να σημαίνει έξοδο) και ταυτόχρονα οικοδόμησης ενός νέου προτύπου, θα μπορούσε να απλώσει «κηλίδες» ανυπακοής έξω από τα εθνικά σύνορα. Η έννοια της ευρωπαϊκής ανυπακοής δεν συνεπάγεται αναγκαστικά συστολή της Ένωσης, ανάκτηση από τα εθνικά κράτη αρμοδιοτήτων που της έχουν παραχωρηθεί. Η δυνατότητα αυτή, άλλωστε, προβλέπεται πλέον και από τη συνθήκη της Λισαβόνας. Η «ανυπάκουη» κυβέρνηση θα είχε συμφέρον να υιοθετήσει μια στρατηγική που θα αποβλέπει στην παρενόχληση των εταίρων με την τοποθέτηση του μέγιστου αριθμού κόκκων άμμου στα κοινοτικά γρανάζια –πράγμα που σημαίνει παραμονή μέσα σ’ αυτά όσο το δυνατόν περισσότερο– με σκοπό τον τερματισμό της αναπαραγωγής των νεοφιλελεύθερων μέτρων. Πριν από την επίθεση είναι λογικό να σταματήσει πρώτα η απώλεια εδαφών…
Σε τι θα μπορούσε να μεταφραστεί αυτή η στρατηγική; Πρώτα απ’ όλα σε άρνηση μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο των οδηγιών που αποβλέπουν στη φιλελευθεροποίηση και το ξήλωμα των κοινωνικών κατακτήσεων· με τη μη εφαρμογή των οδηγιών που ήδη έχουν μεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο και με επίκληση του «συμβιβασμού του Λουξεμβούργου» (που εφαρμόστηκε από τον στρατηγό Ντεγκόλ το 1966 για την τροποποίηση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής) με στόχο την παρεμπόδιση της υιοθέτησης οδηγιών που τώρα προετοιμάζονται. Η ίδια μεταχείριση μπορεί να επιφυλαχθεί στις συνθήκες που έχουν ήδη υπογραφεί και, σε ορισμένες χώρες, έχουν επικυρωθεί– όπως αυτή που αφορά τον ευρωπαϊκό μηχανισμό σταθερότητας και τον διάδοχό του– με σκοπό τη διάσωση των τραπεζών και την επιβολή της διαρκούς λιτότητας στους ευρωπαϊκούς λαούς.
Πέρα από την κοινοτική νομιμότητα
Θα μπορούσε δικαιολογημένα κάποιοι να αντιτείνουν ότι μια τέτοια συμπεριφορά καταλήγει στην υπέρβαση των ορίων της κοινοτικής «νομιμότητας». Μπορούμε να απαντήσουμε σ’ αυτούς ότι υπάρχει μια υπέρτερη αξία: ο σεβασμός της κυριαρχίας κάθε λαού, που χλευάζεται από τους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς. Ειδικότερα από τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης του Λουξεμβούργου και από τα παραρτήματά του σε εθνικό επίπεδο, όπως έχουν καταλήξει να είναι οι δικαστές σε κάθε χώρα μέλος.
Μπορούμε να φανταστούμε ότι αυτή η αμφισβήτηση θα είχε αντίκτυπο σε όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο, που θα μπορούσε να απολήξει σε μια πολιτική κρίση χωρίς προηγούμενο σε ευρωπαϊκό επίπεδο και να οδηγήσει σε μια «υπερημερία» στην πράξη την εφαρμογή όλων των μέτρων φιλελευθεροποίησης, που η προετοιμασία τους και η εφαρμογή τους συνιστούν τη συνήθη απασχόληση της Κομισιόν.
Αυτή η κρίση, ωστόσο, θα αναπτυσσόταν στο πλαίσιο ενός πρωτόγνωρου συσχετισμού δύναμης: από τη μία πλευρά, μία ή περισσότερες «ανυπάκουες» κυβερνήσεις, στηριγμένες στην κοινή γνώμη των χωρών τους, καθώς και σε κοινωνικά κινήματα άλλων χωρών· από την άλλη, θεσμοί χωρίς δημοκρατική νομιμοποίηση (Κομισιόν, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα), που στηρίζονται από άλλες κυβερνήσεις, οι οποίες δεν θα έβλεπαν ποτέ τους πολίτες των χωρών τους να κατεβαίνουν μαζικά για συμπαράσταση στους δρόμους. Δεν έχουμε δει ποτέ ανθρώπους να διαδηλώνουν για να υπερασπιστούν τα μπόνους των τραπεζιτών ή τη μείωση των ημερομισθίων και των συντάξεων.
Το ευρωπαϊκό εναλλακτικό πρότυπο
Αυτή η αντιπαράθεση θα ερχόταν σε μια κρίσιμη ιστορική στιγμή: παρά τη σχετική εξασθένηση του γεωπολιτικού βάρους της η Ευρώπη, με την ώθηση μερικών κυβερνήσεων, έχει ακόμα την ικανότητα να στρέψει το ρεύμα της ιστορίας. Συνυπολογίζοντας τα μεγάλα κράτη και περιφερειακά σύνολα, η Γηραιά Ήπειρος θα μπορούσε να συγκεντρώσει τις τρεις απαραίτητες προϋποθέσει για το σχεδιασμό και την πρόταση προς τον υπόλοιπο κόσμο ενός εναλλακτικού προτύπου κοινωνικής συμβίωσης: ένα δυναμικό κριτικής σκέψης, κοινωνικές δυνάμεις που κινητοποιούνται λόγω κρίσης, σημαντικό δημογραφικό και οικονομικό βάρος.
Στη Λατινική Αμερική, μια διακρατική συνεργασία που αναφέρεται σ’ αυτή την πολιτική λογική ρήξης με το φιλελευθερισμό –σε πολύ μικρότερη αναλογικά κλίμακα– έχει ήδη περάσει από το στάδιο του σχεδίου στο στάδιο εφαρμογής: η μπολιβαριανή ένωση των λαών ALBA. Αν και εξελίσσεται σε πολύ διαφορετικό περιβάλλον, αυτή η εμπειρία θα μπορούσε να είναι μια χρήσιμη πηγή έμπνευσης.
Όπως η ALBA συνυπάρχει με τη νοτιοαμερικανική κοινή αγορά Mercosur, επιχειρώντας να επηρεάσει το περιεχόμενό της, θα μπορούσαμε να φανταστούμε τη συνύπαρξη δύο ευρωπαϊκών μορφωμάτων. Για παράδειγμα, μια «αριστερή», ίσως, μειοψηφική στην αρχή, και περιορισμένη σε ένα μόνο μέλος, με προοπτική διεύρυνσης όμως, και μια φιλελεύθερη, όπως αυτή που σήμερα κυριαρχεί. Αναπόφευκτα, αυτή η συνύπαρξη δεν θα ήταν εύκολη και θα απαιτούσε ρυθμίσεις, μετά από πολλή προετοιμασία, της ενιαίας αγοράς, που θα μπορούσαν να φτάσουν μέχρι και σε μέτρα προστασίας του εξωτερικού εμπορίου. Αν οι αριστερές εμπειρίες είχαν αποτέλεσμα, θα μπορούσαν να συμπαρασύρουν και άλλες χώρες, καθιστώντας αυτή την τάση πλειοψηφική στην Ευρώπη.
Και με το ευρώ;
Είτε αποσυντεθεί είτε όχι η ευρωζώνη, η ύπαρξη δύο διακριτών ευρωπαϊκών συνόλων θα έθετε το ζήτημα του ενιαίου νομίσματος. Κι αυτό θα μπορούσε να απαντηθεί είτε με την εφαρμογή ενός συστήματος δύο νομισματικών ζωνών σχετικά ομοιογενών, που θα συναρθρώνονται, είτε ενός μετατρέψιμου κοινού νομίσματος (και όχι ενιαίου) για τις εξωτερικές συναλλαγές, που θα προσαρμόζεται σε συνάρτηση με τα εθνικά νομίσματα.
Αυτή η τελευταία λύση θυμίζει το ευρωπαϊκό νομισματικό σύστημα, όταν το ECU, αντίθετα με το ευρώ, ήταν ένα νόμισμα εικονικό και τα εθνικά νομίσματα ήταν τα μόνα μετατρέψιμα. Κατά την άποψη του Ζαν Πιερ Σεβενεμάν, πρώην υπουργού και γερουσιαστή, «η μόνη λογική εκδοχή είναι η οργανωμένη και καλά προετοιμασμένη σε ευρωπαϊκή κλίμακα έξοδος από το σύστημα του ενιαίου νομίσματος». Σύμφωνα με τον ίδιο, «η εκδοχή αυτή δεν συζητιέται για ιδεολογικούς μάλλον παρά περισσότερο για πρακτικούς λόγους». Ό,τι δεν συζητιέται, όμως, σ’ αυτή τη συγκυρία, δεν σημαίνει ότι θα μένει για πάντα εκτός διαλόγου. Το βάθεμα της κρίσης μπορεί να απελευθερώσει τη συζήτηση…
Τα μονοπάτια αυτά, ίσως οδηγούν σε ένα άλμα στο άγνωστο. Το γνωστό, όμως, είναι το τίμημα που πληρώνουμε για τη συνέχιση των ίδιων πολιτικών: λιτότητα απροσδιόριστης διάρκειας, που καταργεί τις κοινωνικές κατακτήσεις δεκαετιών, και προγραμματισμένη μετάθεση του μεγαλύτερου μέρους των χωρών της ΕΕ στην κατάσταση χωρών υπό την κηδεμονία της τρόικας. Σε μια τέτοια περίπτωση, θα μιλούμε πια σε παρελθόντα χρόνο για την ευρωπαϊκή δημοκρατία και, ίσως, για την ίδια την ιδέα της Ευρώπης.
*Το κείμενο του Μπ. Κασέν δημοσιεύτηκε στο τεύχος Οκτωβρίου του «Μοντ Ντιπλοματίκ».
Μπερνάρ Κασέν*
Μπορεί να αναπτυχθεί ένα αριστερό εναλλακτικό πολιτικό σχέδιο για την Ευρώπη στο πλαίσιο που διαμορφώνουν οι σημερινοί θεσμοί της ΕΕ; Σ’ αυτό το κρίσιμο για το μέλλον της ευρωπαϊκής ηπείρου ερώτημα επιχειρεί να απαντήσει ο Μπερνάρ Κασέν, καθηγητής του Ινστιτούτου Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Παρί –VII.
Είναι, άραγε, εφικτή μια Ευρώπη αριστερή, δηλαδή πραγματικά δημοκρατική, κοινωνική, αλληλέγγυα και οικολογική, που έχει ξεκόψει οριστικά από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές; Υπάρχουν πολλοί λόγοι που μας κάνουν να σκεφτούμε ότι ο Φρανσουά Ολάντ δεν το πίστεψε ποτέ. Στις 6 Μαΐου 1992, απλός βουλευτής τότε, από το βήμα της εθνοσυνέλευσης δήλωνε: «Επειδή έχουμε αποδεχθεί την παγκοσμιοποίηση, υποβαλλόμαστε σήμερα σε καταναγκασμούς νομισματικούς, δημοσιονομικούς, οικονομικούς. Η μόνη συζήτηση που έχει νόημα στο εξής, είναι περί του αν αποδεχόμαστε ή δεν αποδεχόμαστε τους κανόνες του διεθνούς καπιταλισμού. Αν μπούμε στο παιχνίδι της παγκοσμιοποίησης, τότε αυτοί οι οικονομικοί, νομισματικοί και, επικουρικώς, ευρωπαϊκοί καταναγκασμοί είναι επιβεβλημένοι». Με άλλα λόγια, η ευρωπαϊκή οικοδόμηση δεν θα μπορούσε παρά να είναι ένα υποσύνολο της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης.
Είκοσι χρόνια αργότερα, αφού έχει γίνει πια πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας, όταν υπόσχεται ότι θα «αναπροσανατολίσει» αυτή την οικοδόμηση, γνωρίζει ότι αυτό μόνο οριακά μπορεί να γίνει… Η παραμικρή απόπειρα «αναπροσανατολισμού» σκοντάφτει πράγματι πάνω σε όλα τα ιδεολογικά και θεσμικά δεδομένα της ΕΕ. Δεν πρόκειται μόνο για τις συνθήκες που εγκαθιδρύουν τον «ελεύθερο και ανόθευτο ανταγωνισμό» ως οργανωτική αρχή για όλες τις πολιτικές. Πρόκειται και για τη συγκεκριμένη μετάφρασή τους σε δεκάδες χιλιάδες σελίδες «ευρωπαϊκού κεκτημένου»: οδηγίες, ρυθμίσεις, αποφάσεις. Οι φιλελεύθεροι άλλωστε το λένε ξεκάθαρα. Όπως αναγνωρίζει ένας από τους πιο φλύαρους από αυτούς, ο κ. Ελί Κοέν, «το σύνολο των πολιτικών, της αγοράς αντιπροσωπεύει τον καταναγκασμό που επινόησαν οι χώρες μέλη της ΕΕ, και ειδικότερα τα λατινογενή κράτη (Γαλλία, Ισπανία, Ιταλία) για να αλλάξουν την πολιτική τους στους προστατευμένους τομείς, όπου ο συνδικαλισμός ήταν ακόμη ισχυρός και το πολιτικό κονσένσους απαγόρευε στην πράξη τις μείζονες προσαρμογές». Δεν θα μπορούσε κανείς να είναι πιο σαφής…
Είναι, λοιπόν, λογικό να ισχυρίζεται κάποιος ότι θα αναπτύξει ένα αριστερό πολιτικό σχέδιο μέσα στο πλαίσιο των σημερινών δομών της ΕΕ, από τη στιγμή που αυτές οι δομές έχουν επινοηθεί ακριβώς για να αποκλείσουν αυτό το ενδεχόμενο; Αν απαντήσουμε αρνητικά σ’ αυτό το ερώτημα, προκύπτει λογικά το εξής συμπέρασμα: πρέπει να αλλάξουν οι συνθήκες που έχουν υπογραφεί, και μάλιστα εκ θεμελίων. Πώς μπορεί, όμως, να αλλάξει έστω και μία παράγραφος των συνθηκών; Απάντηση: χρησιμοποιώντας τις ρήτρες αναθεώρησης που εμπεριέχουν. Ωστόσο, οι ρήτρες, με το σημερινό καθεστώς, προβλέπουν τον κανόνα της ομοφωνίας… Αρκεί, λοιπόν, έστω και μία κυβέρνηση από τα 27 κράτη μέλη της ΕΕ να πει «όχι» στην αλλαγή, για να μπλοκάρει κάθε διαδικασία αναθεώρησης που θα πρότεινε ένα άλλο κράτος, το οποίο δεν θα συμφωνούσε μ’ αυτή.
Θεσμικός αποκλεισμός των αλλαγών
Πλην μερικών εξαιρέσεων, όποιες διαφορές κι αν έχουν, κόμματα, κινήματα και ηγεσίες που αυτοπροσδιορίζονται αριστερά, κλείνουν τα μάτια σ’ αυτόν το θεσμικό αποκλεισμό. Εξακολουθούν να επιχειρηματολογούν –τουλάχιστον δημόσια– ωσάν να ήταν δυνατόν, σε μια Ένωση των 27 και σύντομα των 30 και πλέον μελών, να υιοθετηθεί μια νέα συνθήκη, που θα βασιζόταν σε διαφορετικές αρχές απ’ ό,τι η συνθήκη της Λισαβόνας. Για τους σοσιαλδημοκράτες ηγέτες ο «αναπροσανατολισμός» που υποσχέθηκε ο κ. Ολάντ, θα μπορούσε να συμβεί μέσω μιας διαπραγμάτευσης με κυβερνήσεις που αρχικά ήταν εχθρικές στην προσθήκη κάποιου ίχνους κοινωνικής χροιάς. Έτσι, το σύμφωνο για την ανάπτυξη και την απασχόληση, που υιοθετήθηκε με πρωτοβουλία του κ. Ολάντ από τους 27 τον περασμένο Ιούνιο, που θεωρήθηκε ότι θα έστρεφε τη συνθήκη προς τη σταθεροποίηση, το συντονισμό και τη διακυβέρνηση, υπήρξε μια πολιτική διευθέτηση χωρίς υποχρεωτικό χαρακτήρα.
Άλλα ρεύματα σκέψης, που στη Γαλλία τα συναντούμε στο Μέτωτο της Αριστεράς –παρότι όλες οι συνιστώσες του δεν συμφωνούν σ’ αυτό το θέμα– και στους Πράσινους, υποστηρίζουν ότι θα έπρεπε να στηριχτούμε σ’ ένα ισχυρό αναδυόμενο κοινωνικό κίνημα πανευρωπαϊκό, προκειμένου να επαναθεμελιώσουμε την ΕΕ σε προοδευτικές βάσεις. Ως μέτρο-κλειδί σ’ αυτή την προοπτική προτείνεται μια γενναία αύξηση του κοινοτικού προϋπολογισμού (που σήμερα αντιπροσωπεύει μόλις το 1% του ΑΕΠ της Ένωσης), η οποία θα επέτρεπε την πραγματοποίηση χρηματοδοτικών προγραμμάτων με στόχο τη σύγκλιση των οικονομιών και των κοινωνικών δεδομένων των κρατών μελών, και την εξουδετέρωση κάθε μορφής ενδοκοινοτικού ντάμπιγκ.
Απουσία ευρωπαϊκών δημόσιου χώρου
Το πρόβλημα είναι ότι αυτό το μεγάλο άλμα προς έναν «αριστερό φεντεραλισμό» αναδεικνύεται ουτοπικό στον ορατό ορίζοντα. Και όχι μόνο λόγω του θεσμικού πλαισίου που μόλις περιγράψαμε. Είναι λυπηρό, αλλά, για την ώρα, στον ευρωπαϊκό χώρο δεν υπάρχουν παρά νησίδες ευρωπαϊκού δημόσιου χώρου. Η έννοια του ευρωπαϊκού κοινωνικού κινήματος δεν στηρίζεται σε μια συγκεκριμένη πραγματικότητα.
Τελευταία, η Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία Συνδικάτων έχει πάρει βέβαια κάποιες αποστάσεις από τον ευρωπαϊκό νεοφιλελευθερισμό –τοποθετήθηκε αρνητικά στη συνθήκη για τη σταθερότητα, το συντονισμό και τη διακυβέρνηση– αλλά εξαιτίας της ετερογένειάς της δεν γίνεται αιχμή του δόρατος μιας γενικευμένης λαϊκής κινητοποίησης εναντίον των σημερινών μορφών ευρωπαϊκής οικοδόμησης. Μια δοκιμασία της αποφασιστικότητάς της θα έχουμε στη γενική συνέλευσή της, στις 17 Οκτωβρίου*, όπου ορισμένα μέλη της (κυρίως τα ισπανικά συνδικάτα) επιθυμούν να ληφθεί απόφαση για μεγάλες διαδηλώσεις εναντίον της λιτότητας σε όλες τις πρωτεύουσες, πριν από τη σύνοδο του Δεκεμβρίου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.
Όσο για το ενδεχόμενο μιας σημαντικής αύξησης του κοινοτικού προϋπολογισμού, αποκλείεται από τις κυβερνήσεις που αναζητούν πυρετωδώς τρόπους να κάνουν οικονομίες στους δικούς τους προϋπολογισμούς, αλλά –σίγουρα– και από τους ευρωπαϊκούς πληθυσμούς, που γίνονται όλο και πιο εχθρικοί σε οτιδήποτε έρχεται από τις Βρυξέλλες. Το να κάνουμε σαν να ήταν δυνατόν να υπάρξει μια νέα συνθήκη «αριστερή», χωρίς η απόπειρα αυτή να σκοντάψει στο σημερινό θεσμικό πλαίσιο, πλησιάζει σε μια μορφή ψευδαίσθησης.
Ανυπάκουες κυβερνήσεις
Υπάρχει, όμως, και μια άλλη δυνατότητα, που περνάει μέσα από τις κάλπες: σε κάποια χώρα, αν η λαϊκή ψήφος δώσει μια συγκεκριμένη εντολή, η κυβέρνηση που θα προκύψει μπορεί να προχωρήσει σε ρήξη με τις πολιτικές της Ένωσης και, ενεργώντας μέσα στο ίδιο κίνημα, να εφαρμόσει νέες αρχές στο εσωτερικό και στις σχέσεις με τρίτες ευρωπαϊκές χώρες. Μια τέτοια στάση ανυπακοής προς την Ένωση (χωρίς αναγκαστικά να σημαίνει έξοδο) και ταυτόχρονα οικοδόμησης ενός νέου προτύπου, θα μπορούσε να απλώσει «κηλίδες» ανυπακοής έξω από τα εθνικά σύνορα. Η έννοια της ευρωπαϊκής ανυπακοής δεν συνεπάγεται αναγκαστικά συστολή της Ένωσης, ανάκτηση από τα εθνικά κράτη αρμοδιοτήτων που της έχουν παραχωρηθεί. Η δυνατότητα αυτή, άλλωστε, προβλέπεται πλέον και από τη συνθήκη της Λισαβόνας. Η «ανυπάκουη» κυβέρνηση θα είχε συμφέρον να υιοθετήσει μια στρατηγική που θα αποβλέπει στην παρενόχληση των εταίρων με την τοποθέτηση του μέγιστου αριθμού κόκκων άμμου στα κοινοτικά γρανάζια –πράγμα που σημαίνει παραμονή μέσα σ’ αυτά όσο το δυνατόν περισσότερο– με σκοπό τον τερματισμό της αναπαραγωγής των νεοφιλελεύθερων μέτρων. Πριν από την επίθεση είναι λογικό να σταματήσει πρώτα η απώλεια εδαφών…
Σε τι θα μπορούσε να μεταφραστεί αυτή η στρατηγική; Πρώτα απ’ όλα σε άρνηση μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο των οδηγιών που αποβλέπουν στη φιλελευθεροποίηση και το ξήλωμα των κοινωνικών κατακτήσεων· με τη μη εφαρμογή των οδηγιών που ήδη έχουν μεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο και με επίκληση του «συμβιβασμού του Λουξεμβούργου» (που εφαρμόστηκε από τον στρατηγό Ντεγκόλ το 1966 για την τροποποίηση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής) με στόχο την παρεμπόδιση της υιοθέτησης οδηγιών που τώρα προετοιμάζονται. Η ίδια μεταχείριση μπορεί να επιφυλαχθεί στις συνθήκες που έχουν ήδη υπογραφεί και, σε ορισμένες χώρες, έχουν επικυρωθεί– όπως αυτή που αφορά τον ευρωπαϊκό μηχανισμό σταθερότητας και τον διάδοχό του– με σκοπό τη διάσωση των τραπεζών και την επιβολή της διαρκούς λιτότητας στους ευρωπαϊκούς λαούς.
Πέρα από την κοινοτική νομιμότητα
Θα μπορούσε δικαιολογημένα κάποιοι να αντιτείνουν ότι μια τέτοια συμπεριφορά καταλήγει στην υπέρβαση των ορίων της κοινοτικής «νομιμότητας». Μπορούμε να απαντήσουμε σ’ αυτούς ότι υπάρχει μια υπέρτερη αξία: ο σεβασμός της κυριαρχίας κάθε λαού, που χλευάζεται από τους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς. Ειδικότερα από τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης του Λουξεμβούργου και από τα παραρτήματά του σε εθνικό επίπεδο, όπως έχουν καταλήξει να είναι οι δικαστές σε κάθε χώρα μέλος.
Μπορούμε να φανταστούμε ότι αυτή η αμφισβήτηση θα είχε αντίκτυπο σε όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο, που θα μπορούσε να απολήξει σε μια πολιτική κρίση χωρίς προηγούμενο σε ευρωπαϊκό επίπεδο και να οδηγήσει σε μια «υπερημερία» στην πράξη την εφαρμογή όλων των μέτρων φιλελευθεροποίησης, που η προετοιμασία τους και η εφαρμογή τους συνιστούν τη συνήθη απασχόληση της Κομισιόν.
Αυτή η κρίση, ωστόσο, θα αναπτυσσόταν στο πλαίσιο ενός πρωτόγνωρου συσχετισμού δύναμης: από τη μία πλευρά, μία ή περισσότερες «ανυπάκουες» κυβερνήσεις, στηριγμένες στην κοινή γνώμη των χωρών τους, καθώς και σε κοινωνικά κινήματα άλλων χωρών· από την άλλη, θεσμοί χωρίς δημοκρατική νομιμοποίηση (Κομισιόν, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα), που στηρίζονται από άλλες κυβερνήσεις, οι οποίες δεν θα έβλεπαν ποτέ τους πολίτες των χωρών τους να κατεβαίνουν μαζικά για συμπαράσταση στους δρόμους. Δεν έχουμε δει ποτέ ανθρώπους να διαδηλώνουν για να υπερασπιστούν τα μπόνους των τραπεζιτών ή τη μείωση των ημερομισθίων και των συντάξεων.
Το ευρωπαϊκό εναλλακτικό πρότυπο
Αυτή η αντιπαράθεση θα ερχόταν σε μια κρίσιμη ιστορική στιγμή: παρά τη σχετική εξασθένηση του γεωπολιτικού βάρους της η Ευρώπη, με την ώθηση μερικών κυβερνήσεων, έχει ακόμα την ικανότητα να στρέψει το ρεύμα της ιστορίας. Συνυπολογίζοντας τα μεγάλα κράτη και περιφερειακά σύνολα, η Γηραιά Ήπειρος θα μπορούσε να συγκεντρώσει τις τρεις απαραίτητες προϋποθέσει για το σχεδιασμό και την πρόταση προς τον υπόλοιπο κόσμο ενός εναλλακτικού προτύπου κοινωνικής συμβίωσης: ένα δυναμικό κριτικής σκέψης, κοινωνικές δυνάμεις που κινητοποιούνται λόγω κρίσης, σημαντικό δημογραφικό και οικονομικό βάρος.
Στη Λατινική Αμερική, μια διακρατική συνεργασία που αναφέρεται σ’ αυτή την πολιτική λογική ρήξης με το φιλελευθερισμό –σε πολύ μικρότερη αναλογικά κλίμακα– έχει ήδη περάσει από το στάδιο του σχεδίου στο στάδιο εφαρμογής: η μπολιβαριανή ένωση των λαών ALBA. Αν και εξελίσσεται σε πολύ διαφορετικό περιβάλλον, αυτή η εμπειρία θα μπορούσε να είναι μια χρήσιμη πηγή έμπνευσης.
Όπως η ALBA συνυπάρχει με τη νοτιοαμερικανική κοινή αγορά Mercosur, επιχειρώντας να επηρεάσει το περιεχόμενό της, θα μπορούσαμε να φανταστούμε τη συνύπαρξη δύο ευρωπαϊκών μορφωμάτων. Για παράδειγμα, μια «αριστερή», ίσως, μειοψηφική στην αρχή, και περιορισμένη σε ένα μόνο μέλος, με προοπτική διεύρυνσης όμως, και μια φιλελεύθερη, όπως αυτή που σήμερα κυριαρχεί. Αναπόφευκτα, αυτή η συνύπαρξη δεν θα ήταν εύκολη και θα απαιτούσε ρυθμίσεις, μετά από πολλή προετοιμασία, της ενιαίας αγοράς, που θα μπορούσαν να φτάσουν μέχρι και σε μέτρα προστασίας του εξωτερικού εμπορίου. Αν οι αριστερές εμπειρίες είχαν αποτέλεσμα, θα μπορούσαν να συμπαρασύρουν και άλλες χώρες, καθιστώντας αυτή την τάση πλειοψηφική στην Ευρώπη.
Και με το ευρώ;
Είτε αποσυντεθεί είτε όχι η ευρωζώνη, η ύπαρξη δύο διακριτών ευρωπαϊκών συνόλων θα έθετε το ζήτημα του ενιαίου νομίσματος. Κι αυτό θα μπορούσε να απαντηθεί είτε με την εφαρμογή ενός συστήματος δύο νομισματικών ζωνών σχετικά ομοιογενών, που θα συναρθρώνονται, είτε ενός μετατρέψιμου κοινού νομίσματος (και όχι ενιαίου) για τις εξωτερικές συναλλαγές, που θα προσαρμόζεται σε συνάρτηση με τα εθνικά νομίσματα.
Αυτή η τελευταία λύση θυμίζει το ευρωπαϊκό νομισματικό σύστημα, όταν το ECU, αντίθετα με το ευρώ, ήταν ένα νόμισμα εικονικό και τα εθνικά νομίσματα ήταν τα μόνα μετατρέψιμα. Κατά την άποψη του Ζαν Πιερ Σεβενεμάν, πρώην υπουργού και γερουσιαστή, «η μόνη λογική εκδοχή είναι η οργανωμένη και καλά προετοιμασμένη σε ευρωπαϊκή κλίμακα έξοδος από το σύστημα του ενιαίου νομίσματος». Σύμφωνα με τον ίδιο, «η εκδοχή αυτή δεν συζητιέται για ιδεολογικούς μάλλον παρά περισσότερο για πρακτικούς λόγους». Ό,τι δεν συζητιέται, όμως, σ’ αυτή τη συγκυρία, δεν σημαίνει ότι θα μένει για πάντα εκτός διαλόγου. Το βάθεμα της κρίσης μπορεί να απελευθερώσει τη συζήτηση…
Τα μονοπάτια αυτά, ίσως οδηγούν σε ένα άλμα στο άγνωστο. Το γνωστό, όμως, είναι το τίμημα που πληρώνουμε για τη συνέχιση των ίδιων πολιτικών: λιτότητα απροσδιόριστης διάρκειας, που καταργεί τις κοινωνικές κατακτήσεις δεκαετιών, και προγραμματισμένη μετάθεση του μεγαλύτερου μέρους των χωρών της ΕΕ στην κατάσταση χωρών υπό την κηδεμονία της τρόικας. Σε μια τέτοια περίπτωση, θα μιλούμε πια σε παρελθόντα χρόνο για την ευρωπαϊκή δημοκρατία και, ίσως, για την ίδια την ιδέα της Ευρώπης.
*Το κείμενο του Μπ. Κασέν δημοσιεύτηκε στο τεύχος Οκτωβρίου του «Μοντ Ντιπλοματίκ».