Γραφεί η Μπαλή Κάκη
Δύο
χρόνια πριν, όσοι έγραφαν για τα αποτελέσματα των ολλανδικών εκλογών
προσπαθούσαν να ερμηνεύσουν το φαινόμενο Γκέερτ Βίλντερς, να εξηγήσουν
πώς η παραδοσιακά ανεκτική και φιλελεύθερη ολλανδική κοινωνία έδωσε τόση
δύναμη σε έναν ακροδεξιό λαϊκιστή, που είχε μεταλλάξει τον προεκλογικό
αγώνα του σε σταυροφορία ενάντια στις μειονότητες γενικότερα και το
Ισλάμ ειδικότερα.
Την ερχόμενη Τετάρτη, λίγο πριν βγουν τα
αποτελέσματα των νέων πρόωρων εκλογών, το ακροδεξιό κόμμα του Βίλντερς
δεν θα είναι πλέον ο καταλύτης των πολιτικών εξελίξεων στην Ολλανδία
όπως το 2010. Αντίθετα, οι προβολείς θα είναι στραμμένοι στον Εμίλ
Ρόμερ, τον ηγέτη του Σοσιαλιστικού Κόμματος, ο οποίος έχει αίφνης μια
έστω μικρή πιθανότητα να γίνει ο επόμενος πρωθυπουργός της Ολλανδίας.
Το πολιτικό σκηνικό στην Ολλανδία, η
οποία μόλις τώρα μπαίνει στην κρίση, αλλάζει με τόσο ταχείς ρυθμούς,
ώστε κανένα αποτέλεσμα στις 12 Σεπτεμβρίου να μην αποτελέσει έκπληξη.
Τρόπον τινά, το σκηνικό θυμίζει την Ελλάδα των δύο εκλογικών
αναμετρήσεων της άνοιξης, με τη διαφορά ότι στην Ολλανδία υπάρχει μακρά
παράδοση κυβερνήσεων συνασπισμού, οπότε τα περισσότερα κόμματα αφήνουν
ανοιχτό ένα παράθυρο μετεκλογικού συμβιβασμού.
Σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις,
οριακά φαβορί για την πρώτη θέση είναι οι Φιλελεύθεροι (VDD) του
απερχόμενου πρωθυπουργού Μαρκ Ρούτε, οι οποίοι ωστόσο φιλοδοξούν να
λάβουν μόλις 35 από τις 150 έδρες του κοινοβουλίου της Χάγης. Κύριος
αντίπαλός τους για την πρωτιά είναι το ανατέλλον άστρο του αριστερού
Σοσιαλιστικού Κόμματος (SP) του Εμίλ Ρόμερ, με αρκετά κοινά στοιχεία με
τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά τις τελευταίες μέρες ενισχύεται στις δημοσκοπήσεις και
το παραδοσιακά ισχυρό -για τα ολλανδικά δεδομένα- Σοσιαλδημοκρατικό
Κόμμα της Εργασίας (PvDA) του Ντίντρικ Σάμσομ. Οι μεν Σοσιαλιστές είναι
βέβαιο ότι δεν πρόκειται να συμμετάσχουν σε μια κυβέρνηση με τον Ρούτε,
οι δε Σοσιαλδημοκράτες είναι πιθανό να το κάνουν.
Το ζήτημα της Ευρώπης
Για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία
της Ολλανδίας ο προεκλογικός αγώνας δεν περιορίζεται μόνο στα εσωτερικά
θέματα -αν και βεβαίως είναι τα κυρίαρχα: οι περικοπές στο σύστημα
υγείας, η μείωση της αγοραστικής δύναμης, η αυξανόμενη ανεργία.
Σημαντικό ρόλο παίζει αυτή τη φορά και το ζήτημα της Ευρώπης, η
διαχείριση της κρίσης της. Άλλωστε λόγω της κρίσης έπεσε η κυβέρνηση
μειοψηφίας του Ρούτε, με την ακροδεξιά να αρνείται να στηρίξει στη Βουλή
τις αποφάσεις των συνόδων κορυφής για τους μηχανισμούς στήριξης.
Η Ακροδεξιά, μάλιστα, κάνει κι ένα βήμα
παραπάνω και ζητά την έξοδο της Ολλανδίας από την Ευρωζώνη -και βεβαίως
να μη μπαίνει ούτε ένα ολλανδικό σέντσι στους μηχανισμούς στήριξης.
Αντίθετα η Αριστερά του Ρόμερ έχει κάνει σημαία της την αντίθεση στην
πολιτική της λιτότητας, που μετά τις μνημονιακές χώρες επιβάλλεται και
στις υπόλοιπες, ακόμη και στην Ολλανδία της άριστης πιστοληπτικής
αξιολόγησης και του ισχυρού ρόλου στην παγκοσμιοποίηση.
Ωστόσο, μια αληθινή -και ζόρικη- συζήτηση
για το ποια Ευρώπη θέλουν δεν έκαναν ούτε οι Ολλανδοί σ’ αυτό τον
προεκλογικό αγώνα. Μάλιστα πολλοί νιώθουν ότι το παιχνίδι δεν παίζεται
στις δικές τους κάλπες, αλλά αλλού, εκεί όπου δεν έχουν καμία δυνατότητα
παρέμβασης. Νιώθουν ότι τα αποτελέσματα των γαλλικών ή των ελληνικών
εκλογών -και μεθαύριο των γερμανικών- και οι αποφάσεις της Ευρωπαϊκής
Κεντρικής Τράπεζας έχουν πολύ μεγαλύτερη σημασία για το μέλλον της
Ολλανδίας απ’ όση οι ολλανδικές εκλογές.
Οι μέχρι τώρα κερδισμένοι της
παγκοσμιοποίησης -δεν είναι τυχαία το λιμάνι του Ρότερνταμ ο ομφαλός του
εμπορικού κόσμου στην Ευρώπη- φοβούνται αφενός ότι, εάν πάψει η Ευρώπη
να είναι μεγάλος παγκόσμιος παίκτης, θα χάσουν τη δύναμή τους, αφετέρου
ότι, για να μείνει η Ευρώπη μεγάλος παίκτης, θα χάσουν ένα κομμάτι από
την εθνική κυριαρχία τους και ενδεχομένως από την ευημερία τους.
Για τον κοινό Ολλανδό θνητό, άλλωστε, ήδη
το μέλλον δεν αναμένεται καλύτερο από το παρελθόν, όπως αυτονόητα
πίστευαν -και εν μέρει ίσχυε- κατά τη διάρκεια των προηγούμενων
δεκαετιών. Για πρώτη φορά μετά από 30 χρόνια το ολλανδικό μοντέλο
συναίνεσης -η στενή συνεργασία μεταξύ συνδικάτων, εργοδοτών και
κυβέρνησης με στόχο την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ολλανδικής
οικονομίας- φαίνεται να κλυδωνίζεται ισχυρά.
Ο Ολλανδός που μπαίνει τώρα στην αγορά
εργασίας ξέρει ότι θα δουλέψει περισσότερα χρόνια πριν βγει στη σύνταξη
-και θα πάρει χαμηλότερη σύνταξη. Αν και σε σύγκριση με τις άλλες
ευρωπαϊκές χώρες η ανεργία στην Ολλανδία είναι χαμηλή, ο νέος
εργαζόμενος ξέρει καλά ότι πολύ δύσκολα θα βρει μια μόνιμη θέση
εργασίας, ότι η νομοθεσία για τις απολύσεις γίνεται όλο και πιο… χαλαρή,
ότι το κάποτε πανίσχυρο δίχτυ προστασίας για τους ανέργους αποκτά κάθε
μέρα μεγαλύτερες τρύπες.
Ξέρει ακόμη ότι η ασφάλιση υγείας γίνεται
όλο και πιο ακριβή για όλο και λιγότερες υπηρεσίες, ενώ φοβάται ότι και
η αξία του ιδιόκτητου σπιτιού του -εάν διαθέτει- θα μειώνεται διαρκώς.
Η επιθυμία για την ανατροπή αυτών των
βεβαιοτήτων είναι που ενισχύει το Σοσιαλιστικό Κομμα του Ρόμερ, το οποίο
στις εκλογές του 2010 μετά βίας έβγαλε 15 έδρες και τώρα αναμένεται να
τις διπλασιάσει. Μπορεί για τα ελληνικά δεδομένα αυτή η αναμενόμενη
αύξηση να είναι μικρή, στην Ολλανδία, όμως, πάντοτε υπήρχαν πολλά μικρά
κόμματα, τα οποία, χάρη σε ένα σύστημα σχεδόν απλής αναλογικής, πάντοτε
εκπροσωπούνταν στη Βουλή. Επιπλέον μπορεί η αύξηση των εδρών του SP να
αποδειχθεί αρκετή για να βγει και πρώτο κόμμα.
«Για μια κοινωνική Ευρώπη»
Ποιοι είναι όμως οι Ολλανδοί
Σοσιαλιστές; Το SP ιδρύθηκε το 1972 ως μαοϊκό κόμμα, με σύνθημα την
κατάργηση της μοναρχίας και την έξοδο από το ΝΑΤΟ. Σήμερα είναι ένα
κοινοβουλευτικό αριστερό κόμμα με σύνθημα «την ισότητα και την
αλληλεγγύη» και ενάντια στον φιλελευθερισμό. Τα περισσότερα από τα
σχεδόν 50.000 μέλη του PS ζουν στον καθολικό Νότο της Ολλανδίας, ενώ επί
σειράν ετών το κόμμα αντιλαμβανόταν εαυτό ως την αντίσταση της
περιφέρειας ενάντια στους τραπεζίτες και τους πολιτικούς του πλούσιου
Άμστερνταμ και της Χάγης, που «έπαιξαν το κράτος πρόνοιας στο καζίνο του
χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού».
Ο σημερινός ηγέτης του PS, ο 50χρονος
δάσκαλος Εμίλ Ρόμερ, έχει το προφίλ ενός καθημερινού απλού ανθρώπου που
μάχεται, όπως λέει, να παραδώσει στα παιδιά του τον «καλό κόσμο» που
κληρονόμησε από τους γονείς του, την «παλιά καλή Ολλανδία του κοινωνικού
κράτους και της ισότητας».
Στο συνέδριο του κόμματος τον Ιούνιο ο
Ρόμερ παρουσίασε τη γραμμή για την Ευρώπη, πάνω στην οποία στήθηκε κι ο
προεκλογικός αγώνας του PS. «Οι Σοσιαλιστές δεν είναι ενάντια στην
Ευρώπη, είμαστε υπέρ μιας κοινωνικής Ευρώπης. Αλλά δεν θα ακολουθούμε
άκριτα τις επιταγές των Βρυξελλών» είπε. Το κόμμα είναι ενάντια στα
ευρωομόλογα και ενάντια στα «πακέτα βοήθειας» και τους μηχανισμούς
στήριξης, καθώς εκτιμά ότι απλώς σώζουν τις τράπεζες με τα λεφτά των
φορολογουμένων.
Ζητά να γίνει δημοψήφισμα στην Ολλανδία
για το Δημοσιονομικό Σύμφωνο, καθώς και την κατάργηση του ορίου του 3%
για το δημοσιονομικό έλλειμμα. «Μόνο πάνω από το πτώμα μου», είπε ο
Ρόμερ, θα πληρώσει η Ολλανδία πρόστιμο στην Κομισιόν εάν το έλλειμμα
ξεπεράσει το 3%.
Το SP προτείνει ένα πρόγραμμα δημοσίων
επενδύσεων για την αναθέρμανση της οικονομίας, την απαγόρευση των
μπόνους στο χρηματοπιστωτικό τομέα, την άμεση επιβολή φόρου 65% στα
υψηλά εισοδήματα και την μετάθεση της αύξησης των ορίων ηλικίας
συνταξιοδότησης για το 2020.